Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Ιδιαίτερα
στις περιφερειακές καπιταλιστικές χώρες, όπως η ελληνική, με εκρηκτικό
μείγμα οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης, καταστροφή του παραγωγικού
ιστού και μεταστροφή τους σε ΕΟΖ, για να εξυπηρετούν την αντιρρόπηση της
πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους των κυρίαρχων ιμπεριαλισμών,
αποδεικνύεται επείγουσα ανάγκη και μονοδρομική η αναζήτηση εναλλακτικού
σχεδίου αντίπαλου των καπιταλιστικών δομών σε μια επαναστατική
στρατηγική ανατροπής του συστήματος.
Το
πρόβλημα δεν λύνεται ούτε με ενδεχόμενη οικονομική ανάπτυξη, γιατί το
πλεόνασμα δεν θα διανέμεται υπέρ των εργαζομένων, αλλά θα το ενθυλακώνει
η άρχουσα τάξη, ούτε με τη διόρθωση ορισμένων αντιδραστικών πλευρών του
συστήματος, ούτε με την επίλυση προβλημάτων - καταλοίπων παλαιότερων
κοινωνικών σχηματισμών. Εξάλλου, οι ηγεμονικές δυνάμεις του καπιταλισμού
αποκλείουν ένα εναλλακτικό σχέδιο αναδιανεμητικών και δημοκρατικών
μεταρρυθμίσεων, παρόμοιο μ' αυτή της χρυσής περιόδου (1945-1975) και με
την αναδρομική κεϋνσιανή διαχείριση της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Παντού επικρατεί με τη μια ή την άλλη μορφή η λιτότητα, η κατεδάφιση του
κράτους πρόνοιας και ο άκρος αυταρχισμός. Ούτε ένα συνεκτικό
μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ούτε η θεραπεία βασικών πλευρών του συστήματος
μπορεί να το διασώσει, αλλά ούτε και αποτελούν αλλαγές ανεκτές απ' το
σύστημα. Αναπόδραστα λοιπόν μοναδική λύση αποτελεί ένα πρόγραμμα
ανατροπής βασικών δομών του καπιταλισμού σε μιαν επαναστατική προοπτική.
Ούτε η νεκρανάσταση του κεϊνσιανισμού είναι εφικτή, ούτε η
νεοφιλελεύθερη διαχείριση που έχει καθολικά επικρατήσει θεωρείται
εξοβελιστέα. Ούτε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα με αιχμή τη δημοκρατία
(όπως διακηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ) μπορεί να καταργήσει το καθεστώς έκτακτης
ανάγκης και τις φασίζουσες παραμέτρους του, αφού αποτελεί αναφαίρετο
έρεισμα της λιτότητας. Ούτε πείθουν και οι πιο περίτεχνες διατυπώσεις
για την εναλλακτικότητα μιας αριστερής κυβέρνησης ως στιγμής της
ανατροπής, αφού αυτή λόγω του κοινωνικού και κρατικού συσχετισμού θα
είναι καταδικασμένη απλώς να διαχειρίζεται το σύστημα.
Αλλά
και η αντιμνημονιακή πολιτική δεν εγγυάται λύσεις, αφού και μετά την
κατάργηση των μνημονίων θα συνεχίζεται η πολιτική της αυστηρής
επιτήρησης, των ελέγχων και των ποινών, μέχρι η χώρα μας να αποπληρώσει
το 75% του χρέους της. Από την άλλη, ούτε επιμέρους ρήξεις μπορούν να
έχουν αποτέλεσμα. Η έξοδος απ' το ευρώ δεν αποτελεί αυτόματα προοδευτική
αλλαγή, αν δεν συνδυαστεί με την έξοδο απ' την EE και ένα
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Ούτε ένα αντιμονοπωλιακό πρόγραμμα μπορεί
να πλήξει την πανίσχυρη καρδιά του συστήματος, αν δεν συγκρουστεί μ'
αυτό συνολικά.
Το καπιταλιστικό σύστημα μόνο ανατρέπεται!
Ούτε
λοιπόν ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων ούτε προωθημένοι μεμονωμένοι
στόχοι (αντιευρώ, εθνική ανεξαρτησία, αντιμονοπωλιακή σύγκρουση κ.ο.κ.)
μπορούν να ορθολογικοποιήσουν και να θεραπεύσουν το σύστημα. Γιατί το
καπιταλιστικό καθεστώς έχει μολυνθεί ως όλον. Δεν θεραπεύεται με την
ίαση ορισμένων πλευρών του, δευτερευουσών ή και πρωτευουσών.
Το
σύστημα πρέπει να ανατραπεί μ' ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής
ανατροπής, που θα ολοκληρωθεί με τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Εκτός
απ' την υπεραντιδραστική εξέλιξη του συστήματος που δημιουργεί τη
δυσανεξία του σε βελτιωτικές επιμέρους αλλαγές και πολύ περισσότερο
στην αλλαγή μεμονωμένων βασικών πλευρών του (π.χ. αντιευρώ,
αντιμονοπωλιακή πάλη) έχει υπερενισχυθεί η κυρίαρχη πτέρυγα του
κεφαλαίου στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, τα πολυκλαδικά πολυεθνικά
μονοπώλια και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και έχει επιβάλει την
αδιαμφισβήτητη ηγεμονία της συνολικά στην κεφαλαιοκρατία. Αντιθέσεις
και οξύνσεις δεν λείπουν, αλλά τα κατώτερα κεφάλαια φοβούμενα την
καταστροφή τους στην κρίση ή και την ανατροπή του συστήματος ζητούν
προστασία στις φτερούγες της πανίσχυρης κορυφής: χρηματοδότηση, ένταση
της εργατικής εκμετάλλευσης, κατάργηση του εργατικού δικαίου,
εμπορευματοποίηση νέων πεδίων, άνοιγμα νέων αγορών, εξάρτηση (στεφάνη)
απ' τα ηγεμονικά μονοπώλια κ.ά.
Άρα
στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό δεν υπάρχει διακριτό ή και
ισχυρό τμήμα της αστικής τάξης, που θα έδειχνε ανοχή ή θα προχωρούσε σε
συνεργασία και συμμαχία με τις εργαζόμενες τάξεις και τους πολιτικούς
εκπροσώπους τους. Τέτοια φαινόμενα υπήρξαν στον μεταπολεμικό κόσμο το
άτυπο κοινωνικό συμβόλαιο του κευνσιανισμού και του κοινωνικού κράτους,
οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις εθνικής ενότητας με συμμέτοχη των ισχυρών
κομμουνιστικών κομμάτων (Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα) ως συνέχεια των
προπολεμικών αντιφασιστικών λαϊκών μετώπων, ο ιστορικός συμβιβασμός του
ευρωκομμουνισμού με τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και τη
χριστια-νοδημοκρατία (Ιταλία), πολιτική που στην Ελλάδα εκφράστηκε με
την αλήστου μνήμης ΕΑΔΕ (Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα)
του ΚΚΕ εα, προπάτορα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ.
Ταυτόχρονα
περίπου με τον ευρωκομμουνισμό εμφανίστηκε η σοβιετικής προέλευσης
αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική δημοκρατία, που προϋπέθετε
κοινωνικοπολιτική συμμαχία με τη μη μονοπωλιακή αστική τάξη. Μήτρα
αυτής της ταξικής συνεργασίας, σε προοδευτική όμως βάση, υπήρξε το
αντι-αποικιακό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, το οποίο συγκροτήθηκε ιδίως με
τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο με τη συμμαχία των λαϊκών τάξεων και της
εθνικής αστικής τάξης. Στην πολιτική της ταξικής συνεργασίας με μερίδα
του κεφαλαίου τραβήχτηκε το ΠΑ-ΣΟΚ της εκσυγχρονιστικής περιόδου
(δεκαετία 1990) αλλά και το ΕΑΡ και ο Συνασπισμός στην τεχνητή βάση
διάκρισης του παραγωγικού και παρασιτικού κεφαλαίου.
Αυτό το σχήμα αναμασά ο Τσίπρας και το γνωστό οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ στις ερωτροπίες με τον ΣΕΒ και τον πρόεδρο του...
Στην
προκειμένη βέβαια περίπτωση δεν πρόκειται για συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ
και των κοινωνικών στρωμάτων στα οποία διαμεσολαβεί αυτός μ' ένα
προοδευτικό τμήμα της αστικής τάξης αλλά για την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ
στο μπλοκ της αστικής πολιτικής.
Συμπέρασμα:
Στον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό δεν υπάρχει κάποιο προοδευτικό
τμήμα της αστικής τάξης στο οποίο να μπορεί να βασιστεί ένα προοδευτικό
μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα ούτε και ένα πιο προωθημένο πρόγραμμα
(αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική δημοκρατία). Συνάγεται λοιπόν ότι
στις σημερινές ιστορικές συνθήκες μοναδική εναλλακτική πρόταση
συγκροτεί η αντικαπιταλιστική πρόταση σύγκρουσης με τον καπιταλισμό ως
όλον και όχι με τη μια ή την άλλη πλευρά του, σύγκρουση που, αφού
εξασφαλίσει όσες κατακτήσεις επιτρέψει ο συσχετισμός δυνάμεων, θα
ολοκληρωθεί με την αντικαπιταλιστική επανάσταση.
Συνάγεται
ότι τα λιγότερα ή περισσότερο προωθημένα μεταρρυθμιστικά προγράμματα
δεν έχουν καμιά αντικειμενική βάση υλοποίησης. Αναπόφευκτα τα
μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα στο όνομα της ρεάλ πολιτίκ θα εκφυλίζονται
σε μια πορεία υποταγής στα κελεύσματα της κυρίαρχης τάξης και του
επικυρίαρχου ιμπεριαλισμού. Σήμερα, για πρώτη φορά απ' τη δεκαετία του
1940, ως μοναδική λύση για την αποφυγή της οικονομικής και κοινωνικής
καταστροφής προβαίνει η αντικαπιταλιστική σύγκρουση και η
αντικαπιταλιστική επανάσταση στον ορίζοντα του κομμουνισμού της εποχής
μας. Ο εκφυλισμός του καπιταλισμού σ' όλα τα πεδία, οικονομικό,
κοινωνικό, πολιτικό, ηθικό, πολιτιστικό, επιβεβαιώνει ότι ο
κομμουνισμός αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική κοινωνία ως προς τον
καπιταλισμό, ότι στην εποχή μας, στην εποχή του πιο άκαρδου
καπιταλισμού, ο κομμουνισμός δεν εκφράζει απλώς το πιο ευγενικό
ανθρώπινο όραμα αλλά μιαν αδήριτη ιστορική αναγκαιότητα.
Το
γεγονός ότι η αντικαπιταλιστική ανατροπή αποτελεί τη μοναδική τακτική
και στρατηγική εναλλακτική πρόταση δεν συνεπάγεται ότι δεν υπάρχουν
ιδιαίτερα και σχετικά αυτόνομα εθνικά και δημοκρατικά προβλήματα. Αυτή
όμως η αναγνώριση δεν δικαιολογεί τη συμμαχία με ανύπαρκτες εθνικές
αστικές δυνάμεις ούτε τη συμμαχία με αστικοδημοκρατικές δυνάμεις στα
ζητήματα δημοκρατίας, φασισμού και ρατσισμού, στα οποία οι αστικές
δυνάμεις παρά τις «προοδευτικές» διακηρύξεις τους, στην πραγματικότητα
υποστηρίζουν το κράτος και τις πολιτικές του κοινοβουλευτικού
ολοκληρωτισμού. Ούτε δικαιούται ο ΣΥΡΙΖΑ στο όνομα των λαϊκών
συμφερόντων να καθιστά αυτοτελή και να ανάγει σε μορφή σταδίου την
ανακοπή της καταστροφής (το πάγωμα ουσιαστικά της άθλιας σημερινής
κατάστασης) προωθώντας σ' αυτή τη βάση ένα μέτωπο που περιλαμβάνει
τους πάντες: ΣΕΒ, «δημιουργικό» κεφάλαιο, EE.
Στη
σύγχρονη ιστορική συγκυρία τα εθνικά, δημοκρατικά ή και επιμέρους
οικονομικά ζητήματα δεν δικαιολογούν αυτόνομα στάδια και αντίστοιχα
μέτωπα: μέτωπο εθνικής ανεξαρτησίας, αντιιμπεριαλιστικό, δημοκρατικό,
αντιευρώ, αντιμνημονιακό, αποτροπή της εθνικής και κοινωνικής
καταστροφής κ.ο.κ.
Ο
προσδιορισμός αντικειμενικά αδικαιολόγητων φάσεων-σταδίων και η
συγκρότηση κατά κανόνα ταξικών συμμαχιών παραπέμπουν στην περίφημη
«θεωρία των σταδίων», που μόνιμα θεωρεί ανώριμες τις συνθήκες για τον
σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και παρεμβάλλει τεχνητά στάδια και φάσεις,
για να παραπέμψει το σοσιαλισμό στις ελληνικές καλένδες ή και να τον
ματαιώσει. Οι μενσεβίκοι το 1917, και μετά την επανάσταση του Φλεβάρη
και τη διαμόρφωση δυαδικής εξουσίας, θεωρούσαν ότι έπρεπε να
παρεμβληθεί ένα μακρόχρονο στάδιο καπιταλιστικής ανάπτυξης και oτι στο
επαναστατικό καθεστώς έπρεπε να ηγεμονεύσουν οι αστικές δυνάμεις με τις
οποίες συμμάχησαν συμμετέχοντας στην κυβέρνηση Κερένσκι.
Το
1944, κι ενώ οι αντικειμενικές και περισσότερο οι υποκειμενικές
προϋποθέσεις (επαναστατική συνείδηση, συσχετισμός δυνάμεων, ηγεμονία
του ΕΑΜ στην πλειοψηφία του λαού) ήταν ώριμες, η ηγεσία του ΚΚΕ, δέσμια
της θεωρίας των σταδίων αλλά και της θεωρίας για τις σφαίρες επιρροής
των μεγάλων δυνάμεων, έμεινε προσκολλημένη στη στρατηγική της 6ης
Ολομέλειας της ΚΕ (1934), σύμφωνα με την οποία έπρεπε να προηγηθεί ένα
στάδιο ολοκλήρωσης του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού και ν'
ακολουθήσει η σοσιαλιστική επανάσταση. Η εμμονή όμως στο δημοκρατικό
στάδιο και το εθνικοαπελευθερωτικό μέτωπο, που προϋπέθετε συμμαχία με
τους Άγγλους, ενώ η γερμανική κατοχή είχε λήξει και οι Άγγλοι
απροσχημάτιστα πρόβαλλαν ως ο νέος ιμπεριαλιστής δυνάστης, όχι μόνο
ματαίωσε την ώριμη επανάσταση, αλλά ευθύνεται και για τη συντριβή του
κινήματος, που σφραγίζει μέχρι και σήμερα τις εξελίξεις.
Στη
σύγχρονη ιστορική συγκυρία, οι εθνικοί, δημοκρατικοί και επιμέρους
οικονομικοί στόχοι, όπως η έξοδος απ' το ευρώ είναι σχετικά αλλά όχι
απόλυτα αυτόνομοι στόχοι - με την έννοια ότι εντάσσονται, καθορίζονται
και προκαλούνται απ' τον σύγχρονο ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Το
εθνικό ζήτημα καθορίζεται κυρίως απ' την ανισόμετρη σχέση της χώρας
μας, οικονομική και πολιτική, με τον ιμπεριαλισμό, κυρίως τον
ευρωγερμανικό.
Η
σχέση της ελληνικής αστικής τάξης με τους ηγεμόνες της EE τυπικά είναι
ισότιμη, στην πραγματικότητα όμως ετεροκαθορίζεται απ' το ιερατείο των
Βρυξελλών. Το δημοκρατικό έλλειμμα είναι διαρκές στο μετεμφυλιακό
κράτος, οξύνεται όμως και πολλαπλασιάζεται λόγω της κρίσης και της
συνακόλουθης λιτότητας. Ειδικότερα, το φασιστικό φαινόμενο σχετίζεται
με την κρίση και την πρόθεση της άρχουσας τάξης να το αξιοποιήσει για
την καταστολή του κινήματος στην κρίσιμη σημερινή συγκυρία.
Τέλος,
η έξοδος απ' το ευρώ δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο. Μπορεί υπό
συνθήκες να ενταχθεί σε αστική, εθνικιστική ή αριστερή
αντικαπιταλιστική πολιτική.
Τα
στάδια δεν ταυτίζονται υποχρεωτικά με τη θεωρία των σταδίων και
αντίστοιχα μέτωπα. Υπάρχουν στάδια και φάσεις που καθορίζονται με
γνώμονα την αντικειμενική πραγματικότητα, τις πραγματικές αντιθέσεις
και την όξυνση τους. Η αντικαπιταλιστική πρόταση δεν είναι στάδιο με
περιχαρακωμένο πρόγραμμα και καθεστώς. Είναι περίοδος πάλης και
αντικαπιταλιστικών κατακτήσεων, που στο βαθμό ωρίμανσης των
υποκειμενικών προϋποθέσεων εξασφαλίζει τη μετάβαση στην επανάσταση.
Η στάση απέναντι στις μορφές πάλης
ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΤΙΣ ΕΠΙΛΕΓΕΙ
Βασικό
ζήτημα της τακτικής και της στρατηγικής είναι και η στάση απέναντι στις
διάφορες μορφές πάλης, που καλείται να επιλέξει το εργατικό
επαναστατικό κίνημα στις διάφορες φάσεις και τα στάδια της ταξικής
πάλης.
Ο μαρξισμός από θέση αρχής καμιά μορφή πάλης δεν απορρίπτει με τα εξής κριτήρια:
α) Το συσχετισμό δυνάμεων,
β) το βαθμό συνειδητότητας του κινήματος,
γ) τις συγκεκριμένες σε κάθε φάση αντιθέσεις,
δ)
τη σύνδεση, στο βαθμό του δυνατού, του άμεσου, μικρότερου ή
μεγαλύτερου στόχου (ακόμη και ενός αμυντικού), με τον απώτερο και
γενικό στόχο (στρατηγική - επανάσταση). Η Αριστερά που έχει σκοπό την
ανατροπή του συστήματος, θα ήταν ανακόλουθο να μην προσφεύγει σ' όλα
τα πρόσφορα γι' αυτόν το σκοπό μέσα. Η επιλογή της μιας ή της άλλης
μορφής πάλης συναρτάται αποκλειστικά με τις κρατούσες συνθήκες.
Συμβαίνει
ασφαλώς το αντίθετο με την καθεστωτική Αριστερά. Και εκείνη που είναι
ενσωματωμένη στο σύστημα και εκείνη που παρουσιάζει έναν ριζοσπαστισμό,
αλά σε θεμελιώδη ζητήματα ετεροπροσδιορίζεται απ' τους βασικούς όρους
του συστήματος. Γι' αυτό, περιστρέφονται σ' έναν άξονα αμυντισμού -
λεγκαλισμού. Επιδιώκουν μικρομεταρρυθμίσεις στον οικονομικό ή τον
πολιτικό τομέα, ανεκτές σε γενικές γραμμές απ' το κεφάλαιο και
υποτάσσονται στην αστική νομιμότητα. Η πρώτη τάση, γιατί απλώς
επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό του συστήματος. Η δεύτερη, γιατί αρθρώνει
μεν έναν αντισυστημικό λόγο, χωρίς όμως να τον συνδέει με την όξυνση της
ταξικής πάλης και την επανάσταση αλλά με την αναμονή της επαναστατικής
κατάστασης και μιας οιονεί κατάρρευσης του καπιταλισμού!
Η
επαναστατική Αριστερά, με τα τέσσερα κριτήρια που αναφέραμε, δεν
αποκλείει καμιά μορφή πάλης. Δεν υποτιμά τους κατώτερους στόχους, αλλά
δεν φοβάται τους απώτερους, δεν υποτάσσεται στην αστική νομιμότητα, δεν
αποκλείει την επαναστατική βία, ακόμη και την ένοπλη, αν εξαναγκαστεί
απ' τον πραξικοπηματισμό της αστικής τάξης. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το NAP έχουν
δώσει πρόσφατα δείγματα γραφής ότι, αν χρειαστεί, δεν κάμπτονται απ' τη
βία της αστικής νομιμότητας. Την ημέρα της ανάληψης της προεδρίας απ'
την ελληνική κυβέρνηση, πραγματοποίησαν συγκέντρωση και διαδήλωση, παρά
την απαγόρευση τους απ' την αστυνομία. Γι' αυτό ξενίζει η κριτική
αρθρογράφων (Πριν, 16/2, σ. 20) που με αφορμή την απόρριψη της
τρομοκρατικής βίας απ' το άρθρο των Α. Αναγνωστάκη και Γ Ελαφρού
((Πριν, 26/1), καταλήγουν στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι και η
αντικαπιταλιστική Αριστερά αυτοπεριορίζεται ως προς τις μορφές πάλης,
αναγνωρίζει πως το μονοπώλιο βίας ανήκει στο αστικό κράτος και
«εξαντλείται στις νόμιμες και αποδεκτές μορφές οικονομικού αγώνα»!
ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΑΚΤΙΚΗ
Καθοριστική η στάση κατά του ευρώ και της EE
ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΑΡΚΕΙ
Καθοριστικός
κόμβος για τη στρατηγική, την τακτική, το μέτωπο, είναι η στάση
απέναντι στην EE. Η έξοδος απ' την Ευρωζώνη και την EE δεν είναι
υποχρεωτικά αντικαπιταλιστική πολιτική.
Μπορεί
να υποστηριχτεί για τους δικούς τους λόγους και ανάλογα με τη
συγκυρία, και από δυνάμεις αστικές, πατριωτικές, εθνικιστικές.
Γίνεται
αντικαπιταλιστική πολιτική, όταν εντάσσεται σ' ένα αντικαπιταλιστικό
πρόγραμμα και στην επαναστατική προοπτική. Το ίδιο ισχύει περισσότερο
και για την αποδέσμευση απ' το ευρώ. Εξάλλου, στην EE είναι ενταγμένες
χώρες που διατηρούν το νόμισμα τους.
Η
αποδέσμευση απ' το ευρώ, για να προσλάβει αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα
και για να αποβεί εφικτή και να αποφύγει τις παρενέργειες απ' την
αντίδραση της EE, είναι αναγκαίο να συνδεθεί με την αποδέσμευση απ' την
EE σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.
Η
αποδέσμευση απ' το ευρώ ή δεν είναι εφικτή με παραμονή στην EE ή, στην
ακραία περίπτωση που πραγματοποιηθεί, λόγω της πολύπλευρης διασύνδεσης
και εξάρτησης απ' την EE, θα είναι δεμένη χειροπόδαρα, ιδίως στις
συνθήκες της νέας οικονομικής διακυβέρνησης της EE και δεν θα είναι σε
θέση να αποτρέψει τις κυρώσεις και τις οδυνηρές επιπτώσεις στην
οικονομία της χώρας.
Οι
στόχοι - κόμβοι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος συνδέονται και
αλληλεξαρτώνται στην υλοποίηση τους. Κυρίως όμως έχουν ως αναπόφευκτο
όρο της πραγματοποίησης του την αποδέσμευση απ' την EE. Είναι θέμα απλής
λογικής ότι η διαγραφή του χρέους, οι εθνικοποιήσεις των τραπεζών και
των μεγάλων επιχειρήσεων, στρατηγικής σημασίας, χωρίς αποζημίωση και
με εργατικό λαϊκό έλεγχο, η ριζική αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των
εργαζομένων, ο σχεδιασμός της οικονομίας με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες
κ.ά., αποτελούν στόχους που είναι ανέφικτοι χωρίς την αποδέσμευση απ'
την EE, η οποία δεν μπορεί ασφαλώς να συναινέσει σ' ένα
αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα πρόγραμμα. Οι αντικαπιταλιστικοί στόχοι
παλεύονται ως ενιαίο πρόγραμμα με έμφαση στους πιο οξυμμένους και
κατανοητούς στη συνείδηση των εργαζομένων. Μπορεί να υπάρχουν
κατακτήσεις στον ένα ή τον άλλο στόχο, αλλά οι όποιες αρχικές επιτυχίες
(όπου υπάρχουν), για να ολοκληρωθούν, απαιτείται η αποδέσμευση απ' την
EE.
Στο
σχέδιο που υιοθετεί το Plan Β αυτή η λογική αντιστρέφεται. Η έξοδος
απ' την EE δεν θεωρείται όρος για την υλοποίηση των βασικών στόχων
(που μπορούν να έχουν ορισμένοι κάποια αρχική πρόοδο), αλλά αποτέλεσμα,
επιστέγασμα της υλοποίησης των βασικών στόχων του αντικαπιταλιστικού
προγράμματος. Η υλοποίηση τους πραγματοποιείται, χωρίς να αναφέρεται η
εξάρτηση τους απ' τον όρο της εξόδου απ' την EE. Απλώς, η ρήξη και η
έξοδος απ' την αυτήν παρουσιάζεται ως συνέπεια αυτής της υλοποίησης.
Στην
ουσία η θέση του Plan Β είναι υπέρ της εξόδου απ' το ευρώ, με αντιΕΕ
προσανατολισμό σε αντιδιαστολή με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που προβάλλει με αιτιώδη
συνδυασμό το στόχο της εξόδου από το ευρώ, της ρήξης και της
αποδέσμευσης απ’ την ΕΕ.
Υπάρχει μια θετική πλευρά: η σύμπτωση στην αναγκαιότητα εξόδου απ' την EE.
Αλλά
και μια αρνητική: η πρόταξη της εξόδου απ' την EE ως στόχου - όρου για
την υλοποίηση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος (ΑΝΤΑΡΣΥΑ), η
υποβάθμιση της ως προϊόν της υλοποίησης αυτού του προγράμματος (Plan
Β). Υπάρχει βέβαια και η χειρότερη περίπτωση. Η αντιστροφή αιτίας -
αποτελέσματος να μην αποτελεί λάθος αλλά παραπομπή της εξόδου απ' την
EE στις καλένδες της ταξικής συνεργασίας. Είναι υπαρκτές λοιπόν οι
διαφορές. Πάντως, δεν γονιμοποιείται ο διάλογος με την ειρωνική αναγωγή
της διαφοράς στο πού θα τοποθετηθεί στο κείμενο ο όρος αποδέσμευση απ'
την EE...
ΠΡΙΝ 23/2/14