05 Ιουνίου 2014

Οι φυλακές και οι εκλογές φόρεσαν γραβάτα στους νεοναζιστές



Χρυσή Αυγή: Καμία επανάπαυση, παρότι εμφανίστηκε με το συστημικό προφίλ ενός ήπιου ακροδεξιού εθνικισμού

Τα αποτελέσματα των τριπλών εκλογών και ειδικά των ευρωεκλογών, αναδεικνύουν τη Χρυσή Αυγή σε [δεύτερη δύναμη του αστικού πολιτικού συστήματος], παρά την κρατική και κυβερνητική καταστολή απέναντί της, αφήνοντας στην τρίτη θέση το ΠΑΣΟΚ/Ελιά. Με ποσοστό 9,40% και 536.442 ψήφους, ανεβαίνει κατά 2,5% και 110.417 ψήφους, σε σχέση με τις βουλευτικές του Ιούνη 2012.

Οπωσδήποτε, η κρατική – κυβερνητική καταστολή, η ευρωενωσιακή και εγχώρια αστική συστράτευση εναντίον της, ανέκοψε την εκρηκτική άνοδο που εμφάνιζε η νεοφασιστική οργάνωση μέχρι τη δολοφονία του Π. Φύσσα, απέτρεψε προσωρινά τους κινδύνους διάλυσης του κύριου αστικού κόμματος, της ΝΔ και, γενικότερα, τον κίνδυνο βαθύτερης κρίσης, ακόμη και οριακής αναίρεσης βασικών πλευρών του κοινοβουλευτισμού.
Ωστόσο, το εκλογικό αποτέλεσμα διατηρεί τους κινδύνους αστάθειας στο κλασικό αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα και, ταυτόχρονα, δημιουργεί νέες απειλές για τα δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, για το λαϊκό κίνημα και την Αριστερά, από την ιδεολογία αλλά και την ανοιχτή τρομοκρατική και εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής.

Το εκλογικό αποτέλεσμα επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι ο νεοφασισμός δεν μπορεί να ξεριζωθεί από την ίδια την εγκυμονούσα καπιταλιστική μάνα-μέγαιρα που τον κυοφορεί στη μήτρα της. Ο νεοφασισμός αναπτύσσεται και τρέφεται από τον πλακούντα της δομικής καπιταλιστικής κρίσης. Αλλά δεν γεννιέται χωρίς [τη μαμή της αστικής ταξικής βίας] απέναντι στις εργατικές λαϊκές αντιστάσεις και εξορμήσεις που εκτινάσσονται ως αντίδραση στη δομική τάση για απόλυτη εξαθλίωση και για αντιδημοκρατική καταπίεση. Η Χρυσή Αυγή δεν γεννήθηκε από τις «πλατείες» και τους «αγανακτισμένους», όπως σκόπιμα υποστήριζαν οι εκπρόσωποι της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και των τηλε-επιχειρηματιών. Κάτι, που από διαφορετική σκοπιά, αλλά εντελώς λαθεμένα, υποστήριζε και η ηγεσία του ΚΚΕ. Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε από την αστική ανάγκη [τρομοκρατικής καταστολής των «πλατειών» και των «αγανακτισμένων»], των εργατικών και λαϊκών διαδοχικών εκρήξεων του δίχρονου 2010 – 2012 και, πάνω από όλα, των ανατρεπτικών τάσεων που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό τους.

Στο δίχρονο αυτό, η ελληνική αστική τάξη «είδε το Χάρο με τα μάτια της». Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο, η Χρυσή Αυγή ανδρώθηκε, όχι τόσο από την αυτοτελή της δράση, όσο από τη στήριξη, χρηματοδότηση και κάλυψη των [ηγεμονικών κύκλων του κεφαλαίου], δηλαδή του χρηματιστηριακού – βιομηχανικού συμπλέγματος και, στην ελληνική περίπτωση, των εφοπλιστών. Μέχρις ενός σημείου είχε τουλάχιστον την ανοχή του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και της ΕΕ.

Από το 2012 και μετά, η κοπιώδης υπέρβαση των αντιθέσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου και ειδικά της τρικομματικής συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, οδήγησε σε σχετική σταθεροποίηση του αστικού κομματικού συστήματος και του κοινοβουλευτισμού. Το προσωρινό κλείσιμο των ρωγμών των επάνω, μαζί με την κυριαρχία της διαχειριστικής ρεφορμιστικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ στην Αριστερά και στο μαζικό κίνημα μετρίασε τον άμεσο κίνδυνο εργατικών και λαϊκών ανατροπών από τα αριστερά.

Αυτή η νέα κατάσταση, σε συνδυασμό με την επικίνδυνη αυτονόμηση της Χρυσής Αυγής και τους κινδύνους αποσταθεροποίησης της συγκυβέρνησης από τα δεξιά, ανάγκασε την αστική τάξη να αναλάβει άμεσα δράση. Στόχος δεν ήταν η εξάλειψη της φασιστικής απειλής, αλλά η λελογισμένη χρήση της εναντίον του εργατικού λαϊκού κινήματος, η ελεγχόμενη ένταξή της στα ευρύτερα σχέδια ενσωμάτωσης της Αριστεράς στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα, στο λεγόμενο «συνταγματικό τόξο». Εξού και οι συνδιαλλαγές τύπου Μπαλτάκου. Για αυτό έμειναν στο απυρόβλητο συγκεκριμένα στελέχη της, όπως ο Κασιδιάρης. Για αυτό και δεν συνεχίστηκαν προεκλογικά οι αποκαλύψεις, ενώ αποκρύφθηκαν επιμελώς τα στοιχεία συνεργασίας με την αστυνομία και το δικαστικό σύστημα, όπως και οι επιχειρηματικές χρηματοδοτήσεις. Αντίθετα, έγινε ευρύτερα αντιληπτό ότι η δίωξη της Χρυσής Αυγής ήταν πολιτικά μικροκομματική για να συνεχιστεί η ηγεμονία των «μνημονιακών» κομμάτων, για τη συνέχιση της ίδιας βάρβαρης πολιτικής. Αυτή η πλευρά τροφοδοτούσε την επιχειρηματολογία της Χρυσής Αυγής, συγκάλυπτε την παράνομη εγκληματική της δράση, έδινε «ηρωικό» χαρακτήρα στις φυλακίσεις και, τελικά, απέτρεψε την πτώση της και συνέβαλε αποφασιστικά στην άνοδό της. Ωστόσο, η εμφάνιση εθνικιστικών ψηφοδελτίων ακροδεξιάς κατεύθυνσης (ΛΑΟΣ 2,7%, κόμμα Πολύδωρα 1,04%), ψαλίδισε τα ποσοστά της.

Ως φρόνιμο παιδί του συστήματος, η Χρυσή Αυγή προσαρμόστηκε στα κελεύσματα των τραπεζιτών, των δανειστών και των εφοπλιστών πατρώνων της για «καθωσπρεπισμό». Φόρεσε γραβάτα, κρέμασε τους διδακτορικούς τίτλους στο κάδρο, καρφίτσωσε τα παράσημα στο πέτο και κατέβηκε στις ευρωεκλογές. Οι σιδερογροθιές και τα στιλέτα κρύφτηκαν στο ντουλάπι. Στα βιογραφικά των υποψηφίων ευρωβουλευτών, οι περισσότεροι φέρονται να γνωρίζουν τουλάχιστον δυο ξένες γλώσσες. Οι «κομματικοί», οι «ιδεολόγοι» και οι «φουσκωτοί» έδωσαν τη θέση τους σε καθωσπρέπει διευθύνοντες συμβούλους επιχειρήσεων, διδάκτορες, ερευνητές, αποφοίτους της Αναβρύτων και του Ανατόλια Κόλετζ, σε γιατρούς, δικηγόρους και μηχανικούς, σε ελεύθερους επαγγελματίες. Και φυσικά σε δυο απόστρατους στρατηγούς, οι οποίοι και εκλέχθηκαν ευρωβουλευτές με άνεση. Ο μεγαλοαστικός και μικροστικός χαρακτήρας του κόμματος δεν κρύβεται.

Το περιεχόμενο της καμπάνιας του κόμμματος άλλαξε σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2012. Η Χρυσή Αυγή εμφανίστηκε κυρίως ως υπεύθυνη εθνικιστική δύναμη που διώκεται άδικα, όχι για εγκληματικές πράξεις, αλλά για τις ιδέες της, οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με το ναζισμό.

Όπου χρειάστηκε, αποσύρθηκε διακριτικά ή αδιάκριτα από τη διεκδίκηση της ψήφου για να στηρίξει τα επιχειρηματικά μεγαλοαφεντικά της. Στην Α’ Πειραιά, στις ευρωεκλογές πήρε 10,65% και 11.826 ψήφους, στις δημοτικές μόλις 5,67% και 5.516 ψήφους, ακριβώς τους μισούς. Η κύρια μάζα τους κατευθύνθηκε, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, στο ψηφοδέλτιο Μώραλη – Μαρινάκη. Σε ολόκληρη τη Μαγνησία, στις ευρωεκλογές πήρε 9,82% και 10.754 ψήφους, αλλά δεν κατέβασε καν ψηφοδέλτιο στο δήμο Βόλου, τον οποίο πήρε ο Μπέος.

Ο αστικός – μικροαστικός χαρακτήρας του κόμματος επιβεβαιώνεται και από το κοινωνικό προφίλ των ψηφοφόρων της. Το μακράν υψηλότερο ποσοστό της, υπερδιπλάσιο από το εθνικό, συγκεντρώνει στην «κοινωνική κατηγορία» των «εργοδοτών – επιχειρηματιών», με 23,5% (όλα τα στοιχεία που ακολουθούν, από Χρ. Βερναδάκη, www.rednotebook.gr). Ακολουθούν οι βιοτέχνες και έμποροι με 11,2%, οι αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες ελεύθεροι επαγγελματίες με 11% και οι αυτοαπασχολούμενοι αγρότες με 10%. Τα χαμηλότερα ποσοστά της συγκεντρώνει στους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, με το πολύ μικρό του 2,9%. Εξαιρετικά ανησυχητικό είναι το πολύ υψηλό ποσοστό στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (15,2%) και στους ανέργους (18,2% στους νέους και 12,9% στους μακροχρόνια ανέργους). Τα υψηλά αυτά ποοσοστά δεν πρέπει να συσχετισθούν μόνο με τους μισθούς πείνας του ιδιωτικού τομέα ή με το ρατσισμό κατά των δημόσιων υπαλλήλων που γέννησε η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία του «μικρότερου κράτους». Κυρίως πρέπει να συσχετισθούν με την πολύ μικρή συνδικαλιστική και αγωνιστική συλλογική οργάνωση, δράση και εμπειρία των εργατών του ιδιωτικού τομέα και ειδικά των ανέργων, μεγάλο μέρος των οποίων, όμως, είναι κατεστραμμένα κλασικά μικροαστικά στρώματα. Στο συνδυασμό όλων των παραπάνω πρέπει να αποδοθούν τα υψηλότερα ποσοστά που εμφάνισε η Χρυσή Αυγή σε εργατικές περιοχές, όπως στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη (12,1%), Καματερό (10,9%), Κερατσίνι (10,7%) και Νίκαια (10,2%).

Από τις ευρωεκλογές στις άλλες χώρες της Ευρώπης (βλ. αναλυτικά αποτελέσματα και τις κύριες τάσεις πανευρωπαίκά εδώ), αυτό που πρέπει να κρατήσουμε εδώ είναι ότι ενώ τα εθνικιστικά ακροδεξιά κόμματα εκτινάχθηκαν (Βρετανία 27,5%, Γαλλία 25%), τα ανοιχτά νεοφασιστικά κόμματα, αδερφά της Χρυσής Αυγής, δεν έλαβαν ιδιαίτερα ποσοστά (Βρετανία 1,14%, Γερμανία 1%), με εξαίρεση το 14,9% του Jobbik της Ουγγαρίας, μέσα από το οποίο δρουν νεοναζιστικές οργανώσεις.

Οι φυλακές και οι εκλογές άλλαξαν τη Χρυσή Αυγή. Ωστόσο, το προφίλ της ήρεμης εθνικιστικής ακροδεξιάς, περισσότερο κοντινό σε έναν Φάραντζ και σε μια Λεπέν, δεν μπορεί να εφησυχάσει το εργατικό λαϊκό κίνημα και την Αριστερά. Η σιδερογροθιά παραμένει στο ντουλάπι και θα χτυπήσει όταν και όπως πρέπει. Οπωσδήποτε η Αριστερά αγωνίστηκε εναντίον του νεοφασισμού. Όμως, η διαχειριστική θεσμική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ που κυριάρχησε, δεν μπορεί να τον αντιμετωπίσει αποτελεσματικά. Πρέπει να συσχετισθεί η εκλογική κάμψη του με την άνοδο της Χρυσής Αυγής. Η δε ηγεσία του δεν έβγαλε κανένα συμπέρασμα. Η αυταπάτη για μια «εθνική κοινωνική συμφωνία» την οποία πρότεινε σε έναν ΣΕΒ, μέλη του οποίου χρηματοδότησαν και στήριξαν τις συμμορίες της Χρυσής Αυγής, σε μια εποχή κρίσης όπου αντικειμενικά κυριαρχεί η τάση για ανώτερες κοινωνικές συγκρούσεις, αφοπλίζει το μαζικό κίνημα απέναντι στο νεοφασισμό.

Από αυτή την σκοπιά, το εξαιρετικά ανησυχητικό, καθηλωτικό ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να μας οδηγήσει στην πρακτική του κούκου: στο να εναποθέσουμε το αντικαπιταλιστικό αντιφασιστικό αυγό στη φωλιά του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, μια ιδεολογική προπαγάνδα με ταυτόχρονη περιχαράκωση σαν αυτή του ΚΚΕ, δεν μπορεί να νικήσει. Ο νεοφασισμός θα αντιμετωπιστεί νικηφόρα με ένα αγωνιστικό εργατολαϊκό και δημοκρατικό μέτωπο κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα, σε συνδυασμό με τη μετωπική συμπόρευση των αριστερών δυνάμεων της ανατροπής προς έναν μαζικό πόλο μιας νέας Αριστεράς και σε συνδυασμό με τη συσπείρωση των δυνάμεων κομμουνιστικής αναφοράς για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα αντάξιο της εποχής μας.

Κώστας Μάρκου, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 1/6/2014

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *