26 Φεβρουαρίου 2016

Για την πορεία προς τον Αντικαπιταλιστικό Πόλο με αναβαθμισμένη ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λογική πολιτικής συνεργασίας

Το ζήτημα της μετωπικής συμπόρευσης έχει καταλάβει ένα σημαντικό μέρος της συζήτησης και της κριτικής των Τ.Ε. καθώς και της μέχρι τώρα αρθρογραφίας για τη 3 συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτό είναι λογικό καθώς αποτελούσε μια από τις βασικές αποφάσεις της 2ης συνδιάσκεψη και η απόπειρα πρακτικής εφαρμογής της προκάλεσε μια σειρά από αντιφάσεις και διαφωνίες.

Η τακτική της μετωπικής συμπόρευσης δέχεται κριτικές από πολλές πλευρές, δύο είναι οι κύριες από αυτές. Η πρώτη υποστηρίζει ότι οδήγησε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην απώλεια της αυτοτελούς παρέμβασης της και ότι πρέπει να απορριφθεί η πρόταση μετεξέλιξης της (κεφάλαιο Γ θέση 73 για τη «πολιτική συνεργασία»), καθώς πέραν όλων των άλλων μας οδηγεί σε συμμαχία με ρεφορμιστικά ρεύματα και δυνάμεις και αλλοιώνεται ο επαναστατικός μας χαρακτήρας, συν ότι αποτέλεσε το όχημα προσχώρησης των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ στη ΛΑΕ. Η 2η κριτική θεωρεί άτολμες τις θέσεις για το ζήτημα αυτό και θεωρεί ότι το προγραμματικό περιεχόμενο που θέτουμε για τις πολιτικές συνεργασίες είναι «μάξιμουμ» και εκ των πραγμάτων τις αποκλείει, δηλαδή ότι οι θέσεις στη πράξη καλούν σε συμπόρευση των έτοιμων επαναστατικών δυνάμεων και αδιαφορούν για «ενδιάμεσα» ή ταλαντευόμενα ρεύματα και δυνάμεις (προφανώς μεταξύ της επαναστατικής και ρεφορμιστικής αριστεράς). Βέβαια, είναι λίγο δύσκολο και οι δύο αυτές κριτικές να ισχύουν ταυτόχρονα, μιας και η τυχόν ισχύς της μίας αυτομάτως αποκλείει την άλλη, ωστόσο φέρουν στοιχεία της πραγματικότητας, αν και συνολικά λαθεύουν εξίσου.

Η τακτική της μετωπικής συμπόρευσης με βάση τα χαρακτηριστικά που τις έδωσε η απόφαση της 2ης συνδιάσκεψης, ήταν μια απόπειρα επίδρασης σε ταλαντευόμενα ρεύματα και αγωνιστές που γεννούσε και γεννά η βιαιότητα της κρίσης και της ταξικής πάλης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Μια προσπάθεια το δυναμικό αυτό να μετατοπίζεται αποφασιστικά και βαθύτερα ώστε να προσεγγίζει το αντικαπιταλιστικό προγραμματικό πλαίσιο και τελικά μέσα από μια κοινή συναγωνιστική πορεία κινηματικής - πολιτικής παρέμβασης και θεωρητικού – ιδεολογικού διαλόγου να γίνουν βήματα προς τη κατεύθυνση ενός μαζικού πόλου της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς. Από την αρχή δεν έκρυβε αυτή της την πρόθεση, για ένα δρόμο προσέγγισης του αντικαπιταλιστικού μετώπου – πόλου, για δυνάμεις που δεν ήταν έτοιμες μια τέτοια επιλογή άμεσα. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σωστά δεν αδιαφόρησε και δεν μπορεί να αδιαφορεί για αυτό το δυναμικό ούτε μπορεί να περιοριστεί στην αναγκαία μεν άλλα όχι ικανή πρόσκληση για στράτευση στο εγχείρημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αυτό γιατί πέρα από τα ζητήματα του προγραμματικού πλαισίου υπάρχουν είτε ζητήματα προέλευσης και ιστορικής πορείας, είτε άλλες πολιτικές ιδιαιτερότητες που δεν οδηγούν πάντα, ακόμα και μια πιθανή πολιτική συμφωνία σε εφ όλης της ύλης συστράτευση. Επίσης κανείς δεν μπορεί να υποτιμά τις ανεπάρκειες της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πολιτικές, προγραμματικές, κοινωνικές και οργανωτικές, που αδυνατούν την συνολική ελκυστικότητα της.

Γιατί δεν προχώρησε στη προηγούμενη φάση η συμπόρευση;

Βέβαια, στην πρακτική απόπειρα αυτής της κατεύθυνσης εμφανίστηκαν πολύ σημαντικές αντιφάσεις και αδυναμίες, αλλά και διαφορετικά πολιτικά σχέδια. Από την πλευρά των ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ, η μετωπική συμπόρευση αντιμετωπίστηκε σαν εκείνο το εργαλείο που θα μετατόπιζε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από το χαρακτήρα ενός εν δυνάμει μαζικού αντικαπιταλιστικού μετώπου σε μια συμμαχία με αδυνατισμένες και «διακυβευόμενες» τις αναγκαίες αντικαπιταλιστικές πλευρές ενός προγράμματος ρήξης και ανατροπής. Αυτή η πρακτική εκφράστηκε με τις συνεχείς απόπειρες «περικοπής» του πλαισίου, μια πρακτική δυστυχώς συνηθισμένη στην παθολογία της αριστεράς όπου με μοχλό τις συμμαχίες επιτυγχάνεται «από τα έξω» η αλλοίωση των χαρακτηριστικών είτε ενός κόμματος είτε ενός μετώπου. Αυτή η πρακτική κορυφώθηκε με την τακτική της απαράδεκτης διπλής συμμετοχής σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΜΑΡΣ με συνεπακόλουθο τη σύγχυση για το χαρακτήρα της πρότασης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αν δηλαδή καταρχήν μας φταίει κάτι δεν ήταν κυρίως η μόνο οι αντιφάσεις (που ήταν σαφώς υπαρκτές) των αποδεκτών της πρότασης για μετωπική συμπόρευση (πχ Σχέδιο Β) αλλά οι εσωτερικές αντιφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η απόφαση της συνδιάσκεψης, σχετικά με τη μετωπική συμπόρευση είχε σαφή χαρακτήρα και προγραμματικό πλαίσιο και το ποιος τα καταπάτησε έχει κριθεί. Άρα αν θέλουμε να πούμε π.χ ότι το εγχείρημα ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ ήταν αποτυχημένο γιατί σχεδόν όλη η ΜΑΡΣ πήγε στη ΛΑΕ να λέμε την αλήθεια ότι στη ΛΑΕ κυρίως πήγαν οι ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (το σχέδιο Β πχ δεν συμμετέχει οργανικά στη ΛΑΕ). Αν είναι αυτό το κριτήριο τότε γιατί δε λέγεται ότι απέτυχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όχι η συμπόρευση; Αυτό που είναι βέβαιο και οφείλουμε να το παραδεχτούμε είναι ότι η θετικά εκπορευόμενη στάση ανοχής απέναντι σε αυτές τις πρακτικές, στο όνομα της ενότητας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε την ενότητα πέτυχαν ούτε το πρόβλημα αντιμετώπισαν.  

Αλλά αυτή ήταν η μία πλευρά. Η άλλη αφορούσε στην ουσία μια τακτική «φθοράς» της πρότασης για μετωπική συμπόρευση που κυρίως ασκήθηκε από τους συντρόφους του ΣΕΚ, είτε δια της αδιαφορίας, είτε δια της μετατροπής της στη πράξη σε πρόταση αποδοχής της γραμμής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «τελεία». Η μετωπική συμπόρευση όμως ήταν πρόταση συνεργασίας και όχι προσχώρησης… Το αποκορύφωμα αυτής της στάσης ήταν οι συνελεύσεις για την εκλογική συνεργασία ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, όπου αν παρακολουθούσε κανείς τις τοποθετήσεις των συντρόφων του ΣΕΚ θα νόμιζε ότι δίνουν τον νυν υπέρ πάντων αγώνα να μην διαλυθεί ιστορικά η αντικαπιταλιστική αριστερά, να μην γίνουμε όλοι προίκα στο ρεφορμισμό, τον εθνικισμό, κοκ. Να πει κανείς ότι τελικά δεν επήλθε ο Αρμαγεδδών για την αντικαπιταλιστική αριστερά, από αυτή την εκλογική συνεργασία και ότι αυτές οι εκτιμήσεις δεν επιβεβαιώθηκαν είναι τουλάχιστον πλεονασμός. Παρεμπιπτόντως, στην κριτική που γίνεται στη συγκεκριμένη συνεργασία και από άλλους συντρόφους, φαίνεται να ξεχνιέται το πολιτικό κλίμα εκείνης της περιόδου και οι πρωτοφανείς δυσκολίες του, όσο και να υποτιμάται ο πραγματικός κίνδυνος εκλογικής και όχι μόνο εξαφάνισης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, η οποία εκλογικά όχι μόνο δεν ήρθε αλλά η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αυτή την επιλογή κατέγραψε και άνοδο. Ούτε βέβαια είναι κριτήριο αποτυχίας ότι δεν είχε το εκλογικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ βασικό σύνθημα την εργατική εξουσία, λες και στην εκλογική αναμέτρηση του Γενάρη του 2015 ήταν αυτό το πραγματικό ερώτημα.

Πάνω σε αυτά τα βασικά πολιτικά προβλήματα λειτούργησαν και οι υπόλοιπες αδυναμίες μας. Περιορισμός της διαδικασίας μόνο από τα πάνω και στις συναντήσεις των αντιπροσωπειών, αντί αυτή η γραμμή να γίνει μαζική και οργανωμένη τακτική απεύθυνσης σε κόσμο αυτών των ρευμάτων σε γειτονιές και χώρους δουλειάς από τα κάτω και από τις συνελεύσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Λες και ο κόσμος στοιχίζεται πλήρως με τις ηγεσίες κάποιων οργανώσεων. Η ανάθεση δυστυχώς συνεχίζει να ζει και ανάμεσα μας….. Σχεδόν αποκλειστική συζήτηση για τις εκλογές και όχι δοκιμασία στο καυτό πεδίο των πολιτικών μετώπων και των κοινωνικών αγώνων. Όχι δημόσια, μπροστά στους αγωνιστές και το λαό, συζήτηση για τα αναγκαία σημεία του προγράμματος αλλά «διαπραγματεύσεις». Αυτά ας τα κρατήσουμε για το μέλλον….

Θα πει κανείς: ρε αδερφέ, αφού οι μεν εννοούσαν και σχεδίαζαν το ένα και οι δεν εννοούσαν και σχεδίαζαν το άλλο, τι σόι απόφαση ήταν αυτή που ψηφίσατε; Πραγματικά δεν μπορεί να διαφύγει κανείς από αυτό το ερώτημα και αν θέλουμε να είμαστε στοιχειωδώς σοβαροί τόσο μεταξύ μας όσο και με τους εργαζόμενους και τον κόσμο της αριστεράς, θα πρέπει να τελειώνουμε με τις ασαφείς και πολλαπλώς ερμηνευόμενες αποφάσεις, όσο και με τη κουλτούρα «ας αποφάσισε έτσι η συνδιάσκεψη εγώ θα κάνω το σχέδιο μου». Σε αυτό το τομέα υπάρχουν αρκετά να γίνουν σχετικά με την απόφαση που θα πάρουμε στη 3η συνδιάσκεψη.

Πάλι συμπόρευση;

Κατά τη γνώμη μου αν η τακτική της μετωπικής συμπόρευσης ήταν αναγκαία μια φορά το 2012 σήμερα είναι 100!! Και αυτό γιατί σήμερα, μετά της θεαματική αποτυχία του σχεδίου του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν πολλαπλασιαστεί οι δυνάμεις και κυρίως οι αγωνιστές, μιλάμε για πολλές δεκάδες χιλιάδες αριστερούς ανθρώπους, ειδικά στη νεολαία και στο πιο ενεργό ηλικιακό κομμάτι του πληθυσμού, οι οποίοι αναζητούν μια νέα προοπτική. Παρακολουθούν, ακόμη από μακριά και με προσοχή, τις εξελίξεις. Κάποιοι από αυτούς, λίγοι προς το παρόν, ενδιαφέρονται ή εντάσσονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίστοιχα, λίγοι εντάσσονται στη ΛΑΕ. Άλλοι συγκροτούν νέες συλλογικότητες όπως η ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ-ΟΝΡΑ. Άλλοι συμβάλλουν σε κινηματικές προσπάθειες, στέκια και χώρους αλληλεγγύης, γράφουν σε σάιτ, φτιάχνουν μπλογκ, κλπ. Αυτή η κατάσταση επιδρά και σε δυνάμεις προερχόμενες από το ρεύμα του ΚΚΕ, για αυτό και εμφανίζονται νέες ομάδες και πρωτοβουλίες και από αυτή τη πλευρά. Όποιος πολιτικός οργανισμός δεν λάβει υπόψη του αυτό το δυναμικό και το προς που θα τελικά θα κινηθεί θα γνωρίσει οδυνηρές εκπλήξεις….

Οι θέσεις σωστά αναγνωρίζουν ότι πολλαπλασιάζονται οι δυνάμεις που προσεγγίζουν το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα συνολικά ή σε σημαντικά του σημεία. Η συνυπογραφή των 5 (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ-ΟΝΡΑ, ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ, ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΙΩΝ, ΞΕΚΙΝΗΜΑ) για το ασφαλιστικό λ.χ., μαζί με το ΕΕΚ, την ΟΚΔΕ και άλλες συλλογικότητες, θα μπορούσε να αποτελέσει τη προεικόνιση μιας μόνιμης και διαρκούς πρωτοβουλίας πολιτικού συντονισμού με ανοιχτό το θέμα της συνολικότερης πολιτικής συμφωνίας – συνεργασίας. Θα μπορούσε να αποτελέσει τον άξονα και το βασικό ιστό μιας συνολικότερης ανασυγκρότησης και ανάπτυξης του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα απευθύνεται και θα ενοποιεί όλο το προαναφερθέν δυναμικό. Το τέλος μιας τέτοιας πορείας, σε συνδυασμό με τα αναγκαία βήματα στα υπόλοιπα πεδία της κοινωνικό – πολιτικής αντιπαράθεσης, θα μπορούσε μας βρει στην πράξη με μια άλλη «ΑΝΤΑΡΣΥΑ», με υπέρβαση της σημερινής ποσότητας και ποιότητας και τελικά στον αντικαπιταλιστικό πόλο, αυτής της ιστορικής φάσης.

Μια στάση που λίγο πολύ λέει «από εδώ ο αντικαπιταλιστικός πόλος όσοι πιστοί προσέλθετε» ή «η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σήμερα ο αντικαπιταλιστικός πόλος» δεν μπορεί να πάει μακριά. Η πρώτη στάση περισσότερο μπορεί να λειτουργήσει ως οχύρωση η οποία όντως θα μας διαφυλάξει από τα μπλεξίματα με τα «ταλαντευόμενα» ρεύματα και τις αντιφάσεις τους, αλλά δεν μπορεί να δράσει προωθητικά, ούτε για μας ούτε για εκείνα. Δύσκολα θα βρει κάποιος στην ιστορία παραδείγματα μαζικοποίησης ενός επαναστατικού ρεύματος χωρίς να έχει επιδράσει και τελικά μετασχηματιστεί μαζί με τμήματα που αρχικά ταλαντεύονταν μεταξύ επανάστασης και ρεφορμισμού. Αν κάποιος πχ φαντάζεται σε 2-3 χρόνια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τα Χ χιλιάδες σημερινά της μέλη συν 2-3 εκατοντάδες ακόμη, αυτός είναι ένας στόχος, αν και όχι και τόσο φιλόδοξος με βάση τη φάση που βρίσκεται η Ελληνική κοινωνία. Εκτός βέβαια αν πιστεύουμε ότι βαδίζουμε σε δεξιά αντιδραστική στροφή οπότε αλλάζει το πράγμα. Βέβαια και σε αυτή τη περίπτωση είναι ένα ερώτημα το κατά πόσο μπορείς να σταθείς με αυτό τον τρόπο. Η δεύτερη στάση, στη πράξη κονταίνει το αντικαπιταλιστικό πόλο, ταυτίζοντας τον με τη σημερινή ΑΝΤΑΡΣΥΑ μάλιστα, της οποίας η κατάσταση δεν θα αλλάξει απλά με περισσότερες εκδηλώσεις, εξορμήσεις, αφισοκολλήσεις και καλύτερη οργάνωση, όσο και αυτά δεν πρέπει να υποτιμούνται καθόλου και αυτό δυστυχώς γίνεται.

Από την άλλη το να θέσεις στόχο την δημιουργική σου επαφή με όλο αυτό τον κόσμο δεν αρκεί, γιατί ο στόχος σου οφείλει να είναι η σταθεροποίηση και το βάθεμα της μετατόπισης προς το μέρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και του μετώπου της. Αυτός ο στόχος για να επιτευχθεί χρειάζεται 4 εργαλεία και ορισμένες κρίσιμες αιχμές περιεχομένου και φυσιογνωμίας..

Ποια είναι αυτά τα 4 εργαλεία;

Το 1ο είναι η συγκρότηση ενός προγράμματος και κόμματος της σύγχρονης κομμουνιστικής προοπτικής. Σε αυτό το καθήκον της εποχής μας ο κόσμος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να παίξει το πλέον σημαντικό ρόλο. Το 2ο είναι η ύπαρξη και ανάπτυξη της σημερινής μετωπικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, δηλαδή της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο ρόλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναντικατάστατος. Για αυτό χρειάζεται μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ στρατηγικά και προγραμματικά εξοπλισμένη, λαϊκά συγκροτημένη, κοινωνικά γειωμένη και δημοκρατικά οργανωμένη. Το 3ο είναι το ταξικά και πολιτικά συγκροτημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Σε αυτό το πεδίο, η πρόταση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής αποκτά καθοριστική σημασία. Χωρίς βήματα σε αυτά τα 3 επίπεδα η οποιαδήποτε μετωπική τακτική μένει στα μισά του δρόμου, δε έχει «πόδια» να πατήσει, γυρίζει σαν ρόδα στον αέρα, είναι αγαθή πρόθεση που δεν μετατρέπεται σε ενεργή κατάσταση. Το τέταρτο εργαλείο και αυτό που ενδιαφέρει το θέμα του παρόντος σημειώματος, είναι το ζήτημα της μετωπικής τακτικής, των πολιτικών συμμαχιών, το περιεχόμενο και η κατεύθυνση τους. Αν το κριτήριο είναι ο εξοπλισμός αυτού του δυναμικού και το τράβηγμα του στον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης (που δεν ταυτίζεται με την επανάσταση αλλά είναι τακτική προσέγγισης της) τότε τα καίρια σημεία του προγράμματος της ρήξης δεν μπορούν να είναι «διακυβευόμενα», λογική η οποία εμφανίζεται σε αρκετές τοποθετήσεις ως το απαιτούμενο «εισιτήριο» επίδρασης στα «μεγάλα» ακροατήρια. Όσες φορές κυριαρχεί αυτή η λογική το αποτέλεσμα είναι να μένει στην αντικαπιταλιστική αριστερά η επαφή και στις ταλαντευόμενες ή ρεφορμιστικές δυνάμεις η επίδραση και τελικά η ηγεμονία…. Πως θα λυθεί αυτός ο γόρδιος δεσμός; Κατά πρώτον και πρωταρχικό προτάσσοντας τα βήματα στα 3 πρώτα εργαλεία που σημειώθηκαν παραπάνω και όσο αφορά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην συμβολή της δια της προγραμματικής και δημοκρατικής της ανασυγκρότησης. Κατά δεύτερο και καθοριστικό, ξεχωρίζοντας εκείνα τα φυσιογνωμικά προγραμματικά σημεία που η ίδια η πείρα των μαζών έδειξε ότι αποτελούν τα σημεία κλειδιά της ταξικής αντιπαράθεσης.

Για λόγους οικονομίας, αλλά και σημασίας θα μείνουμε σε δύο από αυτά, στο θέμα της ΕΕ και το θέμα της κυβέρνησης. Πραγματικά τα 2 αυτά ζητήματα τόσο στο ζήτημα της συνολικότερης πάλης και της εμπειρίας του δημοψηφίσματος για το πρώτο, όσο και στη τραγική διάψευση των ελπίδων του λαού για το δεύτερο είναι καθοριστικά για την οποιαδήποτε συζήτηση περί συμμαχιών κλπ. Το ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική μέσα στη φυλακή του ευρώ και της ΕΕ για την όποια, όχι μόνο αντικαπιταλιστική αλλά στοιχειωδώς φιλολαϊκή κατεύθυνση είναι το νούμερο 1 ζήτημα της εποχής. Ας το πούμε όπως θέλουμε: «σπάσιμο», «ρήξη», «αποκόλληση», «αποσύνδεση», «αποδέσμευση», «έξω», δεν έχει τη κύρια σημασία. Αυτό που έχει τη κύρια σημασία είναι η ουσία. Το τι λες για την ΕΕ είναι κριτήριο για το πώς μιλάς και στο λαό και στην αστική τάξη. Και αυτοί που συσκοτίζουν το ζήτημα αυτό με τα «ναι μεν αλλά», ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν και «στέλνουν σήμα» στην αστική τάξη και το ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό για το μέχρι που το πάνε…. Το σημείο αυτό είναι το όλο πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτό το ζήτημα; Σε καμιά περίπτωση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει ταξική και προγραμματική αντιμετώπιση του ζητήματος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, της συσχέτισης του με την επανάσταση και τη πορεία προς το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Δεν ζητάμε καμιά συνολική συμφωνία σε αυτά αλλά στο στοιχειώδες…. Το δεύτερο είναι το θέμα της «αριστερής κυβέρνησης» και γενικά της κυβερνητικής διαχείρισης. Και εδώ το θέμα θέλει προσοχή γιατί δεν συζητάμε γενικά και αόριστα το θέμα της κυβέρνησης. Πραγματικά κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει απόλυτα το τι μπορεί να προκύψει σε μια άλλη κατάσταση της ταξικής πάλης, που θα έχουν τεθεί άλλα ζητήματα στην ημερήσια διάταξη, η ζωή είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα από θεωρητικά σχήματα και πολιτικές προσεγγίσεις. Η ΑΝΤΑΣΡΥΑ και εμείς ως ΝΑΡ έχουμε τοποθέτηση για το θέμα αυτό που θέτει ως κριτήριο το πρωταρχικό ζήτημα της οργάνωσης του λαού και της κατάκτησης όλης της εξουσίας από αυτό και όχι μόνο της κυβέρνησης. Αλλά πιστεύει κανείς ότι τίθεται τέτοιο ζήτημα τώρα; Πραγματικά είναι να απορεί κανείς για το χαρακτήρα τοποθετήσεων που αναλώνονται με περίσσιο άγχος να αποδείξουν ότι δεν ήταν η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αριστερή (λες και θέλει πολύ κόπο αυτό) και χρειάζεται μια άλλη «πραγματική αριστερή κυβέρνηση» ή «πραγματικά αντιμνημονιακή» και πάει λέγοντας. Το καυτό θέμα του παρόντος είναι η αποτίμηση των τραγικών αυταπατών για τις δυνατότητες ύπαρξης και λειτουργίας στο καθεστώς μνημονίων και καπιταλιστικής κρίσης μια αριστερής κυβέρνησης (με ολίγη ή πολύ από μαζικό κίνημα) χωρίς την ανατροπή του γενικού πλαισίου της καπιταλιστικής επίθεσης και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησης του συστήματος. Από αυτή τη σκοπιά το ξεκαθάρισμα με τον κυβερνητισμό και η υπέρβαση του είναι εκ των ων ουκ άνευ για μια προοπτική στοιχειωδώς αντικαπιταλιστική. Γιατί σε άλλη περίπτωση το ερώτημα τίθεται από την ανάποδη και οδηγεί, πέραν προθέσεων, στο να αποδέχεσαι τελικά σε μια συμμαχία τη λογική του κυβερνητισμού. Από αυτή τη σκοπιά και για να μιλάμε καθαρά μεταξύ μας, συμμαχία ή σοβαρή πολιτική ή εκλογική συνεργασία με δυνάμεις που στα δύο αυτά ζητήματα έχουν διαφορετική τοποθέτηση δεν μπορεί να επιτευχτεί. Εν κατακλείδι οι πολιτικές συμμαχίες ακόμη και οι θεματικές, εκλογικές ή τακτικού χαρακτήρα, δεν μπορούν να αποκόπτονται από τη διαμόρφωση του αντικαπιταλιστικού μετώπου αλλά να τον υπηρετούν

Το μαζικό κίνημα και το Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής.

Για αρκετούς συντρόφους η εναλλακτική απάντηση στο ζήτημα της συμπόρευσης είναι η «κοινή δράση στο μαζικό κίνημα», στο όνομα μάλιστα μιας εκδοχής «ενιαίου μετώπου», της απόπειρας δηλαδή εφαρμογής αυτής της «κλασσικής» γραμμής σε μια όμως τελείως διαφορετική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα. Οι σύντροφοι που εκφράζουν αυτή τη κατεύθυνση φαίνεται να αδυνατούν να δουν τις καταλυτικές αλλαγές που έχουν συμβεί εδώ και χρόνια στο εργατικό κίνημα και την αριστερά. Υπάρχουν σήμερα τα μαζικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα του μεσοπολέμου, τα μαζικά συνδικάτα και η μεταξύ τους διασύνδεση; Είναι πχ η ΛΑΕ ή πολύ περισσότερο ο ΣΥΡΙΖΑ τέτοιου είδους κόμματα και σε ποια συνδικάτα συγκροτείται η μαζική (;;) κομματική τους βάση; Και αν είναι αυτά γιατί δεν αφορά και το ΚΚΕ και το ΠΑΜΕ αυτή η ενιαίο - μετωπική γραμμή; Μήπως τα πράγματα έχουν αλλάξει και μια τέτοια απόπειρα, το πιθανότερο, είναι να καταλήγει είτε σε φάρσα είτε σε καρικατούρα;

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν κινείται με βάση κάποια εκδοχή ενιαίου μετώπου αλλά με τη γραμμή του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής. Και αυτό γιατί, πέραν όλων των άλλων, καταλαβαίνει ότι η κοινή δράση δεν αρκεί, αφήστε δε που δεν επιτυγχάνεται μέχρι σήμερα και όχι τυχαία. Εκτός και αν εννοούμε κοινή δράση τον να βγουν εξόρμηση το ίδιο απόγευμα σε μια γειτονιά με τα διαφορετικά υλικά τους, συνεργεία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ…… Πραγματικά έχουμε αναλογιστεί γιατί δεν επιτυγχάνεται στοιχειωδώς η κοινή δράση στο μαζικό κίνημα; Οι από εδώ και από εκεί εξαιρέσεις είναι για να επιβεβαιώνουν το κανόνα. Γιατί παρά όλες τις προσπάθειες ένα κοινό συλλαλητήριο των μαχόμενων δυνάμεων της αριστεράς ή μια συντονισμένη προετοιμασία μιας πανεργατικής απεργίας δεν έχουν γίνει δυνατά; Οφείλουμε να αναλογιστούμε πχ για το που βοήθησε κάπου στη πράξη το κοινό ΔΤ ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ, ώστε να συντονιστούν αντίστοιχες δυνάμεις στο μαζικό κίνημα;

Η απάντηση σε αυτή την αδυναμία που αφορά σχεδόν όλη τη φάση της κρίσης είναι η ίδια η κρίση. Η κρίση και η καπιταλιστική επίθεση για την υπέρβαση της, αλλοιώνει καθολικά το χαρακτήρα αυτού που έχουμε μάθει να λέμε μαζικό κίνημα. Σήμερα το μαζικό κίνημα αντικειμενικά και ανεξάρτητα από τις προθέσεις των συμμετεχόντων σε αυτό, αποκτά άμεσο πολιτικό χαρακτήρα και μάλιστα καθοριστικό. Πάρτε για παράδειγμα το ασφαλιστικό. Ένα μαζικό κίνημα αποτροπής του οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην «ρήξη με την Ευρωπαϊκή πορεία της χώρας», στο κίνδυνο ακύρωσης «της συμφωνίας του καλοκαιριού» και πάει λέγοντας. Ακριβώς στο σημείο αυτό κρύβεται και η ουσία της απάντησης του ΚΚΕ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το « να βρεθούμε στη βάση», αλλά και της ΛΑΕ με τις υπεκφυγές και στη πράξη την άρνηση στο ζητούμενο ενός νέου μαζικού «συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων». Αν πραγματικά ενδιαφέρεσαι να υπάρξει ανατρεπτικό μαζικό κίνημα και «ενότητα από τα κάτω» οφείλεις να αναλάβεις και τις πολιτικές συνέπειες ενός τέτοιου κινήματος, κάτι που και οι δύο ως άνω φορείς αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Τελικά αυτό που μένει είναι το κίνημα διαμαρτυρίας και «εξαγωγής συμπερασμάτων» με σκοπό την κατάκτηση εκλογικών ποσοστών. Δηλαδή, «σεισμός – σεισμός, κοινοβουλευτισμός……».

Σε αυτό ακριβώς το πρόβλημα έρχεται να συμβάλλει το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, στην αναγκαία δηλαδή ενωτική δράση, βασισμένη όμως σε μια πολιτική βάση ανασυγκρότησης των πλαισίων, το στόχων και της προοπτικής του μαζικού κινήματος κυρίως του εργατικού. Όσο είναι λάθος να ταυτίζεται αυτό το πολιτικό πλαίσιο με το πλαίσιο μιας πολιτικής συνεργασίας ή περισσότερο ενός συνολικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, άλλο τόσο λάθος είναι να χωρίζεται με σινικά τείχη το ένα από το άλλο. Όχι γιατί κάποιοι περίεργοι θέλουν να φορέσουν καπέλο τη γραμμή τους στο μαζικό κίνημα αλλά γιατί αυτό, χωρίς πολιτικά καύσιμα ανατροπής, δεν μπορεί να κάνει βήμα.

Μιχάλης Παπαμακάριος, μέλος της ΠΕ του ΝΑΡ και της Τ.Ε. Περιστερίου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Στην ταξική πάλη δεν υπάρχουν αδιέξοδα

Άρθρο συμβολής στο διάλογο για την 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ 
του Μιχάλη Ρίζου


Σε αντίθεση με διάφορους δημοσιολόγους και «πλατφόρμες» της αριστεράς που μέχρι χθες υποστήριζαν ότι ο Τσίπρας και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα εφάρμοζαν αντιμνημονιακό, ανακουφιστικό ή έστω “παράλληλο” πρόγραμμα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σχετικά έγκαιρα (παρά τις αντιφάσεις της) διέβλεψε ότι η διαχειριστική, φιλο ΕΕ στρατηγική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ γρήγορα θα οδηγούσε σε βίαιη εφαρμογή όλου του πακέτου των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων που υπαγορεύει το κεφάλαιο, το ΔΝΤ και οι ευρωδικτάτορες. Ήδη η πρόταση νόμου για το Ασφαλιστικό συντρίβει κάθε αυταπάτη για άμβλυνση της αντιλαϊκής επίθεσης, διαλύει αντικειμενικά κάθε περιθώριο λαϊκής ανοχής στη νέα κυβέρνηση και αποδεικνύει την ορθότητα της προηγούμενης εκτίμησης.


Οι μεγάλες κινητοποιήσεις των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων, τα αγροτικά μπλόκα, οι απεργίες των ναυτεργατών και κυρίως, η πολύ πετυχημένη πανεργατική απεργία της 4 Φλεβάρη δείχνουν ότι (ξανα)ανεβαίνει η μαχητικότητα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, ότι μέσα στη μαζική απογοήτευση (ξανα)αχνίζουν σπίθες ελπίδας για μια διαφορετική πολιτική διέξοδο. Tο ερώτημα του άλλου δρόμου ξανατίθεται.


Σε αυτή τη συγκυρία και μπροστά στην 3η συνδιάσκεψή της, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ανέβει κατηγορία. Το δυναμικό υπάρχει, οι θέσεις της αποτελούν προωθητική αφετηρία αντικαπιταλιστικής συσπείρωσης, ωστόσο είναι ζητούμενη η ενιαία μετωπική της συγκρότηση, η ξεκάθαρη τοποθέτησή της υπέρ της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος κόντρα στον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό (ΓΣΕΕ κλπ) και η προσήλωσή της στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και την επανάσταση – την αναγκαία τομή για την αρχή της απελευθέρωσης της εργατικής τάξης από την σημερινή βαρβαρότητα.


Οφείλουμε να παραδεχτούμε και να ορίσουμε το πρόβλημα: Πράγματι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει ευθύνη για την κατάρρευση του σχεδίου ΣΥΡΙΖΑ. Και οι δυνάμεις που προσχώρησαν ή επέλεξαν τακτική κριτικής στήριξης σε αυτό, πέρα από μια γόνιμη αυτοκριτική (που δεν έχουν κάνει!), οφείλουν να μην τσουβαλιάζουν και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο “μέτωπο” του ξεπεσμού της αριστερής πολιτικής. Επιτέλους, όλοι αυτοί που μας αποκαλούσαν μυωπικούς και σεχταριστές, επειδή δεν βλέπαμε την “ιστορική ευκαιρία για την αριστερά στην εξουσία”, δεν μπορούν να μας απαγγέλουν την ίδια κατηγορία επειδή δήθεν αγνοούμε τους συσχετισμούς και δεν αναγνωρίζουμε την “ιστορική ήττα της αριστεράς” από τη στιγμή που απέτυχε και ο ΣΥΡΙΖΑ.


Οι ευθύνες μας υπάρχουν, εδράζονται όμως σε διαφορετική κατεύθυνση: στο ότι μετά τη 2η Συνδιάσκεψη περιορίσαμε τη συζήτηση στα τρέχοντα και κυρίως στις συνεργασίες, ιδιαίτερα τις εκλογικές. Στο ότι δεν έχουμε συζητήσει – διαμορφώσει την στρατηγική για τον άλλο τρόπο κοινωνικής οργάνωσης, σε ρήξη με το κεφάλαιο και την ιδιοκτησία του. Στο ότι παρά την πρωτοπόρα στάση μας στο μαζικό κίνημα και τη συμβολή μας στο αναγκαίο για το λαό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα (το οποίο παραμένει ανολοκλήρωτο), δεν μπορέσαμε ως τώρα, εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης και μεγάλων κ-π ανακατατάξεων, να απαντήσουμε επαναστατικά στο ερώτημα του «ποιος-ποιον», στο ζήτημα των ζητημάτων, εκεί που κατά Λένιν συμπυκνώνονται όλες οι ταξικές αντιθέσεις, δηλ. στο ζήτημα του κράτους και της εξουσίας. Στο ότι δεν μπορέσαμε να οργανώσουμε σε ανώτερη βάση το υποκείμενο της ανατροπής.


Δεν είναι ότι δεν προσπαθήσαμε!


Το προηγούμενο διάστημα επιχειρήσαμε να αναπτυχθεί στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εν μέρει σε όλη την αριστερά η “τεκμηρίωση του άλλου δρόμου”. Το πώς μπορούμε να ζήσουμε έξω από το ευρώ και την ΕΕ. Η οριοθέτηση μιας πορείας αντικαπιταλιστικών ανατροπών για την διέξοδο από το άθλιο καθεστώς του ευρωμνημονίου και της επιχειρηματικής δικτατορίας. Η περιγραφή αυτού του δρόμου βασιζόταν πάνω στο αντικειμενικό, το αντικαπιταλιστικό μας πρόγραμμα πάνω στο κοινωνικά αναγκαίο, αποκοβόταν όμως από το υποκείμενο αυτού του δρόμου, από την κατάλληλη τακτική που το υπηρετεί, τελικά απομακρυνόταν και από το ζήτημα της εξουσίας. Παρότι με σαφήνεια διατυπώναμε πως το πρόγραμμά μας στην πληρότητά του εφαρμόζεται μόνο μετά το επαναστατικό τσάκισμα της αστικής μηχανής, η τακτική μας αποσυνδεόταν από αυτή τη στρατηγική.


Πρέπει να πούμε σαφώς ότι αυτή η αντίφαση παραχώρησε έδαφος στο πολιτικό ζήτημα υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού το ζήτημα της εξουσίας είναι για το μέλλον, αφού θα τεθεί κάποια … στιγμή επί τάπητος, η σημερινή απάντηση για «τον άλλο δρόμο» μπορεί να έρθει – ή τουλάχιστον να ανοίξει – μόνο με μια αριστερή κυβέρνηση. Το ίδιο έκανε σε χειρότερη εκδοχή και το ΚΚΕ. Αφού η λαϊκή εξουσία είναι για το ακαθόριστο μέλλον, αφού οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι (διαγραφή χρέους, έξοδος από την ΕΕ κλπ) είναι λίγο – πολύ ρεφορμιστικοί και δεν μπορούν να επιφέρουν ρήγματα στην επίθεση του κεφαλαίου, δεν μένει τίποτα άλλο από «την αντίσταση» και την «κομματική συντήρηση». Αυτό είναι το ιστορικό πρόβλημα στην αριστερά.


Ο επαναστατικός δρόμος, στην εποχή μας, και η μαρξιστική προσέγγιση του ζητήματος κράτος- επανάσταση- εξουσία δεν είναι όμως για το μετά. Δεν είναι αποκομμένος από το πρόγραμμα και την τακτική. Και όσο κι αν η απάντηση ότι «σήμερα δεν υπάρχει συσχετισμός για επανάσταση» είναι σωστή, η ευκολία με την οποία αυτή τίθεται (έτσι για να ξεμπερδεύει κανείς!) θολώνει τη συζήτηση για το πώς θα δημιουργηθεί αυτός ο συσχετισμός. Αναβάλλει τις προγραμματικές επεξεργασίες για την οικοδόμηση του αντικαπιταλιστικού μετώπου, στερεί το εργατικό κίνημα από μια πολιτική διέξοδο χειραφέτησης, το συνθλίβει διαρκώς σε κοινοβουλευτικές αυταπάτες και απογοητεύσεις. Ας το πούμε πιο καθαρά: καμιά αντικαπιταλιστική τακτική που δεν συνδέεται με το ζήτημα της επανάστασης δεν επιδρά αποφασιστικά στο συσχετισμό και καμιά «επαναστατική» πρόταση αν δεν πατάει σε άμεσο πρόγραμμα ρήξης με τους κόμβους της επίθεσης του κεφαλαίου δεν έχει μέλλον.


Κακά τα ψέματα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει ανοίξει αυτή τη συζήτηση. Η στρατηγική της επανάστασης δεν έχει γίνει κτήμα της. Κι όταν το επιχειρεί, είτε γίνεται τυπικά, ως υποχρέωση, είτε με όρους ταύτισης της τακτικής με την στρατηγική (αντικαπιταλιστική ανατροπή = επανάσταση) ή ακόμα με λογική «ενιαίου μετώπου» της δεκαετίας του ’20. Όχι ως ανίχνευση των σημερινών επαναστατικών δυνατοτήτων, των αντικειμενικών ρωγμών του συστήματος, της όξυνσης των αντιθέσεών του και της αναπτυσσόμενης πολιτικής κρίσης, της πιθανότητας μόνιμης «δυσκυβερνησίας» (ακυβερνησία τη λένε οι αστοί δημοσιολόγοι).


Το 2016 μπήκε με νέες αναταράξεις. Η καπιταλιστική κρίση υποτροπιάζει πιο επιθετικά, ο πόλεμος είναι προ των πυλών ενώ ο ολοκληρωτισμός στην ΕΕ οδηγεί σε σύγχρονα Άουσβιτς (με δήμευση ακόμα και των προσωπικών αντικειμένων των μεταναστών – προσφύγων πριν τους ρίξουν απλήρωτους δούλους στα κάτεργα της αυτοματοποιημένης παραγωγής τους). Στην Ελλάδα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ «καίγεται» πιο σύντομα από ότι αναμενόταν και η πολιτική αστάθεια υποβόσκει πιο οξυμένη αυτή τη φορά. Εκτός των άλλων, είναι απόλυτα απαραίτητη η επαναστατική – πολιτική ωρίμανση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όταν σε αυτή την κατάσταση βλέπει κανείς την κουραστική και μονότονη επανάληψη διαχειριστικών, κοινοβουλευτικών και εκλογικών λύσεων από τους ίδιους δημοσιολόγους και «πλατφόρμες», αναμασώντας σε διαφορετικές εκδοχές τα συμπεράσματα και τις λύσεις του 2011-2012, που οδήγησαν στην τραγική αποτυχία και τη μαζική απογοήτευση.


Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι:


1) Υπάρχει πολιτικό αδιέξοδο;


Πολλοί απαντάνε ΝΑΙ. Εκτιμούν ότι η μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, οδήγησε όλη την αριστερά (και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) σε στρατηγική οπισθοχώρηση και ότι δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική πρόταση ανατροπής αυτή την περίοδο. Η θέση αυτή έχει τρεις παραλλαγές:


Η πρώτη, η πιο “δεξιά” θα λέγαμε, θεωρεί ότι ο δρόμος των αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων-αναδιαρθρώσεων στα πλαίσια της ΕΕ, του ΔΝΤ και του χρέους είναι μονόδρομος και ότι σε αυτόν χωράει μόνο ένα «παράλληλο» πρόγραμμα οριακών βελτιώσεων και ανακούφισης των εξαθλιωμένων. Και άρα σε πολιτικό επίπεδο αν ανατραπεί η κυβέρνηση Τσίπρα, η μόνη επιλογή είναι ο … Κυριάκος. Πάλι ο μπαμπούλας της νεοσυντηρητικής δεξιάς (ή/και της ΧΑ), πάλι ο “καλός” Πλαστήρας απέναντι στον “κακό” Παπάγο.


Όμως οι Θέσεις της 3ης Συνδιάσκεψης λένε: Η επίθεση αυτή δεν αποτελεί «μία από τις επιλογές του κεφαλαίου, αλλά αναπόδραστη ανάγκη του για το ξεπέρασμα της κρίσης του μέσα από τη συντριβή των δικαιωμάτων των εργαζόμενων. Στη σημερινή φάση της κρίσης του καπιταλισμού δεν υπάρχει μοντέλο «κεϋνσιανής διαχείρισης» και κάθε «κοινωνικό συμβόλαιο» είναι αδύνατο.


Αυτή η εκτίμηση είναι που κάνει τον Αλέξη … νεοσυντηρητικό, το παράλληλο πρόγραμμα …. ευθύ μνημονιακό και τη δεξιά παλινόρθωση … πολιτική γελοιογραφία.

Υπάρχει και δεύτερη παραλλαγή, πιο “αριστερή”. Που θεωρεί πολιτική διέξοδο ένα αντιμνημονιακό και πατριωτικό μέτωπο, εν πολλοίς διαταξικό, εντός της ΕΕ αλλά με εθνικό νόμισμα. Που αντιμετωπίζει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις ως πρόβλημα “εξαγωγικού εμπορίου” και την υποτίμηση της εργατικής δύναμης ως πρόβλημα ρευστότητας και παραγωγικής ανασυγκρότησης (δηλ. καπιταλιστικής ανάπτυξης)!. Φυσικά αυτή η θέση έχει και το πολιτικό της αντίστοιχο: μια κυβέρνηση αντιμνημονιακή, “όλων των Ελλήνων”, ως απάντηση στην “οικουμενική κυβέρνηση” των μνημονιακών δυνάμεων, που σύμφωνα με την εκτίμηση αυτή είναι στα σκαριά.


Αντίθετα οι Θέσεις διαπιστώνουν ότι «επιβεβαιώνεται από παντού πως πρόκειται για μια δομική κρίση του καπιταλισμού, που για το κεφάλαιο έχει μόνο μία διέξοδο. Μια νέα βουτιά στην εκμετάλλευση, με παράλληλη όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και πολέμων, με προώθηση της διεθνούς επέλασης των πολυεθνικών (ΤΤΙΡ) παραπέρα αντιδραστικοποίηση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων, κρίση της αστικής δημοκρατίας και μεγάλη αντιδραστική στροφή σε όλον τον κόσμο και την Ευρώπη».


Τέλος υπάρχει και η “κινηματική” παραλλαγή. Που θεωρεί διέξοδο την διαταξική συσπείρωση απέναντι σε ένα νόμο (βλέπε την επιδιωκόμενη συμμαχία μεγαλο-, μικρο-αγροτών που “καταπίνει” το υπεραντιδραστικό θέμα του μητρώου και της ΚΑΠ για να “ενώσει” όλες τις δυνάμεις στο αίτημα της απόσυρσης του αντιασφαλιστικού νόμου). Ή σε μια άλλη οπτική, την αντικατάσταση του πολιτικού αγώνα από “καθαρά εργατικά αιτήματα”.


Και οι τρείς θέσεις εντείνουν το πολιτικό αδιέξοδο, δεν συσπειρώνουν δυνάμεις στη ρήξη με την επίθεση του κεφαλαίου, του αστικού πολιτικού συστήματος και της ΕΕ, πρέπει να ηττηθούν στον αριστερό κόσμο και το μαζικό κίνημα.


2) Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χρειάζεται μπροστά στην 3η συνδιάσκεψη να ανιχνεύσει με μεγαλύτερη επάρκεια την προγραμματική, πολιτική διέξοδο που προτείνει. Αποτελεί ζήτημα εξαιρετικής σημασίας στην κλιμάκωση των αγώνων αλλά και στην επίδραση στους συσχετισμούς σε συνθήκες που κρύβουν τη δυνατότητα ριζικής αλλαγής τους.


Για μας η λύση δεν είναι εκλογική – κοινοβουλευτική. Σε αντίθεση με το αστικό δόγμα “στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα”, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να φωνάξει “στην ταξική πάλη δεν υπάρχουν αδιέξοδα”. Και κάνει μεγάλο λάθος η ηγεσία της ΛΑΕ που πιστεύει ότι “Οι εκλογές είναι βέβαιο ότι θα βάλουν ταφόπετρα στο τρίτο μνημόνιο”. Και ότι “η μόνη δύναμη που θα βγει σίγουρα ωφελημένη από τις εκλογές είναι η ΛΑ.Ε, η οποία γνωρίζει αυτήν την περίοδο μια μεγάλη ανοδική λαϊκή δυναμική”.


Βέβαια ταξική πάλη δεν εννοούμε την “απεργία διαρκείας”, ούτε στενά τους συνδικαλιστικούς αγώνες, χωρίς να παραγνωρίζει κανείς τη σημασία τους.


3) Θα συνοψίζαμε την πρόταση ανατρεπτικής πολιτικής διεξόδου στα εξής σημεία:


Α) Στον άμεσο πολιτικό κρίκο του προγράμματος μας. Που είναι “η ανατροπή της αντιλαϊκής μνημονιακής επίθεσης κυβέρνησης-κεφαλαίου-ΕΕ-ΔΝΤ, η κατάργηση όλων των μνημονίων και του αντιδραστικού καθεστώτος που οικοδομούν, η ήττα της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ που την υλοποιεί και όλου του μνημονιακού μπλοκ, με την δύναμη ενός ισχυρού εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης και των αντιδραστικών αναδιαρθρώσεων του κεφαλαίου. Για να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινωνία που ο πλούτος και η εξουσία θα είναι στα χέρια των εργαζομένων” (Θέση 36). Στη βάση αυτή οικοδομούμε και εργαζόμαστε για τις συμμαχίες και τις συνεργασίες μας και όχι το αντίστροφο.


Β) Στην ανάγκη οικοδόμησης ενός αγωνιστικού κέντρου που θα ενοποιεί τους εργαζόμενους, τη νεολαία, τη φτωχομεσαία αγροτιά και τους αυτοαπασχολούμενους σε ένα πολιτικό πλαίσιο μάχης που θα λέει:


-Πάρτε πίσω τον αντιασφαλιστικό νόμο λαιμητόμο. Κανένας διάλογος. Μπλοκάρισμα όλων των αναδιαρθρώσεων, των προαπαιτούμενων του Αυγούστου, του προγράμματος της 3ης αξιολόγησης.

-Έξω η ΕΕ και το ΔΝΤ. Στάση πληρωμών στο ληστρικό χρέος και συνολική διαγραφή του.

-Να πληρώσει ο πλούτος, η αστική τάξη, οι επιχειρηματίες, οι νεοτσιφλικάδες του κάμπου, οι μεγαλογιατροί και μεγαλοδικηγόροι, οι τεχνικές και νομικές εταιρείες σε φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές, ιδιοκτησία, κέρδη.

-Έξω το ΝΑΤΟ. Καμιά συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Διεθνιστική αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και τους λαούς που μάχονται για την ανεξαρτησία και την απελευθέρωσή τους.


Γ) Το πλαίσιο αυτό θα προωθείται και θα επιβάλλεται σήμερα από τον πολιτικό αγώνα των εργαζομένων και του οργανωμένου λαού και από το αναπτυσσόμενο αντικαπιταλιστικό μέτωπο.


Για μας το αντικαπιταλιστικό μέτωπο είναι το εξελισσόμενο υποκείμενο της ανατροπής. Δεν είναι ενότητα αντικαπιταλιστών (και μη ρεφορμιστών) ούτε συνδικαλιστική συσπείρωση για την επιτυχία μιας απεργίας. Ούτε είναι βέβαια πολιτική-εκλογική συνεργασία στη βάση ενός minimum στόχων και κοινών σημείων. Δεν είναι «ενιαίο μέτωπο» των υπαρχουσών δυνάμεων, ούτε αποτυπώνει μια απλή ενότητα στη βάση, όπως λένε κάποιοι σ/φοι. Η αντίληψη που κατακερματίζει, “σπάει” το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα σε “πλατύ πρόγραμμα βάσης” για να χωράει ακόμα και δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού ή του δήθεν “ρεφορμιστικού” ΣΥΡΙΖΑ, και σε “στενό” πρόγραμμα κορυφής – πόλου που θεωρεί αντικαπιταλιστές και πρόσφορους για πολιτική συνεργασία μόνο όσους … γεννήθηκαν αντικαπιταλιστές, είναι αντιδιαλεκτική.


Στον πυρήνα της περικλείει το «προπατορικό αμάρτημα» του κομμουνιστικού κινήματος. Που κατά κανόνα αποσυνδέει την τακτική από τη στρατηγική ενώ υπάρχει και η τάση να την ταυτίζει. Που θεωρεί “πολιτική” τη διαπραγμάτευση για μια κοινή δήλωση, δεν παίρνει θέση όμως στη συγκρότηση αγωνιστικού κέντρου πρωτοβάθμιων σωματείων και συλλογικοτήτων γειτονιάς στο μαζικό κίνημα γιατί είναι «κινηματισμός». Ή που αντίστροφα δίνει τα πάντα στο κίνημα και την απεργία, συμμαχώντας “ακόμα και με το διάβολο”, χωρίς όμως να ενδιαφέρεται να ολοκληρώσει πολιτικά την ταξική, εργατική συσπείρωση. Που διασπά τις συνεργασίες σε “τακτικές” και “στρατηγικές” χωρίς να βλέπει σε αυτές τη σχέση τακτικής-στρατηγικής και το κριτήριο της συσπείρωσης στους βασικούς πυλώνες του αντικαπιταλιστικού προγράμματος.


Στη λογική των Θέσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενυπάρχει η ικανότητα και δυνατότητα του αντικαπιταλιστικού μετώπου και του προγράμματος να επιβάλλει κατακτήσεις και νίκες σε επιμέρους στόχους, να μεταβάλλει ριζικά τους πολιτικούς συσχετισμούς στην πορεία προς την επανάσταση. Είναι δυναμικό, αναπτυσσόμενο και όχι στατικό. Είναι ενιαίο, απευθύνεται και στη βάση για την οικοδόμηση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής της επίθεσης με εργατική ηγεμονία και στις πολιτικές πρωτοπορίες για τον αντικαπιταλιστικό πόλο σε επαφή με όλες τις πολύμορφες προς τα αριστερά αναζητήσεις της περιόδου!


Δ) Η προηγούμενη τοποθέτηση απαντά και στο πολυβασανισμένο ερώτημα του «ποιος θα τα κάνει όλα αυτά». Η μονοπώληση του ερωτήματος περί κυβέρνησης και συσχετισμών στο αστικό κοινοβούλιο την προηγούμενη περίοδο στοίχισε από την αναγκαία προσήλωση (και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) στον εξωκοινοβουλευτικό αγώνα! Και παρά το πολύπλευρο προβοκάρισμα της θέσης περί πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης και των οργάνων της ως υποκείμενο των αλλαγών (ακόμα και από ανθρώπους που ορκίζονται στο Μαρξισμό!) η ανάγκη έρχεται όλο και πιο επιτακτικά στο προσκήνιο. Αρκεί να μη μένει στο γενικό ορισμό!


Γιατί πχ σήμερα δεν θα μπορούσε, αν υπήρχε διάθεση από τις δυνάμεις τουλάχιστον που κινούνται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, να συγκροτούνταν μια πανελλαδική συνέλευση των αγροτικών μπλόκων, των ταξικών ομοσπονδιών και σωματείων, των επιτροπών αυτοαπασχολούμενων και των ανεξάρτητων οργάνων της νεολαίας που θα σήκωναν το γάντι της «αντίστασης και της ανατροπής» με αιχμή την απόσυρση του αντιασφαλιστικού νόμου και πλαίσιο τη συνολική ρήξη με την αντιλαϊκή επίθεση. Με εκλεγμένους αντιπροσώπους στη βάση των ΓΣ. Σε πλήρη διαχωρισμό από τα όργανα του ταξικού συμβιβασμού και της συνδιαλλαγής. Αυτό το στοιχειακό «όργανο αντίστασης» θα μπορούσε στην πορεία του αγώνα να μαζικοποιηθεί, να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα στην κυβέρνηση, να μετεξελιχτεί και να ωριμάσει σε «όργανο ανατροπής». Σε μια πορεία να συμβάλει σε ανατρεπτικά, ακόμα και επαναστατικά γεγονότα να συγκροτήσει τη Βουλή των κάτω, τους δικούς του αντιπροσώπους σε πανεθνική κλίμακα, να καλεί τους λαϊκούς βουλευτές να έρθουν μαζί του. Να απαιτήσει λαϊκές συνταγματικές αλλαγές, να επιβάλλει συνολική ανατροπή της επίθεσης αναμετρούμενο με το ζήτημα της εξουσίας. Αντί να ζητάει εκλογές και να επιδιώκει συνεργασίες ειδικού σκοπού για να μην περάσει ένας νόμος, επιλογές που αντικειμενικά δίνουν προβάδισμα στη Δεξιά.


Εδώ πρέπει να ορκιστούν τα κόμματα, οι συνεργασίες, οι συμμαχίες, τα μέτωπα.


Αυτή τη συζήτηση πρέπει θαρρετά να ανοίξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Η πρόκληση είναι μπροστά μας!

Το τέλος της «ενωμένης» Ευρώπης το προσφυγικό

του Δημήτρη Αργυρού

Στην πραγματικότητα έφταναν οι εκατοντάδες χιλιάδες μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές για να τελειώνουμε μια και καλή με την ιδέα της ενωμένης Ευρώπης, της Ευρώπης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την Ευρώπη του διαφωτισμού. Αποδεικνύοντας για μια ακόμη φορά πως η αντίσταση, η βιοπολιτική αντίσταση προηγείται, πάντα κάνει την πρώτη κίνηση και η εξουσία απαντάει. Μα θα μου πείτε πως τα ποτάμια των μεταναστών και των προσφύγων δεν έρχονται εκούσια στην ενωμένη Ευρώπη μας∙ έρχονται ως φυγάδες από ένα πόλεμο που δεν έχουν κανένα λόγο να διαλέξουν στρατόπεδο. Ένα πόλεμο που δεν ξέρει ποιος σκοτώνει ποιον και γιατί. Ένα πόλεμο άσκησης ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών και ανταγωνισμών, θρησκευτικών και εθνικιστικών σεχταρισμών, πολιτικών και εξουσιαστικών στρατηγικών. Και στην μέση οι λαοί, οι άνθρωποι και το πλήθος.

Ε, η έξοδος σε αυτές τις συνθήκες παραμένει, είναι η μόνη ρεαλιστικά αξιόλογη απελευθερωτική επιλογή. Ανάμεσα στις βόμβες του Άσαντ, των νατοϊκών ανταρτών και του ISIS, η θάλασσα του Αιγαίου και τα στρατόπεδα των προσφύγων φαντάζουν ή και είναι το λιγότερο κακό. Ένας γενικευμένος- μικρής κλίμακας παγκόσμιος- πόλεμος που ήταν η απάντηση στις εξεγέρσεις των αγωνιζόμενων λαών της Αραβικής Άνοιξης, που κτυπήθηκε και αλλοτριώθηκε από το θρησκευτικό και εθνικιστικό σεχταρισμό, την κρατικοεθνικιστική φασιστική ρητορεία και πολιτική και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.

Κακά τα ψέματα: Το μεγαλύτερο πρόβλημα το έχει η Ελλάδα, που συνεχίζει να βρίσκεται στην δίνη μιας παγκόσμιας κρίσης υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, στα πλαίσια μιας υπερεθνικής – κατά βάση οικονομικής- ενοποίησης, της ΕΕ. Μιας ενοποίησης που ενδιαφέρεται για τα κέρδη τους και για την ευμάρεια της πλειοψηφίας της, πάρα για την ελληνική παρακμή και τις προσφυγικές ροές. Αυτή την ευμάρεια της μεγάλης πλειοψηφίας των βορειοευρωπαίων υπερασπίζεται η ενισχυμένη ακροδεξιά της Βόρειας Ευρώπης. Έτσι όμως ανεπανόρθωτα πλήττεται το ιδεολόγημα της ενωμένης Ευρώπης προς δόξα των εθνικιστικών και ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών πολιτικών.

Σε μας -κατά βάση- έλαχε να υποδεχτούμε τις εκατοντάδες χιλιάδες προσφυγικών ροών που πνίγονται στο Αιγαίο γιατί  από ξηράς έχουμε κτίσει το τοίχος στον Έβρο. Αν δεν θέλαμε να πνίγονταν το πρώτο που θα έπρεπε να πράξει η ελληνική κυβέρνηση ήταν να το γκρεμίσει. Όχι πως θα λύνονταν το πρόβλημα, θα μεγιστοποιούνταν καθώς θα αύξανε τις προσφυγικές ροές, μόνο που δεν θα είχαμε τους εκατοντάδες πνιγμούς και αυτό δεν είναι αδιάφορο, μάλλον το αντίθετο.

Ούτε φυσικά το πρόβλημα θα το λύσει το ΝΑΤΟ που θα περιπολεί στο Αιγαίο και θα πνίγει αυτό τους πρόσφυγες, απεναντίας θα κάνει ακόμη πιο δυσάρεστα τα πράγματα. Ευελπιστούμε ίσως πως θα λειτουργήσει η ιμπεριαλιστική ειρήνη για να ηρεμήσουν τα πράγματα, μόνο που όπως κάθε ιμπεριαλιστική ειρήνη αλλάζει το τοπίο και μεταφέρει τις πολεμικές συγκρούσεις παραδίπλα, δίχως να λύνει το πρόβλημα, ούτε το πρόβλημα των προσφύγων και των μεταναστών. Αν τα μεταναστευτικά ρεύματα της δεκαετίας του 1990 βοήθησαν στην ανάπτυξη της Ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, σώζοντας τα μικρά και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα από την καπιταλιστική απαξίωση, ρίχνοντας τον εργατικό μισθό, σήμερα δεν ισχύει το ίδιο.

Η κρίση έχει απαξιώνει τόσο την εργατική τάξη όσο και τα μικρομεσαία στρώματα και μεσοστρώματα. Οι μεταναστευτικές ροές από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν ή την Αφρική όσο και οι προσφυγικές ροές από την Συρία, αν εγκλωβιστούν στην Ελληνική επικράτεια στην παρούσα συγκυρία μοιάζει απίθανο να ενσωματωθούν. Με αποτέλεσμα την ενίσχυση ξενοφοβικών και φασιστικών δυνάμεων. Και εδώ μάλλον πρέπει να πούμε ένα μπράβο στο Ελληνικό λαό που στην πλειοψηφία του δεν έχει υποστηρίξει ξενοφοβικά και φασιστικά ρεύματα και πρακτικές, σε αντίθεση με τις χώρες του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού» λόγου χάρη. Δίχως να ξεχνάμε όμως τις μορφές υπερεκμετάλευσης αυτών των εξαθλιωμένων ανθρώπων από τμήματα του Ελληνικού λαού. Το πρώτο δεν αναιρεί το δεύτερο αλλά το συμπληρώνει σε μια διαλεκτική ενότητα. Ούτε όμως να ξεχνάμε πως οι δεκάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες δεν πείραξαν ούτε ρουθούνι Έλληνα και Ελληνίδας, το αντίθετο συνέβη. Όπως όμως δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τα γεωπολιτικά παιχνίδια που παίζονται με όχημα τους μετανάστες και τους πρόσφυγες.

Τα πράγματα, τα γεγονότα είναι σχετικά οριακά. Θα επιθυμούσα να είχαμε- να υπήρχε- μια άλλη Ευρώπη- μια ενωμένη σοσιαλιστική Ευρώπη- που όχι μόνο θα αναλάμβανε σε ένα ισότιμο καταμερισμό, το βάρος των προσφύγων και των μεταναστών, αλλά θα έπαιζε ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικοδόμηση μιας πραγματικής ειρήνης. Μια τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται και δεν θα υπάρξει στο προσεχές μέλλον. Άρα σε μεγάλο βαθμό ο ελληνικός λαός, η ελληνική εργατική τάξη, θα σηκώσει και αυτό το βάρος. Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα με ένα ταξικό και όχι φιλανθρωπικό κριτήριο. Αντιμετωπίζοντας το ζήτημα από την οπτική της ταξικής αλληλεγγύης και όχι της φιλανθρωπίας.

Η πρώτη οπτική αντιμετωπίζει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες και τους μετανάστες ως τμήματα μιας δυνητικής μαχόμενης καθολικότητας που επιθυμεί να πάρει την υπόθεση της κοινωνικής απελευθέρωσης στα χέρια της. Η δεύτερη ως ανθρωπάκια που θέλουν βοήθεια για να μην πεθάνουν από την πείνα. Η λέξη κλειδί είναι στο επιθυμεί και όχι στο αν μπορεί. Αν επιθυμεί θα μπορέσει, αν επιθυμεί θα τα καταφέρει. Σε ένα αντικειμενικό πλαίσιο υπάρχουν οι όροι και οι προϋποθέσεις, υποκειμενικά βρισκόμαστε πολύ πίσω, πόσο μάλλον που οι δυνάμεις που αναφέρονται στην «μορφή ζωής» ταξικό, αδυνατούν ή καλύτερα δεν επιθυμούν να παίξουν ένα τέτοιο ρόλο. Από τα πάνω ορέγονται την εξουσία, δίχως να λερώσουν τα χέρια τους, δίχως να ματώσουν ή να κουραστούν, σε αντίθεση με τους παλαιούς κομμουνιστές.

Βέβαια αυτή η επισήμανση δεν μηδενίζει την προσφορά εκατοντάδων εθελοντών, ανθρώπων του μόχθου, μελών αναρχικών, αντιεξουσιαστικών, αντικαπιταλιστικών και κομμουνιστικών οργανώσεων που βρέθηκαν ή βρίσκονται κοντά στους ταλαίπωρους μετανάστες και πρόσφυγες. Το αντίθετο αυτές οι δυνάμεις, αυτή η μαχόμενη κοινότητα, παίζει ένα πρωτοπόρο ρόλο. Μόνο που αν δεν διευρυνθεί, αν δεν ενισχυθεί φοβάμαι πως θα «χαθεί η μπάλα». Κατά συνέπεια σε μεγάλο βαθμό στο χέρι μας είναι να αντιστρέψουμε το κλίμα, να ενισχύσουμε την ελπίδα.

Πηγή:argiros.net

Ξεκινά επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο- Τη βύθιση σκαφών προσφύγων προανήγγειλε ο Καμμένος

 
Πηγή: Παντιέρα

Μέσα στις επόμενες ώρες ξεκινά η επιχείρηση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο, ενάντια στους πρόσφυγες.
Στην επιχείρηση το ελληνικό πολεμικό ναυτικό συμμετέχει με 11 πλοία: 4 κανονιοφόρους, 2 πυραυλάκατους και 5 παράκτια περιπολικά.

Μιλώντας στους στρατιωτικούς συντάκτες ο υπουργός εθνικής άμυνας της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, Πάνος Καμμένος, ανέφερε μεταξύ άλλων ότι «θα χρησιμοποιηθούν όλα τα μέσα για τη διακοπή των γραμμών που χρησιμοποιούν οι δουλέμποροι», προαναγγέλλοντας, εμμέσως πλην σαφώς, μαζικούς πνιγμούς προσφύγων.

Είναι γνωστό ότι οι δουλέμποροι δεν επιβιβάζονται πλέον στις βάρκες με προορισμό τα ελληνικά παράλια, αλλά αναθέτουν τη διακυβέρνηση των φουσκωτών σε πρόσφυγες.

Είναι λοιπόν σαφές ότι όταν ο Πάνος Καμμένος κάνει λόγο για διακοπή των γραμμών που χρησιμοποιούν οι δουλέμποροι «με όλα τα μέσα» επί της ουσίας προαναγγέλλει βύθιση των σκαφών προσφύγων, οι οποίοι θα αντιμετωπίζονται ως «εισβολείς» που η στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ «οφείλει» να αναχαιτίσει «με όλα τα μέσα».

24 Φεβρουαρίου 2016

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΟΜΕΣΑΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΑΣ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ. ΑΝΑΓΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΗΣ ΦΤΩΧΟΜΕΣΑΙΑΣ ΑΓΡΟΤΙΑΣ ΣΕ ΚΡΙΣΙΜΗ ΚΑΜΠΗ
ΑΝΑΓΚΗ ΚΛΙΜΑΚΩΣΗΣ ΚΑΙ ΝΕΑΣ ΠΑΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ
 
Η συνάντηση φαρσοκωμωδία μιας μειοψηφίας αγροτών (κυρίως μεγαλοαγροτών) με τον Πρωθυπουργό οδηγήθηκε σε φιάσκο λόγω της κυβερνητικής επιμονής στον αντιασφαλιστικό καιάδα, στην φοροεπιδρομή, στην εφαρμογή του 3ου μνημονίου, στην προώθηση της αντιαγροτικής πολιτικής της Ε.Ε. (νέα Κ.Α.Π. 2014-2020) και του κακόφημου «μητρώου αγροτών» που ξεκληρίζει τη φτωχολογιά της υπαίθρου.
Αποδείχτηκε ότι η λογική του «διαλόγου» και των συναντήσεων με τον πρωθυπουργό που επέβαλλαν οι αγροτοπατέρες υπονομεύει τις κινητοποιήσεις, διασπά τους αγωνιζόμενους αγρότες και δημιουργεί αυταπάτες για το ρόλο της αντιλαϊκής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αλλά και όσων έχουν ψηφίσει μαζί της το 3ο μνημόνιο.
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α χαιρετίζει τον μαχητικό και δίκιο αγώνα της φτωχομεσαίας αγροτιάς όλης της χώρας που για 3 μήνες βρίσκεται στους δρόμους και στα μπλόκα (40 ημέρες) παλεύοντας για την επιβίωση της και την ζωή των παιδιών της. Ο αγώνας αυτός που έχει τη συμπαράσταση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή.
Μπορεί να νικήσει μόνο αν κλιμακωθεί με πραγματικά μπλόκα (όχι με μπλόκα που ανοιγοκλείνουν), αν προκηρυχθεί τώρα νέα προειδοποιητική πανεργατική πανελλαδική απεργία, με αναβάθμιση του περιεχομένου σε αντικυβερνητική,  αντιμνημονιακή και αντιΕ.Ε κατεύθυνση.
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. υποστηρίζει με όλες τις δυνάμεις της τους αγώνες και τα αιτήματα των φτωχομεσαίων αγροτών και κτηνοτρόφων  που διαμορφώνονται με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, τη δημιουργία δημοκρατικών πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών με ουσιαστική κρατική ενίσχυση. Για ενιαίο δημόσιο φορέα τροφίμων και κεντρικό σχεδιασμό της αγροτικής παραγωγής, με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες (όχι τις ανάγκες της χωματερής και του κέρδους), τη κάλυψη των διατροφικών αναγκών του λαού, ενάντια στη διπλή εκμετάλλευση αγρότη και καταναλωτή
Η ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. καλεί  τους φτωχομεσαίους αγρότες να μην υποχωρήσουν και να προχωρήσουν σε κοινό μέτωπο με τους εργαζόμενους, τους ανέργους, τους συνταξιούχους, τους μικροαυτοαπασχολούμενους και την νεολαία για την για την ανατροπή του νόμου λαιμητόμου για το ασφαλιστικό, της φοροεπιδρομής και της αντιλαϊκής πολιτικής κυβέρνησης – Ε.Ε –ΔΝΤ. Για τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση - κρατικοποίηση, χωρίς αποζημίωση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας του αγροτοδιατροφικού τομέα. Για την ανατροπή της Κ.Α.Π., την έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε. και την ισοτιμία στις διεθνείς σχέσεις. Για την αντικαπιταλιστική ανατροπή της επίθεσης, για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια, για να επιβάλλουμε με τα δικά μας όργανα επιβολής της λαϊκής θέλησης, τις ανάγκες και τα δικαιώματά μας.
ΑΝΤ.ΑΡ.ΣΥ.Α. ΤΡΙΚΑΛΩΝ

20 Φεβρουαρίου 2016

ΜΑΣ ΑΞΙΖΟΥΝ ΠΙΟ ΠΟΛΛΑ ΑΠΌ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΠΟΥ ΖΟΥΜΕ

Είναι κοινή παραδοχή πως το επερχόμενο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό αφορά πρώτα από όλα τη νέα γενιά. Συνεχίζοντας τα όσα επέβαλαν τα προηγούμενα μνημονιακά μέτρα έρχεται να ολοκληρώσει το καθεστώς εργασιακού μεσαίωνα για τους εργαζομένους και την νεολαία. Πλέον η μαύρη και ανασφάλιστη εργασία, η απασχόληση χωρίς δικαιώματα, η στροφή στην ιδιωτική ασφάλιση και η “λύση” της μετανάστευσης έρχονται να εδραιωθούν ως η μόνη δήθεν εναλλακτική για την ζωή ενός νέου ανθρώπου.

Η νεολαία μπορεί και πρέπει να πρωταγωνιστήσει σε αυτή την μάχη. Έχει άλλωστε σημαντικές αγωνιστικές παρακαταθήκες. Το νεολαιίστικο ταξικό ΟΧΙ όπως εκφράστηκε και στο δημοψήφισμα, δεν θα παραμείνει εσαεί στο περιθώριο των πολιτικών εξελίξεων. Θα πάρει την θέση του στο πλάι του εργατικού κινήματος και των υπόλοιπων πληττόμενων στρωμάτων για την συγκρότηση ενός απειλητικού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής, που θα βάλει ένα τέρμα στην αντιλαϊκή επίθεση και θα δρομολογήσει έναν άλλο δρόμο για τον λαό και την νεολαία.

ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΟΤΑΧΤΟΥΜΕ
Στα πλαίσια αυτά ως νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση θεωρούμε οτι η “ πρωτοβουλία νέοι/ες ενάντια στο νέο ασφαλιστικό”κινείται σε αυτή τη κατεύθυνση και στηρίζουμε την προσπάθειά της. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία επιδιώκουμε να είναι μια μορφή αγώνα του κατακερματισμένου νεολαιίστικου εργατικού δυναμικού και κινηματικού συντονισμού των επιμέρους αντιστάσεων που έχουν ήδη εμφανιστεί στη νεολαία και την παραπέρα αναβάθμισής τους. Θέλουμε να δώσει φωνή σε μια γενιά που της αρνούνται το μέλλον της. Να ενώσει τους προβληματισμούς, τις εμπειρίες και τις αγωνιστικές διαθέσεις όλου του διάχυτου δυναμικού, από τις επιτροπές αγώνα των μπλοκάκηδων, των ασκούμενων Δικηγόρων και των ειδικευόμενων γιατρών, μέχρι την νεολαία της επισφάλειας, των προγραμμάτων ανακύκλωσης της ανεργίας, της μαύρης και ελαστικής της μαθητείας , της ανεργίας ως και την σπουδάζουσα και μαθητιώσα νεολαία.

Θεωρούμε πως αυτή η πρωτοβουλία μπορεί να συμβάλλει αφενός στο να δοθεί χώρος και βήμα στην νεολαιίστικη οργή ώστε να μετουσιωθεί σε αγωνιστικό σχέδιο και πολιτικό κίνημα ανατροπής, αφετέρου μπορεί να συμβάλλει στην αναγκαία ανάληψη πρωτοβουλιών των “από κάτω”,για να πάρουν οι ίδιοι οι πληττόμενοι την πρωτοκαθεδρία των κινήσεων και του αγωνιστικού σχεδιασμού, κόντρα σε λογικές αναμονής, διαπραγμάτευσης και εξαίρεσης που προωθούν οι διαταξικοί επιστημονικοί σύλλογοι-επιμελητήρια ,κόντρα στον αστικοποιημένο συνδικαλισμό των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και των εργοδοτικών και κυβερνητικών παρατάξεων . Μπορεί να αποτελέσεις ένα ανεξάρτητο κέντρο αγώνα της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης, όχημα συσπείρωσης της αγωνιστικής πληττόμενης νεολαίας και κομμάτι ενίσχυσης στην ευρύτερη πάλη του εργατικού και λαϊκού κινήματος.

Μια τέτοια αγωνιστική πρωτοβουλία στην νεολαία μπορεί να συμβάλλει σε ένα ευρύτερο αγωνιστικό ρεύμα ανατροπής της αντιλαϊκής επίθεσης του κεφαλαίου. Για την ήττα της κυβερνητικής πολιτικής και την σύγκρουση με την Ε.Ε., το Δ.Ν.Τ. και την χρεομηχανή τους. Δεν μας ταιριάζει σαν νεολαία να συνηθίσουμε την βαρβαρότητα των μνημονίων. Δεν θα συνηθίσουμε το σκοτάδι! Μπορούμε να ζήσουμε αλλιώς!

Η ΝΕΟΛΑΙΑ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΓΙΑ :
  • ΤΟ ΜΠΛΟΚΑΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟΥ-ΝΑ ΜΗΝ ΚΑΤΑΤΑΘΕΙ ΚΑΝ
  • ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ-ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ-ΕΕ, της κυβέρνησης που τα υλοποιει και των ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ ΤΟΥΣ ,παλιών και νέων.
  • ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΞΙΟΒΙΩΤΗ ΚΑΙ ΟΧΙ ΑΒΙΩΤΗ με σταθερή και μόνιμη δουλειά πλήρη ασφάλιση-περίθαλψη για όλους, εργαζόμενους και ανέργους.
  • ΤΑ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΜΠΡΟΣΤΑ.Αυξησεις στους μισθούς και μείωση του χρόνου εργασίας, επίδομα ανεργίας σε όλους τους ανέργους.
  • ΝΑ ΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ.Φορολόγηση του Κεφαλαίου και επιστροφή των κλεμμένων στα ταμεία.
  • Έξοδος απο ΕΕ – ευρώ! Δεν υποχωρούμε στους εκβιασμούς συγκυβέρνησης και κουραρτέτου.
  • Διαγραφή του χρέους – παύση πληρωμών, λεφτά για τις κοινωνικές ανάγκες και όχι για την εκπλήρωση της αντιλαϊκής χρεομηχανής!

νεολαία Κομμουνιστική Απελευθέρωση συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Αλλαγή φρουράς στην διαπλοκή

του Γεράσιμου Λιβιτσάνου/ Πηγή: Πριν

Την ίδια χρονική περίοδο που οι δανειστές ζητούν νέα εξοντωτικά μέτρα για το λαό ισόποσα με το 10% του ΑΕΠ της χώρας και ετοιμάζεται η νομοθέτηση ακραία αντεργατικών μέτρων στην κοινωνική ασφάλιση και την φορολογία, η κυβέρνηση προωθεί την είσοδο νέων, φίλιων επιχειρηματιών στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο, κίνηση που θέλει να παρουσιάσει ως …σύγκρουση με το κατεστημένο.

Μόνον τυχαία δεν είναι η συγκυρία στην οποία επιλέχθηκε να περάσει η τροπολογία του υπουργείου Επικρατείας που δίνει την δυνατότητα για την έναρξη της δημοπράτηση 4 τηλεοπτικών αδειών. Οι κυβερνώντες επιχειρούν να χτυπήσουν με «έναν σμπάρο δυο τρυγώνια». Αφενός να ενισχύσουν τα καθεστωτικά τους χαρακτηριστικά με κανάλια που θα στηρίζουν τις κυβερνητικές θέσεις, αφετέρου να ισοσκελίσουν επικοινωνιακά την ολομέτωπη επίθεση που έχουν εξαπολύσει στα λαϊκά στρώματα. Αυτήν ακριβώς την σκοπιμότητα εξυπηρέτησε άλλωστε και η άτυπη όσο και εκτός κοινοβουλευτικού κανονισμού, προ ημερησίας διάταξης συζήτηση πολιτικών αρχηγών που έγινε την Πέμπτη το βράδυ, αφού η επίμαχη τροπολογία κατατέθηκε σε κύρωση σύμβασης για τις εμπορικές σχέσεις …Ελλάδας-Λευκορωσίας.

Ενδεικτική ήταν η τοποθέτηση στην Βουλή του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος δεν επικαλέστηκε τις εκλογές της 20ης Σεπτεμβρίου αλλά τις εκλογές τις 25ης Ιανουαρίου του 2015, λέγοντας πως «έναν χρόνο πριν, ο λαός μάς έδωσε σαφή εντολή και στήριξη σε μία νέα Κυβέρνηση, προκειμένου να συγκρουστεί με τα συμφέροντα και με αυτό το κατεστημένο». Παράλληλα αποσαφήνισε την υποκριτική προσπάθεια της κυβέρνηση να παρουσιαστεί ως …συγκρουόμενη με την διαπλοκή λέγοντας ότι η αντιπαράθεσή της με την Ν.Δ και το ΠΑΣΟΚ «αποδεικνύει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ποιοι είναι αυτοί που επιδιώκουν να μπει επιτέλους μια τάξη στην κοινώς διαπιστωμένη ασυδοσία και ανομία στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο της χώρας και ποιοι είναι αυτοί οι οποίοι επιχειρούν να εμποδίσουν την Κυβέρνηση να τηρήσει τις δεσμεύσεις της και να προχωρήσει στον διαγωνισμό για την αδειοδότηση των τηλεοπτικών Μέσων Ενημέρωσης». Ο πρωθυπουργός παράλληλα περιέγραψε την διαπλοκή μιλώντας για «μέσα ενημέρωσης που έχουν μόνο ζημιές και όχι κέρδη, που συντηρούνται και δανειοδοτούνται από τράπεζες με μοναδικό στόχο να στηρίζουν πολιτικά χρεοκοπημένες κυβερνήσεις».

Από την συζήτηση στην Βουλή έγινε σαφές ότι όποια αλλαγή στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο θα πραγματοποιηθεί κάτω από την εποπτεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τους δικούς της κανόνες και προτεραιότητες. Χαρακτηριστική ως προς αυτό ήταν η τοποθέτηση ενός από τους βασικούς συντάκτες του νομοσχεδίου για την αδειοδότηση, του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Σπ.Λάππα. Απευθυνόμενος σε Ν.Δ και ΠΑΣΟΚ επικαλέστηκε επιστολή του εκπροσώπου της Κομισιόν Κ.Σχοινά στην οποία αναφέρεται ότι «στο μνημόνιο η ελληνική Κυβέρνηση δεσμεύεται να προκηρύξει ένα διεθνή διαγωνισμό» για να τονίσει πως «είναι και μία μνημονιακή υποχρέωση, την οποία ψηφίσατε κι εσείς και είναι υποκριτικό σήμερα να την αρνείστε». Μάλιστα ξεκαθάρισε ότι στην συμφωνία προβλέπεται η κυβέρνηση «να χρησιμοποιήσει τα έσοδα για δημοσιονομικούς λόγους».

‘Οσον αφορά την Νέα Δημοκρατία, ξεκαθάρισε ότι εξοφλά γραμμάτια του παρελθόντος στηρίζοντας του υφιστάμενους καναλάρχες παράλληλα με την προσπάθειά της να εμποδίσει την κυβέρνηση να «βάλει πόδι» στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο. «Θέλετε να καταστήσετε τον κ. Παππά, τον Υπουργό Επικρατείας, τον απόλυτο κυρίαρχο των μέσων ενημέρωσης. Αυτό θέλετε να κάνετε, και αφού προηγουμένως έχετε φροντίσει να αδρανοποιήσετε πλήρως το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης», επισήμανε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, υποστηρίζοντας πως «δεν υπάρχει κανείς ουσιαστικός τεχνικός περιορισμός στον αριθμό των αδειών». Παράλληλα τάχθηκε υπέρ της ασυδοσίας της αγοράς, θέτοντας το ερώτημα προς την κυβέρνηση: «Γιατί δεν ορίζετε κιόλας ανώτατο αριθμό κινηματογράφων, σούπερ μάρκετ, εστιατορίων, κομμωτηρίων; Έτσι αντιλαμβάνεστε τη λειτουργία της αγοράς;»

Προκλητική στήριξη στο υφιστάμενο μιντιακό κατεστημένο παρείχε το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να προβλέπει ότι «ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί», επικαλούμενος αντιδράσεις της Κομισιόν και τον Ανδρέα Λοβέρδο σε διατεταγμένη υπηρεσία υπεράσπισης των συμφερόντων των καναλαρχών.

Υπάρχει σήμερα κίνδυνος από την ακροδεξιά;

Του Παναγιώτη Μαυροειδή / Πηγή: Παντιέρα

Το μόνιμο ρεφραίν των κυβερνητικών ανακοινώσεων και των απολογητικών εμφανίσεων στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, με αφορμή την κινητοποίηση των αγροτών, είναι ότι οι λαϊκές αντιδράσεις,  αν δε καθοδηγούνται από τους ακροδεξιούς, σίγουρα διευκολύνουν την παρουσία τους.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνητικό πλέον κόμμα, παίρνει την σκυτάλη από τις κατηγορίες Σαμαρά ενάντια στο κίνημα των πλατειών της περιόδου 2010-2012 (για ‘’κουκουλοφόρους’’). Παράλληλα, εναλλάσσει ρόλους με το ΚΚΕ το οποίο  τότε έβλεπε στις ‘’πλατείες’’ και στο αυθόρμητο (καθώς και μαζικό)  στίγμα τους, τις φωλιές που έκλωθαν το ‘’αυγό του φιδιού’’.

Πρόκειται για σαφές, όσο και κλασικό  μήνυμα που εκπέμπει η εκάστοτε εξουσία όπου γης και εποχής:

«Καθίστε στα σπίτια σας, καθώς υπάρχει κίνδυνος να σας εκμεταλλευτούν ακραία στοιχεία’’.
Η  κυβέρνηση και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ παίζουν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι: Βαφτίζουν τους αγωνιζόμενους αγρότες ακροδεξιούς, αβαντάροντας ξεδιάντροπα και προκλητικά τους φασίστες της  Χρυσής Αυγής, έχοντας την εκτίμηση ότι αυτοί  δεν αποτελούν πολιτικό εκλογικό κίνδυνο σε αντίθεση με τη ΝΔ και την αριστερή αντιπολίτευση. Εγκληματική και κοντόθωρη τακτική…

Οι φασίστες άλλο που δε θέλουν, έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα. Αν η κυβέρνηση βλέπει παντού φασίστες, οι τελευταίοι αρέσκονται να βλέπουν παντού …κομμούνια  να κυβερνούν και να πίνουν το αίμα του λαού. Είναι θλιβερό, αλλά οι πλέον φανατικοί υποστηριχτές της άποψης πως σήμερα μας κυβερνά μια κάποια αριστερά, είναι οι πλέον δεξιοί και ακροδεξιοί.

Αυτό ακριβώς αποτελεί και τον πρώτο παράγοντα που δημιουργεί κινδύνους για το ξέπλυμα της φασιστικής ακροδεξιάς και την ανάδυσή της ως προστάτη συμφερόντων λαϊκών στρωμάτων.  Μια κυβέρνηση αστικής επίθεσης, εφαρμογής ακραίας δεξιάς μνημονιακής πολιτικής, η οποία ταυτόχρονα μιλάει στο όνομα της αριστεράς, προκαλεί  τεράστια ζημιά σε οποιαδήποτε έννοια αριστερής εναλλακτικής πολιτικής λύσης.

Το έργο είναι ξαναπαιγμένο στη Γαλλία, με τη Λεπέν να φυτρώνει στο δυσώδες έδαφος της λεγόμενης ‘’πληθυντικής, κυβερνώσας- και πάντα ευρώδουλης –  αριστεράς’’. Αλλά και στην Ιταλία, όπου τα ‘’ουράνια τόξα’’ του Πρόντι, από τους αρχι-τραπεζίτες και τους ανακυκλωμένους ευρωκομμουνιστές, έως τους αφελείς της αθεράπευτα αφελούς εισοδιστικής αριστεράς σε δήθεν ρεφορμιστικούς  μεγάλους  συνασπισμούς, εξαφάνιζαν την κομμουνιστική αριστερά, προς όφελος των Μπερλοσκούνηδων, των ακροδεξιών κάθε είδους και των λαϊκιστών.

Η συγκυρία είναι πραγματική ευνοϊκή για την ακροδεξιά δημαγωγία, καθώς εκμεταλλεύεται και τους δύο πόλους της νέας πολιτικής συνθήκης.

Από τη μια, μπορεί να χρεώνει όλα τα κακά στην ‘’αριστερά’’ και να πιστώνει στον εαυτό της ρόλο στην ..αντίσταση.

Από την άλλη, αξιοποιεί πλήρως όλη την συστηματική προπαγάνδα της ‘’αριστεράς’’ που δήθεν καταγγέλλει για να δίνει αντιδραστική διάσταση στη λαϊκή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία.  Ας το σκεφτούμε: Η καλλιέργεια του ‘’κοινωνικού αυτοματισμού’’ που αποτελεί καταφύγιο και της σημερινής κυβέρνησης, η άθλια καλλιέργεια  αντιπαράθεσης μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και των άλλων εργαζομένων, των ανέργων με όσους έχουν δουλειά πείνας ή των ‘’εχόντων και κατεχόντων’’ εργαζομένων των 20.000 ευρώ μικτά το χρόνο με τους ‘’πολύ φτωχούς’’ των 5.000, ποιόν άλλον ευνοεί αν όχι τον πυρήνα της συστημικής (και φασιστικής τελικά)  αντίληψης;

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον συζήτησης, κανείς δεν κοιτάζει ψηλά,  προς τον κλεμμένο πλούτο, την τεράστια και αυξανόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα μεταξύ των τάξεων, προς το κεφάλαιο και την χωρίς καμία ασυνέχεια εξουσία του.  Η προσοχή και ο θυμός εστιάζονται   στον κίνδυνο ‘’από  έξω’’ (πρόσφυγες),  ‘’δίπλα’’, λίγο ‘’παραπάνω’’  ή ‘’παρακάτω’’, αναπαράγοντας τον ταξικό εμφύλιο αντί για την ταξική διαπάλη.

Υπάρχει μία ακόμη σημαντική πλευρά. Η νέο-ακροδεξιά και ακραία νέο-φιλελεύθερη παραλλαγή της πολιτικής φυσιογνωμίας της ΝΔ, σε συνθήκες όπου η ίδια δεν μπορεί να αποσείσει τις τεράστιες ευθύνες της για την καταβύθιση των εργατικών αλλά και μεσαίων στρωμάτων (παραδοσιακή εκλογική βάση της), δημιουργεί πολιτικό περιβάλλον περισσότερο ευνοϊκό για τη φασιστική Χρυσή Αυγή, παρά για το ίδιο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ευθύνες ωστόσο για την ανάδυση της ακροδεξιάς, πρέπει να αναζητηθούν  και αλλού.

Η αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού λόγου της αριστεράς (μνημόνιο-αντιμνημόνιο, παραγωγική διάλυση-παραγωγική ανασυγκρότηση, δεξιά-αριστερή διαχείριση κ.ο.κ.)  στο όνομα υποτίθεται της «λαϊκής ενότητας πάνω στο πρόβλημα», έχει ανοίξει το δρόμο στις κλασικές  αταξικές, δήθεν ‘’πατριωτικές’’ θεωρήσεις, καθώς τα πάντα τελικά συμποσούνται στο σχήμα ‘’όλοι οι Έλληνες, ενάντια σε όλους τους ξένους’’.

Έτσι, ‘’από εδώ’’  είναι οι πατριώτες της παραγωγικής Ελλάδας, βιομήχανοι, αγρότες, επαγγελματίες  και εργάτες (με την εξαίρεση κάποιων ‘’προδοτών’’ πολιτικών ή ‘’κρατικοδίαιτων’’ επιχειρηματιών) και «από εκεί» είναι οι ‘’ξένοι’’ που μας επιβουλεύονται. Πρωτίστως βέβαια οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες, μετά οι υψηλόμισθοι εργαζόμενοι άλλων χωρών, κάπου πίσω τους και κάποια Μέρκελ (ως Γερμανίδα και όχι ως εκπρόσωπος του κεφαλαίου, ούτε βέβαια της ΕΕ της δημοσιονομικής σφαγής).

Συμμετρικό ανάλογο και όχι θεραπεία του βασικού αυτού προβλήματος της αριστεράς είναι η αποπολιτικοποίηση του ιδεολογικού της λόγου. Στο πλαίσιο αυτό, η απόσπαση της αντικαπιταλιστικής κριτικής και κατεύθυνσης από τις συγκεκριμένες μορφές και διαστάσεις των συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης και αναδιάρθρωσης στο χωρόχρονο της δολοφονικής ΕΕ και των μνημονίων που επιβάλλει, συνιστά ακύρωσή της. Πολύ περισσότερο, η πολιτική αποσύνδεση (ή/και αντιπαράθεση συχνά) της συνολικής επαναστατικής μεταβολής από την αδήριτη αναγκαιότητα της άμεσης πάλης και ανατροπής της πολιτικής των αστικών κυβερνήσεων και του πλαισίου της ευρωζώνης και της ΕΕ, συνιστά ακύρωση και διακωμώδηση της πρώτης.

Η αντιμετώπιση του κινδύνου που συνιστά η ακροδεξιά στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, θέτει επί τάπητος την ανάγκη μιας νέας  κομμουνιστικής πολιτικής στρατηγικής που θα θέτει στο κέντρο της το κοινωνικό ζήτημα, τις ανάγκες της εργαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας με όρους ασυμβίβαστης αντιπαράθεσης με το σύγχρονο καπιταλιστικό και ιμπεριαλιστικό πλαίσιο λειτουργίας.

Ο κοινωνικός και πολιτικός αγώνας ενάντια στις προτεραιότητες και τις αξίες του κεφαλαίου σε κάθε χώρα, καθώς και στην πολτοποίηση που επιβάλει η  καπιταλιστική ‘’παγκοσμιοποίηση’’ και οι περιφερειακές ‘’ολοκληρώσεις’’  της, συναρθρώνεται οργανικά με την όξυνση του εθνικού ζητήματος, της αντιδραστικής- και γεννήτριας πολέμων- κατάργησης των συνόρων, της επιβολής πολυποίκιλων καθεστώτων ιμπεριαλιστικής ‘’επιτροπείας’’,  της αμφισβήτησης της πολιτιστικής αυτονομίας από το μονοδιάστατο πρότυπο της καπιταλιστικής αγοράς, της κατάργησης κάθε έννοιας –ακόμη και τυπικής- λαϊκής κυριαρχίας και δημοκρατίας σε εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

Η αντίθεση σε αυτή την εκρηκτική συνάρθρωση, στην περίπτωση της Ελλάδας, συμπυκνώνεται στο πολιτικό στόχο για την αποδέσμευση από την Ευρωπαϊκή Ένωση από τη σκοπιά των εργατικών λαϊκών συμφερόντων και με διεθνιστικό ορίζοντα.  Δεν πρόκειται για ένα κάποιο «άξονα» φλύαρων κειμένων, αλλά βασικό κρίκο ενός μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, που θα καθορίσει το εύρος, την πολιτική μαχιμότητα και  αποτελεσματικότητα του αναγκαίου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου εργατικής πολιτικής και λαϊκής απελευθέρωσης από τα σύγχρονα  δεσμά της απόλυτης απολυταρχίας του κεφαλαίου.

Όσο αναγκαίος και αν  είναι ο αυτοτελής αντιφασιστικός αγώνας, τελικά η ήττα των φασιστών δε θα κριθεί στο δίπολο φασίστες-αντιφασίστες, αλλά στα βήματα  λαϊκής οργάνωσης στις φτωχογειτονιές και τις κωμοπόλεις και χωριά της περιφέρειας. Όταν παλιές και νέες εργατικές ενώσεις, εργατικές λέσχες, επιτροπές ανέργων, αγροτικοί σύλλογοι ή δομές αλληλεγγύης δίνουν υπόσταση  στην εργατική αντίσταση στην ανεργία, τη λιτότητα, την κοινωνική διάλυση, το ρατσισμό και τον πόλεμο, οι φασίστες όχι μόνο δε θα μπορούν να πλιατσικολογήσουν, αλλά θα βρίσκονται γυμνοί απέναντι.

Όπως πάντα όλα κρίνονται στο γενικό πολιτικό και ιδεολογικό συσχετισμό, για αυτό και η οικοδόμηση ενός μαζικού αντικαπιταλιστικού πόλου που θα δίνει συνολική εναλλακτική απάντηση σοσιαλιστικής προοπτικής, είναι αυτή που μπορεί να αποτελέσει  οργανικό τροφοδότη του αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής.

Φυσικά, όλα αυτά με την προϋπόθεση ότι η παρούσα κυβέρνηση δε θα θεωρείται ταλαντευόμενη ‘’ρεφορμιστική’’ πρωτο-εξαδέλφη από μια  φαντασιακή  οικογένεια «ενιαίας αριστεράς», αλλά θα αντιμετωπίζεται ως αυτό που είναι, δηλαδή σαν κυβέρνηση δεξιάς,  αστικής επίθεσης. Με άλλα λόγια, όχι μόνο δε θέλουμε να μακροημερεύσει και να πετύχει στο άθλιο έργο της ή να φύγει μόνη της, ή να τη διώξουν οι δεξιοί και ακροδεξιοί, αλλά αντίθετα επιδιώκουμε να ανατραπεί αγωνιστικά και από τα αριστερά, από τη δίκαιη λαϊκή οργή και κινητοποίηση.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *