26 Απριλίου 2015

Bullying: Αν ξυπνήσουν μονομιάς, θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς

bullying

του Γιώργου Νικολαΐδη, πηγή UNFOLLOW
 
Με αφορμή τον τραγικό θάνατο του Βαγγέλη Γιακουμάκη σύσσωμη η χώρα ανακάλυψε το bullying σπεύδοντας να το καταδικάσει και να εκφράσει τον αποτροπιασμό της για τέτοιες πρακτικές. Ωστόσο, μια γρήγορη ματιά στη νεοελληνική πραγματικότητα κάθε άλλο παρά συνηγορεί υπέρ της άποψης πως τέτοιες πρακτικές αποτελούν «μεμονωμένα κρούσματα» ή πως η πλειοψηφία καταδικάζει απερίφραστα ανάλογες συμπεριφορές. Τουναντίον, η σπουδή εκδήλωσης της κατηγορηματικής καταδίκης από τους πάντες τις μέρες αμέσως μετά το θάνατο του νεαρού Ρεθυμνιώτη (ακόμα και η Χρυσή Αυγή με ανακοίνωσή της καταδίκασε το bullying!), αλλά και η ταχεία ύφεση του κύματος των πρόθυμων αντιπάλων της βίας «απ’ όπου κι αν προέρχεται» δημιουργεί μάνι μάνι την υπόνοια πως όλη αυτή η πλημμυρίδα δηλώσεων ήταν σε κάποιο βαθμό τουλάχιστον υποκριτική. Ίσως, λοιπόν, τώρα που υποχώρησε κάπως η πλημμυρίδα αυτή ξαφνικού ενδιαφέροντος για το ζήτημα, να μπορεί κανείς να συζητήσει για αυτό πιο ψύχραιμα και πιο συγκροτημένα.
Ο αγγλοσαξονικός όρος bullying έχει επικρατήσει να μεταφράζεται ως «εκφοβισμός», παρότι η αντιστοίχιση του νοήματος των δυο αυτών όρων είναι αμφισβητούμενη. Ίσως πιο ακριβής απόδοση του αρχικού αγγλικού όρου στα ελληνικά να ήταν οι μη λόγιες λέξεις «νταηλίκι» ή «τσαμπουκάς» που αποδίδουν όμως πολύ ορθότερα και πληρέστερα την έννοια στην καθομιλούμενη. Ο «τσαμπουκάς» αυτός μπορεί να εκδηλώνεται μεταξύ παιδιών ή ενηλίκων εντός μηχανισμών όπως το σχολείο ή οι φυλακές αλλά και στην κοινότητα. Το γεγονός ότι υπάρχουν τέτοιου είδους καταστάσεις και συμπεριφορές είναι μάλλον αυταπόδεικτο με βάση την εμπειρία των περισσοτέρων. Αν ωστόσο αποτελεί ιδιαίτερο φαινόμενο που χρήζει ειδικής εξέτασης και αντιμετώπισης από επιστημονικούς κλάδους όπως η ψυχολογία, η κοινωνική θεωρία κ.ο.κ. είναι άλλο θέμα. Όπως και το γιατί κατά καιρούς η έννοια αυτή γίνεται «της μόδας».
Σε κάθε πάντως περίπτωση, ακόμα και σύμφωνα με τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας ή άλλων ανάλογων διακρατικών οργανισμών, η έννοια του bullying εμπεριέχει μια συστηματικότητα και μια εγγενή ασυμμετρία ισχύος ανάμεσα στα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι π.χ. στο πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων των παιδιών και νέων ενηλίκων στην κοινότητα (σχολική ή ευρύτερη), αφορά την άσκηση βίας που γίνεται εξακολουθητικώς, ενώ είναι από πριν γνωστό λίγο-πολύ το μέρος που θα κερδίσει. Για παράδειγμα: πολλά παιδιά εναντίον ενός παιδιού, μεγαλύτερα παιδιά έναντι μικρότερων, σωματικά και ψυχικά υγιή παιδιά εναντίον παιδιών με κάποιου είδους ασθένεια, αναπηρία ή μειονέκτημα (π.χ. παχυσαρκία, μυωπία, κάποια δυσμορφία ή δυσπλασία κ.λπ.), καλά ενταγμένα παιδιά εναντίον απομονωμένων παιδιών, mainstream παιδιά εναντίον παιδιών με κάποιου είδους εναλλακτικές και αποκλίνουσες στάσεις ή συμπεριφορές, γηγενή παιδιά εναντίον παιδιών μεταναστών, παιδιά πολυπληθούς μεταναστευτικής κοινότητας εναντίον παιδιών ολιγομελούς μεταναστευτικής κοινότητας κ.ο.κ. Με αυτή λοιπόν την έννοια, κάθε φορά που παιδιά τσακώνονται μετερχόμενα και βίαιους τρόπους, δεν συντρέχουν οι βασικές προϋποθέσεις για να μιλήσουμε για bullying: τα παιδιά τσακώνονταν στα παιδικά δωμάτια, στις αυλές, στις γειτονιές και στα προαύλια από τότε που υπάρχουν παιδικά δωμάτια, αυλές, γειτονιές και προαύλια. Κι αυτό καλό είναι να ξεκαθαρίζεται στο βαθμό που συχνά πυκνά στη χώρα μας με το που πέφτει μια σφαλιάρα όλο και κάποιος θα βρεθεί να κραυγάσει πως «έχουμε πρόβλημα bullying», ιδιαίτερα στο σχολείο.
Τα τελευταία χρόνια μάλιστα, ειδικά για το μέρος εκείνο του bullying που πραγματοποιείται μεταξύ παιδιών, εφήβων και νέων ενηλίκων, η σύγχρονη εμπειρική έρευνα ανά τον κόσμο έχει αναδείξει τρεις σημαντικές παραμέτρους του προβλήματος ανατρέποντας τα μέχρι πρότινος θεωρούμενα:
(α) Αντίθετα με τις παλαιότερες αντιλήψεις, τέτοιου είδους βία ασκείται και από τα κορίτσια (και όχι μόνο ή κατεξοχήν από αγόρια) με διαφορετικούς ίσως τρόπους (κυρίως έμφαση στη λεκτική βία, την «ταμπελοποίηση», την κοινωνική απομόνωση) αλλά εξίσου βίαιους και ψυχοτραυματικούς,
(β) Αντίθετα με ό,τι θεωρούνταν παλαιότερα, το συχνότερο πεδίο ανάδυσης τέτοιων πρακτικών είναι η ταυτότητα φύλου και ο σεξουαλικός προσανατολισμός των θυμάτων (υπερβαίνοντας και τα θέματα συστολής και απομόνωσης, σωματικής μειονεξίας ή εθνικών/φυλετικών διακρίσεων που παλαιότερα θεωρούνταν τα συνηθέστερα) καθιστώντας πλέον ευάλωτα τα παιδιά, τους εφήβους και τους νέους που επιλέγουν λιγότερο συμβατικούς τέτοιους ρόλους.
(γ) Αντίθετα με τις προηγούμενες πεποιθήσεις, ο σημαντικότερος ρόλος στην εμφάνιση και διάδοση του φαινομένου είναι ο τρόπος υποδοχής του από το περιβάλλον, τους «θεατές» του φαινομένου, η θετική ή αρνητική αντίδραση των οποίων καθορίζει την αναπαραγωγή ή όχι τέτοιων πρακτικών στο διηνεκές.
Το φαινόμενο δεν εξαντλείται στο σχολικό πλαίσιο, όπως συνήθως αναφέρεται: υπάρχει στην κοινότητα, στις γειτονιές, στο στρατό (το γνωστό «καψόνι»), στους χώρους εργασίας (mobbying είναι ο αντίστοιχος όρος), στους θεσμούς αναψυχής, άθλησης, διασκέδασης. Και πέραν των φαινομένων άσκησης σωματικής βίας, υπάρχουν καθημερινά χιλιάδες άλλα περιστατικά το ίδιο «ακραίας» βίας, όπου όμως τα μέσα διαφέρουν: η βία είναι ψυχολογική, συναισθηματική, χειριστικός πειθαναγκασμός, εκμετάλλευση θέσης κυριαρχίας, εξάρτηση του πιο ανίσχυρου από κάποιον ισχυρό. Σίγουρα απαντά συχνότερα σε συγκεκριμένες περιστάσεις όπως είναι (α) οι χώροι που διαβιεί η νεολαία (σχολεία, πολιτισμός, αθλητισμός κ.λπ.), (β) οι χώροι εγκλεισμού (στρατός, φυλακές κ.ο.κ.) και (γ) οι χώροι με καθεστώς περιθωριοποίησης και αποκλεισμού (γειτονιές-γκέτο, ζώνες φτώχιας και ανεργίας κ.ά.). Με αυτή την έννοια, το bullying μοιάζει να εμφανίζεται με αυξημένη συχνότητα εκεί όπου δεν βρίσκεται σε λειτουργία ο τυπικός τρόπος επίλυσης των διαπροσωπικών διαφορών που έχει επικρατήσει στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού (ο οποίος βασικά είναι η καταφυγή σε μια ανώτερη Αρχή ή εξουσία): στον ιδεολογικό μηχανισμό ένταξης της νεολαίας και στους χώρους τους οποίους η κοινωνία περιθωριοποιεί.
Γίνεται πάντως προφανές πως ο στόχος της «ανισόμετρης» αυτής άσκησης διαπροσωπικής βίας είναι η επικύρωση σχέσεων εξουσίας στη μικροκλίμακα των κοινωνικών θεσμών. Δηλαδή, ο σκοπός της άσκησης του bullying δεν είναι να αποσπαστεί κάποιο αγαθό ή να επιβληθεί η μία ή η άλλη επιλογή αλλά κυρίως η επιβολή μιας σχέσης κυριαρχίας. Για τούτο άλλωστε και πραγματοποιείται η άσκηση βίας, ενώ είναι από πριν γνωστός ο συσχετισμός ισχύος: ο στόχος δεν είναι η καταστολή αλλά η ιδεολογική πειθάρχηση με την επικύρωσή της. Τέλος είναι γνωστό ότι σε περιόδους κοινωνικοοικονομικής κρίσης και όξυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων τα κρούσματα bullying αυξάνονται και οξύνονται στο χαρακτήρα και την «ποιότητά» τους – πράγμα που εναρμονίζεται με την εμπειρία όλων όσων εργάζονται στο πεδίο αυτό στη χώρα μας την τελευταία πενταετία της κρίσης.
Για τις σχολικές κοινότητες πάντως, θα προσθέταμε πως είναι δεδομένο από τη μέχρι σήμερα εμπειρία ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου συνήθως έχει κριθεί εκ των προτέρων, προτού εκδηλωθεί οποιοδήποτε κρούσμα: αν σε ένα σχολείο επικρατεί κλίμα δημοκρατίας, σεβασμού των δικαιωμάτων εαυτών και αλλήλων, αν οι κανόνες της συλλογικής ζωής έχουν γίνει αντικείμενο συζήτησης και συλλογικής δέσμευσης, αν η καθεμιά από τις συνιστώσες της σχολικής ζωής (εκπαιδευτικοί, γονείς, μαθητές) έχουν εξίσου αυτοδεσμευτεί στην τήρηση κανόνων δημοκρατικού πλαισίου και αμοιβαίου σεβασμού και τιμούν τη δέσμευση αυτή πρώτα από όλα η καθεμιά για τον εαυτό της, όταν όλα αυτά προϋπάρχουν, συνήθως τα κρούσματα είναι λιγότερα και όταν εκδηλώνονται αντιμετωπίζονται και απομονώνονται πιο εύκολα. Και, φυσικά, δεν μπορεί να εγκαλεί κανείς τη μία συνιστώσα, π.χ. τα παιδιά, όταν εντός του θεσμού του σχολείου ή εντός της άλλης (π.χ. των εκπαιδευτικών) επικρατούν έριδες σπαρασσόμενων μερίδων που μάχονται ανηλεώς καταπατώντας τα δικαιώματα των πλέον ευάλωτων κ.ο.κ. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς και για την επίδραση της σχέσης του θεσμού με τις συνιστώσες της σχολικής κοινότητας (αν δηλαδή δρα εξουσιαστικά και καταπιεστικά στους πλέον αδυνάμους), αλλά και για το «παράδειγμα» του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος σε ένα σχολείο που κάθε άλλο παρά απομονωμένο από τις κοινωνικές αντιθέσεις είναι (αν π.χ. στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία επιβραβεύεται το «νταηλίκι» και η εκμετάλλευση των αδυνάτων ή ο σεβασμός των δικαιωμάτων και η αλληλεγγύη).
Βεβαίως και τέτοια προβλήματα μάλλον δεν λύνονται με την «ποινικοποίηση» του ζητήματος (όχι πως όσοι παραβιάζουν δικαιώματα άλλων θα πρέπει να μένουν ατιμώρητοι) ή την επιστράτευση ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών σε ρόλο «συμπεριφορικής αστυνομίας» (αυτό δεν σημαίνει επίσης πως δεν χρειάζεται να πλαισιώνουν το σχολείο ειδικοί ψυχικής υγείας). Άλλωστε η διεθνής εμπειρία δείχνει πως η συνδρομή θεσμών και κοινοτήτων όπως το σχολείο από εξειδικευμένους επαγγελματίες ψυχοκοινωνικής μέριμνας έχει νόημα μόνο αν έχει στόχο την υποστήριξη των ίδιων των εμπλεκομένων να αναλάβουν άλλες δράσεις και ρόλους και όχι την υποκατάστασή τους όπου υπάρχει πρόβλημα. Τα υπόλοιπα (δηλαδή η κατασταλτική οπτική) δεν είναι παρά μέρος ενός λόγου πρόκλησης ηθικού πανικού, απέναντι στον οποίο ο στιγματισμός των θυτών, η δημιουργία καθημερινών «απειλών» και η επίκληση των επαγγελμάτων ψυχικής υγείας για να τις διαχειριστούν αποτελεί τμήμα μιας κρατικής λειτουργίας πειθάρχησης. Μιας λειτουργίας που αποδίδει ωστόσο πενιχρά αποτελέσματα και ως προς την προστασία της ψυχικής υγείας των εμπλεκομένων και ως προς την πρόληψη του φαινομένου καθαυτού – πράγμα λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι ο στόχος του bullying είναι εξαρχής η επικύρωση μιας σχέσης ισχύος και η πειθάρχηση των αδυνάτων κι ως εκ τούτου μάλλον δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με μια αντίστοιχη σχέση κυριαρχίας.
Αυτά όλα βέβαια θέτουν ένα σοβαρό και θεωρητικό αλλά και πρακτικό πρόβλημα αναφορικά με το φαινόμενο του bullying. Δεδομένου ότι η παρακαταθήκη ενασχόλησης της έκφρασης των κοινωνικών, μαζικών συγκυριών στο επίπεδο της ατομικής ψυχολογίας αλλά και τούμπαλιν είναι σχετικά ισχνή, όσο είναι προβληματική η αμιγής «ψυχολογικοποίηση» του φαινομένου (όπου οι εμπλεκόμενοι αντιμετωπίζονται μόνο ως προς τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους ή των εκδηλωμένων συμπεριφορών τους) άλλο τόσο είναι από πολλές απόψεις ανίσχυρη μια μονομερής «κοινωνιολογική» του θεώρηση (όπου στο φαινόμενο «διαβάζει» κανείς μόνο ιδεολογικές πρακτικές, επιτελέσεις ρόλων κ.ο.κ.). Και η αλήθεια δεν βρίσκεται «στη μέση» αλλά κάπου αλλού. Όπως, επίσης, η προβληματική της βίας, αν κανείς επιχειρήσει μια θεώρηση του φαινομένου που να ξεκινά από τις κοινωνίες και τους θεσμούς και καταλήγει στα άτομα και τις διαπροσωπικές σχέσεις, δεν φαίνεται εφικτή παρά μόνο εφόσον το φαινόμενο αντιμετωπίζεται εντός μιας εμμενούς συγκυριακής ανάλυσης του συγκεκριμένου (η βία των επαναστατημένων «ξεβράκωτων», η βία του κράτους και των θεσμών, η βία στο ζευγάρι, η βία στην οικογένεια, η βία του λόγου, η βία των δομών κ.ο.κ.). Με αυτή την έννοια, δεν μοιάζει να υπάρχει πειστική μεγάλη αφήγηση παρά μόνο ίσως μια: πως μερικές από τις ευγενέστερες στιγμές στην ανθρώπινη ιστορία, κοινωνική ή προσωπική, είναι εκείνες όπου οι πολλοί αδύναμοι μπόρεσαν συνασπισμένοι να αντικρούσουν τη διά της βίας επιχειρούμενη επικύρωση της κυριαρχίας των λίγων ισχυρών. Πέραν τούτου, τα υπόλοιπα ένθεν κακείθεν ελέγχονται για τη μερικότητά τους και τον επιφανειακό χαρακτήρα τους, όπως π.χ. η εξίσωση «θυμάτων» και «θυτών» (όπου όλοι γίνονται «θύματα»), η εύκολη καταδίκη «ποινών» και «τιμωριών» (πράγμα αδύνατο σε κάθε συλλογική λειτουργία), η αναγόρευση ειδικών «ψυχοπαθολογιών βίας» (αποσπασμένη από κάθε πλαίσιο αναφοράς ή ερμηνείας κοινωνικής και προσωπικής), η ανάπτυξη ολόκληρων εξειδικευμένων «κλάδων» ή πεδίων θεωρητικού λόγου («ειδικευμένων στο bullying») κ.ο.κ.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, στο βαθμό που το bullying αφορά άσκηση βίας προς επικύρωση μιας σχέσης εξουσίας, η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να απαρτίζεται κυρίως από κινητοποίηση κατασταλτικών (ποινικοποίηση) ή ιδεολογικών (ψυχολογικοποίηση) λειτουργιών άσκησης εξουσίας. Ούτε και μπορεί να εδράζεται στην αναζήτηση του σπλαχνικού βλέμματος του ευαίσθητου στην θέαση της σκληρότητας στον συνάνθρωπο με τις ποικίλες μορφές που αυτή η λειτουργία παίρνει στον σύγχρονο κόσμο: το Κράτος-Πατέρας που «λαμβάνει μέτρα», η «ευαισθητοποιημένη» κοινή γνώμη που «σύσσωμη καταδικάζει», οι ΜΚΟ που «αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες», οι υπηρεσίες που «επιλαμβάνονται». Αντιθέτως οφείλει να στηρίζεται πρώτα και κύρια στην ενδυνάμωση και χειραφέτηση των αδυνάμων του παιχνιδιού εξουσίας, των θυμάτων και των δυνητικών θυμάτων στο να διεκδικήσουν και ανακτήσουν το δικαίωμά τους στην απόσειση της κάθε αυτόκλητης εξουσίας και σε επίπεδο μικρο-κλίμακας.
Βέβαια, στην Ελλάδα συνήθως οι παρόμοιες συζητήσεις είναι και λίγο «γιαλαντζί ντολμάς». Έτσι π.χ. όταν συνήθως ανοίγει η συζήτηση αυτή το ενδιαφέρον είναι μιντιακό και εξαντλείται σε ελάχιστο χρόνο (και άρα οι δηλώσεις την «ώρα της κρίσης» συνήθως δεν έχουν καμία σημασία, καθώς δεν ακολουθούνται από κανενός είδους αντίστοιχο αναπροσανατολισμό). Επίσης, και όταν υλοποιούνται σχετικές εξαγγελίες υπευθύνων είτε αναιρούνται στη συνέχεια (π.χ. το γεγονός ότι οι πολιτικές ηγεσίες έχουν εξαγγείλει, αναθέσει και πληρώσει την εισαγωγή του μαθήματος της Σεξουαλικής Αγωγής στα σχολεία εδώ και μια δεκαετία αλλά το μάθημα δεν έχει ακόμα εισαχθεί στη σχολική ύλη είναι ενδεικτικό) ή υλοποιούνται τόσο αποσπασματικά που είναι σαν να μην υλοποιούνται καθόλου (π.χ. η πρόσληψη συμβασιούχων ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών μέσω ΕΣΠΑ για μόλις 5-6 μήνες δεν δίνει καμία δυνατότητα παρέμβασης στα σχολεία ούτε καν «κατασταλτικού» χαρακτήρα). Ακόμα κι όταν αρχίζουν με μεγαλοστομίες προγράμματα ή θεσμικές τομές, συνήθως αυτά συνδέονται με πρόσωπα που συγκυριακά έχουν προνομιακή θέση συνομιλητή με τους ιθύνοντες και απονεκρώνονται μόλις αλλάξει η κατάσταση. Περαιτέρω, η αβαθής, επικοινωνιακή και μόνο εμπλοκή της ευρύτερης κοινωνίας όπως στην περίπτωση του Γιακουμάκη αλλά πολύ περισσότερο στην παλαιότερη υπόθεση του Άλεξ στη Βέροια, γίνεται με όρους τραγελαφικούς όπου η τόση δημοσιότητα διακινδύνευσε σοβαρά ακόμα και την πιθανότητα μιας αξιόπιστης ανακριτικής διερεύνησης ακυρώνοντας έναν κατεξοχήν κατασταλτικό θεσμό.
Τέλος, όσοι ομνύουν ετούτες τις ημέρες υπέρ του δικαιώματος στη διαφορετικότητα είναι πολύ αμφίβολο αν θα ήθελαν έναν «διαφορετικό» άνθρωπο για παιδί τους, για συνεργάτη τους, για πολιτικό ηγέτη τους, αν δεν γελάνε όταν παρίστανται σε ανάλογα περιστατικά, αν δεν πάνε με τους ισχυρούς, τους νικητές, τους δημοφιλείς και trendy κάθε φορά. Και είναι οι ίδιοι που συχνά επικυρώνουν τη θέση κυριαρχίας τους σε όποιον βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση από εκείνους στη δουλειά, στην οικογένεια, στην πολιτική. Άρα και πάλι, η όποια πραγματικά διαφορετική προοπτική δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται όχι από αυτούς αλλά από εκείνους που θεωρούνται σήμερα «υποδεέστεροι», από εκείνους που συνασπισμένοι μπορούν να θέσουν τέρμα σε κάθε κατακύρωση σχέσεων εξουσίας, από εκείνους που «αν ξυπνήσουν μονομιάς, θα ’ρθει ανάποδα ο ντουνιάς».


ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *