31 Ιανουαρίου 2013

Τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά

πηγή "η λέσχη της ανυπότακτης θεωρίας"

Κείμενο αποτίμησης της πολιτικής συγκυρίας που έφτασε μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη Λέσχη.
Παιδία_02
“However beautiful the strategy,
you should occasionally look at the results.”
Winston Churchill
Το ότι τα «πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά» οφείλεται σε έναν βαθμό και στον άπλετο χώρο που προσφέρει αυτή η διαπίστωση. Όπως κάθε γενικευτική διαπίστωση έτσι και αυτή προσφέρει ένα ασφαλές και κοινό καταφύγιο για τις πιο διαφορετικές και αλληλοαντικρουόμενες ερμηνευτικές γραμμές και πριμοδοτεί εξίσου τη βολική αδράνεια και την ανερμάτιστη δράση. Παρ’ όλα αυτά το «τα πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά» ταλαντεύεται διαρκώς σε ένα πεδίο έντασης, που εμπεριέχει τόσο την υπερεπαναστατική ή μικροαστική γκρίνια όσο και μια ψύχραιμη αποτίμηση της σύμπλεξης και της αλληλοδιαπλοκής ετερογενών δυνάμεων, αξιολογήσεων, τακτικών και πρακτικών, η οποία οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα. Άρα, για να σημαίνει το οτιδήποτε αυτή η διαπίστωση πρέπει να υπόκειται στην έκθεση μιας συνεκτικής ερμηνευτικής γραμμής. Στόχος αυτού του κειμένου είναι να αποπειραθεί μια τέτοια έκθεση.
Πρώτα από όλα η στρατηγική θέση: Αν επανάσταση σημαίνει την αέναη και επίμονη διάνοιξη του ορίζοντα δυνατότητας ενός ιστορικού σχηματισμού προς την ίδια του τη διανοικτότητα και, άρα, τον πειραματισμό στην κατεύθυνση ενός νέου τρόπου της ύπαρξης, τότε η θέση αυτού του κειμένου είναι επαναστατική. Αν αριστερά σημαίνει τη συμπαράταξη των ετερογενών δυνάμεων που με τον έναν τρόπο ή τον άλλον υποτάσσουν αυτήν τη στοχοθεσία στο διακύβευμα της καθολικής δικαιοσύνης και την προϋπόθεση της ανατροπής, τότε η θέση αυτού του κειμένου είναι αριστερή. Αν στρατηγική σημαίνει τη μετατροπή κάθε σχηματισμού «αλήθειας» σε ένα ανοιχτό πεδίο εννοιολογικής διαμάχης, το οποίο ελέγχεται μόνο από τον βαθμό στον οποίο υποτάσσεται στα παραπάνω, τότε η στρατηγική θέση αυτού του κειμένου είναι πράγματι στρατηγική. Αλλά αρκετά με τις συστάσεις…
Μια ερμηνεία της πολιτικής συγκυρίας: Οι μέρες της αφθονίας ήταν πράγματι μετρημένες. Κάπου εκεί, όμως, εξαντλείται η οποιαδήποτε γείωση αυτής της ορθότατης εκ των υστέρων πολιτικής εκτίμησης στα κοινωνικά και ιστορικά της συμφραζόμενα. Απαιτούνταν πράγματι εξαιρετική πολιτική μικρόνοια και ιστορική τύφλωση, ώστε να θεωρήσουμε πως η πολιτισμική κυριαρχία της αριστεράς εντός της μεταπολιτευτικής σούπας του πασοκ θα αρκούσε για να χρωματίσει τον ουρανό μιας ενδεχόμενης συστημικής κρίσης με τη μονόχρωμη παλέτα του βάθους του. Η ιστορία έβγαλε τους σκελετούς από τη ντουλάπα της και αυτό που θα έπρεπε να είναι μια άνετη νίκη αποδεικνύεται μια μάχη χαρακωμάτων με τους απογόνους των Μαυρομιχάληδων, του Ράλλη, του Τσιριμώκου, των Χιτών, του Παττακού και του Αβέρωφ. Το περιτύλιγμα της μεταπολίτευσης σκίστηκε και εξαπέλυσε προς όλες τις κατευθύνσεις το μικροαστικό διανοητικό χάος που τώρα επανασυγκροτείται σε διαφόρων ειδών κρίσιμες μάζες. Το κουτί της Πανδώρας, όμως, όταν ανοιχτεί απελευθερώνει μαζί με κάθε είδους δεινά και τη λαμπρή κατάρα της ελπίδας. Η διαχείριση της ελπίδας, η στρατηγικά αποτελεσματική νοηματοδότησή της και η συγκόλλησή της με τις περιδινήσεις του τροχού της τυχαιότητας (δηλαδή την πολιτική και ιστορική συγκυρία) συνιστούν το μείζον διακύβευμα της εποχής μας.
Όσο επαναστάτης, ρεφορμιστής, εξεγερσιακός, μαυροκόκκινος, κόκκινος ή ροζ και αν είναι κάποιος που ενδιαφέρεται για αυτό το διακύβευμα δεν γίνεται να μην καταλαβαίνει τρία βασικά πράγματα. Πρώτον, ότι το σύνολο της συγκρότησης της έννοιας «κρίση», τόσο από το σύστημα όσο και από τις δυνάμεις της ανατροπής, διατρέχεται σε κάθε εκατοστό του από το εξεγερσιακό δυναμικό του Δεκέμβρη. Από το συμβάν, δηλαδή, που συνάρθρωσε την εννοιολόγηση της κρίσης ως ανοιχτή σύγκρουση. Δεύτερον, ότι η συσπείρωση των δυνάμεων που απαιτούνται για τη διάνοιξη μιας έστω αμυδρής δυνατότητας συνολικότερης ανατροπής περνάει αναγκαστικά από το διακύβευμα της ανατροπής του συγκεκριμένου, αδίστακτου και ρυπαρού συστήματος εξουσίας, το οποίο επειδή ακριβώς είναι πιο στριμωγμένο από ποτέ είναι και πιο επιθετικό από ποτέ. Τρίτον, πως οποιαδήποτε πιθανότητα επίτευξης αυτού του πρωταρχικού τακτικού στόχου δεν περνάει από το δίλημμα δρόμος και κίνημα ή κεντρική πολιτική σκηνή και θεσμοί (λες και μας έδωσε κανείς την ευκαιρία να διαλέξουμε). Aλλά εξαρτάται από το διακύβευμα της, έστω οριακής και οπωσδήποτε συγκρουσιακής, διασύνδεσής τους. Πράγμα που δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ούτε την υπόταξη της στοχοθεσίας του ενός στο άλλο, ούτε φυσικά μια συνδιάσκεψη της ευρύτερης αριστεράς για τη σκιαγράφηση μιας κοινής τακτικής. Προϋποθέτει, όμως, την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο δομείται αυτήν τη στιγμή η πόλωση. Προϋποθέτει την ανάλυση της διάταξης, της συλλειτουργίας και της αντιπαράθεσης των δυνάμεων που ενεργοποιούνται εντός αυτού του πολωμένου πεδίου και την υπαγωγή των επιμέρους τακτικών και στρατηγικών στόχων στον ορίζοντα δυνατότητας που υπαγορεύει αυτό το περιβάλλον. Δηλαδή, αυτό που απαιτείται από όλες τις μεριές είναι μια νηφάλια και ψύχραιμη αντιμετώπιση της πολιτικής συγκυρίας, ώστε οι διαφορετικές τακτικές συγκροτήσεις να λαμβάνουν υπόψη τους τις ευρύτερες επιπτώσεις των ελιγμών και των επιλογών τους, στη βάση του όποιου κοινού συμφέροντος προκύπτει από τη δεδομένη πόλωση. Και αυτό το συμπέρασμα δεν προκύπτει επειδή αναγράφεται σε κάποιο από τα ιερά κείμενα της επανάστασης, αλλά από μια έστω και πρόχειρη ματιά στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία.
Σε αυτό το πλαίσιο το καταφανές πολιτικό διακύβευμα συγκροτείται μεν γύρω από την «προαιώνια» σύγκρουση αριστεράς-δεξιάς, αλλά μόνο στον βαθμό που η αριστερά έχει την ιστορική ευκαιρία να εκμεταλλευτεί προς όφελός της τη συστημική κρίση και τις αναταράξεις που προκύπτουν την μεταλλαγή του πλαισίου λογικότητας της διακυβέρνησης όπως αυτό δοκιμάζεται στην Ελλάδα. Με δυο λόγια: η ιστορική συγκυρία δεν απαιτεί την «έφοδο προς τον ουρανό», αλλά δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τη στρατηγική διάνοιξη της δυνατότητας για μια τέτοια έφοδο. Και η διάνοιξη αυτή υποτάσσεται αναγκαία στην τακτική της υλοποίησής της. Έτσι, η κατά τα άλλα απαραίτητη και ευκταία εξέγερση είναι απαραίτητη και ευκταία στο μέτρο που θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική ως προς τις στοχεύσεις της, αλλά και στο μέτρο που δεν αποτελεί φαντασίωση μα απτή δυνατότητα. Ωστόσο, μια εξέγερση που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως όχημα για τη διάνοιξη του ορίζοντα της ανατροπής, δεν διαφαίνεται αυτήν τη στιγμή στον ορίζοντα της πραγματικότητας, καθώς τα μαζικά και μαχητικά συλλαλητήρια τις μέρες ψήφισης των μέτρων, πόσο μάλλον ένα δυναμικό, αυτοοργανωμένο και μαχητικό κίνημα από τα κάτω, έχουν υποχωρήσει δραστικά.
Αυτό δεν αποτελεί φυσικά ιστορική νομοτέλεια, καθώς οι λόγοι για αυτή την υποχώρηση οφείλουν να αναλυθούν διεξοδικά, να αναζητηθούν οι υποκειμενικοί και αντικειμενικοί παράγοντες διαμόρφωσής τους και να σκιαγραφηθούν οι δυνατότητες κινηματικής ανατροπής της αντικειμενικότητας ή υποκειμενικότητάς τους. Η διαμόρφωση των όρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα χειραφετητικό και χειραφετημένο κίνημα αποτελεί ταυτόχρονα την προϋπόθεση και το αποτέλεσμα της στόχευσης που προτείνεται από αυτό το κείμενο, θεωρώντας την ταυτόχρονα και στόχευση του περιβάλλοντος στο οποίο αναφέρεται και από το οποίο προέρχεται. Αλλά στη συγκεκριμένη συγκυρία φαίνεται να είναι απαραίτητο, προκειμένου αυτή η στόχευση να αποκτήσει κάποιου είδους διασύνδεση με την πραγματικότητα, να κατανοήσουμε ότι αποτελούμε ένα οικοσύστημα και να πράξουμε αναλόγως. Ότι δηλαδή η σκέψη και η δράση μας εντάσσεται σε ένα διαρκώς ρευστό, αλληλοδιαπλεκόμενο και δυναμικό πεδίο, όπου ακόμα και η ελάχιστη μετακίνηση παράγει ευρύτερες μετατοπίσεις μείζονος κρισιμότητας.
Έτσι, το κρισιμότατο ζήτημα της οικοδόμησης ενός μαζικού και μαχητικού κινήματος, παρόλο που αποτελεί το αναφαίρετο σύμπλοκο και την προϋπόθεση της ανάλυσης που επιχειρεί αυτό το κείμενο, θα αγνοηθεί προκειμένου να παραμείνουμε στο θέμα μας. Και για αυτό τον λόγο θα λάβουμε ως δεδομένη την παρούσα κάμψη των κινηματικών διαδικασιών και θα προχωρήσουμε σε ορισμένες εύλογες υποθέσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μαζικές διαδηλώσεις, ακόμα και αν υπήρχαν, ακόμα και αν ήταν συχνότερες, θα βρίσκονταν αντιμέτωπες με το προ πολλού διαπιστωμένο όριό τους. Το όριο της άνετης στρατιωτικής και πολιτικής διαχείρισής τους από τον εχθρό εντός του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων αλλά και της πάγιας αδυναμίας τους να αποκτήσουν χαρακτηριστικά διάρκειας. Αλλά, ας τραβήξουμε την υπόθεση στα άκρα, ακόμα και αν αυτές οι μαχητικές διαδηλώσεις υπήρχαν, ακόμα και αν είχαν χαρακτηριστικά διάρκειας, ο βαθμός συσπείρωσης και αποφασιστικότητας του μαύρου μετώπου της ακροδεξιάς είναι αρκετά μεγάλος και μοιάζει να έχει αρκετά ερείσματα κοινωνικής νομιμοποίησης, ώστε μια αιματηρή καταστολή τους να πρέπει να θεωρείται τουλάχιστον πιθανή. Και το δεδομένο της στρατιωτικής υπεροπλίας του αντιπάλου δεν αντιμετωπίζεται στρατιωτικά, αλλά πολιτικά: Το ζητούμενο είναι να μην μπορεί να τη χρησιμοποιήσει. Και όλα αυτά αφήνοντας κατά μέρος την εύλογη πιθανότητα να χρειαστεί σε περίπτωση γενικευμένης αναταραχής να αντιμετωπίσουμε δυνάμεις που θα προσπαθήσουν να διεμβολίσουν τη συνθήκη με εχθρικά χαρακτηριστικά. Παραδείγματος χάριν, να επιχειρήσουν ακροδεξιοί πογκρόμ σε μετανάστες.
Αλλά ας δούμε ένα από τα βασικά ΜΑΣ προβλήματα, αν μπορούμε να μιλήσουμε σε πρώτο πληθυντικό. Δηλαδή, το πρόβλημα της διάσπασης του κοινού διακυβεύματος σε δύο διλημματικά περιχαρακωμένες αντιλήψεις που περιμένουν απλά να επιβεβαιωθούν από τα γεγονότα και έτσι να δικαιωθούν: Κυβέρνηση της αριστεράς ή δυναμικό κίνημα. Αυτές οι δύο προοπτικές έχουν ήδη τεθεί από την πραγματικότητα ως αναγκαιότητες, καθώς αποτελούν εγγενείς δυνατότητες της παρούσας συνθήκης. Οπότε, για να μιλήσουμε με όρους πραγματικότητας πρέπει να δούμε αυτές τις δύο δυνατότητες ως ήδη υπάρχουσες αλλά και ήδη αλληλένδετες. Εκτός αυτής της υπάρχουσας συμπλοκής, τόσο το πρόταγμα «αριστερή κυβέρνηση ΤΩΡΑ», όσο και το πρόταγμα «εξέγερση ΠΑΝΤΑ» αντιπαρατίθενται ως αμοιβαία αποκλειόμενα στον βαθμό που αφορούν πραγματικά μόνο τους φανταστικούς συνδαιτυμόνες ενός καφέ στα Εξάρχεια. Που αφορούν, δηλαδή, την αέναη ομφαλοσκοπική αντιπαράθεση σε σχέση με την «αληθινή» υπόσταση του κομμουνισμού και την «ορθότητα» του δρόμου που οδηγεί σε αυτόν. Όμως, η ίδια η συχνότητα με την οποία τίθεται το ερώτημα «είναι αυτό αληθινός κομμουνισμός ή σοσιαλισμός;» σε σχέση με την συχνότητα του ερωτήματος «είναι αυτό αληθινός φιλελευθερισμός;» εμπεριέχει μια πρώτη απάντηση για την διαρκή επικράτηση του δεύτερου έναντι του πρώτου. Με δυο λόγια: Απαιτείται η μετακίνηση από το πεδίο της πίστης σε μια υποτιθέμενη οντολογική αλήθεια της Ιδέας προς το έδαφος εντός του οποίου λειτουργεί και διαμορφώνει τον ορίζοντα της δυνατότητάς της. Έτσι, σε αυτήν τη δεδομένη συγκυρία, την κορεσμένη από εντάσεις, τόσο η αριστερή κυβέρνηση όσο και το δυναμικό κίνημα ή θα  νοηματοδοτούνται το ένα από το άλλο και τα δύο μαζί από την πραγματική πιθανότητα της ανατροπής ή θα είναι άλλο ένα επεισόδιο μιας αδιέξοδης αντιπαράθεσης ιδεαλισμών. Και αυτό το συμπέρασμα δεν αποτελεί ζήτημα πίστης, αλλά κατανόησης πως η δυνατότητα μιας κυβέρνησης της αριστεράς και η δυνατότητα ενός δυναμικού κινήματος αλληλονοηματοδοτούνται εκ των πραγμάτων, καθώς η εμφυλιοπολεμική πόλωση που επιδιώκει ο αντίπαλος συμπλέκει στρατηγικά τις δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή στο μέτρο που η οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής πηγάζει από αυτή την σύμπλεξη και αντίστροφα. Αλληλονοηματοδοτούνται, δηλαδή, από την πραγματική δυνατότητα η συναρμογή των ετερογενών δυνάμεων της αντίστασης να διαμορφώσει το περιεχόμενο και την υλική πραγματικότητα “εκείνου του άλλου” που θέλουμε. “Εκείνου του άλλου” που αφορά πλέον το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Επομένως, είναι σαφές πως προϋπόθεση για την οικοδόμηση ενός μαχητικού, αυτοοργανωμένου και νικηφόρου κινήματος αποτελεί μια δραστική αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και αντίστροφα. Το ζήτημα, δηλαδή, είναι η σύμπλεξη της δυνατότητας της μαχητικότητας και της αυτοοργάνωσης με τις προϋποθέσεις που διανοίγουν τη δυνατότητα της νίκης. Μια σύμπλεξη, η οποία στον βαθμό που περνάει τόσο από την ανατροπή της συγκεκριμένης τρικομματικής κυβέρνησης όσο και από τις κινηματικές διαδικασίες, περνάει αναγκαστικά ΚΑΙ από την κεντρική πολιτική σκηνή ΚΑΙ από τους δρόμους και τις γειτονιές. Όπως ακριβώς μια ενδεχόμενη κυβέρνηση της αριστεράς δεν αποτελεί ούτε αυτοσκοπό, ούτε διασφαλίζει κάποιου είδους οριστική νίκη, έτσι και ένας «παλλαϊκός ξεσηκωμός» αν δεν οργανώνεται με συνείδηση των ορίων της αποτελεσματικότητάς του, δεν μπορεί να σημαίνει απολύτως τίποτα. Αντίθετα, μόνο η κατανόηση της συναρμογής αυτών των δύο επιπέδων μπορεί να ελέγξει και να νοηματοδοτήσει την αναπόφευκτη όξυνση της υφιστάμενης πόλωσης, ακριβώς στο μέτρο που προσφέρει το ευνοϊκό περιβάλλον για την ανατροπή. Την ανατροπή ενός συστήματος αλληλοδιαπλεκόμενων εξουσιών, το οποίο είναι απείρως ισχυρότερο από την ισχύ κάθε αριστερής κυβέρνησης και κάθε κοινωνικού ξεσπάσματος ξεχωριστά. Σε αυτό το πλαίσιο είναι αυτονόητο πως οποιαδήποτε θεσμική εκπροσώπηση, πόσο μάλλον μια κυβέρνηση της αριστεράς, αλλά και ένα δυναμικό, διεκδικητικό, δημιουργικό, ελεγκτικό και κριτικό κίνημα από τα κάτω, αν δεν διασυνδέονται, από προϋποθέσεις για την ανατροπή θα μεταβληθούν γρήγορα σε τόπους ενταφιασμού της ελπίδας. Και αυτό θα συμβεί είτε μια αριστερή κυβέρνηση επιλέξει να εφαρμόσει ένα αριστερό πρόγραμμα χωρίς κόσμο στον δρόμο, ή επιλέξει να υπαναχωρήσει στα γνωστά εδάφη της σοσιαλδημοκρατίας με τον κόσμο στον καναπέ, είτε μια εξεγερτική συνθήκη εκδιπλωθεί σε ένα περιβάλλον που εγγυάται το ανηλεές τσάκισμά της. Ας το πούμε ακόμα πιο απλά: ούτε η παρισινή κομμούνα, ούτε ο Αλιέντε κατάφεραν να νικήσουν. Αν θέλουμε να νικήσουμε, πρέπει να εφεύρουμε τον τρόπο. Το χρωστάμε τόσο στους κομμουνάρους όσο και στον Σαλβαδόρ.
Αφήνοντας, ωστόσο, στην άκρη τους δραματικούς τόνους, ας εξετάσουμε λίγο προσεκτικότερα ορισμένες από τις λέξεις κλειδιά της σημερινής συγκυρίας. Δύο λέξεις: βία και ανομία. Στις πρώτες θέσεις της πολιτικής ατζέντας βρίσκονται ακριβώς οι ίδιες έννοιες στις οποίες βασίστηκε η αντεξεγερτική στρατηγική απέναντι στο συμβάν του Δεκέμβρη, επιχειρώντας να περιφράξει και να απομονώσει το εννοιολογικό του υπόβαθρο. Οι ίδιες ακριβώς έννοιες που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στους εξεγερμένους του Δεκέμβρη χρησιμοποιούνται και σήμερα ενάντια στην ευρύτερη αριστερά. Γιατί; Για κανέναν άλλο λόγο πέρα από το απλό γεγονός πως η υφιστάμενη ευκαιρία και δυνατότητα της ανατροπής περνάει από όλο το εύρος της αριστεράς. Από καταλήψεις, στέκια, πλατείες, γραφεία, αμφιθέατρα και εκ των πραγμάτων (αν θέλουμε να μιλάμε με όρους ανατροπής) και από την Κουμουνδούρου. Και αυτός, και κανένας άλλος, είναι ο λόγος που η διεύρυνση του συριζα είναι ευθέως ανάλογη με τη διεύρυνση του πολιτικού και κοινωνικού υποκειμένου που επιζητεί, ή τέλος πάντων δεν απορρίπτει, την ανατροπή. Τώρα, οι αιτίες για την τόσο μεγάλη δυσκολία κατανόησης από το ευρύτερο κίνημα αυτού που για το σύστημα φαντάζει προφανές, πρέπει μάλλον να αναζητηθούν στην πλούσια σε σεχταρισμούς όσο και ηρωισμό κληρονομιά της αριστεράς του ΕΑΜ, του εμφυλίου και των εξοριών. Μιας αριστεράς που λόγω «τροτσκισμού» και «ρεβιζιονισμού» αρνούνταν ακόμα και ένα τελευταίο αντίο σε αγωνιστές που οδηγούνταν στο ικρίωμα.
Στο προκείμενο τώρα: Προκαλεί η δεξιά τη θεσμική αριστερά να καταδικάσει τη βία και την ανομία από όπου και αν προέρχονται (δηλαδή την αριστερά) και η αριστερά λέει την καταδικάζω, αλλά πραγματικά από όπου και αν προέρχεται (δηλαδή και από τη δεξιά). Το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο συριζα, αντί να αποπειραθεί να ανατρέψει τους όρους της εννοιολόγησης της βίας και της ανομίας όπως διαμορφώνονται από τη δεξιά πολεμική, προσπαθεί μάταια να χρησιμοποιήσει τακτικά την ίδια εννοιολόγηση. Ο τρόπος είναι ο εξής: επιχειρεί να παρουσιάσει εαυτόν ως τον μοναδικό εγγυητή της σταθερότητας και της νομιμότητας, ανασύροντας το καταδικασμένο από την ιστορία σύνθημα «θα σας ταράξουμε στη νομιμότητα». Σε ποιον, ωστόσο, βαθμό είναι το συγκεκριμένο σύνθημα καταδικασμένο από την ιστορία; Στο βαθμό που η χρήση του νόμου και του δικαίου ως πεδίο ανάδυσης τακτικών συγχέεται με την πίστη πως η τυπική αστική νομιμότητα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία μπορεί να διεκδικηθεί ως τέτοια. Μια σύγχυση με τραγικά ανά την ιστορία αποτελέσματα, καθώς παραβλέπει πως η βία και η ανομία είναι θεμελιώδη συγκροτητικά στοιχεία της δικαιοπολιτικής θέσμισης, γενικά, τα οποία μάλιστα κυριαρχούν επί του έννομου σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, ειδικά. Η πρακτική της διακυβέρνησης συνίσταται σε μεγάλο βαθμό σε διαδικασίες ρύθμισης, ελέγχου και αναδιάταξης των δυνάμεων και των παραγόντων που διαπλέκονται στη διαμόρφωση της πραγματικότητας. Το πεδίο του νόμου αποτελεί ως προς τη διακυβέρνηση προνομιακό έδαφος, καθώς μέσα από την προβληματοποίηση ανομικών περιοχών περιφράσσει και εννοιολογεί το έννομο, ενώ ταυτόχρονα ρυθμίζει, ελέγχει και αναδιατάσσει τις δυνάμεις του πραγματικού. Και αυτή η πρακτική είναι η βία, η οποία την ίδια στιγμή που ορίζει τον νόμο τον υπερβαίνει, είναι η άνομη βία που θεσπίζει και συντηρεί το δίκαιο. Το πρόβλημα με την επάρατο δεξιά δεν είναι ότι είναι στην πραγματικότητα άνομη και βίαιη, αλλά πως κατανοώντας τη δομή του νόμου και τη συσχέτισή της με τη βία, μπορεί να είναι όσο άνομη και βίαιη θέλει χωρίς να εκτίθεται ως τέτοια παρά μόνο εκ των υστέρων. Η αδυναμία κατανόησης αυτής της δομής ευθύνεται εν πολλοίς για την πάντοτε δικαιωμένη, αλλά και πάντοτε ηττημένη πορεία της ελληνικής αριστεράς. Είναι η ίδια η ιστορία που έχει δείξει πόσο εύκολα η υπεράσπιση της αστικής νομιμότητας, όταν αυτή έχει ήδη εγκαταλειφθεί από την αστική τάξη, οδηγεί σε εξορίες και στρατοδικεία και πόσο δύσκολα σε κυβερνήσεις της αριστεράς.
Αυτά όσον αφορά ένα γενικό θεωρητικό και ιστορικό πλαίσιο. Τι γίνεται όμως στο κρίσιμο πεδίο της τακτικής; Στην πυγμαχία υπάρχει ένας χρυσός κανόνας που λέει ότι όταν είσαι στριμωγμένος το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μιμηθείς τον αντίπαλο. Σε τι συνίσταται αυτό; Να εγκαλείς εμμονικά τον αντίπαλο στη νομιμότητα, επιβάλλοντας τη δικιά σου αξιολόγηση όσον αφορά τον βαθμό και τον τρόπο με τον οποίο παραβιάζεται. Να γνωρίζεις πως αυτή η έγκληση δεν παίζεται στο πεδίο της «αλήθειας» και της «ηθικής», αλλά στον λυσσαλέο πόλεμο για τον σφετερισμό του νοήματος που παράγει το «αληθινό» και το «ηθικό». Να τηρείς τακτική απόσταση από τη βία και την ανομία που σε αφορά, αλλά δεν σε βολεύει, και να μην αφήνεις ούτε ένα εκατοστό όσον αφορά τη βία και την ανομία που αφορά και δεν βολεύει τον αντίπαλο. Να υπερασπίζεσαι σθεναρά τη βία και την ανομία που σε βολεύει, εννοιολογώντας την ως νόμιμη και μη βίαιη, αλλά να απαιτείς για την αντίστοιχη που αφορά τον αντίπαλο την πλήρη και οριστική καταδίκη της. Να μην πιστεύεις στη νομιμότητα, αλλά να την αξιοποιείς και να την σφετερίζεσαι. Έτσι ή αλλιώς το πραγματικό κριτήριο της επιτυχίας ή αποτυχίας σου είναι η συνεκτικότητα της αφήγησής σου και ο τρόπος με τον οποίο τη διαχειρίζεσαι. Και έτσι ή αλλιώς η δικαιοσύνη και των μέσων και των σκοπών δεν μπορεί να κριθεί παρά εκ των αποτελεσμάτων τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση παίζεις σε ένα παιχνίδι, οι κανόνες του οποίου όχι μόνο επιβάλλονται από τον αντίπαλο, αλλά αναδιαμορφώνονται κάθε στιγμή ανάλογα με τα συμφέροντά του. Το να αναγκαστείς να αναλάβεις ένα δίλημμα το οποίο σού είναι αμφιπλεύρως ζημιογόνο δεν είναι παρά αποτέλεσμα αυτής της συνθήκης.
Σε αυτό το πλαίσιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το δίλημμα που έθεσε η κυβέρνηση σε σχέση με τις καταλήψεις και το οποίο ο συριζα ανέλαβε να απαντήσει με τη στροφή στη νοικοκυροσύνη. Επομένως, αυτό που πρέπει να καταλογιστεί στον συριζα δεν είναι η επιλογή της νοικοκυροσύνης έναντι μιας υποτιθέμενης στροφής προς την αριστεροσύνη, αλλά η αδυναμία του να αποφύγει μια τόσο εμφανώς κακοστημένη παγίδα. Με τα λόγια του Τσίπρα, «δεν φταίνε οι παγίδες, φταίνε αυτοί που πέφτουν στις παγίδες». Μένει τώρα να αποδειχτούν τα επίχειρα αυτής της επιλογής, τα οποία έχουμε την αίσθηση πως θα είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που αναμένει η ηγεσία του. Και αυτό γιατί αυτή η επιλογή προϋποθέτει την υποτίμηση της ριζοσπαστικότητας και της μαζικότητας του αριστερού ακροατηρίου, την υποτίμηση των εντάσεων που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία και της ετοιμότητας του διαλυμένου κέντρου να προσχωρήσει σε «ακραίες» λύσεις, καθώς και το θανάσιμο αμάρτημα του να θεωρείται δεδομένη η εξάντληση της διεύρυνσης προς τα αριστερά. Ίδωμεν…
Όταν, λοιπόν, η έλλειψη τόσο αυτονόητων τακτικών ελιγμών γίνεται αντικείμενο εσωτερικής διαμάχης και διάσπασης δυνάμεων, τα «πράγματα δεν πάνε και πολύ καλά». Ας εξηγηθούμε: Από τη στιγμή που το αντι-μνημόνιο είχε σαν σαφές αποτέλεσμα την (ευνοϊκότατη) διάσπαση των δυνάμεων του συστήματος και την ταυτόχρονη συσπείρωση των πιο ετερογενών δυνάμεων στις τάξεις της αριστεράς, δεν υπήρχε για το σύστημα άλλη διέξοδος από τη μετατόπιση του εννοιολογικού κέντρου της σύγκρουσης και την προσπάθεια αντιστροφής της οικονομίας διάσπασης-συσπείρωσης. Όποιος τώρα νομίζει ότι η μετατόπιση αυτή εξαντλείται στις καταλήψεις ή στην καταδίκη της βίας δεν υποτιμά μονάχα τον αντίπαλο, αλλά αγνοεί τις βασικές προϋποθέσεις μιας αποτελεσματικής τακτικής. Πού βρισκόμαστε λοιπόν; Αυτό που θα ονομάζαμε σύστημα εξουσίας έχει συσπειρωθεί πλήρως, συμπεριλαμβάνοντας τα απώτατα όρια της δυνατότητας συσπείρωσής του (από τον κυρ Φώτη ως τον Καιάδα) στη βάση ενός κοινού συμφέροντος. Που δεν είναι άλλο από την κατίσχυση επί αυτού που θα ονομάζαμε ευρύτατη αριστερά και τη διάλυση της δυνατότητάς της να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση. Ό,τι είχε διαρραγεί και διασπαρεί με το μνημόνιο επανασυγκολλάται και επανασυσπειρώνεται υπό τον φόβο των κομμουνιστών. Το γεγονός ότι το σύστημα σε έναν βαθμό πετυχαίνει να μεταβάλλει την διαχείριση του φόβου σε κυρίαρχο ερώτημα της πλειοψηφούσας κοινής γνώμης, δεν καταδεικνύει τίποτα άλλο παρά την ατυχή και αναποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της μετάθεσης από την αριστερά. Την ευρύτατη αριστερά που συνεχίζει να πατάει και με τα δύο πόδια τις πεπονόφλουδες με τις οποίες είναι στρωμένος ο δρόμος της.
Όποιος νομίζει ότι η μετατόπιση του εννοιολογικού κέντρου της σύγκρουσης αντιμετωπίζεται με συνθηκολόγηση στο μέτωπο όπου οι συσχετισμοί δεν είναι συμφέροντες δεν κάνει τίποτα άλλο από το να προσκαλεί τον αντίπαλο να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του ακριβώς εκεί. Αλλά και πρωταρχικότερα, ποιος λέει ότι είμαστε αδύναμοι σε αυτό το μέτωπο; Ο μεσαίος χώρος; Το προ πολλού αποδημήσαν εις Κύριον κέντρο; Μα το κέντρο τοποθετείται πάντα εντός των διλημμάτων που του προσφέρονται και προσχωρεί στην πλευρά εκείνων που θέτουν τα διλήμματα με αποτελεσματικότερο τρόπο, δηλαδή με τους νικητές. Από τι άλλο προκύπτει ότι το κέντρο διεκδικείται με ακροδεξιούς όρους εκτός από το γεγονός ότι το διεκδικούν αποτελεσματικά οι ακροδεξιοί; Αν το ερώτημα είναι η ασφάλεια, τότε η μηδενική ανοχή είναι η μοναδική απάντηση μόνο στον βαθμό που αρνούμαστε να εφεύρουμε άλλες απαντήσεις. Το να αισθάνεται κανείς ασφαλής είναι προνομιακό πεδίο της ακροδεξιάς μόνο στον βαθμό που αδυνατούμε να επανορίσουμε τον ορίζοντα της διανοησιμότητας του όρου «ασφάλεια». Και στην τελική το γεγονός ότι «δεν υπάρχει μεγαλύτερη εγγύηση για την ασφάλεια του καθενός από την ευτυχία του διπλανού του» δεν απαιτεί στρατηγικό εγκέφαλο διαμετρήματος Λένιν για να διατυπωθεί ως αριστερό σύνθημα. Και σε αυτό το πλαίσιο δεν απαιτείται μια άνευ όρων υπεράσπιση των καταλήψεων και των αντιεξουσιαστών, προϋποτίθεται, όμως, η κατάδειξη του αξιολογικού κριτηρίου του αντιπάλου περί ασφάλειας, το οποίο δεν είναι αποπροσανατολιστικό άλλα ακραίο, μισανθρωπικό, αναποτελεσματικό και άρα τρωτό.
Και σε αυτό το σημείο εντοπίζεται όχι απλά η πεπονόφλουδα, αλλά ολόκληρο το πεπόνι: Ο ολοκληρωτισμός δεν είναι όχημα αποπροσανατολισμού από τη μνημονιακή πολιτική, αλλά το πλήρες και αναπόδραστο σύστοιχό της. Η τακτική ευελιξία του αντιπάλου βρίσκει το αναπόδραστο όριό της στο γεγονός πως δεν έχει να προσφέρει τίποτα παραπάνω από καταστροφή και ασφυξία, ασφυξία και καταστροφή. Έτσι, το διακύβευμα είναι η συνεχής και αδιάλειπτη κατάδειξη αυτού του καταφανούς ορίου. Και ως καταστροφή και ως ασφυξία. Και αυτό βέβαια σημαίνει την εννοιολογική τους σύμπλεξη ως μια αδιαχώριστη συνθήκη. Έτσι, σώζεις εαυτόν από την αυτοθυσία του «θα παλέψω για όσους καταστρέφονται, γιατί είναι περισσότεροι από όσους ασφυκτιούν». Η κατάδειξη της αναπόδραστης σύμπλεξης μνημονίου και ολοκληρωτισμού εμπεριέχει τη δυνατότητα μετατόπισης του νοηματικού κέντρου της εννοιολογικής σύγκρουσης προς όφελος των δυνάμεων της αριστεράς, με την ταυτόχρονη παραμονή της αριστεράς στον ανατρεπτικό της ορίζοντα. Μια δυνατότητα που προϋποθέτει, ωστόσο, απείρως αποτελεσματικότερους ελιγμούς τόσο από δηλώσεις του τύπου «είμαι αναρχικός» όσο και από κατάπτυστες δηλώσεις νομιμοφροσύνης του τύπου «είμαι νοικοκυραίος». Δηλώσεις που απομονωμένες και ανερμάτιστες δεν θα έπρεπε να ενδιαφέρουν κανένα. Όμως ενδιαφέρουν στον βαθμό που αποτελούν τακτικές τοποθετήσεις του σύριζα και ως τέτοιες ανοίγουν και κλείνουν δυνατότητες για μια αριστερή προοπτική. Δηλαδή, το κρίσιμο ενδιαφέρον έγκειται στο πόσο αποτελεσματικά ή πόσο αναποτελεσματικά στήνεται στρατηγικά το παιχνίδι εκ μέρους του συριζα, που εκ των πραγμάτων έχει αναλάβει το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ευθύνης στο πεδίο της κεντρικής πολιτικής σκηνής. Αν τώρα μια τακτική με στόχο τη μετακίνηση προς τα αριστερά μέσα από την εννοιολογική σύμπλεξη μνημονίου και δεξιού ολοκληρωτισμού συναντά το όριο της δυνατότητας διεύρυνσης στο 27%, τότε η ελπίδα είναι έτσι κι αλλιώς μηδενικότερη της ανοχής. Αλλά κάτι τέτοιο είναι κάθε άλλο παρά νομοτελειακό όπως επιδεικνύει η ίδια η μετάβαση από το 4% στο 27%.
Το ζήτημα της ευθύνης, όμως, δεν εξαντλείται σε καμία περίπτωση στον συριζα, αλλά αφορά εξίσου και εκ των πραγμάτων (τους αρέσει, δεν τους αρέσει) όλα τα αγωνιζόμενα κομμάτια που εντάσσονται (ορθώς) από τον εχθρό στο ίδιο στρατόπεδο. Και εκεί τα πράγματα δεν είναι ιδιαίτερα ευοίωνα. Η επίθεση στις καταλήψεις προφανώς δεν πρέπει να εκληφθεί από κανέναν ως επίθεση στα συγκεκριμένα κτίρια. Αντίθετα μέσω των καταλήψεων στο στόχαστρο μπαίνει ένας συγκεκριμένος πολιτικός χώρος και κατ’ επέκταση ο ευρύς πολιτισμικός και κοινωνικός περίγυρός του. Και το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ακόμα ευρύτερο αλλά και πολύ συγκεκριμένο: Απευθύνεται σε όλο τον κόσμο της αντίστασης και είναι ενδεικτικό των προθέσεων και των ιεραρχήσεων της στρατηγικής της αντι-εξέγερσης όπως αυτή εξελίσσεται και αποκρυσταλλώνεται στο δόγμα της μηδενικής ανοχής. Αυτή η διαπίστωση, ωστόσο, αποτελεί κενό γράμμα αν δεν συνοδεύεται από μια αποτίμηση των συγκεκριμένων επιδιώξεων, διακυβευμάτων και ρίσκων που απορρέουν από την τακτική της αποκρυστάλλωση.
Σε αυτό το πλαίσιο ο ευρύτερος χώρος της αντεξουσίας δεν μπαίνει στο στόχαστρο επειδή η αντισυστημικότητα του αντιπροσωπεύει τον μεγαλύτερο αυτήν τη στιγμή κίνδυνο για το σύστημα, αλλά μόνο στον βαθμό που αυτή η αντισυστημικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του και εναντίον της ευρύτερης υπόθεσης της ανατροπής. Επιλέγεται δηλαδή επειδή παρόλο το κοινωνικό του έρεισμα ο ευρύτερος αντιεξουσιαστικος χώρος είναι απομονωμένος σε επίπεδο πολιτικών συμμαχιών, στερείται μιας συνεκτικής και δεσμευτικής πολιτικής γραμμής και για αυτό αδυνατεί να προβεί σε μακροπρόθεσμους τακτικούς σχεδιασμούς που να ανταποκρίνονται στη δύσκολη αλλά και ευνοϊκή για αυτόν πολιτική συγκυρία. Και εξαιτίας αυτών των χαρακτηριστικών μπορεί να χρησιμοποιηθεί εντός ενός ελεγχόμενου από τον εχθρό εννοιολογικού πεδίου ταυτόχρονα και ως όχημα διεμβόλισης του ακροδεξιού ακροατηρίου της χρυσής αυγής και ως πολιορκητικός κριός ενάντια στην όποια συνεκτικότητα του μετώπου της ευρύτερης αριστεράς.
Όμως όλα αυτά συνιστούν πρόβλημα μόνο στον βαθμό που επιβεβαιώνονται. Η ασφάλεια αυτής της αντι-εξεγερτικής τακτικής επιλογής υπόκειται πάντοτε στη γνώση και στον υπολογισμό ενός πολύ συγκεκριμένου κινδύνου: Πως ακριβώς επειδή αυτοί οι εγγενείς περιορισμοί συνδυάζονται με τον ηρωισμό της αντίστασης, το αδιαπραγμάτευτο της αλληλεγγύης και το απρόβλεπτο του θυμικού, ο ευρύτερος αντιεξουσιαστικός χώρος μπορεί να λειτουργήσει ως πυροκροτητής πολύ ευρύτερων διεργασιών με απρόβλεπτο βεληνεκές. Η πολυεστιακότητα των κοινωνικών ερεισμάτων, των πολιτικών εγχειρημάτων, των επιμέρους ομαδοποιήσεων και των διαφορετικών στρατηγικών επιλογών που αποκαλείται γενικευτικά αντεξουσία αποτελεί έναν εκρηκτικό συνδυασμό, ο οποίος, όταν πυροδοτείται εντός μιας τόσο ρευστής συγκυρίας όσο η συγκεκριμένη, είναι δυνατόν να παραγάγει γεγονότα και συσπειρώσεις που υπερβαίνουν κατά πολύ την πολιτική και τακτική συγκρότηση κάθε μεμονωμένου «χώρου». Με δυο λόγια, η στρατηγική επιλογή της διάσπασης του έστω και εμβρυακού μετώπου ενάντια στον ολοκληρωτισμό και τη μνημονιακή καταστροφή, μέσω της επίθεσης στις καταλήψεις, εμπεριέχει τον κίνδυνο να επιφέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επεδίωκε. Η επικοινωνιακά και στρατηγικά ορθότατη επιλογή της επανακατάληψης της Βίλας Αμαλίας, στον βαθμό που δεν αποτέλεσε μονάχα υπεράσπιση του συγκεκριμένου εγχειρήματος αλλά εκδιπλώθηκε στο πεδίο του ευρύτερου πολιτικού διακυβεύματος που διαθλάται τη δεδομένη στιγμή στην επιλογή της εκκένωσής του, οριοθέτησε με σαφήνεια το θετικό πεδίο αυτής της δυνατότητας. Ενώ μάλιστα ο σύριζα έκανε πιρουέτες πάνω την πεπονόφλουδα του Σαμαρά, η εκβολή αυτής της κίνησης στην πορεία του Σαββάτου 12/01 δεν μεταβλήθηκε μόνο σε ανάχωμα στην προέλαση του ακροδεξιού ολοκληρωτισμού, αλλά και σε πεδίο διεμβόλισης του αριστερού τακτικισμού. Και από αυτήν την άποψη πέτυχε τον διττό της στόχο, καθώς η μαζικότητα σε συνδυασμό με την ψύχραιμη και αποτελεσματική περιφρούρησή της, έστειλε σαφέστατα μηνύματα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Και κάπου εδώ αρχίζει, δυστυχώς, το «όμως»…
Οι λογικές της στρατιωτικής αντιπαράθεσης (ένοπλης ή μη) από όπου και αν προέρχονται, εκδιπλώνονται εντός ενός συγκεκριμένου συσχετισμού, υπονοούν συγκεκριμένες αντιλήψεις και επιφέρουν ακόμα πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα. Εκδιπλώνονται, λοιπόν, εντός μιας συγκυρίας όπου το παιχνίδι του αντιπάλου στήνεται στη βάση της πιθανότητας η στρατηγική της έντασης να του προσφέρει το βασικό εργαλείο για την κοινωνική του νομιμοποίηση: δηλαδή, απονενοημένες κινήσεις κλιμάκωσης, οι οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν επικοινωνιακά, πολιτικά και τακτικά ενάντια στην υπόθεση στην οποία εντάσσουν τον εαυτό τους. Στον βαθμό λοιπόν που δεν μιλάμε για προβοκάτσια, μια τόσο λανθασμένη εκτίμηση της πολιτικής συγκυρίας προϋποθέτει έναν εντελώς παραμορφωτικό φακό ανάγνωσής της. Για παράδειγμα τη θεολογικού τύπου πίστη στον αδιαπραγμάτευτα δίκαιο χαρακτήρα των βίαιων μέσων αντιπαράθεσης, αλλά και ακόμα χειρότερα την πίστη πως μια στρατιωτικού χαρακτήρα αντιπαράθεση διασφαλίζει τη ριζοσπαστικότητα τόσο του πολιτικού υποκειμένου που την αναλαμβάνει όσο και του σκοπού στον οποίο υποτάσσεται. Δηλαδή μια κατά γράμμα εφαρμογή του συνθήματος «βία στην βία της εξουσίας», λες και πέντε λέξεις είναι ικανές να συμπυκνώσουν όχι μόνο το νόημα του ταξικού και κοινωνικού πολέμου αλλά τόσο τα μέσα όσο και την τακτική της διεξαγωγής του.
Αυτή είναι κατά τη γνώμη μας μια πιθανή γενεσιουργός αιτία της ανάγωγής της πολιτικής αντιπαράθεσης σε πρόβλημα μιλιταριστικού συσχετισμού δυνάμεων, η οποία υπονομεύει διαρκώς τη δυνατότητα μεταστροφής των επιθέσεων του εχθρού σε ευκαιρίες για την ακύρωση της στρατηγικής του. Μια αναγωγή που προφανώς αφορά ένα εξαιρετικά διευρυμένο υποκείμενο αγώνα και μια σειρά διαβαθμίσεων μαζικότητας και επιθετικότητας, οι οποίες δεν εξαντλούνται σε καμία περίπτωση σε συγκεκριμένες επιθέσεις, αλλά αποτελούν μια μη αμφισβητήσιμη και δογματική ερμηνεία του «αληθινού δρόμου προς τον κομμουνισμό». Μια αναγωγή η οποία, εξαιτίας της δεδομένης και αναπόδραστης υπεροπλίας του αντιπάλου, δεν μπορεί παρά να μεταφράζεται στη νομοτελειακή όσο και αυτιστική επιλογή της χρήσης του πιο ακραίου κάθε φορά διαθέσιμου μέσου εντός της εκ των πραγμάτων εξαιρετικά περιορισμένης χρονικής στιγμής που επιτρέπει την επιχειρησιακή χρήση του. Μια αναγωγή η οποία, εξαιτίας της στενότητας του πλαισίου της, καθορίζει την απείρως πολυπλοκότερη και πιο απαιτητική πολιτική συγκυρία με τρόπο στην καλύτερη περίπτωση προβλέψιμο, διαχειρίσιμο, μονοσήμαντο και ζημιογόνο. Μια αναγωγή η οποία παράγει διαρκώς γεγονότα που επιβεβαιώνουν την κυρίαρχη αφήγηση, επιτρέποντας στον αντίπαλο να θέσει προς όλες τις κατευθύνσεις τα διλήμματα που εξ αρχής επεδίωκε.
Ας κάνουμε, όμως, εδώ ένα βήμα προς τα πίσω και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τις κοινές ιδεοληπτικές αγκυλώσεις που διατρέχουν τις διαφορετικές εκφάνσεις του αγώνα για την ανατροπή. Όπως, λοιπόν, η ανομία και η βία σαν ιδεολογικά σχήματα του εχθρού δεν απαντιούνται με τη συλλήβδην καταδίκη τους ως φαινομένων, έτσι ακριβώς δεν απαντιούνται και με τη συλλήβδην υπεράσπισή τους, πόσο μάλλον την αντιδραστική ή/και περήφανη ανάληψή τους ως θετικών χαρακτηριστικών. Πόσο πιο προφανές θα μπορούσε να είναι το γεγονός πως η ευρύτερη ακροδεξιά επιλέγει τις συγκεκριμένες έννοιες ως κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, επειδή θεωρεί πως μπορεί να τις διαχειριστεί προς όφελός της και όχι επειδή φοβάται ή όντως αποστρέφεται τη βία και την ανομία; Η στρατηγική της μηδενικής ανοχής προϋποθέτει την αέναη εννοιολογική και τακτική συγκρότηση του αντικειμένου της με τέτοιο τρόπο, ώστε να διανοίγεται ως προς τη δυνατότητα της συστημικής του διαχείρισης και να περιστέλλεται ως προς τους κινδύνους που εγκυμονεί. Η μηδενική ανοχή είναι σχήμα διαχείρισης του νοηματικού και στρατηγικού πεδίου εντός του οποίου εκτυλίσσεται το κοινωνικό γίγνεσθαι και επικρατεί και συσπειρώνει δυνάμεις στο πλευρό της μόνο στον βαθμό που της δίνεται αυτή η δυνατότητα. Η επιτυχία ή αποτυχία της αντιεξεγερτικής τακτικής κρίνεται δηλαδή από τον βαθμό της δυνατότητάς της να προβληματοποιεί «αληθώς» το «πραγματικό» και μέσω αυτής της προβληματοποίησης να χωρίζει και να ενώνει δυνάμεις. Να χωρίζει τις δυνάμεις της ανατροπής τόσο μεταξύ τους όσο και από το ακροατήριό τους και να συνενώνει τα υπολείμματα αυτής της διάσπασης με μια συνεκτική και αναπόδραστη κυρίαρχη αφήγηση. Να διασπά την (κοινή) ελπίδα και να διαχειρίζεται την (εξατομικευμένη) απογοήτευση και απόγνωση. Και η δυνατότητα αυτή σίγουρα διευρύνεται από τη στιγμή που ο περιχαρακωμένος από τον εχθρό ορισμός της βίας και της ανομίας μετατρέπεται σε εσωτερικό αξιολογικό κριτήριο είτε της ριζοσπαστικότητας είτε της κοινωνικής διευρυνσιμότητας των αριστερών προταγμάτων. Μια μετατροπή που υπονομεύει και τη ριζοσπαστικοποίηση και τη διεύρυνση και τα προτάγματα.
Μόνο αν αντιληφθούμε ότι το κλειδί για την κατανόηση της κρατικής κυριαρχίας και για τη στρατηγική της ανατροπής είναι ένας διαφορετικός και διανοιγμένος ως προς τις δυνατότητές του ορισμός της βίας, θα είμαστε σε θέση να αντιπαρατεθούμε στις προκλήσεις της εποχής μας. Μόνο η νοηματοδότηση της βίας ως δύναμη που θεσπίζει το έδαφος της πολιτικής αντιπαράθεσης και διανοίγει τη δυνατότητα του επανορισμού του πολιτικού θα διανοίξει και το πεδίο της επικράτησης (της νίκης χωρίς κέρδος) επί της εννοιολογικής και υλικής πραγματικότητας. Μόνο αν σταματήσουμε να εξαντλούμε την πολιτική μας ανάλυση στην επιβεβαίωση των εννοιολογήσεων του ταξικού και πολιτικού εχθρού, θα μπορέσουμε να εφεύρουμε τους τρόπους να τον νικήσουμε. Μόνο αν σταματήσουμε να τοποθετούμαστε επί των διλημμάτων που θέτει ο αντίπαλος, θα καταφέρουμε να ακυρώσουμε την αποτελεσματικότητά τους και τη νομοτέλεια της επικράτησής τους. Και αυτό ισχύει για ολόκληρο το φάσμα της ευρύτερης αριστεράς, καθώς το ίδιο πρόβλημα ακρωτηριάζει τις δυνατότητες της ανατροπής τόσο από την πλευρά του ρεφορμισμού και της ένταξης όσο και από την πλευρά του φετιχισμού της περιχαρακωμένης ριζοσπαστικότητας. Καθώς τόσο ο ρεφορμισμός όσο και η περιχαράκωση δεν είναι παρά όψεις ενός αυτιστικού πολιτικού σχεδιασμού. Καθώς τόσο η ριζοσπαστικότητα όσο και η τακτική της διεύρυνσης κρίνονται από τη δυνατότητά τους να συνδυάζονται αποτελεσματικά.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *