11 Μαρτίου 2013

ΑΝΤΑΡΣΥΑ: βήματα μπροστά τώρα, με ορμή για το άλμα στο μέλλον


Εν μέσω βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και με την Ελλάδα Ειδική Οικονομική Ζώνη υπερεκμετάλλευσης, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να την ιδρύσουμε
Εκκωφαντικό είναι το έλλειμμα αριστερής ανατρεπτικής πολιτικής, ενώ ο λαός στενάζει κάτω από την μπότα της Ιεράς Συμμαχίας κεφαλαίου (ντόπιου και ξένου), ΕΕ, ΔΝΤ, με εκτελεστές την κυβερνητική τρόικα εσωτερικού και την τρόικα εξωτερικού. Ο ΣΥΡΙΖΑ αναζητεί τον καλό Καραμανλή της δεκαετίας του ΄70, αφού πρώτα είχε ανακαλύψει το καλό ΠΑΣΟΚ. Με τοξικά υλικά από την γέννηση του δικομματισμού, φορά το κουστούμι της κυβερνητικής διαχείρισης και της (αυτ)απάτης ότι μπορεί να σωθεί ο λαός εντός του ευρώ και της ΕΕ, χωρίς σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Από την άλλη το ΚΚΕ είναι παγιδευμένο από την έλλειψη επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής και αδυνατεί να συμβάλλει στο υπεραναγκαίο ενωτικό κίνημα ανατροπής.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει όρθια, είναι μέσα σε όλους τους αγώνες, εκπέμπει ένα σήμα ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη Αριστερά, μαχητική και μετωπική, με το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης σήμερα και τη συνολική αντικαπιταλιστική, επαναστατική και σύγχρονα κομμουνιστική φυσιογνωμία. Δεν έγινε βεβαίως ούτε η «13η συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ», ούτε ένα «μικρό ΚΚΕ», όπως «προέβλεπαν» οι άσπονδοι φίλοι μας, ούτε έπεσε θύμα της πολιτικής βρεφικής θνησιμότητας. Δεν θα βλέπαμε όμως κριτικά και επαναστατικά τον κόσμο, εάν δεν κοιτούσαμε με τον ίδιο τρόπο και τον εαυτό μας. Εάν δεν παρατηρούσαμε ότι το τελευταίο διάστημα, λόγω των στρατηγικών αντιφάσεων και κοινωνικών ανεπαρκειών της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και κάτω από την διπλή πίεση της ολομέτωπης επίθεσης του συστήματος κι ενός ορισμένου καθίσματος του κινήματος από την μια και της ανόδου του ρεφορμιστικού και ανοικτά διαχειριστικού ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, το εγχείρημα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς λαχανιάζει, δυσκολεύεται να βρει δρόμο να βαδίσει. Αναπτύσσεται μια συλλογική αμηχανία, αλλά και διαφοροποιημένες τακτικές των πολιτικών οργανώσεων που συμμετέχουν στο μέτωπο, με τρόπο που δεν προσθέτει αλλά αφαιρεί.
Όλα αυτά μπορούν και πρέπει να ξεπεραστούν. Δεν είναι μόνο ότι το αντικαπιταλιστικό ανατρεπτικό δυναμικό της Αριστεράς και του κινήματος παραμένει ζωντανό και μάχιμο και συχνά ενισχύεται (όπως έδειξαν και οι εκλογές σε σειρά συνδικάτων), ούτε ότι η αριστερή αναζήτηση και διαφοροποίηση στην ευρύτερη επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ αυξάνεται. Είναι πολύ περισσότερο ότι «αντίθετα με τη ρητορική της σταθεροποίησης, η εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα οδηγείται αντικειμενικά σε αναμέτρηση, που είτε θα οδηγήσει σε μια καθολική αντιδραστική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλισμού, είτε θα τροφοδοτήσει μια αντικαπιταλιστική ανατρεπτική δυναμική, με δυνατότητα εισόδου και σε επαναστατική κατάσταση. Είναι γι’ αυτό που έρχεται με ορμή στο προσκήνιο η ανάγκη ανώτερης διατύπωσης και προβολής ενός άλλου, επαναστατικού περιεχομένου και σχεδίου για την κοινωνία και, ταυτόχρονα, η ανάγκη συγκρότησης της ευρείας πρωτοπορίας σε όλα τα επίπεδα του υποκειμένου (κόμμα, μέτωπο, κίνημα)», όπως σημείωνε πρόσφατα η Π.Ε. του ΝΑΡ.
Σε μια περίοδο έντονων πολιτικών διεργασιών και προετοιμασίας για τις επερχόμενες θύελλες όπως η σημερινή, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει και μπορεί να κινηθεί αποφασιστικά. Για να γίνει αυτό απαιτείται το άμεσο άνοιγμα της δημοκρατικής διαδικασίας της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (που έχει καθυστερήσει), έτσι ώστε όλα τα μέλη και οι φίλοι της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ειδικά όσοι δεν συμμετέχουν σε οργανώσεις μετώπου, να αποφασίσουν για την πολιτική του μετώπου. Ξεχωρίζουν ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα:
Πρώτο, ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας του μετώπου και το αναγκαίο πρόγραμμα πάλης και ανατροπής. Το 2009, λίγο μετά το ξέσπασμα της ιστορικού χαρακτήρα καπιταλιστικής κρίσης, με την ίδρυσή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνόψισε μια αντικαπιταλιστική στρατηγική. Το 2010, με το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης (διαγραφή του χρέους, έξω από ευρώ – ΕΕ, εθνικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, αύξηση μισθών – κτύπημα κερδών, εργατικός έλεγχος κλπ.) πολιτικοποίησε το μαζικό κίνημα κι επέδρασε καταλυτικά στη συζήτηση σε όλη την Αριστερά. Ας σκεφτούμε πως θα ήταν η κατάσταση σήμερα, εάν έλειπαν αυτές οι τομές, παρά τα όριά τους. Πως θα ήταν τα πράγματα εάν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έλεγε ότι δεν θέτω αυτό το πρόγραμμα γιατί δεν υπάρχουν άλλες δυνάμεις στην Αριστερά, με τις οποίες να συμμαχήσω πάνω σε αυτές τις θέσεις. Ευτυχώς κινηθήκαμε διαφορετικά. Αναζητήσαμε το αναγκαίο πρόγραμμα για να ανατραπεί η αστική στρατηγική, να αναπνεύσει ο λαός, να συνδεθεί η πάλη του με την υπέρβαση του καπιταλισμού. Είπαμε ότι αυτό το πρόγραμμα δεν πρέπει να είναι μόνο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά όλης της Αριστεράς. Εάν αυτό έγινε το 2009 και το 2010 σήμερα που η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει και ανακυκλώνεται, που η ΕΕ ολοκληρώνεται σε Νταχάου για τον κόσμο της εργασίας, που η Ελλάδα μετατρέπεται σε Ειδική Οικονομική Ζώνη υπερεκμετάλλευσης και λεηλασίας ανθρώπων και φύσης, ακόμα κι αν δεν υπήρχε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα έπρεπε να την ιδρύσουμε. Είναι καθαρό ότι το συνολικό πολιτικό μέτωπο δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικό. Δεν μπορούν να σταθούν μερικές απαντήσεις, αντινεοφιλελεύθερες, αντιμνημονιακές, αντιμονοπωλιακές, δημοκρατικές ή στενά αντιευρώ. Όταν ο Ομπάμα περικόπτει ριζικά τις δημόσιες δαπάνες, όταν ο Ολάντ περνά νόμο ριζικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων (δήθεν για την αντιμετώπιση της ανεργίας, όπως λένε κι εδώ) δεν μπορεί να αναζητηθεί διέξοδος σε μια άλλη διαχείριση του συστήματος. Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και μέτωπο εκφράζει και συνενώνει την πάλη κατά της ΕΕ και των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, το αίτημα για δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία και απελευθέρωση από τα δεσμά των μνημονίων και της επιτήρησης. Δεν αρκούν πλέον τα «πέντε σημεία» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτά πρέπει να αναπτυχθούν και να συνδεθούν τόσο με τα πολιτικά αιτήματα για τα οικονομικά, κοινωνικά και δημοκρατικά δικαιώματα των εργαζομένων για την επιβίωση και την αξιοβίωτη ζωή, όσο και με τα ερωτήματα για την «επόμενη μέρα», τη σοσιαλιστική – κομμουνιστική δυνατότητα της εποχής μας.
Δεύτερο, στο ερώτημα της συνολικής πολιτικής απάντησης και στο πρόβλημα της εξουσίας, χρειάζεται πολύ περισσότερη δουλειά. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο ανέβασμα του πολιτικού πήχη. Είναι φανερό ότι σήμερα δεν αρκεί μια δύναμη διαμαρτυρίας (όπως τη δεκαετία του ΄90). Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να ακολουθήσει την πεπατημένη του κοινοβουλευτικού δρόμου διαχείρισης, είτε στην μορφή των διαφόρων κυβερνητικών προτάσεων, είτε στη μορφή μιας «εξωκοινοβουλευτικής» κινηματικής δύναμης που θα λειτουργεί τελικά παραπληρωματικά, ως δεκανίκι, ενός κυβερνητικού διαχειριστικού ρεύματος. Καταρχήν, οποιαδήποτε συζήτηση για το θέμα της πολιτικής απάντησης πρέπει να ξεκινά από το ερώτημα της ανατροπής, δηλαδή από το «ποιος θα κρεμάσει την κουδούνα στου γάτου την ουρά», δηλαδή ποιος και πως θα ανατρέψει την αντιδραστική πολιτική, την κυβέρνηση που την υλοποιεί και το σύστημα που τη στηρίζει. Λογική ώριμου φρούτου και αναζήτηση συμμαχιών με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό για το χρίσμα ή πολιτικού εργατικού κινήματος και μετώπου ανατροπής, με παρατεταμένο πολιτικό αγώνα, αυτοτελή όργανα και με το όπλο της εξέγερσης; Από την αφετηρία αυτή, μια καινοτόμα επαναστατική απάντηση στο ερώτημα της εξουσίας πρέπει να αναζητήσει τους σύγχρονους δρόμους με κέντρο την ανάγκη συγκρότησης της εργατικής τάξης σε τάξη για τον εαυτό της και στις κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, στη δημιουργία των αναγκαίων οργάνων πάλης και επιβολής της λαϊκής θέλησης, με τάση ανάδειξής τους σε δίκτυο αντιεξουσίας και βεβαίως στην επαναστατική τομή για το τσάκισμα της αστικής εξουσίας. Όχι σαν μονόπρακτο έργο, ούτε σαν εξελικτική διαδικασία, αλλά με καμπές, για την εξουσία και την κυβέρνηση νέου τύπου των εργαζομένων.
Τρίτο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να θέσει με πολύ πιο αναβαθμισμένο τρόπο την αναγκαιότητα ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Οι συγκλονιστικές μάχες της προηγούμενης τριετίας δεν μπορεί να μας κρύβουν την καθοριστική τελικά αδυναμία του παλιού κινήματος να αναμετρηθεί νικηφόρα με τον πάνοπλο αντίπαλο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μαζί με τις ταξικές πρωτοπόρες τάσεις της εργατικής πάλης που γεννιούνται, πρέπει να εκφράσει έμπρακτα την τάση της ρήξης με τον υποταγμένο αστικοποιημένο συνδικαλισμό και να συμβάλλει στη δημιουργία άλλων κέντρων αγώνα, επιδιώκοντας την κοινή δράση με όλες τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς.
Τέταρτο, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να σηκώσει ψηλά τη σημαία για μια άλλη Αριστερά, μετωπική και αντικαπιταλιστική, αναγνωρίζοντας τον εαυτό της ως ένα ελπιδοφόρο βήμα, αλλά όχι το τέλος της διαδρομής για τον αναγκαίο αντικαπιταλιστικό πόλο. Σήμερα κινούνται δυνάμεις, στη βάση αλλά και στις «κορυφές», που αναζητούν μια μάχιμη αριστερή τοποθέτηση, διαφοροποιούνται έμπρακτα από ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ, προσεγγίζουν με το δικό τους τρόπο τις κρίσιμες πολιτικές αιχμές, κινούνται κόντρα σε βασικές διαχωριστικές γραμμές (όπως η λογική του ευρωμονόδρομου). Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μέσα από τη δημοκρατική διαδικασία της συνδιάσκεψής της, πρέπει να αναζητήσει τους δρόμους για μια μετωπική πολιτική συσπείρωση και συνεργασία με αυτές τις δυνάμεις. Δεν χωρά οποιαδήποτε υποτίμηση και σνομπάρισμα, οποιοδήποτε κλείσιμο σε μια εργαλειακή αντιμετώπιση και της ίδιας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από κάποιο περιούσιο κόμμα. Αλλά ταυτόχρονα, η μετωπική τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν μπορεί παρά να είναι από τη σκοπιά της προώθησης του αντικαπιταλιστικού μετώπου και όχι βεβαίως της υποβάθμισης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της αντικατάστασής της ή διάλυσής της μέσα σε ένα κάποιο άλλο μέτωπο, «ριζοσπαστικό» ή «αντιευρώ», δήθεν πλατύτερο, στην πραγματικότητα εύθραυστο και ψοφοδεές.
Πέμπτο, η 2η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη και η πορεία προς τα εκεί πρέπει να δώσει το έναυσμα και τους κατάλληλους δρόμους για μια εργατική, μαζική, δημοκρατική, δημιουργική, πανελλαδική ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όχι απλά των μελών της αλλά των συνελεύσεών της, με την ένταξη και την πρωτοπόρα συμβολή χιλιάδων νέων αγωνιστών.
Είναι η ώρα να προχωρήσουμε αποφασιστικά μπροστά. Γιατί ο αγώνας και το μέτωπο είναι σαν το ποδήλατο: Όταν δεν προχωράνε πέφτουν.
Γιάννης Ελαφρός, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 10/3/2013

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *