12 Μαρτίου 2013

Το φάντασμα της γερμανικής δικτατορίας πάνω από την Ευρώπη

Πέτρος Παπακωνσταντίνου
 Τον Ιούνιο του 1953, μια μαχητική απεργία των οικοδόμων του Ανατολικού Βερολίνου εξελίχθηκε σε γενικευμένη λαϊκή εξέγερση εναντίον της κυβέρνησης Ούλμπριχτ, η οποία έγινε δυνατό να κατασταλεί μόνο χάρη στην επέμβαση των σοβιετικών τεθωρακισμένων.
Σε αυτή την τραγική για τους οπαδούς του σοσιαλισμού εξέλιξη αναφέρεται το γνωστό ποίημα του Γερμανού κομουνιστή Μπέρτολτ Μπρεχτ με τίτλο «Η λύση»: «Ύστερ' απ' την εξέγερση της 17 του Ιούνη,/ ο γραμματέας της Ένωσης Λογοτεχνών /  έβαλε και μοιράσανε στη Λεωφόρο Στάλιν προκηρύξεις/ που λέγανε πως ο λαός/ έχασε την εμπιστοσύνη της κυβέρνησης /  και δεν μπορεί να την ξανακερδίσει / παρά μονάχα με διπλή προσπάθεια. Δε θα 'ταν τότε/ πιο απλό, η κυβέρνηση/ να διαλύσει το λαό/ και να εκλέξει έναν άλλον...;».
Το πολιτικό κατεστημένο της σημερινής ενιαίας Γερμανίας θα έβγαινε από τα ρούχα του αν κάποιος του καταλόγιζε ομοιότητες με την ψυχροπολεμική κυβέρνηση του Ούλμπριχτ. Κι όμως, δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το απολυταρχικό πνεύμα και τη γραφειοκρατική τύφλωση των φιλοσοβιετικών.
Τρανή απόδειξη, η ανήκουστα προσβλητική για έναν ιστορικό λαό αντίδραση των Γερμανών ηγετών, Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών, στο αποτέλεσμα των πρόσφατων εκλογών στην Ιταλία - τη χώρα που, όπως και η Ελλάδα, αντιπροσωπεύει ένα από τα δύο λίκνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, της Δημοκρατίας και του Δικαίου.
«Αισθάνομαι βαθύτατο αποτροπιασμό που δύο κλόουν κέρδισαν τις εκλογές», δήλωσε θρασύτατα ο υποψήφιος των Σοσιαλδημοκρατών για τη γερμανική καγκελαρία, Πέερ Στάινμπρουκ, αναφερόμενος στον Σίλβιο Μπερλουσκόνι και τον Μπέπε Γκρίλο οι οποίοι κέρδισαν αθροιστικά το 55% του ιταλικού εκλογικού σώματος. Δεν μπορούσε να συγκρατήσει ο άνθρωπος την οργή του για το γεγονός ότι ο εκλεκτός της Γερμανίας Μάριο Μόντι, «μαυρίστηκε» στις εκλογές συγκεντρώνοντας μόλις το 10% των ψήφων στη Βουλή και το 9% στη Γερουσία, παρότι είχε την υποστήριξη των Βρυξελλών, του παγκόσμιου τοκογλυφικού κεφαλαίου και της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι «ανώριμοι Ιταλοί»
Τι «ανώριμος» λαός είναι αυτοί οι Ιταλοί που δεν ψηφίζουν τον «Ιταλό Παπαδήμο» ο οποίος μπορεί να μην είχε εκλεγεί ούτε κοινοτικός σύμβουλος στα εβδομήντα χρόνια που κουβαλάει στην πλάτη του, άλλο διέπρεψε ως στέλεχος της Coldman Sachs της Coca-Cola, της Λέσχης Μπίλντερμπεργκ και της «Τριμερούς Επιτροπής» Η ΠΑ - Δυτικής Ευρώπης - Ιαπωνίας που ίδρυσε το 1973 ο Αμερικανός μεγαλοτραπεζίτης Ντέιβιντ Ροκφέλερ... Πώς να μην εξοργιστεί ο κύριος  Στάινμπρουκ από αυτό το λαό που ψηφίζει σαν αγέλη προβάτων τους «λαϊκιστές», αντί  να προτιμήσει το κόμμα του Μόντι, νούμερο δύο του οποίου είναι ο «υπεύθυνος πολιτικός» Τζιανφράνκο Φίνι, πρώην αρχηγός  του... νεοφασιστικού κόμματος;
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο βουλευτής του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Κλάους-Πέτερ Βιλς πρότεινε ευθέως να φύγει η Ιταλία από την Ευρωζώνη αν δεν της αρέσει η δρακόντεια λιτότητα που επιβάλλει η αρχηγός του, Άνγκελα Μέρκελ. «Εάν δεν γίνει δυνατό να πειστεί η πλειονότητα του λαού μιας χώρας να τηρηθούν οι δεσμεύσεις που μόνη της η χώρα ανέλαβε για τη λειτουργία του κοινού νομίσματος, δεν ωφελεί να ζητούμε νέες εκλογές, αλλά θα έπρεπε να αφήσουμε τη χώρα να επιστρέψει στο εθνικό της νόμισμα».
Κυνικότερος όλων, ο πολύς Βόλφγκανγκ Σόιμπλε περιέγραψε τον ιταλικό, όπως και τον ελληνικό λαό σαν μίασμα που απειλεί να μολύνει ολόκληρη την Ευρώπη. «Η Ιταλία είναι μια πολύ σοβαρή περίπτωση, μεταδοτική, μολυσματική για την Ευρώπη», δήλωσε ο «τσάρος» της γερμανικής οικονομίας, χωρίς να δίνει δεκάρα για τους προφανείς συνειρμούς που δημιουργούν οι ανατριχιαστικοί χαρακτηρισμοί του με παραπλήσιους χαρακτηρισμούς προγενέστερων Γερμανών ηγετών για άλλες «μιαρές» εθνότητες. Να πιστεύει, άραγε, ακόμη ο Αλέξης Τσίπρας ότι ο Σόιμπλε είναι ένας «ρεαλιστής» πολιτικός, ο οποίος θα αναγκαστεί να συνεργαστεί με μια αυριανή αριστερή κυβέρνηση στην Ελλάδα; Κύριος οίδε...
Σχηματίζουν... κυβερνήσεις
Δεν θα μπορούσε να περιμένει κανείς πολύ διαφορετική συμπεριφορά από τον αχυράνθρωπο της Γερμανίας στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Χέρμαν βαν Ρομπάι. Στις πρώτες δηλώσεις του μετά το «σεισμό» των ιταλικών εκλογών ο κύριος αυτός αξίωσε να σχηματιστεί μια κυβέρνηση που θα ακολουθήσει κατά γράμμα την πολιτική της κυβέρνησης Μόντι, η οποία μόλις είχε «μαυριστεί» από το 90% των ψηφοφόρων! «Εναπόκειται στους πολιτικούς ηγέτες να διαπραγματευτούν το σχηματισμό κυβέρνησης η οποία θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και τη δημοσιονομική σταθεροποίηση», δήλωσε ο Ρομπάι.
Ακόμη και μια συντηρητική αμερικανική εφημερίδα, όπως η Wall Street Journal του Μέρντοχ, εξανέστη για λογαριασμό των Ευρωπαίων πολιτών. «Αυτό σημαίνει», έγραφε σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα σχολιάζοντας τις δηλώσεις Ρομπάι και τις τοποθετήσεις του Βερολίνου, «ότι η Ιταλία, όπως και η Ελλάδα και η Ιρλανδία μπορούν να έχουν όση Δημοκρατία θέλουν, αρκεί οι νικητές των εκλογών να παίρνουν εντολές όχι από τους εκλογείς τους, αλλά από τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο... Είναι σαν να τους λένε: Εμείς έχουμε αποφασίσει το δρόμο για τη σωτηρία του ευρώ από τον κίνδυνο της διάλυσης. Κάθε παρέκκλιση από αυτό το δρόμο είναι ανεύθυνη».
Και η σύνταξη της εφημερίδας συνεχίζει: «Το πιο προφανές πρόβλημα μ' αυτή τη γραμμή σκέψης είναι ότι συνιστά παρωδία Δημοκρατίας. Αν οι πολιτικές δεν είναι δυνατό να αλλάξουν, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών, τότε οι ίδιες οι εκλογές καταντούν φάρσα. Εκφυλίζονται σε απλό επίστρωμα λαϊκής κυριαρχίας χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο».
Ουδείς μπορεί να προβλέψει ποια έκβαση θα έχει το ιταλικό πολιτικό θρίλερ που πυροδότησε το εκλογικό αποτέλεσμα. Δεν αποκλείεται ο ηγέτης της Κεντροαριστεράς, Πιερλουίτζι Μπερσάνι, ένας πολιτικός της εμπιστοσύνης του Βερολίνου, να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας με στήριξη από τον Μόντι ή και από μερίδα βουλευτών της νεοπαγούς και άκρως αντιφατικής παράταξης του κωμικού Μπέπε Γκρίλο. Ακόμη κι αν συμβεί αυτό, ο βίος μιας παρόμοιας κυβέρνησης θα είναι περιπετειώδης και πιθανότατα σύντομος. Ολοένα και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ιταλίας -υπέρογκο χρέος και χαμηλή ανταγωνιστικότητα- δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, τουλάχιστον στο βαθμό που η Γερμανία δεν αλλάζει γραμμή, κάτι που δεν φαίνεται στην ημερήσια διάταξη.
Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία είναι μια μεγάλη οικονομία -τρίτη στην Ευρώπη και μέλος του G-7-, η οποία κατάφερε, παρά τη νεοφιλελεύθερη επέλαση των προηγούμενων δεκαετιών και τη μεγάλη κρίση της τελευταίας πενταετίας, να διατηρήσει τον κορμό της βιομηχανικής της παραγωγής. Το σκληρό ευρώ και η δρακόντεια λιτότητα που επιβάλλει η Γερμανία απειλούν να εκθεμελιώσουν την ιταλική βιομηχανία, ενώ τα μεγέθη της Ιταλίας καθιστούν αδιανόητη τη διάσωση της από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης - δηλαδή με γερμανικά κυρίως κεφάλαια. Η πραγματικότητα αυτή προκαλεί βαθύ διχασμό στην ίδια την ιταλική ολιγαρχία, μέρος της οποίας αρχίζει να εξετάζει σοβαρά το ενδεχόμενο εξόδου από την Ευρωζώνη.
Αυτό το τμήμα του ιταλικού καπιταλισμού εκπροσωπεί ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, ο οποίος, τη στιγμή που επιτίθεται στη Μέρκελ, κλείνει το μάτι στον Ομπάμα, τον Κάμερον, ακόμη και τον Πούτιν - με τον οποίο έχει πολύ καλές προσωπικές σχέσεις. Όπως και να 'χει το πράγμα, αποτελεί κόλαφο για την Άνγκελα Μέρκελ και τους συμμάχους της ότι άνω του 55% των ψηφοφόρων επέλεξε κόμματα που είτε τάσσονταν κατηγορηματικά υπέρ της εξόδου από το ευρώ (περίπτωση Γκρίλο) είτε άφηναν ανοιχτό το ενδεχόμενο αποχώρησης, εάν δεν αλλάξει πολιτική η Γερμανία (περίπτωση Μπερλουσκόνι).
Ενδεχόμενη έξοδος της Ιταλίας από το ευρώ θα σημάνει το τέλος του κοινού νομίσματος, τουλάχιστον με τη σημερινή του μορφή. Σε χρόνο μηδέν, η έξοδος της Ιταλίας θα παρασύρει Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία, ενώ και η Γαλλία θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Τι ειδικό βάρος θα έχει σε μια «γερμανική Ευρώπη» χωρίς τους παραδοσιακούς, μεσογειακούς συμμάχους της η χώρα που έπαιζε διαχρονικά το ρόλο της γέφυρας ανάμεσα στον ευρωπαϊκό Βορρά και τον ευρωπαϊκό Νότο;  Ίσως γι' αυτό ο σοσιαλιστής πρόεδρος της Γαλλίας, Φρανσουά Ολάντ, πήρε σαφείς αποστάσεις από το αμόκ του Βερολίνου εναντίον των Ιταλών ψηφοφόρων, ενώ στενοί συνεργάτες του τόνιζαν ότι το μήνυμα των ιταλικών εκλογών είναι ότι επείγει να αλλάξει πολιτική η Γερμανία, αν δεν θέλει να δρομολογήσει διαλυτικές διεργασίες μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 
πηγή:  «Επίκαιρα» via ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *