Παναγιώτης Μαυροειδής, αριστερό blog
Όλο
παραδοξότητες ο κόσμος στην ταραγμένη εποχή μας. Για ένα παρκάκι σε
κατάσταση παρακμής μέσα στο κέντρο της Ισταμπούλ, πήρε φωτιά ολάκερη η
Τουρκία. Για μια αύξηση στα εισιτήρια των αστικών λεωφορείων από 7 έως
20 σεντς λαμπάδιασε η έτσι και αλλιώς θερμή Βραζιλία. Και στις δύο χώρες
δεν έλειψαν συνθήματα, πανό και σλόγκαν που μνημόνευαν τους αγώνες στην
Ελλάδα, το κίνημα Occupy the Wall Street και τις αραβικές εξεγέρσεις.
Άλλο οι αφορμές -καμιά φορά ακόμη και πιο ταπεινές- άλλο οι βαθύτερες και πραγματικές αιτίες.
Ο
Μαρξ κάπου γράφει ότι ‘’η σημαία της έναρξης μιας επανάστασης είναι
τελείως διαφορετική από τη σημαία της στιγμής όπου αυτή αναγγέλλει τη
νίκη της’’.
Μα
είναι να ανακατεύει κανείς επαναστατικά γεγονότα με αυθόρμητες και εν
πολλοίς χωρίς συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση διαμαρτυρίες; Και όμως,
αυτό είναι το υλικό των σύγχρονων εξεγέρσεων και κοινωνικών αναστατώσεων
και είναι εξαιρετικά εύφλεκτο. Ακριβώς γιατί πυροδοτείται από όλους
τους πόρους ολάκερων κοινωνιών σε βαθιά κρίση και από τη δυσαρέσκεια όλο
και λιγότερων εύπιστων ανθρώπων.
Στην Βραζιλία, γράφει η Guardian
οι διαδηλώσεις έχουν μαζικότητα και ένταση αντίστοιχη με αυτές του
τελευταίου έτους της δικτατορίας στη χώρα το 1985. Τα τρία τέταρτα των
συμμετασχόντων δηλώνουν πως είναι πρώτη φορά που συμμετέχουν σε κάτι
τέτοιο, συμπληρώνει η Wall Street Journal.
H τελευταία εφημερίδα, χρόνια τώρα υμνούσε την εκπληκτική πρόοδο των αναπτυσσόμενων χωρών (BRICS),
έχοντας σαν δείκτη την αύξηση του ΑΕΠ. Σε συμβολικό επίπεδο, αυτή η
άνοδος είχε αντανάκλαση ακόμη και στην διοργάνωση των Ολυμπιακών αγώνων
στο Πεκίνο το 2008, στην φιλοξενία του Παγκόσμιου Κυπέλλου στη Νότια
Αφρική το 2010, για να έρθει η σειρά της ανθούσας Βραζιλίας, με την
ανάληψη διεξαγωγής και των δύο μεγάλων γεγονότων/επιχειρήσεων, του
Παγκοσμίου Κυπέλλου το 2014 και των Ολυμπιακών το 2016.
Και
όμως, η Βραζιλία του καλού ποδοσφαίρου, δεν ενθουσιάστηκε, τουλάχιστον
όχι όλοι. Αντίθετα, η άλλοτε λαοπρόβλητη πρόεδρος της χώρας Dilma Rousself
γιουχαΐστηκε άγρια όταν παραβρέθηκε στον αγώνα Βραζιλίας-Ιαπωνίας στο
πλαίσιο του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών που διεξάγεται αυτές τις μέρες.
Καθόλου
παράξενο, όταν το κόστος των νέων γηπέδων και άλλων αθλητικών έργων εν
όψει των μεγάλων διοργανώσεων υπολογίζεται περίπου σε 3,68 δις δολάρια,
τρεις φορές πάνω από τους αρχικούς υπολογισμούς του 2007 και δύο φορές
πάνω από τα έξοδα του Παγκόσμιου Κυπέλλου στην Γερμανία.
Η
πιο διαδεδομένη είδηση από τη Βραζιλία, που προβλήθηκε έντονα με αφορμή
και την εκεί επίσκεψη του Τσίπρα, ήταν πως 40 εκατομμύρια άνθρωποι
βγήκαν από τη φτώχεια, χάρις σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής της διαδόχου
του Λούλα ιστορικού ηγέτη του Κόμματος Εργατών (PT).
Όμως,
η Βραζιλία είναι μια τεράστια χώρα, ηπειρωτικών διαστάσεων, με 200
εκατομμύρια πληθυσμό. Με ένα βασικό μισθό 232 ευρώ, τα νοσοκομεία
διαλυμένα, τη συγκοινωνία στις άθλιες μεγαλουπόλεις ανύπαρκτη, την
παιδεία υποχρηματοδοτούμενη, τους 41.000 κάθε χρόνο νεκρούς στο βωμό της
εγκληματικότητας, τη βαναυσότητα της αστυνομίας και την απέραντη
διαφθορά, αυτές οι ειδήσεις αντιμετωπίζονται τουλάχιστον με ειρωνεία.
Οι
υμνολογίες για την αναπτυξιακή κούρσα στην οποία αρέσκονται οι όπου γης
θιασώτες μιας κοινωνίας όπου τα πάντα μετρούνται με τον όγκο του ΑΕΠ
και διόλου με τη μοιρασιά του, δεν μπορούν να κρύψουν την εφιαλτική
κοινωνική και ταξική πόλωση στην Βραζιλία. Οι μεγάλες πόλεις θυμίζουν
μια κόλαση, με τις μυριάδες των φτωχών να συγκροτούν ένα στρατό
κολασμένων και τους πλουσιότερους να ζουν μέσα στον απόλυτο φόβο, σε
σπίτια που φυλάσσονται από ηλεκτροφόρους μαντρότοιχους. Η εικόνα
ατέλειωτων ουρών χιλιομέτρων άθλιων μικρών ΙΧ σε πόλεις υπό κατάρρευση,
όπως το Rio de Janeiro, το Sao Paolo, το Port Alegre, ή το Belo
Horizonte, συμπληρώνεται από το πλήθος ελικοπτέρων που μεταφέρουν αστούς
και μικροαστούς στα σπίτια τους και περίκλειστα πολυτελή αυτοκίνητα με
φιμέ τζάμια, γεμάτα λούσα, περιφρόνηση, αλλά και τρόμο.
Και
τούτη όμως η ανάπτυξη του τρόμου, με τη δουλειά των πολλών και τα οφέλη
για λίγους, λαχανιάζει επικίνδυνα. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ από 7,2%
το 2010, έπεσε μόλις στο 1% το 2012, ενώ την φετινή χρονιά
σταθεροποιείται επίσης χαμηλά, την ίδια στιγμή που αρχίζει η συζήτηση
για προβλήματα στην πίστωση της χώρας.
Μιλάμε
πάντα για την προικισμένη σε φυσικούς πόρους Βραζιλία, την πρώτη
εξαγωγική δύναμη στον κόσμο σε σίδηρο, σόγια, βοδινό κρέας. Μη
φανταστείτε ότι μιλάμε για μια χώρα που απλά πουλάει και σκοτώνει
πλουτοπαραγωγικές πηγές, χωρίς βιομηχανική δομή και τεχνολογία.
Αντίθετα, η petrobras, η τέως κρατική και νύν ιδιωτική εταιρεία
πετρελαίου, τρυπάει σε μεγάλα βάθη και απύθμενα πελάγη στις πέντε
ηπείρους, αυξάνοντας εντυπωσιακά τα έσοδά της από το πετρέλαιο, όπου
γής.
Την ίδια στιγμή η Βραζιλία, δεν μπορεί να ταΐσει το λαό της...
Και ο λαός της; Συχνά τον φανταζόμαστε αφιονισμένο με τη θρησκεία της μπάλας. Δεν φαίνεται να είναι έτσι.
Ο
Chateaubriand τις παραμονές της επανάστασης του 1848 στη Γαλλία,
προειδοποιούσε προφητικά: ''Προσπαθήστε να πείσετε το φτωχό όταν θα έχει
μάθει να διαβάζει και δε θα πιστεύει πλέον, όταν θα έχει την ίδια
μόρφωση με εσάς, προσπαθήστε να τον πείσετε ότι οφείλει να υποστεί όλες
τις στερήσεις ενώ ο γείτονάς του κατέχει χίλιες φορές το περιττό: η
τελευταία λύση που σας μένει είναι να τον σκοτώσετε''.
Η
πίστη για τουλάχιστον δύο επίγειους θεούς της μπάλας φαίνεται πως
κλονίστηκε στη Βραζιλία, καθώς ο κόσμος είναι οργισμένος με τα παλιά
φωτεινά αστέρια Πελέ και Ρονάλντο (μέλη της οργανωτικής επιτροπής του
Μουντιάλ 2014), που βιάστηκαν να πάρουν το μέρος της εξουσίας και να
στραφούν κατά των διαδηλώσεων. «Βούλωσέ το επιτέλους», καλεί ένας
οργισμένος Ρομάριο τον Πελέ, σε μια δήλωση που φανερώνει την αγριότητα
της αντιπαράθεσης και την θορυβώδη αποκαθήλωση των συμβόλων.
Υπό
το εκτυφλωτικό φως της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης, εκατομμύρια
δικών μας ανθρώπων, στην Αίγυπτο, την Τουρκία, την Ελλάδα, την
Βουλγαρία, τις ΗΠΑ, την Ισπανία, τη Βραζιλία και αλλού, μας δείχνουν πως
ορθώνονται, όχι μόνο επειδή πλέον διαβάζουν, αλλά επειδή μπορούν να
σκέφτονται διαφορετικά. Είναι μια παγκόσμια ανερχόμενη τάση, που
διαπερνά σαν άνεμος τα τείχη των σιδερόφραχτων καθεστώτων του κεφαλαίου,
σκορπίζοντας στους δύο κόσμους, που όλο και πολώνονται, ελπίδα και
φόβο, κατά περίπτωση.