Με μια γενική ιδεολογική καταγγελία του φασισμού δεν απαντά κανείς
στους μακρόχρονα ανέργους και σ’όσους πεινούν, τονίζει στο Πριν ο
Δημήτρης Κουσουρής, προτάσσοντας ως προτεραιότητα την οργάνωση δομών
αλληλεγγύης για να μπει ανάχωμα στην ακροδεξιά.
Συνέντευξη στον Γιώργο Λαουτάρη
– Πριν 15 χρόνια, όταν σημειώθηκε η δολοφονική επίθεση
εναντίον σας, η Χρυσή Αυγή ήταν μια εντελώς περιθωριακή οργάνωση, ενώ
σήμερα είναι κομμάτι του κεντρικού πολιτικού σκηνικού. Δεν θα περίμενε
κανείς ότι η είσοδος στη Βουλή θα ωθούσε το κόμμα αυτό σε μια
περισσότερο νομότυπη δράση;
– Με κανέναν τρόπο. Η νομιμοποίηση μιας πολιτικής αντίληψης σε πλατιά
κοινωνικά στρώματα, ποτέ δεν σήμαινε άμβλυνση των χαρακτηριστικών της.
Και στην Ελλάδα μετά τις εκλογές του 2012, αναπτύχθηκε η φιλολογία ότι ο
κόσμος θα καταλάβει το βίαιο πρόσωπο της Χρυσής Αυγής και θα
απομακρυνθεί. Αυτό ήταν τουλάχιστον αφελές.
Στο βαθμό που η
καπιταλιστική κρίση συνεχίζει να πλήττει ένα τεράστιο τμήμα της
ελληνικής κοινωνίας οδηγώντας το στην εξαθλίωση, φτωχοποίηση,
προλεταριοποίηση, συνεχίζουν να υπάρχουν οι όροι και το έδαφος πάνω στο
οποίο αναπτύσσεται ο φασισμός.
– Η δολοφονία του Παύλου Φύσσα είχε πολιτικό κίνητρο;
– Ήταν μια πολιτική δολοφονία που είχε προαναγγελθεί από τη Χρυσή
Αυγή στις εργατικές γειτονιές του Πειραιά. Ήταν θέμα χρόνου το πότε θα
συνέβαινε κάτι τέτοιο. Από την ταχύτητα αντίδρασης της ίδιας της
κυβέρνησης είναι σαφές ότι κι εκείνοι το γνώριζαν και είχαν ετοιμαστεί
για να διαχειριστούν την κατάσταση αναλόγως.
– Αν αύριο μπουν φυλακή κάποιοι βουλευτές ή στελέχη της Χρυσής Αυγής, δεν θα έχει γίνει ένα βήμα για τη λύση του προβλήματος;
– Θα έχουν αλλάξει σαφώς οι όροι του παιχνιδιού, μα είναι αυταπάτη να
πιστεύει κανείς κάτι τέτοιο. Είτε κηρύξουν τη Χρυσή Αυγή εκτός νόμου,
είτε ενεργοποιήσουν τον αντιτρομοκρατικό ή χρησιμοποιήσουν απλά τον
ποινικό κώδικα για να στείλουν κάποιους στη φυλακή, θα απέχουμε ακόμα
πολύ από το να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία. Νομίζω ότι η δολοφονία
του Παύλου Φύσσα, ενός παιδιού της εργατικής τάξης στρατευμένου στην
υπόθεση της κοινωνικής χειραφέτησης, φέρνει στο προσκήνιο το μέγεθος της
ζημιάς που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια. Σε αυτή τη μεταβατική
περίοδο που δείχνει να ολοκληρώνει την ιστορική ήττα του εργατικού
κινήματος όπως το γνωρίσαμε ως τώρα, ο διαλυμένος κοινωνικός ιστός και
δημόσιος χώρος των φτωχογειτονιών όπου η ανεργία κι η ανέχεια είναι ο
κανόνας για τη συντριπτική πλειοψηφία νέων ή γέρων, θα γινόταν έτσι κι
αλλιώς το σκηνικό επί του οποίου αναλαμβάνουν δράση μπράβοι, χαφιέδες
και συμμορίες κάθε είδους. Η παραβίαση των κανόνων του κοινοβουλευτισμού
από τους ίδιους τους επίσημους φορείς του, το απότομο στένεμα της
δημοκρατικής νομιμότητας με την ντε φάκτο κατάργηση βασικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων, τα βαθιά ερείσματα που διαθέτει αδιάλειπτα εδώ
και δεκαετίες η ακροδεξιά στο εσωτερικό του κρατικού μηχανισμού, σε
συνδυασμό με την αντιδραστική, ρατσιστική στροφή κυβέρνησης και ΜΜΕ και
την κατάρρευση των δυο βασικών πυλώνων της αστικής πολιτικής,
δημιούργησαν τους όρους ούτως ώστε να είναι η Χρυσή Αυγή εκείνη που
παρέχει πολιτική κάλυψη και ιδεολογική ταυτότητα σε αυτές τις συμμορίες,
οργανώνοντάς τες γύρω από τις δυνάμεις που διαθέτουν και διακινούν τον
πλούτο και στρέφοντάς τις ενάντια στους εναπομείναντες θύλακες οργάνωσης
και αντίστασης του κόσμου της δουλειάς. Τα αστικά επιτελεία ασφαλώς
γνωρίζουν πόσο ρευστές είναι οι πολιτικές ταυτότητες που συγκροτούνται
στις παρούσες συνθήκες. Είναι σαφές ότι μετά τη δολοφονία η κυβέρνηση
προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο και την πρωτοβουλία των κινήσεων και
να δώσει μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση, δεξιά, αριστερά, μέσα και έξω από
τη χώρα.
– Η αυξημένη επιρροή της Χρυσής Αυγής είναι συγκυριακό φαινόμενο ή ήρθε για να μείνει;
– Αυτό θα εξαρτηθεί από τον καθένα από εμάς κι όλους μαζί. Η Χρυσή
Αυγή είναι ένα από τα πολλά πρόσωπα του φασισμού, το πιο αποκρουστικό
από όσα έχουμε δει μετά τη μεταπολίτευση. Σε κάθε περίπτωση, το αμέσως
επόμενο διάστημα θα επιχειρηθεί ο προσεταιρισμός της εκλογικής της βάσης
στην κατεύθυνση του ελέγχου του νόμιμου ή παράνομου ένοπλου βραχίονα
του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας. Άρα η Χρυσή Αυγή μπορεί και να
εξαφανιστεί, όχι όμως και ο φασισμός, όσο παραμένει και διευρύνεται η
σφαίρα ανομίας μέσα στην οποία η ντόπια και διεθνής ολιγαρχία του
πλούτου εδραιώνει διά της ωμής βίας την κυριαρχία της εις βάρος των
εργαζομένων.
– Εδώ και αρκετό καιρό βιβλία,
άρθρα, εκπομπές έχουν φωτίσει από όλες τις πλευρές τις ναζιστικές
αναφορές της Χρυσής Αυγής. Πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι αυτή η
επιχειρηματολογία δεν πείθει;
– Η ιδεολογικοποίηση του πολιτικού αγώνα είναι μια όψη της αστικής
πολιτικής που βόλεψε τους δημοσιογράφους του λεγόμενου «δημοκρατικού
τόξου» και γέννησε πολλές αυταπάτες και στην Αριστερά. Πώς μπορεί κανείς
με μια γενική, ιδεολογική καταγγελία να απαντήσει στους μακρόχρονα
ανέργους, σ’ όσους πεινούν και τρώνε στα συσσίτια της εκκλησίας, σ’
όσους κοιμούνται στο κρύο και στο σκοτάδι, στους νέους για τους οποίους
το μέλλον παραμένει ερμητικά κλειστό; Η καταγγελία κι η αποκάλυψη του
ναζισμού είναι μεν εκ των ων ουκ άνευ, ωστόσο ότι αυτό θα αρκούσε είναι
βαθιά αυταπάτη, όπως αποδείχτηκε τα τελευταία τρία χρόνια. Και ως
γνωστόν, το να επιμένεις να δοκιμάζεις τις ίδιες μεθόδους περιμένοντας
διαφορετικά αποτελέσματα είναι ίδιον της παράνοιας ή της ανοησίας.
Ιστορικά ο φασισμός γεννήθηκε σαν μαζικό ρεύμα της αντεπανάστασης από
την ήττα του εργατικού κινήματος στο μεσοπόλεμο κι αναγεννήθηκε ως
«σκοτεινή πλευρά» του νεοφιλελευθερισμού μετά την υποχώρηση του
εργατικού κινήματος που ακολούθησε την κρίση της δεκαετίας του 1970. Δυο
δεκαετίες μετά το θρίαμβο του νεοφιλελεύθερου κοινοβουλευτισμού, η
κρίση έχει στενέψει δραματικά τις δυνατότητες διατήρησης και διαχείρισης
του στάτους κβο με αμιγώς κοινοβουλευτικά μέσα στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ,
στην Κίνα ή στην Αίγυπτο. Ο φασισμός ανακάμπτει ως εξουσιαστική λύση
στην ευρωπαϊκή του κοιτίδα, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία, στη Νορβηγία,
στη Γαλλία και αλλού. Ο στόχος του είναι και πάλι η εδραίωση της ήττας
και της διάλυσης του εργατικού κινήματος. Κι άρα η μεταβλητή που θα
κρίνει το χαρακτήρα της αναμέτρησης και την τελική του έκβαση, τώρα όπως
και τότε, είναι η πραγματική κατάσταση και οργάνωση των προλεταρίων. Το
ιστορικό στοίχημα του καιρού μας βρίσκεται λοιπόν ανάμεσα σε μια μακρά
νύχτα παγκόσμιας αυταρχικής κυριαρχίας των δυνάμεων του κεφαλαίου και
στην αναγέννηση του εργατικού κινήματος, σε ρήξη με το φασισμό αλλά και
με τις δυνάμεις του κεφαλαίου που τον γεννούν, τον συντηρούν και τον
δυναμώνουν.
– Πώς πρέπει να αντιδράσει η Αριστερά;
– Οι διαφορετικές δυνάμεις της Αριστεράς επέλεξαν πολύ συχνά μια
αμυντική στάση διατήρησης του λιγοστού χώρου πολιτικής δράσης που
απομένει διαθέσιμος ή την παλιά καλή υπεκφυγή της επίκλησης κάποιου
αφηρημένου σχεδίου εργατικής χειραφέτησης μακριά από την πραγματική
κίνηση των κοινωνικών υποκειμένων ενός τέτοιου σχεδίου. Αν θέλουμε όμως
πραγματικά να μιλήσουμε για τσάκισμα του μαζικού φασιστικού ρεύματος που
έχει συγκροτηθεί, είναι καιρός να οργανώσουμε την αλληλεγγύη, την
αντίσταση εργαζομένων και ανέργων.
– Πόσους χωράει το αντιφασιστικό μέτωπο;
– Αν συμφωνούμε πως ο φασισμός είναι μια ακραία, αυταρχική εκδοχή του
καπιταλισμού και μια κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στους μεγάλους και τους
μικρούς ιδιοκτήτες για την υπεράσπιση των κυρίαρχων σχέσεων
ιδιοκτησίας, τότε ξεκαθαρίζουμε πρώτα απ’ όλα τα ταξικά, εργατικά
χαρακτηριστικά του αντιφασιστικού μετώπου. Χωράει πολλούς λοιπόν, την
εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Σε αυτή τη βάση, η οργάνωση της
αντιφασιστικής δράσης αποτελεί ευθύνη όλων όσοι σκέφτονται και δρουν
αντιπαραθετικά με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, στις τοπικές
πρωτοβουλίες, συνελεύσεις, στις αμέτρητες διαδικτυακές ή έντυπες
εκδοτικές απόπειρες, στις δομές αλληλεγγύης, λαϊκής αυτοοργάνωσης και
συνεργατικής οικονομίας, σε μαθητικούς και φοιτητικούς συλλόγους,
εργατικά σωματεία και λέσχες, που είτε είναι πολιτικά ανένταχτοι είτε
κινούνται στους χώρους του ΣΥΡΙΖΑ, του ΚΚΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή του
αναρχοσυνδικαλισμού. Κι αν από την άλλη, φασισμός είναι τόσο τα
ναζιστικά τάγματα εφόδου όσο και το καθεστώς έκτακτης ανάγκης όπου η
κυβέρνηση νομοθετεί πέρα από κάθε λαϊκό έλεγχο και οι δυνάμεις
καταστολής δρουν ανεξέλεγκτα ενάντια στο λαϊκό κίνημα καταλύοντας κατά
βούληση συνταγματικά κατοχυρωμένες ελευθερίες. Οπότε, ένα αντιφασιστικό
μέτωπο εξ ορισμού αποκλείει όσους συναινούν, τροφοδοτούν ή
διαχειρίζονται αυτήν την πραγματικότητα.
– Αν πηγή της κρίσης είναι η κυβερνητική πολιτική, μια εναλλαγή στην κυβέρνηση από μια αριστερή δύναμη θα ήταν κάποια απάντηση;
– Χρησιμοποιώντας το φόβο ως τεχνική κυριαρχίας, τα αστικά επιτελεία
επιχειρούν σήμερα να σταθεροποιήσουν το πολιτικό σύστημα μαντρώνοντας τα
αριστερά και δεξιά «άκρα» στα κόμματα του λεγόμενου συνταγματικού
τόξου. Η στρατηγική της έντασης στοχεύει να καταστήσει σαφές πως στο
βαθμό που θα επιχειρήσει να αναμετρηθεί σε βάθος με τα στηρίγματα του
φασισμού στον κρατικό μηχανισμό, την αστυνομία, το στρατό κ.ο.κ. και να
αναδιαπραγματευθεί τη θέση της χώρας στην ΕΕ και την ευρωζώνη, μια
αριστερή κυβέρνηση θα είναι αναμφίβολα καλύτερη από την αυταρχική δεξιά
του Σαμαρά. Αυτή η παραδοχή περιέχει ωστόσο πολλές παγίδες, επειδή είναι
εξαιρετικά αμφίβολο το αν μπορεί να διαμορφωθεί μια κοινοβουλευτική
αριστερή πλειοψηφία, όσο οι δυνάμεις του παλαιοκομματικού, μνημονιακού
μπλοκ κρατάνε το μαχαίρι και το καρπούζι καταστρατηγώντας τους κανόνες
του πολιτικού παιχνιδιού που οι ίδιοι έθεσαν. Επειδή, ακόμα και αν
συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο έλεγχος ενός κρατικού μηχανισμού διαβρωμένου
από την ακροδεξιά και γεμάτου από πραιτωριανούς του «παλαιού καθεστώτος»
θα ήταν εξαιρετικά δύσκολος. Τέλος, επειδή, όπως το έχει αποδείξει
επανειλημμένα η καθ’ ημάς ιστορική εμπειρία, κάθε φορά που, σε συνθήκες
κλονισμού της αστικής κυριαρχίας, οι δυνάμεις της Αριστεράς εγκατέλειψαν
την προοπτική της ρήξης με τον καπιταλισμό και το πρόταγμα ενός σχεδίου
κοινωνικής χειραφέτησης κι αυτοεγκλωβίστηκαν μετά τη Βάρκιζα, τα
Ιουλιανά, τη Μεταπολίτευση, σε μια γραμμή υπεράσπισης της δημοκρατικής
νομιμότητας, οδηγήθηκαν με μαθηματική ακρίβεια στη φυσική και πολιτική
εξόντωση, στην ενσωμάτωση ή την περιθωριοποίηση.