Το πρωί κλωτσάνε 5χρονα, το μεσημέρια δολοφονούν ανθρώπους πετώντας
τους από το λεωφορείο επειδή δεν είχαν εισιτήριο, τα βράδια κάνουν
πρόβες σε μαχαιρώματα πάνω σε κομμουνιστές, σφάζουν αντιφασίστες,
σκοτώνουν τις φίλες τους, σαπίζουν στο ξύλο μετανάστες.
Όλα μια «κακιά στιγμή». Ας το δούμε ψύχραιμα και πολιτισμένα. Λοιπόν,
όταν σε κλωτσάνε τι θα κάνεις; Θα ρωτήσεις αυτόν που σε κλώτσησε «τώρα
γιατί γίνεσαι τέτοιος;». Όταν σε μαχαιρώνουν, τι θα κάνεις; Θα πεις
«κάτσε να το συζητήσουμε ρε φιλαράκι»;
Όταν σφάζουν όποιον δεν
γουστάρουν, τι θα κάνεις; Εδώ είναι το δύσκολο. Έχεις δύο επιλογές. Η
πρώτη λέει ότι ήρθε η ώρα να αντιδράσεις… δρώντας. Να πολεμήσεις στον
πόλεμο που σ’ έχωσαν. Η δεύτερη είναι να πεις «άσε μη μπλέξουμε».
Θα μου πεις «υπάρχει η Δικαιοσύνη». Μα το ανώτατο όργανο της
Δικαιοσύνης έδωσε το πράσινο φώς για όλα αυτά νομιμοποιώντας τη συμμορία
της «Χρυσής Αυγής» και δίνοντας άφεση στο βομβιστή Μιχαλολιάκο. Θα μου
πεις «Υπάρχει η Αστυνομία». Μα η Αστυνομία συνεργάζεται με τη «Χρυσή
Αυγή» και στην περίπτωση του Παύλου Φύσσα οι αστυνομικοί δεν απέτρεψαν
τη δολοφονία, ενώ μπορούσαν.
Θα μου πεις «Μα υπάρχει κυβέρνηση». Ναι, το γνωστό «δημοκρατικό τόξο»
που λειτουργεί ως το πολιτικό σκέλος αυτής της συμμορίας. Που βολεύεται
να λέει «να μη γραφτούν στα πρακτικά» οι απειλές που εκτοξεύουν
καθημερινά οι βουλευτές της «Χρυσής Αυγής» και νιώθουν ότι εφόσον δεν
γράφτηκαν στα πρακτικά, δεν ειπώθηκαν. Είναι το ίδιο «δημοκρατικό τόξο»
που όταν η «Χρυσή Αυγή» πραγματοποιεί τις απειλές της σπεύδει να δώσει
εντολή στα ΜΜΕ της να βαφτίσουν «επεισόδιο μεταξύ οπαδών – θαμώνων μιας
καφετέριας» τη σφαγή.
Είναι οι πολιτικοί και οι λαντζιέρες τους – δημοσιογράφοι που
κλαίγονται ολημερίς ότι στοχοποιούνται και δέχονται απειλές για τη ζωή
τους, ενώ όλως περιέργως αυτοί που χάνουν τις ζωές τους είναι πολίτες
που δεν προσκύνησαν τον ναζισμό.
Θα μου πεις «Μα είναι και η κοινωνία που θα αντισταθεί». Αυτή η
κοινωνία που απελευθέρωσε τα απάνθρωπα ένστικτά της κλωτσώντας μικρά
παιδιά και πετώντας επιβάτες από λεωφορεία. Δε χρειάζεται να είσαι μέλος
της «Χρυσής Αυγής» για να είσαι νεοναζί και να σκέφτεσαι ως φασίστας.
Το μισάνθρωπο κτήνος κρυβόταν καλά επί χρόνια μέσα μας ή μέσα στον
διπλανό μας. Ταϊζόταν από το μίσος για τον μετανάστη, τον αριστερό, τον
αναρχικό, τον διαφορετικό κι έψαχνε τις κατάλληλες συνθήκες για να
εκφραστεί. Σαν το καρκινογόνο κύτταρο που φορώντας μανδύα κανονικότητας
περιμένει υπομονετικά τη στιγμή που θα αποκαλυφθεί και θα καταπιεί όλα
τα διπλανά του κύτταρα.
Οι συνθήκες υπήρξαν. Οι «εχθροί» εφευρέθηκαν στα πρόσωπα των
μεταναστών, των αριστερών, των αντεξουσιαστών, των Ρομά, των
ομοφυλόφιλων. Η κρίση ήταν ευκαιρία. Το καθεστώς απαιτούσε «εχθρούς».
Τους δημιούργησε και κατόπιν κήρυξε την ατιμωρησία των «μαχητών» που θα
καθάριζαν το πολιτικό περιβάλλον από κάθε είδους ενοχλητικούς.
Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, ο τρόμος ανδρώθηκε. Ο νεοναζί της
πολυκατοικίας έχει κερδίσει το «ανενόχλητο» επειδή «άσε μη μπλέξουμε
μαζί του, αυτοί σκοτώνουν». Ο νεοναζί της γειτονιάς είναι ο
«ετσιγουστάρω» γιατί «άσε μη φωνάξει τους χρυσαυγίτες και μας
παλουκώσουν». Ο φασίστας στο εργοστάσιο έγινε ο «κουμανταδόρος» γιατί
«άσε μην τυχόν και μας βρουν σε κάνα λάκκο».
Εδώ και μέρες οι νεοναζί σπέρνουν τον τρόμο. Σήμερα τα ξημερώματα
θέρισαν μια ζωή και τελείωσαν με τη σπορά. Μακάρι η θεωρία των δύο άκρων
να ήταν πραγματικότητα. Στο ένα άκρο οι μισάνθρωποι φασίστες και στο
άλλο άκρο, απέναντί τους, όσοι δε γουστάρουμε το φασισμό και τους
νεοναζί. Δυστυχώς δεν υπάρχουν δύο άκρα. Υπάρχει η τρομοκρατία μιας
συμμορίας που δρα υπό την προστασία της πολιτικής τάξης και μια
φοβισμένη κοινωνία που έχει σαν προσευχή το «άσε μη μπλέξουμε».
Οι λίγοι που συγκρούονται με τους φασίστες βαφτίστηκαν «αντίστοιχο
άλλο άκρο της Χ.Α.». Δηλαδή, το φυσιολογικό βαφτίστηκε «ακρότητα». Η
προστασία του ανθρώπου από το τέρας βαφτίστηκε «άλλο άκρο». Και η
κοινωνία συναινεί. Άλλοτε κλωτσώντας μικρά παιδιά, άλλοτε πετώντας
ανθρώπους από τα λεωφορεία, άλλοτε με τη σιωπή της κι άλλοτε με την ψήφο
της.
Η «κακιά στιγμή» είναι ακριβώς αυτή η κοινωνία που βολεύεται με τον
τρόμο και γίνεται το λίπασμά του. Η «κακιά στιγμή» είναι αυτοί που
καταγγέλλουν «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» αλλά ταυτόχρονα
αρέσκονται να μιλάνε για το διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση. Λες
και η Γαλλική Επανάσταση ήταν συνέδριο γιόγκα ή μια βραδιά ποίησης.
Φαντάζομαι πως αν ζούσαν τότε θα κατήγγειλαν ταυτόχρονα τη βία των
φεουδαρχών και των επαναστατών κοιτάζοντας πίσω από τα κλειστά
παραθυρόφυλλα μέχρι να δουν ποιος θα κερδίσει ώστε να βγουν να
πανηγυρίσουν αγκαλιά με τους όποιους νικητές. Αυτή είναι η «κακιά ώρα». Ο
μεγάλος σύμμαχος του τέρατος. Αυτοί που σήμερα λένε υποκριτικά «ε μα
πια, αυτό το κακό με τους χρυσαυγίτες πρέπει κάποτε να τελειώσει», ας
μην ελπίζουν ότι αυτή η αναμονή του «κάποτε» θα σώσει το βόλεμά τους.
Σήμερα κάτι ξεκίνησε…