24 Μαΐου 2013

Γιώργος Βασσάλος: Για το ξεπέρασμα του αριστερισμού και μια διεθνιστική, επαναστατική πολιτική που να πατά στην πραγματικότητα



Συμβολή στο διάλογο για τη Β’ Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Με τις Θέσεις της για τη Β’ Συνδιάσκεψη της,[1] η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιβεβαιώνει ότι είναι ο μόνος πολιτικός σχηματισμός στην Ελλάδα της κρίσης που προτείνει συγκεκριμένα πώς μπορεί χτιστεί μια γέφυρα από την τωρινή κατάσταση της αυξανόμενης εξαθλίωσης στη νίκη του λαϊκού κινήματος και την επαναστατική αναγέννηση της κοινωνίας σε Ελλάδα και Ευρώπη. Η γέφυρα αυτή δεν είναι άλλη από τη συγκρότηση ενός μετώπου υπό την ηγεσία των δυνάμεων της εργασίας γύρω από ένα μεταβατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, εκδημοκρατισμού, εργατικού ελέγχου και στάσης πληρωμών στους πιστωτές με κατεύθυνση την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας.
Οι Θέσεις αποπνέουν ένα πνεύμα που δίνει προοπτική· η συνειδητοποίηση της τελεσίδικης αποτυχίας της καπιταλιστικής κοινωνίας να γίνει ορμή για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας μαζί με όλο το μαχόμενο λαό μακριά από μίζερους ελιτισμούς, μνησικακίες και «καθαρότητες»!
H ανάλυση της οικονομικής κρίσης (Θέσεις 1-5), πάνω στην οποία βασίζονται τα πολιτικά συμπεράσματα, είναι η αρτιότερη σε ντοκουμέντο ελληνικού πολιτικού φορέα. Μια τέτοια ανάλυση απουσιάζει εντελώς από τα ντοκουμέντα του πρόσφατου συνεδρίου του ΚΚΕ[2]. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη κρίσης υπερσυσσώρευσης  που εδράζεται στη σφαίρα της παραγωγής κι έχει στον πυρήνα της το ποσοστό και τις μορφές απόσπασης υπεραξίας.[3] Το γεγονός ότι το ΚΚΕ από τη μία αντιμετωπίζει την κρίση ως απλά άλλη μια καπιταλιστική κρίση, χωρίς πρωτόγνωρα εκρηκτικές νέες πλευρές, κι ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη δε διαγνώσκει το συστημικό χαρακτήρα της αποτελεί, όπως λένε και οι Θέσεις, βασικό λόγο για τον οποίο τα κόμματα αυτά αδυνατούν να ηγηθούν της λαϊκής απάντησης στην επίθεση του κεφαλαίου.

Το επαναστατικό – πρωτοπόρο τμήμα της τάξης των εργαζομένων χρειάζεται την πολιτική του οργάνωση. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να παίξουν το ρόλο αυτό. Η εργατική πρωτοπορία που παραμένει μέσα στο ΚΚΕ έχει πλέον ελάχιστη επιρροή πάνω στις αποφάσεις των επί δεκαετίες επαγγελματικών στελεχών που έχουν διαμορφωθεί σε ιδιαίτερη κάστα που δεν αντιλαμβάνεται την ουσία των πραγμάτων και οδηγεί το κόμμα σε απομόνωση τόσο από τα υπόλοιπα πρωτοπόρα εργατικά στοιχεία, όσο κι από τις μάζες των εργαζομένων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ενδιαφέρεται καν να παίξει το ρόλο της πρωτοπορίας των εργαζομένων. Τους τελευταίους τους βλέπει μόνο ως ψηφοφόρους για μια πολιτική αλλαγή την οποία αντιλαμβάνεται αποκλειστικά και μόνο με κοινοβουλευτικούς όρους. Η συμμετοχή του δε στους εργατικούς αγώνες είναι από αδύναμη ως προδοτική (όπως έδειξε το τελευταίο παράδειγμα των καθηγητών). Δυστυχώς, αυτό αφορά σε κάποιες περιπτώσεις και το ρεφορμιστικό Αριστερό Ρεύμα του.
Το νέο επαναστατικό κόμμα μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από μια συσπείρωση οργανώσεων και αγωνιστών με βασικό τους εργαλείο ανάλυσης το μαρξισμό – λενινισμό που να δρα μέσα σε ένα ευρύτερο πολιτικο-κοινωνικό μέτωπο, το οποίο να μάχεται για την επικράτηση των συμφερόντων της πλειοψηφίας του λαού εδώ και τώρα, σε όλα τα επίπεδα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι το κύριο όχημα αυτή τη στιγμή για την επίτευξη των στόχων αυτών.
Στο παρακάτω κείμενο θα εκθέσω κάποια σημεία των θέσεων στα οποία νομίζω ότι χρειάζονται αλλαγές και θα προσπαθήσω να εξηγήσω γιατί και σε ποια κατεύθυνση. Αυτές οι αλλαγές αφορούν Α) την ΕΕ, Β) το πώς αντιλαμβανόμαστε την κοινοβουλευτική πάλη, Γ) το χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος και του μετώπου που θα το εφαρμόσει, Δ) την κοινωνική συμμαχία, Ε) την κριτική που κάνουμε στο ΚΚΕ, Ζ) το σοσιαλισμό ως κύριο διακύβευμα της εποχής μας.
Το βασικότερο βέβαια ζήτημα από όλα δεν είναι τίποτα από τα παραπάνω, αλλά η κατάκτηση ενιαίας δράσης και παρέμβασης από τις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό και ευρύτερα λαϊκό κίνημα και η οικοδόμηση σταθερών δεσμών με την τάξη των εργαζομένων. Η δράση αυτή έχει να κάνει δηλαδή κύρια με την πάλη έξω από το κοινοβούλιο και μόνο αυτή μπορεί να αποτελέσει προϋπόθεση ώστε οι απόψεις για την τακτική στα παραπάνω ζητήματα να έχουν κάποιο πρακτικό νόημα. Θεωρητικά όλες οι δυνάμεις και αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμφωνούν σε αυτό αλλά, ενώ έχουμε κάνει βήματα βελτίωσης, η προσπάθεια για να κατακτηθεί πρέπει να ενταθεί.
Α. Το ζήτημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η ανάλυση των Θέσεων για την ΕΕ είναι η καλύτερη ίσως πανευρωπαϊκά – όσο αφορά τα επίσημα ντοκουμέντα αριστερών κομμάτων και οργανώσεων – αλλά και πάλι με ελλείψεις.
Α1. Η πιο χτυπητή από αυτές είναι η μη αναφορά στη νομοθεσία για την οικονομική διακυβέρνηση που βάζει ασφυκτικά όρια στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και για πρώτη φορά φέρνει μισθολογικά ζητήματα υπό την αρμοδιότητα της ΕΕ. Η επιρροή της νομοθεσίας αυτής πάνω στους μισθούς σε όλη την Ευρώπη είναι πολύ μεγαλύτερη αυτής του Συμφώνου για το Ευρώ ή του Δημοσιονομικού Συμφώνου.
Είναι η νομοθεσία για την Οικονομική Διακυβέρνηση[4] και όχι το Δημοσιονομικό σύμφωνο που επιβάλουν αυτόματα πρόστιμα όχι μόνο σε περίπτωση «υπερβολικών ελλειμμάτων» και «μη αρκετά γρήγορης μείωσης του χρέους» αλλά και «μακρο-οικονομικών ανισορροπιών», όπως η μη ικανοποιητική συμπίεση του «εργατικού κόστους».  Οι αποφάσεις για τα πρόστιμα αυτά δε θα παίρνονται «κατά πλειοψηφία» αλλά με αντίστροφη ενισχυμένη πλειοψηφία, που σημαίνει ότι δεν θα επιβάλλονται μόνο όταν περί τα 2/3 των κρατών ψηφίσουν κατά της πρότασης της Κομισιόν. Κατά συνέπεια η Θέση 9 χρειάζεται μια μικρή διόρθωση.
Άλλη έλλειψη αποτελεί η μη αναφορά στην επισφαλή θέση στην οποία βρίσκεται το Ευρώ. Κεντρικό διακύβευμα της κρίσης είναι η ανασυγκρότηση του τραπεζικού και ευρύτερα χρηματοπιστωτικού τομέα σε ευρωπαϊκό επίπεδο και το ποιος θα είναι ο ρόλος της Γερμανίας από τη μία και της Αγγλίας από την άλλη. Η αντίφαση βρίσκεται στο γεγονός ότι αν προχωρήσουν οι προτάσεις για την τραπεζική ένωση το γερμανικό κράτος θα αποχτήσει δικαίωμα βέτο για την τύχη κάθε μεγάλης τράπεζας τουλάχιστον στην Ευρωζώνη, ενώ την ίδια στιγμή το χρηματοπιστωτικό κέντρο της Ευρώπης – και για τις ηπειρωτικές τράπεζες – παραμένει το Λονδίνο. Η Γαλλία παίζει κι αυτή ένα ρόλο στο ζήτημα αυτό. Κάθε διατάραξη στην πολύ λεπτή ισορροπία που διαμορφώνεται θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυση του Ευρώ, ενώ η μη διατάραξη θα οδηγούσε σε μια αυταρχική ομοσπονδία απέναντι στην οποία και πάλι η Αγγλία θα πρέπει να επανακαθορίσει τη θέση της. Τις αντιθέσεις αυτές όπως και τη ουσία των αλλαγών που συντελούνται μέσα στην ΕΕ, πρέπει να τις κατανοούμε ώστε να μπορεί το λαϊκό κίνημα να τις αξιοποιεί προς όφελος του.
Α2. Στην έξοδο από την ΕΕ που σωστά προτείνουμε, ως κομμάτι μιας άλλης πορείας υπέρ του λαού, θα πρέπει να προστεθεί το επίθετο «Διεθνιστική» (Θέση 10).  Γενικότερα, υπάρχει μια έλλειψη στον προβληματισμό γύρω από το πώς η αμφισβήτηση της ΕΕ και η εναντίωση σε αυτή θα πάρει πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά. Η συγκυρία είναι μοναδική για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, με τη δημοτικότητα της ΕΕ στα 27 κράτη – μέλη της να είναι στο ιστορικό της ναδίρ και την απόρριψη της να είναι στο όριο να γίνει πλειοψηφική σε ευρωπαϊκό επίπεδο.[5]
Η από τα αριστερά εναντίωση στην ΕΕ, όμως, είναι πολύ πίσω σε ευρωπαϊκό επίπεδο με αποτέλεσμα να επωφελούνται ακροδεξιές κυρίως δυνάμεις.
Χρειάζεται μια προσεκτική προσέγγιση του ζητήματος της ΕΕ, κάτω κι από μια σύγχρονη ανάγνωση της σχέσης εθνικού και διεθνικού σε συνθήκες όλο και βαθύτερης παγκοσμιοποίησης των αγορών αλλά και παγκόσμιας οικονομικοπολιτικής κρίσης. Μια προσέγγιση που να αναματριέται με το ερώτημα της συγκρότησης διεθνικών συμμαχιών ανάμεσα στις εργατικές και υπόλοιπες καταπιεζόμενες τάξεις πρώτα και κύρια στην Ευρώπη.
Η ιδέα της απειθαρχίας στην ΕΕ κερδίζει έδαφος και μπορεί να δώσει πρακτική απάντηση στα ερωτήματα που αντιμετωπίζει η αριστερά πανευρωπαϊκά από τις διαφωνίες στο εσωτερικό της Die Linke σχετικά με το Ευρώ[6] και τις δυνατότητες εξέλιξης της θέσης του που αφήνει ο Μελανσόν («Εάν κληθούμε να επιλέξουμε ανάμεσα στην λαϊκή κυριαρχία και σ’ αυτήν του ευρώ, πρέπει να επιλέξουμε το λαό »)[7],  μέχρι το κίνημα για να φύγει η Τρόικα στην Πορτογαλία, τις διεργασίες στην κυπριακή αριστερά κα.
Όσο αφορά εμάς, χωρίς να υπάρχει ταλάντευση γύρω από την αποδέσμευση ως απαραίτητη προϋπόθεση για το σοσιαλισμό, πρέπει να υπάρχει περισσότερη τακτική ευλυγισία σχετικά με τη στιγμή και τον τρόπο της αποδέσμευσης αυτής. Πρέπει να αφήνουμε ανοιχτό το ενδεχόμενο τυπικής παραμονής για κάποιο διάστημα μέσα στην ΕΕ με εφαρμογή απειθαρχίας στις εντολές της με σκόπο την απόσπαση – προσωρινών έστω – συμμάχων και την πρόκληση πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της με την όξυνση των ενδο-ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων.
Φυσικά, όπως λέγεται στη Θέση 10, η ΕΕ ούτε μεταρρύθμιζεται, ούτε διορθώνεται. Είναι ένας ιμπεριαλιστικός οργανισμός ολοκλήρωσης των εθνικών δικτατοριών των αστικών τάξεων που λειτουργεί ως ενισχυτής τους[8] κι έχει έντονες τάσεις ομοσπονδιοποίησης (όπως και αντίρροπες διάλυσης). Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης πρέπει να τσακίσουν και να εκμηδενίσουν τον οργανισμό αυτό όπως και το αστικό κράτος σε κάθε χώρα χωριστά. Ωστόσο η αποδέσμευση δεν πρέπει να τοποθετείται δογματικά στον ίδιο χρόνο με την έξοδο από το ενιαίο νόμισμα και την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, για λόγους διαγωνισμού βερμπαλιστικής «ριζοσπαστικότητας» με την ηγεσία του ΚΚΕ και τους οπαδούς της ή άλλους αριστερούς. Το ζήτημα είναι πώς θα αχρηστευτεί πιο αποτελεσματικά και πιο γρήγορα το εργαλείο που λέγεται ΕΕ για τις αστικές τάξεις. Ο υβριδικός χαρακτήρας του (μεταξύ ομόσπονδου κράτους και διεθνούς οργανισμού) και η ανυπαρξία εντελώς δικιάς του κατασταλτικής δύναμης μπορεί να αξιοποιηθεί από ένα λαϊκό/ενιαίο μέτωπο στην εξουσία μιας χώρας ώστε με την απειθαρχία να απογυμνώσει κι άλλο τον οργανισμό από το κύρος του και να δείξει ότι είναι δυνατή η μη συμμόρφωση στις επιταγές του.
Α3. Για την απονομιμοποίηση της ΕΕ στην «κοινή γνώμη», είναι σημαντικό να επιμένουμε στο ότι αυτή δεν προωθεί τη συνεργασία και την ομόνοια ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς αλλά αντίθετα τους θέτει σε ανταγωνισμό για το ποιος θα είναι πιο φτηνός για το κεφάλαιο και με την πολιτική της – αλλά και την ίδια την υπαρξιακή ουσία της – υποδαυλίζει τα μίση. Ως διεθνιστές είμαστε απόλυτα υπέρ της συνεργασίας των ευρωπαϊκών λαών, αλλά θεωρούμε ότι αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο πάνω στα συντρίμμια των αντιδημοκρατικών θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Γκρεμίζοντας τον αστικό μύθο που ακολουθεί τυφλά ο ΣΥΡΙΖΑ ότι «η Ελλάδα είναι ισότιμο μέλος της ΕΕ» (ή οποιοδήποτε άλλο κράτος πχ. με τη Γερμανία) και μας καλεί στην «αποκατάσταση της νομιμότητας εντός της ΕΕ», πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι οι ισότιμες σχέσεις μεταξύ λαών δεν είναι δυνατές μέσα στο ιμπεριαλιστικό οικοδόμημα της ΕΕ, όπου οι σχέσεις ανάμεσα στα έθνη-κράτη είναι αυστηρά ιεραρχημένες. Εδώ πρέπει να βάλουμε το ζήτημα της αποκατάστασης της Λαϊκής Κυριαρχίας και βασικά της διεκδίκησής της σε μια νέα βάση που να ανταποκρίνεται στο σύγχρονο πλειοψηφικό βάρος της τάξης των εργαζομένων μέσα στην κοινωνία.[9] Η Λαϊκή Κυριαρχία αυτή μπορεί να επιτευχθεί μόνο σε ρήξη με την ΕΕ και αποτίναξη της ιμπεριαλιστικής επικυριαρχίας. Στο ζήτημα αυτό μπορούμε και πρέπει να συναντήσουμε τις πολύ σωστές θέσεις που εκφράστηκαν κατά τον προσυνεδριακό διάλογο του ΚΚΕ από συντρόφους που διαφώνησαν με τη νέα σεχταριστική στροφή.
Αναγκαία είναι επίσης η προβολή του οράματος της σοσιαλιστικής ολοκλήρωσης των ευρωπαϊκών λαών,[10] στις σύγχρονες συνθήκες όπου ο χρόνος που μπορεί να επιβιώσει μόνη της μια σοσιαλιστική επανάσταση σε μια χώρα έχει μειωθεί δραστικά, ενώ από την άλλη έχουν μεγαλώσει οι αντικειμενικές δυνατότητες εξάπλωσης (λόγω των σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και της  αλληλεξάρτησης των οικονομικών δομών). Η ολοκλήρωση αυτή θα μπορεί να πραγματοποιείται σταδιακά στο βαθμό που σε διάφορες χώρες νικηφόρα λαϊκά κινήματα θα κάνουν ρήξη και θα βγαίνουν από την ΕΕ.
Α4. Η Θέση 16 υπογραμμίζει πολύ σωστά ότι «ο ελληνικός καπιταλισμός έχει σχεδόν απόλυτα συνδέσει την πορεία του με την οικοδόμηση της ΕΕ, για λόγους οικονομικούς, αλλά και πολιτικούς» κι ότι  «η ελληνική αστική τάξη αδυνατεί να χαράξει οποιοδήποτε άλλο δρόμο παρά μόνο σε στενή σύνδεση και ταύτιση με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο».
Σαφώς και πρέπει να διαχωρίζομαστε ξεκάθαρα από κριτικές από εθνικιστική και δεξιά σκοπιά στην ΕΕ, καθώς και να είμαστε έτοιμοι να εναντιωθούμε σε κομπραδόρους αστούς που θα προσπαθήσουν στην περίπτωση μιας τυχόν εξόδου από την Ευρωζώνη ή την ΕΕ – χωρίς της θέληση της ελληνικής αστικής τάξης – να συνεχίσουν την επίθεση στα εργατικά δικαιώματα που η ΕΕ άρχισε. Δεν πρέπει όμως να επιδιδόμαστε στη ντεντεκτιβική αναζήτηση των αντι-ΕΕ ή αντι-Ευρώ καπιταλιστών, κάτι που έχει γίνει το αγαπημένο χόμπι ορισμένων συντρόφων.
Η επιλογή της ρήξης με τις δανειακές συμβάσεις και τους όρους στα μνημόνια που τις συνοδεύουν ταυτίζεται αναπόφευκτα με την εγκατάλειψη του νομίσματος του οποίου η έκδοση ελέγχεται από τη Φραγκφούρτη καιείναι ξεκάθαρα μια επιλογή που χτυπά σκληρά την ντόπια αστική τάξη. Η τελευταία θα χάσει το βασικό μοχλό επιβολής αντεργατικών μέτρων αλλά κι ένα νόμισμα που μεγαλώνει τεχνητά την αξία των υπαρχόντων της. Με την ταυτόχρονη εθνικοποίηση θα απωλέσει τον έλεγχο του τραπεζικού συστήματος. Αυτά δε θα σημάνουν τη συντριβή της αλλά μια σημαντική αναδίπλωση της. Από εκεί και πέρα ο ταξικός πόλεμος θέσεων θα συνεχιστεί.
Α5. Γενικότερα, οι τοποθετήσεις μας και η τακτική μας σε σχέση με το ζήτημα της ΕΕ πρέπει να καθορίζονται με γνώμονα το πώς επιδρούμε στο επίπεδο συνειδητότητας των εργαζομένων και του λαού. Πώς από τη συμφωνία στην κατάργηση των μνημονίων φτάνουμε στο να σπάσουμε το φόβο για την έξοδο από το Ευρώ και τη ρήξη με την ΕΕ.
Όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του ο Γιώργος Ρούσης  «εκείνο που θα πρέπει να επιδιώκεται είναι  καταρχάς η προβολή πολιτικών θέσεων που δεν θα βρίσκονται πίσω από το επίπεδο της λαϊκής συνειδητότητας όπως συμβαίνει με τις δυνάμεις εκείνες που στηρίζουν την παραμονή στην ευρωζώνη, και την ΕΕ ή την παροχή βοήθειας στο κεφάλαιο και τη συνεργασία μαζί  του,  όταν οι λαϊκές μάζες σε ευρεία κλίμακα αρχίζουν και τους στοχοποιούν  ως υπεύθυνους των δεινών τους. Επίσης θα πρέπει να αποφεύγονται οι εξ’ ίσου λαθεμένες  τοποθετήσεις και δράσεις που πετάνε στα σύννεφα δίχως να λαμβάνουν υπόψη τους την αποδοχή τους από την κοινωνία».[11]
Η αντίληψη αυτή θα πρέπει να είναι κόκκινη κλωστή που να διαπερνά όλη την τακτική μας.
Β. Η σημασία του κοινοβουλευτικού πεδίου
Β1. Ορθότατη είναι η εκτίμηση των Θέσεων ότι παρά τη βαριά εκλογική ήττα που υποστήκαμε στις εκλογές του Ιούνη και την υποχώρηση από την επιτυχία των περιφερειακών εκλογών του 2010, κάναμε πολύ καλά που κατεβήκαμε και στις δεύτερες εκλογές  «για να μπορέσει να αναδειχθεί και προεκλογικά το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και η δύναμη του εργατικού κινήματος που μπορεί να το επιβάλει» (Θέση 65)
Αρκετοί κομμουνιστές έχουν εγκλωβιστεί μέσα στο αμετάκλητα ρεφορμιστικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ που ποτέ δε θα τολμήσει να ξεπεράσει τα όρια που του θέτει το αστικό πολιτικό σύστημα και η καπιταλιστική οικονομία. Το ζήτημα είναι να απεγκλωβίσουμε τους συντρόφους αυτούς, όχι να μετατραπούμε κι εμείς σε λόμπι πίεσης για να «στρίψει ο ΣΥΡΙΖΑ αριστερά», είτε «από μέσα» (Θέση 36), είτε από έξω.
Β2. Παρά τις ριζικές αλλαγές που επιφέρει η κρίση στο μοντέλο εκπροσώπησης και το πολιτικό εποικοδόμημα και τη μερική απόνομιμοποίηση των παραπάνω στις λαϊκές συνειδήσεις, οι τελευταίες συνεχίζουν να βλέπουνε το κοινοβούλιο ως το κατεξοχήν πεδίο άσκησης πολιτικής ή/και την κύρια δυνατότητά τους να επηρεάσουν τα πολιτικά πράγματα. Το λαϊκό – εργατικό κίνημα δεν έχει δημιουργήσει προς το παρόν δικές του μορφές εκπροσώπησης τις οποίες οι μάζες να θεωρούν το βασικό τρόπο έκφρασής τους.
Ο Λένιν έγραφε στο «Αριστερισμό»:  «Πως μπορεί να λέει κανείς ότι τάχα ο «κοινοβουλευτισμός είναι ξεπερασμένος πολιτικά», αν «εκατομμύρια» και «λεγεώνες» προλετάριων είναι ακόμη όχι μόνο υπέρ του κοινοβουλευτισμού γενικά, μα και ανοιχτά «αντεπαναστάτες»!; (…) Έχετε την υποχρέωση να παρακολουθείτε νηφάλια την πραγματική κατάσταση της συνειδητότητας και της ωριμότητας ακριβώς όλης της τάξης.» Και κατακρίνοντας  κάποιους Γερμανούς αριστερούς του 1920 που απέρριπταν την «επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό» έλεγε «Ίσως στη Γερμανία να υπάρχει κιόλας Σοβιετική Δημοκρατία; Μου φαίνεται όχι! Τότε πως μπορεί να μιλάει κανείς για «επιστροφή»; Μήπως αυτό δεν είναι κούφια φράση;»
Στις παρούσες συνθήκες της Ελλάδα του 2013, είναι δύσκολο να φανταστούμε μια πολιτική οργάνωση ή ένα πολιτικό μέτωπο που να παίζει σημαντικό ρόλο στην καθοδήγηση της ταξικής πάλης, που να παρεμβαίνει ιδεολογικά μέσα στην κοινωνία με αισθητά αποτέλεσματα, που να αποτελεί τελικά υπολογίσιμο αντίπαλο της αστικής τάξης και που να μην έχει και σημαντική εκλογική δύναμη. Ακόμα και η βάρβαρη άρνηση της πολιτικής που εκφράζει η Χρυσή Αυγή εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο παίρνοντας μάλιστα επτά φορές παραπάνω ψήφους από εμάς.
Στις εκλογές λοιπόν δεν κατεβαίνουμε για λόγους καταγραφής. Κατεβαίνουμε για να διεκδικήσουμε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, γιατί αυτή δεν είναι μόνο δείκτης αλλά και ενισχυτής της πολιτικής επιρροής.
Είδαμε θετικά την άνοδο των τριών ψηφδελτίων της αριστεράς στις εκλογές του Μάη, όπως και το ποσοστό – ρεκόρ του ΣΥΡΙΖΑ σε εκείνες του Ιούνη και πολύ καλά κάναμε. Ο κόσμος που εξέφρασε τη θέλησή του για αλλαγή ψηφίζοντας ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι μακριά από τις ιδέες της επαναστατικής και κομμουνιστικής αριστεράς και, κυρίως, μεγάλο κομμάτι του συμμετείχε ή και έδωσε μάχες στο κίνημα. Το εκλογικό αποτέλεσμα καθυστέρησε για λίγους μήνες τα νέα μέτρα και υποχρέωσε το σύστημα να κάψει μαζικά πολιτικές εφεδρείες. Μια πλευρά που είναι δυσδιακριτή από το εσωτερικο της Ελλάδας είναι ότι εμφύσησε δύναμη και ενέργεια σε αριστερούς και κομμουνιστές αγωνιστές σε όλη την Ευρώπη. Ένας εκλογικός σεισμός έγινε πριν από ένα χρόνο στη χώρα μας λοιπόν και άλλαξε άρδην τον τρόπο που γίνεται η πολιτική.
Β3. Παρολαυτά, οι Θέσεις υποτιμούν τις αλλαγές που μπορούν να γίνουν και μέσα από το κοινοβουλευτικό πεδίο αλλά και τη δυνατότητα να προκύψει αντι-ιμπεριαλιστική και ενιαιομετωπική ή λαϊκομετωπική κυβέρνηση μέσω εκλογών. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να μένει εξαιρετικά μετέωρο και θολό το ζήτημα του ποιος θα εφαρμόσει το μεταβατικό πρόγραμμα και από τι θέση.[12]
Τα «επαναστατικά γεγονότα» και οι καταστάσεις δυαδικής εξουσίας (Θέση 41) με την οικοδόμηση οργάνων αγώνα και «αντιεξουσίας» των εργαζομένων τίθενται από τις Θέσεις ως ο μοναδικός δρόμος για να μπει το ζήτημα της επαναστατικής ανατροπής και της εξουσίας.  Αυτό δεν είναι λάθος με την έννοια ότι για να τεθεί στην τελική του μορφή το ζήτημα της ταξικής εξουσίας σίγουρα θα πρέπει να υπάρχουν δομές δυαδικής εξουσίας (κάποια μορφή εργατικών  και λαϊκών συμβουλιών). Ωστόσο, προκύπτει το ερώτημα του ποιος είναι ο ρόλος του μεταβατικού προγράμματος, εάν όχι να συμβάλει και αυτό στο θέσιμο του ζητήματος της ταξικής εξουσίας κι έτσι να συγκεκριμενοποιήσει και να βάλει πιο έντονα στην ημερήσια διάταξη το χτίσιμο λαϊκών-εργατικών δομών.
Το μεταβατικό πρόγραμμα έχει νόημα ύπαρξης μόνο αν προηγείται του παρσίματος της εξουσίας από τις λαϊκές – εργατικές δομές,τόσο ως πόλος συσπείρωσης όσο και – δυνητικά – ως πολιτική μιας μετωπικής μεταβατικής κυβέρνησης.
Αν μπορούν να οικοδομηθούν – χωρίς την υποβοηθητική προβολή ή εφαρμογή ενός μεταβατικού προγράμματος – νέοι εργατικοί θεσμοί αντιεξουσίας και να πάρουν κατευθείαν όλη την εξουσία με επαναστατικές εξεγέρσεις, τότε δε χρειαζόμαστε μεταβατικό πρόγραμμα. Μπορούμε δηλαδή να καταλήξουμε στο ίδιο συμπέρασμα με το ΚΚΕ, με τη διαφορά ότι εμείς θα επιτρέψουμε ίσως να σπάσουν και κάποια τζάμια κατά την επανάσταση.
Για να το πούμε και λίγο διαφορετικά, εάν δημιουργηθεί το σύγχρονο ανάλογο των Σοβιέτ, χωρίς τη μεσολάβηση και στήριξη ενός πολιτικού μετώπου, και καταφέρει να καταλάβει την εξουσία μέσα από μια εξέγερση που μετατραπεί σε επανάσταση, τότε το μεταβατικό πρόγραμμα περισσεύει.
Η τάξη των εργαζομένων οργανωμένη στους νέους θεσμούς της θα έχει καταλάβει την εξουσία και θα μπορεί να γκρεμίσει την αστική μηχανή και να φτιάξει το κράτος της, τη σοσιαλιστική δημοκρατία. Να εθνικοποιήσει άμεσα το σύνολο των συγκεντρωμένων τομέων και να δομήσει την εκπροσώπησή των εργαζομένων στο κεντρικό κρατικό πολιτικό όργανο καθορίζοντας και τον τρόπο διεύθυνσης των επιχειρήσεων και της οικονομίας.
Επομένως, το μεταβατικό πρόγραμμα μας χρειάζεται μόνο για την περίπτωση που συγκροτηθεί μια ευρύτερη ενότητα δυνάμεων, ένα μέτωπο, που αντιτίθεται στις βασικές επιλογές της αστικής τάξης (μνημόνια, υπακοή στους δανειστές, πρόσδεση στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ) και θέλει να δώσει προτεραιότητα στα συμφέροντα της πλειοψηφίας του λαού, αλλά που δεν είναι ξεκάθαρα εργατικό και επαναστατικό στο σύνολό του. Ένα τέτοιο μέτωπο μπορεί να συγκεντρώσει δυνάμεις και να εκτοπίσει τα κόμματα της αστικής τάξης από την εξουσία. Εκ των πραγμάτων δεν θα έχει πρόγραμμα εργατικής εξουσίας. Μπορεί όμως να θέσει σε εφαρμογή το μεταβατικό πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, εργατικού ελέγχου, αναδιανομής σε βάρος του κεφαλαίου και δημοσίων επενδύσεων για την παραγωγική ανασυγκρότηση που θα θέσει υπό πιο ευνοϊκές συνθήκες για την εργατική τάξη – από αυτές της κρίσης και της συνεχούς υποχώρησης – το ζήτημα της εξουσίας.
Με το μέτωπο η εργατική τάξη θα μπορεί να συσπειρώνει γύρω της και άλλα λαϊκά στρώματα και να επιτυγχάνει έτσι καλύτερα την πολιτική απομόνωση της αστικής τάξης: να έχει στο πλευρό της κόσμο που εκ των πραγμάτων η αστική τάξη δεν του δίνει πλέον τίποτα για να συμμαχήσει μαζί της και που ο ίδιος δε θέλει πλέον να υποτάσσεται σε αυτή, αλλά και που δεν έχει ακόμα πεισθεί για την εργατική εξουσία.
Η συγκρότηση του μετώπου μπορεί να στηρίζει το σχηματισμό θεσμών δυαδικής εξουσίας και το ένα να τροφοδοτεί το άλλο. Δε θα πρέπει να είναι ένα πολιτικό μόνο μέτωπο, δηλαδή απλά μια συμμαχία κομματικών σχηματισμών.  Θα πρέπει να περιλαμβάνει συντονισμούς αγωνιστικών συνδικάτων (θεωρητικά θα μπορούσε να περιλαμβάνει και το Συντονισμό Πρωτοβάθμιων και το ΠΑΜΕ), σωματεία σε μακρόχρονους απεργιακούς ή άλλους αγώνες (Βιο.Με), επιτροπές αγώνα τοπικού χαρακτήρα ή για συγκεκριμένα ζητήματα (πχ. Σκουριές), συντονισμούς συνελεύσεων γειτονιάς, φοιτητικούς συλλόγους κα.. Το κοινωνικο-πολιτικό μέτωπο δηλαδή θα μπορούσε να περιλαμβάνει τις συλλογικότητες – σπέρματα της δυαδικής εξουσίας και να ενθαρρύνει τον πολλαπλασιασμό τους.
Η παρουσία του στις εκλογές θα είναι μια ακόμα ευκαιρία για τη συγκέντρωση δυνάμεων. Μπορεί όμως και σε μια φάση ανόδου των αγώνων και κρίσης της αστικής εξουσίας (όπως παραλίγο να γνωρίσουμε το καλοκαίρι ή τον Οκτώβριο του 2011) να καλύψει το κενό διακυβέρνησης χωρίς να προηγηθούν εκλογές εφαρμόζοντας ήδη πχ. τη στάση πληρωμών στους ξένους δανειστές ως άμεση ανάγκη για την επιβίωση του λαού και να διοργανώσει το ίδιο την επόμενη έκφραση της λαϊκής βούλησης (με δημοψήφισμα ή εκλογές).
Δεν πρέπει  όμως να αποκλείεται (όπως φαίνεται να γίνεται στη Θέση 47, παρ.2) και η με αξιώσεις εκλογική διεκδίκηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και κυβερνητικής εξουσίας από ένα τέτοιο πολιτικο-κοινωνικό μέτωπο με σκοπό την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος Αντιθέτως πρέπει να επιδιώκεται, αναγνωρίζοντας την πραγματικότητα ότι η μεγάλη πλειοψηφία του λαού βλέπει ακόμα στο κοινοβούλιο τη δυνατότητά του να επηρεάσει τα πολιτικά πράγματα, αλλά και το γεγονός ότι η αστική τάξη είναι εξόχως αποδυναμωμένη εκλογικά.
Μια τέτοια αντιμετώπιση του ζητήματος της κοινοβουλευτικής πάλης θα ήταν σε συμφωνία με το πνεύμα της 3ης Διεθνούς (1922): «Οι δυο άλλες μορφές της εργατικής κυβέρνησης (κυβέρνηση εργατών και αγροτών/ εργατοαγροτική κυβέρνηση, σοσιαλδημοκρατική- κομμουνιστική κυβέρνηση) δεν είναι ακόμα η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν είναι ούτε καν ένα ιστορικά αναπόφευκτο στάδιο μετάβασης στη δικτατορία, είναι όμως, οπουδήποτε κι αν πραγματωθούν, μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας», και ακόμα, «μια εργατική κυβέρνηση η οποία προκύπτει από μια κοινοβουλευτική συγκυρία, η οποία λοιπόν είναι καθαρά κοινοβουλευτικής προέλευσης, μπορεί να παράσχει την ευκαιρία για μια αναζωπύρωση του επαναστατικού εργατικού κινήματος».[13]
Στον «Αριστερισμό» ο Λένιν έλεγε: «θα είναι πιο δύσκολο για τη Δυτική Ευρώπη, απ’ ό,τι ήταν σε μας [στη Ρωσία], να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Και είναι καθαρότατη παιδαριωδία να δοκιμάζεις «να προσπεράσεις» αυτή τη δυσκολία, «υπερπηδώντας» τη δύσκολη αυτή δουλιά της χρησιμοποίησης των αντιδραστικών κοινοβουλίων για επαναστατικούς σκοπούς». O Λένιν το έγραφε αυτό πριν προλάβει να δει τις δύο βαθύτερες κρίσεις του καπιταλισμού που άρχισαν το 1929 και το 2008. Η πρώτη ανάγκασε τον καπιταλισμό να καταφύγει σε πολλές χώρες στο φασισμό. Η δεύτερη δε ξέρουμε που θα καταλήξει αλλά ήδη δυσκολεύει πολύ την κοινοβουλευτική επικράτηση των αστών. Δε θα πρέπει να κάνουμε τα ίδια λάθη που έκαναν οι κομμουνιστές κατά την προηγούμενη μεγάλη κρίση πρώτα με την απόρριψη κάθε μετώπου (γραμμή «σοσιαλφασισμού») κι έπειτα με την εφαρμογή μόνο μετώπων ουράς στην αστική τάξη (δεκαετία ‘30). Ούτε να περιμένουμε τον πόλεμο για να ακολουθήσουμε σωστή μετωπική πολιτική όπως το ΕΑΜ.
Δεν πρέπει να κάνουμε το ίδιο λάθος με το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ και να απορρίψουμε στην ουσία κάθε επικίνδυνη για το σύστημα χρήση του κοινοβουλίου. Γιατί άμα διακηρύττουμε εξ αρχής ότι δε σκοπεύουμε να πάρουμε την πλειοψηφία σε αυτό, τότε κάνουμε ένα τεράστιο δώρο στους αστούς και δεν πείθουμε το λαό. Διευκολύνουμε δε τη με το χαμηλότερο δυνατό πολιτικό κόστος μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ σε καθαρόαιμο αστικό κόμμα.[14] Για να προβληθεί το μεταβατικό πρόγραμμα και να συσπειρώσει πρέπει αυτό να εκφραστεί και εκλογικά. Πλην όμως δε θα το ψηφίσει κανένας, αν εμείς λέμε από τα πριν, ότι το μεταβατικό πρόγραμμα δεν μπορεί να επιβληθεί με εκλογές, έστω κι αν είναι σωστό ότι αυτό δε θα επιβληθεί στην πραγματικότητα κυρίως με τις εκλογές αλλά με αυτά που θα συμβαίνουν στο κίνημα.
Πρώτη προτεραιότητα λοιπόν πρέπει να είναι η συγκρότηση και οικοδόμηση του μετώπου κι έπειτα ο μη αποκλεισμός κανενός διαθέσιμου πεδίου πάλης.   
Η συγκρότηση ενός μετώπου μπορεί ακόμα να δώσει διεξόδους απάντησης από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στο ενδεχόμενο μιας ξαφνικής επιδείνωσης της δημοκρατικής εκτροπής που λαμβάνει ήδη χώρα σταδιακά στην Ελλάδα.
Γ. Ο χαρακτήρας του Μετώπου και του Προγράμματος  και η σύνδεση μεταξύ τους
Γ1. Στον καθορισμό της μετωπικής μας δράσης μέσα στο κίνημα και την κοινωνία αλλά και της εκλογικής μας πολιτικής πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι συσχετισμοί δεν μετατρέπονται πρώτα «εντός της αριστεράς» (Θέση 23), αλλά πάντα εντός της κοινωνίας συνολικά και στη συνέχεια καθορίζουν τις δυναμικές ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της αριστεράς.
Όπως ειπώθηκε και στην εισαγωγή, η κατάκτηση της ενιαίας, συστηματικής και μαζικότερης δράσης των δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα στο συνδικαλιστικό και το ευρύτερο κίνημα είναι η πρώτη προϋπόθεση για να αρχίσουμε να αλλάζουμε τους συσχετισμούς αποτελεσματικά και να διευκολύνουμε και τη συγκρότηση του μετώπου που χρειαζόμαστε.
Γ2. Οι Θέσεις όμως αναφέρουν δύο διαφορετικά είδη μετώπου. Το «Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής» (50-59) που περιγράφεται περισσότερο με όρους «κοινωνικής συμμαχίας των αγωνιζόμενων λαϊκών μαζών» και το «Μέτωπο της Αντικαπιταλιστικής και αντι-ΕΕ Αριστεράς» (60-62). Διαχωρίζεται έτσι το κοινωνικό από το πολιτικό μέτωπο και δε μιλάμε για ένα ενιαίο κοινωνικο-πολιτικό μέτωπο. Επίσης είναι εξαιρετικά ασαφές πιο από τα δύο θα εφαρμόσει το «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα» (42-46) και πώς ακριβώς τα δυο τους σχετίζονται με αυτό.
Στη Θέση 58, αφήνεται να φανεί ότι το Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής να μπορεί να γίνει ο συντονιστής όλων των εργατικών – λαϊκών θεσμών που θα δημιουργούνται και τελικά να καταλάβει ως τέτοιο την εξουσία.  Στη Θέση 67 όμως φαίνεται σα να είναι το πολιτικό «Μέτωπο της Αντικαπιταλιστικής και αντι-ΕΕ Αριστεράς» που θα εφαρμόσει το μεταβατικό πρόγραμμα. Στη Θέση 47 τα δύο μπλέκονται χωρίς να διευκρινίζεται η σχέση μεταξύ τους («Το πρόγραμμα αυτό θα υλοποιηθεί από ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής με καρδιά το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και ένα μαζικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής ανατρεπτικής Αριστεράς»). Η θολούρα σε σχέση με αυτό δε βοηθάει. Χρειαζόμαστε ένα ενιαίο μέτωπο που θα παλέψει με όλους τους διαθέσιμους τρόπους για την κατάληψη της εξουσίας όπως περιγράφηκε και παραπάνω.
Γ3. Στη συνέχεια, πρέπει να δούμε τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο «Αντικαπιταλιστικό Μεταβατικό Πρόγραμμα». Στη Θέση 42 αναφέρεται ότι ορίζεται έτσι γιατί «έρχεται σε σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους νόμους του συστήματος». Αυτή η ανάγνωση είναι σωστή. Το πρόγραμμα των εθνικοποιήσεων[15] και του εργατικού ελέγχου, της διαγραφής του χρέους, της εξόδου από το Ευρώ και της απειθαρχίας στην ΕΕ,  της αναδιανομής του πλούτου και της παραγωγικής ανασυγκρότησης μέσω δημοσίων επενδύσεων και της αυστηρής προστασίας του περιβάλλοντος είναιένα πρόγραμμα που θα χτυπήσει σκληρά την καπιταλιστική κερδοφορία και θα μειώσει ριζικά την οικονομική και πολιτική δύναμη της αστικής τάξης. Η εφαρμογή του όμως δε σημαίνει και κατάργηση του καπιταλισμού. Σημαίνει την κατάληψη καλύτερων θέσεων από την εργατική τάξη συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου από αυτήν, μαζί με άλλα κοινωνικά στρώματα αλλά υπό την ηγεσία της,της κυβερνητικής εξουσίας, χωρίς την οποία δε μπορεί να αρχίσει να εφαρμόζεται το μεταβατικό πρόγραμμα (Αν, δε, έχει καταληφθεί ολόκληρη η εξουσία από τους εργατικούς-λαϊκούς θεσμούς τότε δε χρειάζεται ένα μεταβατικό πρόγραμμα). Έχοντας καταλάβει τις θέσεις αυτές η εργατική τάξη μπορεί να θέσει το θέμα της ταξικής, οικονομικής, κρατικής εν συντομία ολόκληρης της εξουσίας.
Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να μετατραπεί σε σάλπισμα για την επαναστατική κατάληψη όλης της εξουσίας  (όπως έγινε με τις «Θέσεις του Απρίλη» του Λένιν), αλλά για να γίνει αυτό πρέπει πρώτα να υπάρχουν λαϊκοί θεσμοί. Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να αρχίσει να εφαρμόζεται πριν ολοκληρωθεί η οικοδόμηση λαϊκών θεσμών ικανών να πάρουν την εξουσία, αλλά να φτάσει στην εκπλήρωση της αποστολής του (την ολοκλήρωση της μετάβασης) μόνο όταν υπάρχουν οι θεσμοί στους οποίους βασικά θα παραδώσει – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο – την εξουσία.
Γ4. Το κοινωνικό-πολιτικό μέτωπο λοιπόν πρέπει να συγκροτείται με βάση τη συμφωνία στο μεταβατικό πρόγραμμα αυτό και δεν πρέπει να αποκλείει δυνάμεις που δεν είναι εξ αρχής υπέρ της τυπικής εξόδου από την ΕΕ, ούτε βλέπουν μέχρι την αντικατάσταση του καπιταλισμού από την εργατική εξουσία / σοσιαλιστική δημοκρατία. Το να δοθεί άμεση προτεραιότητα στην κάλυψη των αναγκών της εργατικής – λαϊκής πλειοψηφίας σε βάρος των δανειστών, των επιχειρηματικών ομίλων, των τραπεζών κλπ. πρέπει να είναι η βάση της συσπείρωσης του μετώπου, καθώς και η σταθερή απόφαση για σύγκρουση μαζί τους ως απαραίτητου όρου για να γίνει αυτό.
Για αυτό, ο όλος ΣΥΡΙΖΑ δε χωράει σήμερα στο Μέτωπο αυτό, γιατί η θέλησή του για αποφασιστική σύγκρουση με τις εγχώριες και ντόπιες ελίτ είναι μόνιμα στο ναδίρ και η ηγετική ομάδα του – που δεν απειλείται εσωκομματικά – αναζητά μοναχά τρόπους διαπραγμάτευσης και «ανακούφισης»  των πάντων. Πρέπει όμως να επιδιώκεται ο αναπροσανατολισμός των ρεφορμιστικών έστω δυνάμεων με διαθέσεις σύγκρουσης εντός του ΣΥΡΙΖΑ από μια συμμαχία με τριτοδρομικούς και δεξιούς Κεϋνσιανούς για την κατάληψη της κοινοβουλευτικής εξουσίας υπό τις πιο ασφυκτικές συνθήκες και στην ουσία χωρίς συνδετικούς κόμβους με το εργατικό και λαϊκό κίνημα, στη συγκρότηση ενός ενιαίου κοινωνικο-πολιτικού μετώπου με σαφές και εφαρμόσιμο πρόγραμμα. Ο καλύτερος τρόπος να επιδιωχθεί αυτό είναι η συμπόρευση στο κίνημα όπου υπάρχει καθαρή συμφωνία στη γραμμή της σύγκρουσης.
Πιο επείγουσα είναι ωστόσο η συγκρότηση μετωπικών δομών (ή ακόμα καλύτερα η ένταξη τους στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ) με δυνάμεις με τις οποίες υπάρχει στρατηγική συμφωνία όσο αφορά την εργατική εξουσία αλλά και τον απώτερο στόχο της αταξικής κοινωνίας. Αυτό αφορά δυνάμεις που φεύγουν από το ΚΚΕ όπως ο Εργατικός Αγώνας και άλλοι, όπως η ΚΟ Ανασύνταξη, το ΕΕΚ κα. Επείγουσα είναι επίσης και η συγκρότηση δομών με το ρεφορμιστικό ΜΑΑ / Σχέδιο Β’ το οποίο συμφωνεί στα βασικά σημεία του μεταβατικού προγράμματος όπως περιγράφηκαν παραπάνω.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ των μελών και όχι των συνιστωσών είναι ο δρόμος για να διευκολύνουμε τη συμπόρευση. Η πολιτική διεύρυνση εν ευθέτω χρόνο μπορεί να διευκολύνει το ξεκίνημα ανοιγμάτων και συζητήσεων με κοινωνικούς φορείς. Σε αντίθετη περίπτωση, ο κίνδυνος εκ νέου πολιτικής περιθωριοποίησης θα μεγαλώσει.
Αν επιχειρήσουμε να θέσουμε ως εκ των προτέρων όρο για τη συγκρότηση του Μετώπου την αντικατάσταση του καπιταλισμού τότε θα αποτύχουμε. Όπως έγραφε ο Γκράμσι στις Θέσεις της Λυών (1926), «η κινητοποίηση γύρω από ένα πρόγραμμα άμεσων απαιτήσεων και η στήριξη μερικότερων μαχών είναι ο μόνος τρόπος για να προσεγγίσει κανείς τις πλατιές μάζες και να τις κινητοποιήσει ενάντια στο κεφάλαιο. (…) κάθε νίκη που κερδίζεται (…) κάνει την κρίση του καπιταλισμού πιο έντονη και επίσης επιταχύνει υποκειμενικά την πτώση του, στο βαθμό που μετατοπίζει την ασταθή οικονομική ισορροπία πάνω στην οποία βασίζει τη δύναμή του στο σύστημα».
Τη Γκραμσιανή στρατηγική του Πολέμου Θέσεων επικαιροποίησε ο Γιώργος Ρούσης στο βιβλίο του «Από την Κρίση στην Επανάσταση» (2012) στο οποίο, αφού αναμετρήθηκε με το ερώτημα αν μπορεί να διαμορφωθεί εργατική ηγεμονία μέσα στην κοινωνία πριν την απόσπαση όλης της εξουσίας μακριά από τα χέρια της αστικής τάξης,  κατέληξε ότι είναι δυνατή η διαμόρφωση μιας πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας γύρω από ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Η εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος από το Μέτωπο θα σημαίνει «αντικαπιταλιστική κατάσταση πραγμάτων» με την έννοια που την περιγράφει ο Γ. Ρούσης. Θα είναι δηλαδή μια πορεία που δε θα έχει σχέση με την ενιαία διαδικασία της αστικής και της σοσιαλιστικής επανάστασης που παρατηρήθηκε στην Ευρώπη το 19ο αιώνα αλλά ακόμα και μετά τον Α’ΠΠ, αλλά θα έχει νόημα μόνο ως πορεία κατάργησης του καπιταλισμού[16]. Ωστόσο δε θα σημαίνει ακόμα ξεπέρασμα του καπιταλισμού και πέρασμα στο σοσιαλισμό.
Ως εκ τούτου δεν είναι a priori σωστό αυτό που λέγεται στην Θέση 47 ότι «μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική δεν περνάει μέσα από τη συμμετοχή στη διαχείριση της κυβερνητικής εξουσίας εντός της καπιταλιστικής κυριαρχίας, αλλά από τη συγκρότηση αυτοτελών οργάνων πάλης για την εργατικής εξουσία (…) εξωτερικών προς το αστικό κράτος». Το μεταβατικό πρόγραμμα μπορεί να εφαρμοστεί από μια αντιιμπεριαλιστική και σε μεγάλο βαθμό αλλά όχι ολοκληρωτικά «αντικαπιταλιστική» κυβέρνηση μέσα στον καπιταλισμό αποδυναμώνοντας τον και υποβοηθόντας τη δημιουργία οργάνων πάλης. Σε καμία περίπτωση βέβαια η επαναστατική αριστερά δεν πρέπει να πάει να γίνει ουρά σε μια αστική κυβέρνηση.
Δ. Για την κοινωνική συμμαχία
Οι λίγες καταθέσεις που έχουν μείνει στα λαϊκά μεσαία στρώματα μετά από χρόνια αποταμίευσης (και σε αρκετές περιπτώσεις και απόσπασης υπεραξίας από τους εργαζόμενους) έχουν μετατραπεί στο κύριο αντικείμενο εκβιασμού από πλευράς της αστικής τάξης και των ξένων ιμπεριαλιστών ώστε να μη σπάσει ο ζυγός των δανείων σε ξένο στην ουσία νόμισμα, το Ευρώ. Στη Θέση 42 σωστά αναφέρεται ότι δεν επιδιώκουμε συμμαχία με «μη μονοπωλιακά στρώματα της αστικής τάξης» (αν και μάλλον είναι δύσκολο να βρει κανείς στρώματα της αστικής τάξης που να μην είναι τουλάχιστον ολιγοπωλιακά). Δεν αναφέρεται πουθενά όμως ποιες είναι οι προθέσεις μας απέναντι στα μεσαία στρώματα που διευθύνουν μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις σε μη συγκεντρωμένους τομείς της οικονομίας. Γι’άλλη μια φορά δε θα πρέπει η επιδίωξη μιας «επαναστατικής καθαρότητας» να υποσκάπτει τη σύναψη κοινωνικών συμμαχιών. Ούτε στο μεταβατικό πρόγραμμα και ακόμα και στα πρώτα στάδια της εργατικής εξουσίας δεν υπάρχει ούτε δυνατότητα, ούτε λόγος να κοινωνικοποιηθούν οι μικρές αυτές επιχειρήσεις. Το μεταβατικό πρόγραμμα πρέπει λοιπόν ξεκάθαρα να περιλαμβάνει την εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων μέχρι ένα όριο και την παροχή φτηνών δανείων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις από το ενιαίο εθνικοποιημένο τραπεζικό σύστημα.  
Ο Τρότσκι έγραφε στο «Μεταβατικό Πρόγραμμα»: «Η απαλλοτρίωση των τραπεζών δεν σημαίνει σε καμιά περίπτωση την απαλλοτρίωση των τραπεζιτικών καταθέσεων. Αντίθετα: η ενιαία κρατική τράπεζα θα είναι ικανή να δημιουργήσει πολύ πιο ευνοϊκούς όρους για τους μικρούς καταθέτες απ’ ότι οι ιδιωτικές τράπεζες. Με τον ίδιο τρόπο, μόνο η κρατική τράπεζα μπορεί να εγκαθιδρύσει για τους κτηματίες, τους εμπόρους και τους μικρέμπορους συνθήκες ευνοϊκές, δηλαδή φτηνή πίστη. Όμως, ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι ολόκληρη η οικονομία –πρώτα απ’ όλα η βαριά βιομηχανία και οι μεταφορές– που θα κατευθύνεται από ένα ενιαίο οικονομικό επιτελείο, θα υπηρετεί τα ζωτικά συμφέροντα των εργατών κι όλων των άλλων εργαζομένων.»
Ο Λένιν στον έγραφε στον «Αριστερισμό»: «τους μικρούς εμπορευματοπαραγωγούς, (…) δεν μπορούμε να τους διώξουμε, δεν μπορούμε να τους πνίξουμε, πρέπει να τα ταιριάσουμε μαζί τους, αυτούς μπορούμε (και πρέπει) να τους μεταπλάσουμε, να τους αναδιαπαιδαγωγήσουμε, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μια πολύ μακρόχρονη, αργή, προσεκτική οργανωτική δουλειά.»
Ε. Η σκοπιά της κριτικής μας στο ΚΚΕ
Σε πολλά σημεία του κειμένου, όσο αφορά το ζήτημα αυτό, η βελόνα φαίνεται να έχει κολλήσει στο 1989 με την αντιμετώπιση του ΚΚΕ ως ενός ρεφορμιστικού κόμματος (Θέσεις 7, 19 και 38 ). Είναι αλήθεια ότι η τακτική του ΚΚΕ αδυνατεί να οδηγήσει σε επανάσταση και είναι εύλογο να αναρωτιόμαστε αν τα ιδιόμορφα μικροαστικά στρώματα που ηγούνται του κόμματος αυτού την επιδιώκουν πραγματικά. Ωστόσο, το πρόβλημα με τη γραμμή που το ΚΚΕ βάζει σήμερα στις μάζες δεν είναι ο ρεφορμισμός, αλλά μάλλον ένας άκρατος αριστερισμός, όχι με την έννοια ότι ωθεί τον κόσμο σε υπερεπαναστατικές ενέργειες αλλά με την έννοια ότι περνά τη λογική της “επαναστατικής” καθαρότητας.
Το πρόγραμμα του ΚΚΕ του 1996 έλεγε ότι «σε κάθε φάση πρέπει να επιλέγεται η πολιτική που ανεβάζει τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης, των λαϊκών δυνάμεων και οδηγεί στην επίλυση του προβλήματος της εξουσίας». Έθετε σειρά πεδίων παρέμβασης για την ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα κι έλεγε ότι το ΚΚΕ πρέπει να συμμετέχει και να δουλέψει «για την ανάπτυξη της ενότητας και της μαχητικότητας του (…) μετώπου».[17]
Το πρόγραμμα που εγκρίθηκε στο 19ο συνέδριο θεωρεί ότι «η χρονική περίοδος εκδήλωσής της (επανάστασης) προσδιορίζεται από αντικειμενικές προϋποθέσεις, την επαναστατική κατάσταση»  που θα προκύψει με κάποιον μεταφυσικό μάλλον τρόπο αφού όλα τα πεδία παρέμβασης που αναφέρονταν στο πρόγραμμα του 1996 έχουν αφαιρεθεί και το μόνο καθήκον –διατυπωμένο σε πολλές μορφές – πριν από αυτή είναι η συσπείρωση της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ.
Υπάρχει μάλιστα μια τρομερή αντίφαση εδώ, καθώς αυτά που αναφέρονται ως σημεία προετοιμασίας της επαναστατικής κατάστασης (βασικά η συσπείρωση των εργατών με το ΚΚΕ) στη συνέχεια λέγεται ότι «υλοποιούνται μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης». Όλη η προβληματική που αγγίξαμε παραπάνω αναφερόμενοι στη μελέτη του Γ. Ρούση που έχει να κάνει με τις θέσεις του Λένιν και του Γκράμσι για τη συσπείρωση με το επαναστατικό κόμμα πρώτα της πλειοψηφίας της δραστήριας (=οργανωμένης συνδικαλιστικά) εργατικής τάξης, έπειτα της πλειοψηφίας όλων των εργαζομένων και τελικά της κοινωνίας απουσιάζει. Δε μπαίνει συγκεκριμένος πήχης (ούτε μέθοδοι) για τα καθήκοντα προετοιμασίας καθότι όλα μένουν ρευστά μέχρι τη μαγική στιγμή της «επαναστατικής κατάστασης» που τα «υλοποιεί».[18] Ο παρακάτω πίνακας βοηθά να δούμε τη μετατόπιση του ΚΚΕ πάνω στο κεντρικό ζήτημα αυτό πιο καθαρά:
Καθήκοντα για την ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα
 Πρόγραμμα 1996
1. Σε κάθε φάση πρέπει να επιλέγεται η πολιτική που ανεβάζει τη μαχητικότητα της εργατικής τάξης, των λαϊκών δυνάμεων
2. το ΚΚΕ με την πολιτική του να συμβάλει στη διαμόρφωση και ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα
3. ετοιμότητα και τη θέληση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων
4. ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία, τη δύναμη και την ετοιμότητα τουΚΚΕ,
5. αναζωογόνηση των ιδανικών του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού
6. συμμετοχή και δουλειά «για την ανάπτυξη της ενότητας και της μαχητικότητας του (…) μετώπου».
Πρόγραμμα 2013
1. Συσπείρωση της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ, αποφασισμένης για την επανάσταση.
2. Συμμαχία της εργατικής τάξης με τα καταπιεζόμενα στον καπιταλισμό λαϊκά στρώματα, άλλα να τραβηχτούν περισσότερο ή λιγότερο ενεργά στην επαναστατική πάλη κι άλλα να ουδετεροποιηθούν.
3. Τη στήριξη του επαναστατημένου λαού από όσο το δυνατόν ευρύτερες δυνάμεις που αποσπώνται από το στρατό.
4. Την εξασφάλιση της συντριπτικής υπεροχής των συσπειρωμένων με το ΚΚΕ επαναστατημένων δυνάμεων έναντι των αντιδραστικών αστικών και ταλαντευόμενων μικροαστικών στην αποφασιστική στιγμή και στα αποφασιστικά σημεία, σημαντικό πολιτικό και ταυτόχρονα οργανωτικό ζήτημα.
Όλα τα παραπάνω «υλοποιούνται μόνο στην επαναστατική κατάσταση».
Επιπλέον το ΚΚΕ έχει απομακρυνθεί από τις επεξεργασίες που έκανε για το Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών ο Κώστας Κάππος,[19] και τείνει να αποκλείει σειρά κατηγοριών μισθωτών επιστημόνων (πχ. οι εκπαιδευτικοί) από την εργατική τάξη. Οι σύγχρονες προσεγγίσεις του ζητήματος αντιλαμβάνονται τη μείωση των χειρωνακτών στην παραγωγή, την αυτοματοποίηση που αν και έχει συγκεκριμένα όρια στον καπιταλισμό κάνει πιο δυσδιάκριτη τη διαφορά ανάμεσα σε χειρώνακτες και μη, την τάση εννιαιοποίησης της παραγωγής με τις προϋποθέσεις της και τη μαζική χρήση πτυχιούχων ανώτερων και ανώτατων σχολών σε μη επιτελικές θέσεις της οικονομίας.[20] Το ΚΚΕ φαίνεται να επικεντρώνει στη «βιομηχανική εργατική τάξη» χωρίς όμως να την ορίζει στις σύγχρονες συνθήκες.
Το ΚΚΕ τείνει να συμβάλει στη διάσπαση του κοινωνικού υποκειμένου της επαναστατικής αλλαγής της κοινωνίας με την τάση του να βλέπει παντού μικροαστούς και να συσκοτίζει την κοινότητα συμφερόντων ανάμεσα στη συντριπτική πλειοψηφία των μισθωτών και κυρίως αυτών σε μη επιτελικές θέσεις. Γι’αυτό και στις νέες του Θέσεις βάζει τα «ταλαντευόμενα μικροαστικά στρώματα» a priori στο ίδιο καλάθι με τις αντιδραστικές αστικές δυνάμεις και δε δείχνει να πολυσκοτίζεται για το τι εύρος των «λαϊκών στρωμάτων» (αλήθεια διαφέρουν από τα «μικροαστικά»;) θα συμμαχήσουν με την εργατική τάξη και τι εύρος τους θα πρέπει να «ουδετεροποιηθεί».
Από την πλευρά μας πρέπει να στοχεύσουμε στο κέρδισμα της πλειοψηφίας των οργανωμένων εργαζομένων με την επαναστατική αριστερά (μέσω του μετώπου) και στη διαμόρφωση μια πλατιάς λαϊκής πλειοψηφίας γύρω από το μεταβατικό πρόγραμμα.
Το πιο επείγον ζήτημα με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε είναι πώς μέσα από συγκεκριμένες μάχες γύρω από θέματα εργασιακά, ιδιωτικοποιήσεων, δικαιωμάτων κα. μπορούμε να δίνουμε νικηφόρες μάχες, να οικοδομούμε κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και να παλεύουμε για την κατάκτηση της πολιτιστικής ηγεμονίας στο παρόν.
Δε μπορούμε όπως το ΚΚΕ να διψάμε για περισσότερη δικαίωση ότι «τα χειρότερα έρχονται» και να προσδοκάμε κι άλλη «απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου» ώστε να γίνει από μόνη της «μη διαχειρίσιμη για την αστική εξουσία» ή ακόμα και «πολεμικές αναμετρήσεις» μέσα στις οποίες θα οργανώσουμε αυτοτελώς στρατιωτικά («με όλες τις μορφές») την «εργατική – λαϊκή πάλη». Αυτή δεν είναι απλά μια «τακτική» της ήττας και της βαθύτερη παραίτησης. Είναι στην ουσία προϊόν μιας αρρωστημένης λογικής που κάθεται και φαντασιώνεται ένα τρίτο πιο «αγνό» και πιο κομματικό «αντάρτικο», αντί να δώσει ολόψυχα εδώ και τώρα τη μάχη για να εμποδιστεί το παραπέρα φτώχεμα του λαού και ο εκφασισμός της πολιτικής και της κοινωνίας που μπορεί πράγματι να οδηγήσει και σε πολεμικά επεισόδια.
Στο νέο πρόγραμμα του ΚΚΕ έχει αφαιρεθεί η αναφορά στη συμμαχία με αντιιμπεριαλιστικά και εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα στο διεθνές επίπεδο κι έχει μείνει μόνο αυτή με τις σοδιαλιστικές επαναστάσεις. Κάτι που δεν έχει κανένα νόημα ιδιαίτερα στην περιοχή μας, οπού δρουν τόσα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα σε χώρες στις οποίες η ανάπτυξη του καπιταλισμού βρίσκεται ένα κλικ πιο πίσω.
Η κριτική μας για το 19ο λείπει από τις Θέσεις γιατί  η δημοσίευσή τους προηγήθηκε του τέλους του συνεδρίου του ΚΚΕ, αλλά τώρα πρέπει να προστεθεί.
Είναι επείγουσα η αναζήτηση διαύλων επικοινωνίας με όσους στο 19οσυνέδριο εξέφρασαν διαφωνία ή προβληματίζονται στην ίδια κατεύθυνση με τα παραπάνω, καθώς και η συμπόρευση με όσους φεύγουν από το ΚΚΕ. Δε βοηθά η αντιπαράθεση που γίνεται από κάποιους συντρόφους ανάμεσα στο «ΑΑΔΜ» και το «Ενιαίο Μετώπο». Στις σύγχρονες συνθήκες και με το μέγεθος που καταλαμβάνει η τάξη των εργαζομένων στον πληθυσμό , αλλά και με τον τρόπο που ήταν διατυπωμένο, το ΑΑΔΜ δε σημαίνει παραχώρηση της ηγεμονίας σε τμήματα της αστικής τάξης ή τα μεσαία στρώματα και το ρεφορμισμό. Αυτό που χρειάζεται είναι τόλμη για να γίνουν οι τόσο αναγκαίες σήμερα συνθέσεις.
Ζ. Η σοσιαλιστική δημοκρατία ως το διακύβευμα της εποχής μας
Ζ1. Η Θέση 43 «ορίζει με σαφήνεια ότι [μιλάμε για ένα] πρόγραμμα «μεταβατικό» προς την επανάσταση το σοσιαλισμό και τελικά τον κομμουνισμό». Υπάρχουν περιθώρια να γίνει πιο σαφής η αναφορά στο τελικού στόχο του μεταβατικού προγράμματος που δεν είναι τελικά για εμάς παρά το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, κάτι το οποίο πρέπει να ζυμώνουμε ανοιχτά στον κόσμο.
Οι αναφορές στο σοσιαλισμό στις Θέσεις είναι λίγο αποσπασματικές (Θέσεις 11, 13, 62) και κάνουν συχνά χρήση του όρου «σοσιαλιστική προοπτική» που πολλοί μπορούν να αναγνώσουν σαν κάτι τόσο μακρινό όσο μια ευχή.
Η πρακτική σύνδεση του μεταβατικού προγράμματος με το ξεκίνημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι αδύναμη στις Θέσεις, καθότι λείπει το κομμάτι του παζλ «αντιιμπεριαλιστική κυβέρνηση». Είναι ασαφές αν αυτό που λέμε «είσοδο σε επαναστατική κατάσταση» (Θέση 34) επιδιώκεται να έχει σαν κατάληξη το μεταβατικό πρόγραμμα ή την εξουσία των εργαζομένων (Θέσεις 39,40) και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Στη Θέση 47 σχεδόν ταυτίζεται η εξουσία των εργαζομένων με το μεταβατικό πρόγραμμα: “ χωρίς όλες τις μορφές που ο ίδιος ο οργανωμένος λαός κάνει πράξη το μεταβατικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να υπάρχει εξουσία των εργαζομένων”.
Χρειάζεται να γίνει πιο σαφής διάκριση ανάμεσα στην περίοδο εφαρμογής του μεταβατικού προγράμματος η οποία είναι περίοδος κατάληψης θέσεων και προετοιμασίας για την εργατική τάξη , και τη στιγμή της Σοσιαλιστικής Επανάστασης οπού οι εργατικοί – λαϊκοί θεσμοί/συμβούλια παίρνουν την όλη την εξουσία, ενώ οι αστικοί θεσμοί παύουν να λειτουργούν. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα είναι που αρχίζει η «εργατική εξουσία», ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» (Θέση 42) και «η περίοδος της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και της επαναστατικοποίησης των κοινωνικών μορφών» , εν ολίγοις ο σοσιαλισμός.
Ζ2. Ο σοσιαλισμός βέβαια είναι για εμάς «ανώριμος κομμουνισμός», η πορεία προς την εξαφάνιση των μηχανισμών που αναπαράγουν τους εκμεταλλευτές και την απονέκρωση του κράτους. Η πορεία προς το ακρατικό και αταξικό βασίλειο της ελευθερίας, προς την κοινωνία «των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής αλλά και της γνώσης και της πληροφορίας».  Η ζωή στον κομμουνισμό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί «δημοκρατική» γιατί είναι απλά ακρατική. Στον κομμουνισμό γίνεται η «υπέρβαση της αντίθεσης ανάμεσα σε διανοητική και χειρωνακτική εργασία» (Θέση 49) γιατί η τελευταία έχει μειωθεί στο ελάχιστο από την ανεμπόδιστη εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων. Χωρίς την προοπτική του κομμουνισμού οποιοσδήποτε «σοσιαλισμός» υπήρξε ή θα υπάρξει είναι ψευδεπίγραφος. Γι’αυτό και είναι ψευδεπίγραφος ο σοσιαλισμός του ΣΥΡΙΖΑ γιατί αντιλαμβάνεται το «σοσιαλισμό με δημοκρατία», δηλαδή με κράτος, σαν το τελικό του σκοπό.[21]
Παρότι λοιπόν ο σοσιαλισμός είναι κι αυτός «μεταβατικός» προς την κομμουνιστική κοινωνία, τα μεγέθη του χρόνου δεν έχουν καμία σχέση με το μεταβατικό πρόγραμμα προετοιμασίας της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η σοσιαλιστική δημοκρατία ή δικτατορία του προλεταριάτου ή προλεταριακό μισοκράτος μπορεί να κρατήσει και αιώνες, αφού στην πράξη χρειάζεται να ολοκληρωθεί σε πλανητικό επίπεδο ή σχεδόν. Κανείς δε μπορεί να προδικάσει και φυσικά  να εγγυηθεί ότι δε θα υπάρχουν (και πάλι) πισωγυρίσματα. Το διακύβευμα της εποχής μας για να πολεμηθεί η πείνα και η εξαθλίωση, για να ικανοποιηθεί το αίτημα για «πραγματική δημοκρατία», και αρμονική συμβίωση με τη φύση είναι ο σοσιαλισμός.
Ζ3. Καμία σχέση δεν έχει ο σοσιαλισμός για τον οποίο παλεύουμε εμείς, με αυτόν που θέλει να «νεκραναστήσει» η ηγεσία του ΚΚΕ. Η τελευταία επιμένει να «ριζοσπαστικοποιεί» την προσήλωσή της στα λάθη που οδήγησαν το πρώτο εργατικό κράτος της ιστορίας στην καπιταλιστική παλινόρθωση:
Αντιλαμβάνεται τον όρο «κοινωνικοποίηση» μηχανιστικά, σα μια διοικητική πράξη κι όχι σαν προϊόν της σταδιακής αύξησης των αρμοδιοτήτων των θεσμών εργατικού ελέγχου, εμπέδωσης της χρήσης της ανακλητότητας και βαθέματος της σοσιαλιστικής δημοκρατίας σε όλες τις βαθμίδες (μονάδα παραγωγής – δραστηριότητας, κλάδος, γεωγραφικές ενότητες, πανεθνικός οικονομικός σχεδιασμός). Γι’αυτό και υπόσχεται «κοινωνικοποίηση» από τις πρώτες μέρες της εξουσίας της. Η κοινωνικοποίηση όμως δεν είναι ζήτημα τυπικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, αλλά ζήτημα εργατικής δημοκρατίας.
Το 19ο Συνέδριο, υπερτιμά επίσης το πόσο γρήγορα μπορούν να καταργηθούν οι σχέσεις σχέσης κεφαλαίου – μισθωτής εργασίας και η ύπαρξη μηχανισμών αγοράς στους μη συγκεντρωμένους και μη στρατηγικούς τομείς. Πιστεύει ότι είναι ένα ζήτημα που μπορεί να λυθεί με μια απλή απαγόρευση. Η διόγκωση της μαύρης αγοράς όπως είναι η περίπτωση στη σημερινή Κούβα μπορεί να είναι το μόνο αποτέλεσμα μιας τέτοιας αριστερίστικης αντιμετώπισης. Ρόλο στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, μπορούν να παίξουν φυσικά και συνεταιρισμοί ή αυτοδιαχειριζόμενες μονάδες όχι μόνο στον αγροτικό αλλά και σε τομείς βιομηχανικούς και υπηρεσιών.  Όλα αυτά δε σημαίνουν την αναγνώριση μιας αιώνια μεικτής οικονομίας που ο ΣΥΡΙΖΑ βαφτίζει «σοσιαλισμό» και στην πραγματικότητα είναι καπιταλισμός με καινούρια περούκα. Σημαίνουν πιο προσεκτικά και ουσιαστικά βήματα από την έκδοση φλογερών κεντρικών διαταγμάτων προς την ελεύθερη συνένωση των παραγωγών που οραματίστηκε ο Μαρξ. Αξίζει επίσης τον κόπο να αναρωτηθεί κανείς αν ο χρόνος εργασίας στο σοσιαλισμό είναι αρκετό και πάντα κατάλληλο μέτρο της ατομικής συνεισφοράς στην κοινωνική εργασία για την παραγωγή του συνολικού προϊόντος.[22]
Ζ4. Το ΚΚΕ επιμένει επίσης ότι μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστική δημοκρατία με συνταγματικά κατοχυρωμένο τον έλεγχο ενός κόμματος πάνω στον κρατικό μηχανισμό: «Το ΚΚΕ, ως ιδεολογική – πολιτική οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, αποτελεί την καθοδηγήτρια δύναμη της επαναστατικής εργατικής εξουσίας».  Δεν αναφέρει καν το δικαίωμα σε άλλα κόμματα να υπάρχουν. Φτάνει να θεωρητικοποιεί την ανελευθερία του λόγου: «Εξασφαλίζεται η άσκηση κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με την απρόσκοπτη καταγγελία υποκειμενικών αυθαιρεσιών, γραφειοκρατικής στάσης στελεχών και άλλων αρνητικών φαινομένων και παρεκκλίσεων από τις σοσιαλιστικές – κομμουνιστικές αρχές». Η ελευθερία του λόγου δηλαδή θα είναι μονόπλευρη, μόνο γι’άυτούς που συμφωνούν με την επίσημη ιδεολογία.
Η πραγματική εργατική εξουσία, η σοσιαλιστική δημοκρατία δεν μπορεί να έχει καν λόγο ύπαρξης αν θεωρεί ότι απειλείται όταν οι αντίπαλοί της, οι οπαδοί του καπιταλισμού, οι αναρχικοί ή οποιοσδήποτε άλλος έχουν δικαίωμα λόγου και τους παραχωρείται η δυνατότητα να εκφραστούν όπως όλοι οι άλλοι πολίτες μέσω από τα κοινόκτητα πλέον μέσα ενημέρωσης, τα πανεπιστήμια, τους χώρους τέχνης. Η σοσιαλιστική αποστολή της απονέκρωσης του κράτους μπορεί να εκπληρωθεί μόνο μέσα σε συνθήκες πλήρους ελευθερίας της δημόσιας κριτικής για οποιοδήποτε θεσμό του κράτους και της κοινωνίας. Η εμπειρία εξάλλου δείχνει ότι οι απαγορεύσεις για τους «αντεπαναστάτες» πάντα χτύπαγαν πρώτους τους επαναστάτες με διαφορετική ανάλυση από αυτή της κομματικής ηγεσίας.
Πρέπει κι εμείς να προσπαθήσουμε να περιγράψουμε στα επίσημα ντοκουμέντα μας ποιο είναι το όραμά μας για τη σοσιαλιστική δημοκρατία
Με βάση τις παραπάνω θέσεις, θα αποστείλω προτάσεις συγκεκριμένων αλλαγών στο κείμενο των Θέσεων στην επιτροπή διαλόγου. Ευχαριστώ όλους τους συντρόφους που δέχτηκαν να μου στείλουν τις απόψεις και διαφωνίες τους με βάση τις οποίες έκανα κάποιες αλλαγές στο κείμενο.
[4] H “οικονομική διακυβέρνηση” της ΕΕ στην πράξη (Μέρη Ι+ΙΙ), Αριστερό blog, Δεκέμβριος 2012 και Γενάρης 2013 http://aristeroblog.gr/node/1361
[6] Όσκαρ Λαφοντέν: να εγκαταλείψουμε το κοινό νόμισμα! http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=11904:oskar-lafonten-dialysi-eurozonis&catid=83:aristera&Itemid=200
[8] «Tα όργανα της ΕΕ ως θεσμοί πραγμάτωσης της Δικτατορίας του Κεφαλαίου», Γκράνμα 2010https://mygranma.wordpress.com/2010/12/05/eu-capitals-dictatorship/ και «Πάνω απ’ του κάστρου των Βρυξελλών τη σκοπιά, οι πολυεθνικές κοιτούν», Τετράδια Ανυπότακτης Θεωρίας 2012
[9] Η διευρυμένη και διαστρωματοποιημένη σύγχρονη εργατική τάξη όπως την περιγράφει ο Γιώργος Ρούσης στο βιβλίο του «Από την Κρίση στην Επανάσταση», σελ. 185
[10] Την προοπτική αυτή περιέγραψε τόσο η Πρωτοβουλία κατά του Ευρώ και της ΕΕ («μια νέα διεθνοποίηση λαών και χωρών στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και ευρύτερα στην περιοχή μας. Μια νέα αντικαπιταλιστική διεθνοποίηση που θα στηρίζεται στην αλληλεγγύη, στην ισοτιμία και τη δικαιοσύνη, στη βάση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και θα υπηρετεί την υπόθεση της καθολικής κοινωνικής απελευθέρωσης») όσο και οι Θέσεις της Α’ Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ («μια άλλη ανώτερη μορφή διεθνιστικής αλληλεγγύης ανάμεσα σε αγωνιζόμενες κοινωνίες στην προοπτική μορφών οικονομικής και κοινωνικής συνεργασίας που θα στηρίζονται στην αλληλεγγύη, την ισοτιμία, τη δικαιοσύνη, την αξιοποίηση συλλογικών παραγωγικών δυνατοτήτων, την προστασία του περιβάλλοντος τη ρήξη με τη βαρβαρότητα των αγορών και τη διεθνοποίηση του καπιταλισμού»)http://antarsya-1syndiaskepsi.blogspot.be/p/blog-page_13.html
[11] Παλιές και νέες ανάγκες http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=363049
[12] Στη Θέση 47 αναφέρεται ότι «το πρόγραμμα αυτό θα υλοποιηθεί από ένα αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής με καρδιά το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα και ένα μαζικό μέτωπο της αντικαπιταλιστικής ανατρεπτικής Αριστεράς». Ο διακριτός ρόλος των δύο μετώπων που αναφέρονται είναι εξαιρετικά δυσανάγνωστος και δεν γίνεται αντιληπτό αν αυτό το μέτωπο θα είναι μόνο στους θεσμούς της δυαδικής εξουσίας ή και σε άλλους θεσμούς (κι αν ναι σε ποιους;).
[13] Όπως παρατήρησε στην εύστοχη κριτική του του 19ου  συνεδρίου του ΚΚΕ ο Δημήτρης Κάβουρας http://vathikokkino.com/2013/04/19o-%CF%83%CF%85%CE%BD%CE%AD%CE%B4%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BA%CE%BA%CE%B5-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%BB%CE%AC-%CE%B2%CE%AE%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%80%CE%AF%CF%83%CF%89-%CE%B1%CF%80/
[14] Μπορεί να είμαστε βέβαιοι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα τολμήσει να πάει πέρα από τα όρια της καπιταλιστικής οικονομίας αλλά αυτό δε σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή είναι ήδη ένα κόμμα που ελέγχεται από κάποια μερίδα της αστικής τάξης.
[15] Στη Θέση 43 πρέπει να απαριθμηθούν πιο συγκεκριμένα κάποιοι τομείς κλειδιά όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες, τα μέσα μαζικής μεταφοράς, η ύδρευση κα. Πηγή έμπνευσης για το Μεταβατικό Πρόγραμμα αποτελεί το ομώνυμο έργο του Τρότσκι του 1938, και κυρίως το Μέρος Α’ που μιλά για «απαλλοτρίωση των μονοπωλιακών εταιριών της βιομηχανίας πολέμου, των σιδηροδρόμων, των πιο σημαντικών πηγών πρώτων υλών, κλπ.», χωρίς να υπονοείται συμφωνία με το σύνολο του έργουhttp://www.marxistbooks.gr/metavatiko_b.htm
[16] Γιώργος Ρούσης «Από την Κρίση στην Επανάσταση» , σελ. 172, 177
[19] Οι αλλαγές στην οικονομία και στην ταξική διάρθρωσης της ελληνικής κοινωνίας, Σύγχρονη Εποχή,  1996
[20] Από την ίδια τη ζωή σήμερα τίθεται το ερώτημα ποιος όρος, «εργάτες» ή «εργαζόμενοι», είναι πιο δόκιμος. Στα ελληνικά η επιλογή μπαίνει ανάμεσα στην «εργατική τάξη» και το μη εύηχο «τάξη των εργαζομένων». Σε άλλες γλώσσες όπως τα γαλλικά η μετάβαση είναι πιο ομαλή από το «classe ouvrière» στο «classe des travailleus», ενώ στα αγγλικά δε χρειάζεται καν: «working class».
[21] Στο κεφάλαιο 3 της Διακήρυξης που βγήκε από την ιδρυτική διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ ως ενιαίο κόμμα μπαίνουν στο μίξερ στοιχεία από κεϋνσιανά σοσιαλδημοκρατικά μέτρα σε συνθήκες καπιταλισμού, η ανακλητότητα που εφαρμόζεται στη σοσιαλιστική δημοκρατία / δικτατορία του προλεταριάτου και η κοινωνικοποιημένη μη κρατική οικονομία του κομμουνισμού ώστε να βγει ένας αχταρμάς οπού ο καθένας βρίσκει κάτι από τον εαυτό του, αλλά που στην πράξη δεν είναι παρά μια απόδειξη της μη θέλησής του να υπερβεί τον καπιταλισμό αφού δεν έχει γι’αυτό τα στοιχειώδη θεωρητικά εργαλεία.http://www.syriza.gr/%CE%B4%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AE%CF%81%CF%85%CE%BE%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%85%CF%81%CE%B9%CE%B6%CE%B1-%CE%B5%CE%BA%CE%BC/

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *