Γιώτα Ιωαννίδου, πηγή, αριστερό blog
(με αφορμή την απεργία των καθηγητών που δεν έγινε…)
Η
εμπειρία από την απεργία των καθηγητών που δεν έγινε, μπορεί να
προσφέρει πλούσιο υλικό, για να φωτιστούν αρκετά ερωτήματα που
απασχολούν σήμερα όλους μας, σχετικά με το εργατικό κίνημα, αλλά και να
θέσει καινούργια.
Υπάρχουν τρόποι και τρόποι για να «διαβάσει» κανείς την εμπειρία.
Μπορεί
να αντλήσει στοιχεία από την πραγματικότητα για να σταθεροποιήσει τις
επιλογές του. Για παράδειγμα οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ -που δεν ήθελαν καν να
ξεκινήσει η απεργία, διεκδικώντας το ρόλο της υπεύθυνης δύναμης για
αυτό- αξιοποιούν την κατάληξη για να επιβεβαιώσουν τον -κατά τα λεγόμενά
τους- «τυχοδιωκτισμό» των Παρεμβάσεων. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, που
θέλουν να δώσουν άλλοθι στην πολιτική επιλογή του πραξικοπηματικού
κλεισίματος μιας απεργίας που αποφασίστηκε από το 92% των Γενικών
Συνελεύσεων, επισημαίνουν την αδυναμία του κόσμου και τη λογική της
ανάθεσης που τον διακατέχει, αφού από τους 86.000 που έχει ο κλάδος στις
Γ.Σ. ήρθαν μόνο… 20 – 25.000!
Μπορεί
βέβαια, να διαβάσει κανείς την εμπειρία του σαν επιβεβαίωση όσων έλεγε
και να μείνει σ’ αυτό, χαρούμενος για τη σκέψη του, παρόλο που δεν ήταν
τόσο επαρκής ώστε να νικήσει στην πράξη. Θα μπορούσαν οι Παρεμβάσεις, να
προβάλλουν τη συνέπειά τους, από την αρχή μέχρι το τέλος αυτής της
μετέωρης απόπειρας απεργίας, στο να ξεκινήσει και να αναπτυχθεί. Με βάση
αυτό να ρίξουν το ανάθεμα στους «κακούς», που εξ άλλου είναι προφανές
το φταίξιμό τους και να συνεχίσουν να μιλούν στο όνομα μιας σύγκρουσης
που δεν έγινε.
Σίγουρα,
σαν αντικαπιταλιστική αριστερά, είμαστε ικανοποιημένοι που βρεθήκαμε
στη σωστή μεριά αυτής της αναμέτρησης. Που αναπνεύσαμε μέσα σε μεγάλες
συλλογικότητες και εξαίσιες προσδοκίες. Οφείλουμε όμως να σκαλίσουμε την
πραγματικότητα και να κοιτάξουμε βασανιστικά όλες της τις όψεις ,
προσπαθώντας να απαντήσουμε στο ερώτημα: «γιατί οι αγωνιζόμενοι δεν
μπορέσαμε»; Και κυρίως «πως θα μπορέσουμε την επόμενη φορά»; Αυτή είναι η
χρησιμότητα της αντικαπιταλιστικής – επαναστατικής Αριστεράς, που
συναντιέται με την αγωνία του αγωνιζόμενου κόσμου.
Για να δούμε λοιπόν τα πράγματα που αφήσαμε πίσω μας, από αυτή τη σκοπιά.
Ήταν σωστή η επιμονή των Παρεμβάσεων για να εξασφαλίσουν την πρόταση ενός τέτοιου, αποφασιστικού αγώνα, αυτή την περίοδο;
Η καπιταλιστική κρίση και τα μνημόνια καταβαραθρώνουν ότι έμεινε ορθό.
Οι ζωές των ανθρώπων εξαθλιώνονται και το μέλλον των μαθητών
υποθηκεύεται. Οι εξετάσεις, μπροστά στις οποίες εκβιαστικά μας στρίμωξε η
κυβέρνηση, δεν μπορούσαν να αποτελούν «άβατο» και άλλοθι υποταγής. Ο
εκβιασμός δεν έπρεπε να περάσει. Οφείλαμε να σηκώσουμε το γάντι και η
απάντηση μας να σταθεί «στα ίσια» απέναντι στο μπόι της επίθεσης. Να
είναι αντίστοιχου μεγέθους και αποφασιστικότητας με αυτήν. Δεν είναι
ζήτημα κούφιας επαναστατικότητας ή τυχοδιωκτισμού. Όταν η κυβέρνηση ζητά
το «ζεστό κρέας των απολύσεων» δε μπορείς να διαπραγματεύεσαι κεφάλια,
αλλά οφείλεις να πολεμήσεις με αντίστοιχο τρόπο. Ο κόσμος ανταποκρίθηκε
ακριβώς σε αυτό και μαζικοποίησε τις Γενικές Συνελεύσεις. Γιατί ο κόσμος
απαντάει ανάλογα με τα ερωτήματα που του βάζεις, κι όταν εκτιμάει ότι
αξίζει κάτι, ρισκάρει. Κανένα αγωνιστικό σχέδιο δεν θα μπορούσε να
εξαγγελθεί αργότερα, όταν ήδη οι συνάδελφοί μας θα πήγαιναν για σφαγή
χωρίς καμιά απόπειρα αντίστασης. Οι άσφαιρες διαμαρτυρίες των 24ωρων
απεργιών, δεν συσπειρώνουν ούτε συνειδητοποιούν κανέναν. Απλά εμπεδώνουν
στον καθένα, την προσωπική του αδυναμία και δυσφημούν την έννοια του
αναγκαίου αγώνα.
Αυτή η απόφαση, μας έφερε μπροστά στην ανάγκη να «διαβάσουμε» και να κατανοήσουμε σωστά τις νέες συνθήκες της ταξικής πάλης.
Βρισκόμαστε σε μια ιστορική περίοδο επιστράτευσης πλειάδας δυνάμεων από
την αστική τάξη και τους εκπροσώπους της, σε μια καπιταλιστική
αντεπανάσταση απάντησης στην κρίση, πρωτόγνωρου βάθους και οξύτητας.
Αυτή είναι που εξαθλιώνει τη συντριπτική πλειοψηφία των εργαζόμενων και
της νεολαίας. Το αστικό πολιτικό μπλοκ εξουσίας, προκειμένου να την
εφαρμόσει αδιάλλακτα, θέτει τα ζητήματα των κοινωνικών συμμαχιών και του
πολιτικού κόστους σε δεύτερη μοίρα. Μια τόσο αντιλαϊκή – αντικοινωνική
τελικά πολιτική δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται με «νόμο και τάξη», με
καταστολή, τρομοκρατία και γύψο, με επιστράτευση κι επίταξη. Δεν ήμασταν
ανυποψίαστοι, λοιπόν. Η απόφαση μιας απεργίας, με διάρκεια και
μαχητικότητα, ήταν αναμενόμενο να μας φέρει μπροστά σε πρωτόγνωρες
καταστάσεις, συγκρούσεις και αναμετρήσεις. Το κεφάλαιο, η αστική
εξουσία, η ΕΕ, το ΔΝΤ, τα ΜΜΕ, το αστικό μπλοκ, η συγκυβέρνηση, δεν θα
σταματούσαν μπροστά σε τίποτα προκειμένου να περάσουν την πολιτική τους,
γιατί γι αυτούς είναι ζήτημα «ζωής και θανάτου». Αυτό επιβεβαίωσε και η
εμπειρία από τις προσπάθειες των τελευταίων αγώνων, στη Χαλυβουργία,
τους ναυτεργάτες και το ΜΕΤΡΟ. Ανάλογα με το αν θα αναγνωρίσουμε έτσι ή αλλιώς τον αντίπαλο και τον τρόπο δράσης του, θα κάνουμε και τις αντίστοιχες επιλογές.
Για παράδειγμα οι ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ, έχουν δεσμούς αίματος με το αστικό
μπλοκ. Θεωρούν την πολιτική που ακολουθεί ίσως σε μερικά σημεία ακραία
αλλά αναπόφευκτη. Ήταν βέβαιο ότι η διαμαρτυρία τους για την σκληρότητα
των μέτρων δεν θα έφτανε στο σημείο αμφισβήτησης της κυβερνητικής
πολιτικής συνολικά και πολύ περισσότερο της κυβέρνησης. Ο ΣΥΡΙΖΑ και οι
δυνάμεις του, από την άλλη μεριά, αρνούνται να αναγνωρίσουν έτσι τον
αντίπαλο και εξακολουθούν να εμπιστεύονται τις διαδικασίες της
ρημαγμένης «κοινοβουλευτικής» νομιμότητας, της «άλλης κυβέρνησης» και
της ευρωπαϊκής ασφάλειας, ως λυδίας λίθου των εξελίξεων. Αυτή είναι η
προτεραιότητά τους και τοποθετούν τον κοινωνικό αγώνα σε αναγκαίο αλλά
δεύτερο ρόλο. Δε θα μπορούσαν να επιλέξουν τη σύγκρουση με την
κυβέρνηση, υπονομεύοντας τη λογική του «ώριμου φρούτου» με την οποία
βαδίζουν και οικοδομούν συμμαχίες. Το ΚΚΕ όπως και άλλα κομμάτια της
αριστεράς αναγνωρίζουν τον αντίπαλο, σαν αναφορά στο επίπεδο της
ανάλυσης ή στα προγράμματα και στο πλαίσιο της πολιτικής ταυτότητας των
σχημάτων ή των παρατάξεών τους, αλλά όχι στους στόχους πάλης και στη
μάχη γι αυτούς.
Αν
λοιπόν, κατανοούμε τη φύση του αντίπαλου που έχουμε απέναντί μας, την
στρατηγική και την τακτική του, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι κάθε
αναμέτρηση θα παίρνει μεγάλη οξύτητα, εξαιτίας τους, και η κυβερνητική
επίθεση θα ξεδιπλώνεται σε πολύ γρήγορο χρόνο. Γιατί αφού είναι έτσι τα
πράγματα εμείς εξακολουθούμε να δρούμε περίπου όπως πριν, σαν να μην
έχει αλλάξει τίποτε; Η απάντηση στο ερώτημα της αναγνώρισης του
αντιπάλου δε μπορεί παρά να σημαίνει και αλλαγή προτεραιοτήτων, επιλογών
και προετοιμασίας δικής μας για τέτοιου είδους αναμετρήσεις.
Η
κυβέρνηση, πιστή στην στρατηγική της από την άλλη μεριά δε διστάζει
μπροστά σε τίποτα, ούτε σε αυτό το καθαγιασμένο σύνταγμα και συνεχίζει
να αιφνιδιάζει ακόμη και με μίνι συνταγματικές εκτροπές. Η προληπτική, πολιτική επιστράτευση
ήταν σε τέτοια κατεύθυνση. Δεν ήθελε με αυτήν να κάνει μόνο επίδειξη
κύρους με την απρόσκοπτη διενέργεια των εξετάσεων, όπως ακριβώς τις είχε
ανακοινώσει. Ούτε απλά να χαϊδέψει τα συντηρητικά αντανακλαστικά της
κοινωνίας αποδεικνύοντας ότι «νόμος και τάξη βασιλεύουν σε αυτή τη
χώρα». Πρόκειται για μέτρο που σχετίζεται τόσο με τη σιδερένια φτέρνα
της επιβολής της πολιτικής τους στους εργαζόμενους και την κοινωνία όσο
και με το φόβο της αντίδρασης αυτής της κοινωνίας. Πρόκειται για δύο
όψεις, που πάνε χέρι – χέρι. Επιδεικνύουν πυγμή για να περάσουν τα μέτρα
από τη μια και να μην αφήσουν καμιά χαραμάδα υποσχόμενης πίεσης αλλά
και για να κόψουν το φυτίλι που μπορεί να πυροδοτήσει την κοινωνική
αγανάκτηση, το εύφλεκτο κοινωνικό υλικό που έχει συσσωρεύσει η
πολιτική τους. Είδαν ότι η επίθεσή τους και η αποτυχία ενεργοποίησης του
κοινωνικού αυτοματισμού, μετά το αρχικό μούδιασμα, συσπείρωνε τους
καθηγητές. Ότι η κοινωνία άρχισε να κρεμά προσδοκίες στον αγώνα αυτό –
κυρίως τα κομμάτια της νεολαίας και των φοιτητών (θυμηθείτε τις οδηγίες
του Μόρισον, στελέχους του ΟΟΣΑ, ότι οι εκπαιδευτικές κινητοποιήσεις
γίνονται επικίνδυνες όταν συναντιούνται με μαθητές και φοιτητές). Και
βγήκαν να κόψουν το δρόμο προς τις γενικές συνελεύσεις και την
«κοινωνικοποίηση» του αγώνα, με την βοήθεια των κυβερνητικών
συνδικαλιστών που σάλπιζαν υποχώρηση με τη γνωστή ρήση «θα γυρίσουμε
πίσω με ψηλά το κεφάλι».
Η δυναμική των διαθέσεων του κόσμου, φόβισε πολλούς.
Πολλές φορές μιλάμε για συμπυκνωμένο χρόνο, για τομές και ασυνέχειες
στην ταξική πάλη. Όταν ανακοινώθηκαν τα μέτρα της κυβέρνησης, πριν τη
μεγάλη εβδομάδα, οδήγησαν σε μια σχετικά μικρής μαζικότητας συγκέντρωση
του κόσμου την Κυριακή των Βαΐων στο Σύνταγμα. Τίποτε δεν προεικόνιζε το
τι θα συνέβαινε. Ίσα-ίσα που ξεκινούσε η Μεγάλη Εβδομάδα με τα σχολεία
κλειστά και τα ΜΜΕ να κατεργάζονται συνειδήσεις. Ο κοινωνικός
αυτοματισμός προετοιμάζονταν να εισβάλλει στο προσκήνιο. Η κοινωνία
διχάστηκε. Δεν πήραν όλοι όμως τη θέση που θα ήθελε η κυβέρνηση. Η
επιστράτευση μαζικοποίησε τις Γενικές Συνελεύσεις και την κοινωνική
συμπόρευση. Πήγαμε σε Γενικές Συνελεύσεις που ξεπερνούσαν κατά πολύ την
καλύτερη εκδοχή της προηγούμενης κατάστασης μας. Στην ΕΛΜΕ της Α Δυτικής
Αττικής, όπου διδάσκουν 900 - 1000 καθηγητές και ψήφισαν στις εκλογές
360, με 450 περίπου μέλη στο σωματείο, ήρθαν στη ΓΣ 300. Η οξύτητα της
επίθεσης και του θαψίματος εργατικών δικαιωμάτων αλλά και ανθρώπινων
δυνάμεων, θα φέρνει στην επιφάνεια απότομα πλατιές μάζες που θα
ριζοσπαστικοποιούνται γρήγορα. Θα είναι φυσικά αμύητες σε διαδικασίες,
σχέδια, και δεν θα προσφέρουν εγγυήσεις «οργανωμένου στρατού» έτοιμου να
δώσει τη μάχη. Αλλά θα έρθει αυτός ο κόσμος με την προσδοκία να δώσει
τον αγώνα. Με ταλαντεύσεις και αποφασιστικότητα, με βεβαιότητα κι
αμφιβολία. Αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει η αντικαπιταλιστική αριστερά να
τον φοβηθεί. Δεν είναι ο γνωστός μυημένος και πιο εύκολα διαχειρίσιμος
κόσμος. Δεν έχει τους δικούς της κώδικες συνεννόησης. Η Αριστερά είναι
χρήσιμη όταν αναπνέει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο, αλλά δεν φτάνει αυτό.
Οφείλει να μπει μπροστά και να καλύψει τις απαιτήσεις πολιτικοποίησης
και οργάνωσης του, για να δώσει τη μάχη. Οφείλει να δώσει
αποφασιστικότητα στους ταλαντευόμενους κι όχι ταλάντευση στους
αποφασισμένους. Οφείλει να βαδίσει με τη σοφία των κινδύνων αλλά και με
τη μαχητικότητα των δυνατοτήτων.
Έχουμε επίγνωση της κατάστασης. Αντιλαμβανόμαστε ότι όλα αυτά τα συζητάμε σε συνθήκες κρίσης και του εργατικού κινήματος. Είναι κρίση πολιτικής ταυτότητας.
Έχει φύγει από τον ορίζοντα της εργατικής πάλης το ζήτημα της συνολικής
εξουσίας και της αντιπαράθεσης με την αστική τάξη για την επαναστατική
σύγκρουση και την κοινωνική απελευθέρωση, που είχε στις σημαίες του τις
πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Η ταξική πάλη, στην καλύτερη των
περιπτώσεων, νοείται, με όριο τη διαπραγμάτευση της τιμής της εργατικής
δύναμης ή των όρων παροχής εργασίας. Ιδίως για το Δημόσιο τομέα, οι
αγώνες του προηγούμενου διαστήματος είχαν σαν όριο το πλαίσιο κάποιων
κοινωνικών συμβολαίων, που καθόριζαν πως είναι η παιδεία, η υγεία κλπ Το εργατικό κίνημα (γενικά, δεν αναφέρομαι στενά στο συνδικαλιστικό) είναι ιδεολογικά ανεπαρκές με
πολλαπλά βαρίδια όπως την αποδοχή της ανταγωνιστικότητας, της
παραγωγικότητας, της σύνδεσης της εκπαίδευσης με τις αξίες του κέρδους
και της αγοράς, τη γνώση – εμπόρευμα, μέχρι την απαξιωμένη εκπαιδευτική
διαδικασία και τον εξεταστικό μινώταυρο. Υπάρχει κρίση στις δομές του εργατικού κινήματος, στις συλλογικές του διαδικασίες,
στα συνδικάτα αλλά και στις ομοσπονδίες, στις ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ, με
διαφορετική βέβαια ποιότητα σε κάθε επίπεδο. Από τη γραφειοκρατικοποίηση
και την ανάθεση, τον κυβερνητικό – εργοδοτικό συνδικαλισμό μέχρι τους
εκπρόσωπους της αστικής πολιτικής ή λογικής μέσα στο εργατικό κίνημα κι
όχι το ανάποδο στα κορυφαία, συνδικαλιστικά στελέχη. Έχει υποχωρήσει η ικανότητα συσπείρωσης και οργάνωσης
των εργαζόμενων και της τάξης. Να μην ξεχνάμε τα μηδαμινά ποσοστά
συνδικαλισμένων εργαζόμενων στον ιδιωτικό τομέα. Στο Δημόσιο, η
κατάσταση διαφέρει κυρίως όσον αφορά αυτά τα ποσοστά. Ιδιαίτερα και σε σχέση με τα παραπάνω για τους καθηγητές
υπάρχουν κάποιες αξιοσημείωτες αντοχές στο κίνημά τους. Πρόκειται για
ένα κλάδο περίπου 86.000 εργαζομένων, με πάνω από το μισό να συμμετέχουν
σε κάποια εκλογική διαδικασία. Υπάρχουν 86 πρωτοβάθμια σωματεία -ΕΛΜΕ
σε όλη τη χώρα, με αποφασιστικό όργανο τη Γενική Συνέλευση προέδρων όπου
-μέχρι τελευταία- μεταφέρονταν οι αποφάσεις των Γενικών Συνελεύσεων.
Στη
βάση των παραπάνω σκέψεων, οφείλουμε να δούμε ορισμένα καθήκοντα για το
εργατικό κίνημα που αποκτούν επείγοντα χαρακτήρα, στις συνθήκες όξυνσης
της καπιταλιστικής κρίσης.
Απέναντι σε έναν πολιτικά οξύ αντίπαλο υπάρχει ανάγκη να ορθωθεί ένα εξ ίσου πολιτικά επαρκές εργατικό κίνημα.
Ιδίως, για την αντικαπιταλιστική, επαναστατική αριστερά που βλέπει την
εργατική τάξη, τους εργαζόμενους και τη νεολαία, σαν υποκείμενα της
ανατροπής και της επανάστασης. Η ανάγκη πολιτικοποίησης του εργατικού
κινήματος, σημαίνει την τοποθέτησή του στην κεντρική γραμμή της ταξικής
πάλης ενάντια στην αστική εξουσία κι όχι μόνο στα υποπροϊόντα της και
τον οικονομισμό. Δε σημαίνει απλή παράθεση των ενόχων και της
καπιταλιστικής κρίσης ή επιμονή της αναφοράς σε πλαίσια και προγράμματα.
Αυτή η συζήτηση πρέπει να γίνεται επί της ουσίας δηλαδή να δίνει όπλα
εξήγησης στον κόσμο κι όχι απλά να δηλώνει την πολιτική ταυτότητα της
αριστεράς που αυτός πρέπει να εμπιστευτεί. Αυτός είναι και ένας από τους
πυλώνες που η ανάθεση ζει και βασιλεύει, πέρα από κακές προθέσεις. Η
πολιτική πρέπει να συνδέεται και να αφορά την καθημερινή ζωή, την
επιβίωση και το πώς θα ζήσουμε καλύτερα. Η πολιτική πρόταση πρέπει να
συναντά τους στόχους πάλης και να δείχνει πως μπορούν να επιτευχθούν, με
τη νίκη των εργαζόμενων. Να είναι η βάση συνειδητοποίησης του κόσμου,
της αυτοπεποίθησής του και της ικανότητάς του να ορθωθεί. Για να γίνεται
η ίδια η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι ικανοί να εκβιάζουν την
κυβέρνηση και τους εργοδότες και να δημιουργούν ρωγμές στην πολιτική
τους αλλά και για τη συνολικότερη σύγκρουση και ανατροπή της αστικής
εξουσίας, την χειραφέτηση και απελευθέρωσή τους.
Σε
αυτήν την κατεύθυνση απαιτείται ανασυγκρότηση με επείγοντα ρυθμό, των
παλιών μορφών οργάνωσης της εργατικής τάξης καθώς και δημιουργία νέων
που να ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα (ανεργία, διάλυση δημόσιου,
νέες σχέσεις εργασίας με πολυδιάσπαση εργαζόμενων κλπ). Η προσπάθεια
αυτή για να έχει στοιχειώδη δυνατότητα να πετύχει, χρειάζεται να γίνεται
σε πλήρη διάσταση από τον κυβερνητικό – εργοδοτικό συνδικαλισμό και
στον αντίποδά του. Η ταξική ανασυγκρότηση των συνδικάτων και η
αναγέννηση των συλλογικών διαδικασιών και της δημοκρατίας τους, πρέπει
να αποτελούν το κέντρο βάρους των προσπαθειών. Γενικές Συνελεύσεις, αλλά
και επιτροπές αγώνα, απεργιακές επιτροπές, ομάδες περιφρούρησης, ομάδες
αλληλεγγύης, προπαγάνδας και ότι άλλο εφευρίσκουν οι αγωνιζόμενοι.
Χωρίς να χάνεται χρόνος με τους αναγκαίους εκβιασμούς προς ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ,
να κατανοήσουμε ότι από τη στιγμή που έχουν περάσει στο αντίπαλο
στρατόπεδο είναι όχι απλά αυταπάτη αλλά επικίνδυνο να τους αναγνωρίζουμε
το δικαίωμα εκπροσώπησης εργαζομένων και να τους νομιμοποιούμε. Να
επιλέξουμε άλλη κατεύθυνση κίνησης των προσπαθειών μας. Του οριζόντιου
συντονισμού όλων των Γενικών Συνελεύσεων, του κέντρου αγώνα, του
συντονισμού των συντονισμών που μπορεί να τροφοδοτήσει και την
ουσιαστική λειτουργία δημοκρατικών δομών (όπως στην ΟΛΜΕ) και να μην την
καθιστά βαρίδι Τα ΔΣ πρέπει να διαταχθούν σε αυτές τις προτεραιότητες
κι όχι στη διεκπεραίωση και τη διαχείριση υποθέσεων, πολλές φορές και
μέσω των ΠΥΣΔΕ. Η αναμέτρηση θα είναι κεντρική και οξύτατη. Τα
αποτελέσματα και της πιο αγωνιστικής διαχείρισης γρήγορα θα σαρωθούν, ως
μη υπάρχοντα. Ο αγώνας πρέπει να βρίσκεται στα χέρια των αγωνιζόμενων.
Να αμφισβητήσουμε τις συνδικαλιστικές ηγεσίες που αναγνωρίζουν στον
εαυτό τους το δικαίωμα να αλλάζουν αποφάσεις Γενικών Συνελεύσεων.
Τα
πράγματα δεν θα εξελίσσονται γραμμικά. Η λογική που βλέπει πρώτα να
συμβαίνει η ανασυγκρότηση του κινήματος, μετά η ιδεολογική προετοιμασία
και μετά η επανάσταση, ή και αντίστροφα, έχει από καιρό σαρωθεί. Ποτέ
δεν προχώρησε εξ αλλού έτσι η ιστορία, αλλά με τομές και ασυνέχειες.
Υπάρχουν κρίσιμες στιγμές που η αποφασιστικότητα θα
κρίνει, όλες τις παραπάνω συγκροτήσεις και θα τις προχωρά σε ανώτερο
επίπεδο ή θα τις εξαφανίζει. Στη διάρκεια του νεολαιίστικου, εξεγερτικού
Δεκέμβρη του 2008, ο συντονισμός πρωτοβάθμιων σωματείων δημόσιου και
ιδιωτικού τομέα, αποτελούσε μια επιλογή που ελάχιστα σωματεία είχαν
ακολουθήσει. Όταν, όμως η ΓΣΕΕ ακύρωσε το εργατικό συλλαλητήριο λόγω των
κυβερνητικών απειλών για κήρυξη καθεστώτος έκτακτης ανάγκης, ο
συντονισμός μπήκε μπροστά και οδήγησε 10.000 εργαζόμενους στο Σύνταγμα.
Αυτός πήρε στους ώμους του την υπόθεση Κούνεβα. Πρέπει να υπάρχει
προετοιμασία αλλά και αποφασιστικότητα τη στιγμή της πλημμυρίδας, ώστε
να συγκροτούνται όροι και προϋποθέσεις με άλματα και στη συνείδηση και
στο χρόνο κι όχι η λειψή προετοιμασία να αποτελεί άλλοθι υποχώρησης όταν
ο κόσμος έχει βγει στο προσκήνιο. «Δε ξέρω τι θα συμβεί αύριο! Αλλά
σήμερα είναι μια καινούργια μέρα και είμαστε όλοι και όλες καινούριοι
άνθρωποι», λένε οι εξεγερμένοι από την πλατεία Ταξίμ.
Θα
ήταν σίγουρα βολικό αν αρχίζαμε έναν αγώνα υπό την προϋπόθεση ότι οι
πιθανότητές μας είναι απολύτως ευνοϊκές. Οι άνθρωποι, όμως κάνουν την
ιστορία σε συνθήκες που δεν διάλεξαν αυτοί. Η Αριστερά που βλέπει τους
όρους της νίκης να δημιουργούνται τελικά, έξω από το καμίνι της ταξικής
πάλης, στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους ή στις επαναστατικές
επικλήσεις, είναι τραγικά ανεπαρκής για την οξύτητα της αναμέτρησης. Η
Αριστερά οφείλει να προετοιμάζεται και να δρα αποφασιστικά κι όχι να
αναζητά εγγυήσεις. Είναι και η δική της επάρκεια, προϋπόθεση για τη νίκη
του εργατικού κινήματος. Η κοινοβουλευτική Αριστερά του 31%,
στάθηκε λίγη στον αγώνα των καθηγητών, ακυρώνοντας τις προσδοκίες πολλών
αγωνιστών. Όχι γιατί αναμετρήθηκε και απέτυχε. Τουλάχιστον έτσι θα
κέρδιζε το σεβασμό τους.
Σίγουρα
σε κάθε κρίσιμη στιγμή δεν μπορείς να πηδήξεις πάνω από το μπόι της
προετοιμασίας σου αλλά μπορείς να το ψηλώσεις κι άλλο. Έχει σημασία στον
κοινωνικό πόλεμο να κερδίζουμε μάχες ή να ανοίγουμε ρωγμές στην
κυβερνητική πολιτική. Για τη ζωή μας αλλά και για την ικανότητά μας να
νικήσουμε στη μεγάλη αναμέτρηση. Θα ακολουθήσουν κι άλλες μάχες,
βάζοντας ποιοτικά νέα ερωτήματα. Έτσι θα προχωρά η ιστορία. Χωρίς να την
κουβαλάμε στις πλάτες μας σαν ιστορία των επιλογών των άλλων, αλλά
γράφοντάς την εμείς και αλλάζοντας τη ζωή μας.
*ομιλία στις ΑΝΑΙΡΕΣΕΙΣ 2013
εδώ τα βίντεο όλων των ομιλιών: