Οι περιπέτειες του λεγόμενου «αντιρατσιστικού
νομοσχεδίου» δείχνουν τα όρια της άποψης που θέλει τον κίνδυνο του
φασισμού και του ρατσισμού στην Ελλάδα και στην Ευρώπη να
αντιμετωπίζεται μέσα από τους «θεσμούς».
Η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά (καθώς και άλλες δυνάμεις του
συστήματος), με την υπονόμευση και την ανοιχτή δήλωση καταψήφισης του
αρχικού νομοσχεδίου, «κλείνει το μάτι» στη Χρυσή Αυγή, την ιδεολογία και
τους ψηφοφόρους της και επιχειρεί να πιέσει τους άλλους εταίρους να
μπουν και με τα δυο πόδια στην ανιστόρητη και πολιτικά επικίνδυνη
ταύτιση των ριζοσπαστών αριστερών, των κομμουνιστών, των επαναστατών και
των αναρχικών με τους φασίστες.
Οι «προσθήκες» που φέρνει η ΝΔ προς ψήφιση στη Βουλή προβλέπουν τη
θεσμικά κατοχυρωμένη ασυλία του κράτους και των νομικών προσώπων
δημοσίου δικαίου από κάθε αντιρατσιστική διάταξη κατά προφανή παραβίαση
κάθε Διεθνούς Συνθήκης που έχει υπογράψει η Ελλάδα για την καταπολέμηση
του ρατσισμού και των διακρίσεων.
Από την άλλη, οι εμφανιζόμενοι ως βασικοί εμπνευστές και εισηγητές
του νομοσχεδίου Ρουπακιώτη, τα κυβερνητικά κόμματα ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ,
συμμετέχουν σε μια κυβέρνηση η οποία φέρει ακέραια την πολιτική ευθύνη
για το γεγονός ότι δεν έχει συλληφθεί και καταδικαστεί κανένα από τα
μέλη, στελέχη ή βουλευτές της Χρυσής Αυγής που έχουν τη φυσική ή ηθική
ευθύνη για τις δολοφονικές επιθέσεις κατά μεταναστών, παρά το γεγονός
ότι υπάρχει νομοθετικό πλαίσιο για να αποδοθούν βαριές και
παραδειγματικές τιμωρίες. Ταυτόχρονα, με την έμπρακτη έγκριση ή ανοχή
των όψιμων «αντιρατσιστών» ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, αυτή η κυβέρνηση εξαπολύει
επιχειρήσεις «σκούπα» κατά μεταναστών και δημιουργεί αποκρουστικά
ρατσιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Σε μια φάση όπου η αντιδραστική, αντιλαϊκή νεοφιλελεύθερη πολιτική
τους σε βάρος των εργασιακών, κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων
(π.χ., επιστρατεύσεις) παροξύνεται και ενισχύει / αναπαράγει κοινωνικά
τα φασιστικά και ρατσιστικά ρεύματα, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ δείχνουν να
επενδύουν στο νομοσχέδιο για να κάνουν «δημοκρατικό» λίφτινγκ στο ποιοι
είναι και τι πραγματικά επιδιώκουν.
Δεν είναι τυχαίο το ότι καμία πραγματική πίεση δεν ασκούν στον Σαμαρά
για την προστασία των δικαιωμάτων των μεταναστών και των πολιτικών
προσφύγων ή για την εφαρμογή του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου για την
αντιμετώπιση της βίας των εγκλημάτων των ταγμάτων εφόδου της Χρυσής
Αυγής. Τα στελέχη και των δύο αυτών κομμάτων διακηρύττουν ήδη σε όλους
τους τόνους ότι σε καμία περίπτωση, όποια κι αν είναι η στάση της Νέας
Δημοκρατίας, δεν απειλείται η συνοχή της τρικομματικής συγκυβέρνησης.
*
Ότι το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη δεν αποσκοπεί στην πραγματική
καταπολέμηση του ρατσισμού το αποδεικνύει το γεγονός ότι δεν
περιλαμβάνει διατάξεις για την καταπολέμηση της ρατσιστικής βίας, όπως
θα ήταν η θέσπιση επιβαρυντικής περίπτωσης (μετατροπή σε κακούργημα με
ιδιαίτερα βαριές ποινές ή τιμώρηση με την ανώτατη προβλεπόμενη για το
βασικό αδίκημα ποινή) όταν ένα αδίκημα τελείται λόγω της φυλής,
θρησκείας, χρώματος, σεξουαλικής προτίμησης, αναπηρίας ή εθνικής
καταγωγής του θύματος.
Διατάξεις όπως η αυξημένη προστασία των θυμάτων και
μαρτύρων ρατσιστικής βίας, η καθιέρωση επιβαρυντικής περίστασης όταν το
αδίκημα τελείται από δημόσιο λειτουργό ή υπάλληλο κατά την άσκηση των
καθηκόντων του δεν αρκούν για να αλλάξουν το χαρακτήρα του νομοσχεδίου
που παραμένει μόνο στα όρια της απόφασης – πλαισίου της ΕΕ του 2008 για
την ποινικοποίηση του ρατσιστικού λόγου (προβλεπόταν και στον ν. 927/79)
και την άρνηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας.
Ωστόσο, οι βασικοί πυλώνες μιας αντιρατσιστικής νομοθεσίας σήμερα
έχουν κυρίως να κάνουν με: το κλείσιμο των στρατοπέδων συγκέντρωσης
μεταναστών, την διακοπή του σχεδίου «Ξένιος Δίας» και των αστυνομικών
πογκρόμ, την πτώση του τείχους στον Έβρο, το άνοιγμα διαδικασίας
νομιμοποίησης για τους μετανάστες που ζουν και εργάζονται στην Ελλάδα,
την παροχή ασύλου στους πρόσφυγες και ιθαγένειας στα παιδιά που
γεννιούνται και μεγαλώνουν στη χώρα. Η ΚΕΔΔΕ ζητά ακόμα την
παραδειγματική τιμωρία των υπαίτιων, φυσικών και ηθικών αυτουργών, των
δολοφονιών μεταναστών, όπως αυτής του Σαχζάτ Λουκμάν, καθώς και την
ποινική αντιμετώπιση των βουλευτών της Χρυσής Αυγής με τις διατάξεις για
σύσταση συμμορίας.
Η ΚΕΔΔΕ οφείλει να προειδοποιήσει ότι οι διατυπώσεις των σχεδίων
νόμου, όπως δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, για την ποινικοποίηση του
εγκωμιασμού όχι μόνο των ναζιστικών εγκλημάτων αλλά και άλλων
«εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας», που θα έχουν προσδιορισθεί με
αμετάκλητη απόφαση διεθνούς ή και εθνικού δικαστηρίου, με δεδομένη την
απόφαση – πλαίσιο του 2008 της Ε.Ε., αφήνουν ανοικτό το ζήτημα των
κομμουνιστικών, αναρχικών ή όποιων άλλων δήθεν «εγκλημάτων» και της
υπεράσπισής τους, με πιθανό αποτέλεσμα την φρονηματική ποινικοποίηση της
Αριστεράς και ιδίως των πιο ριζοσπαστικών και ανατρεπτικών εκδοχών της.
Η ΚΕΔΔΕ πιστεύει ότι είναι μια μεγάλη αυταπάτη η άποψη ότι βασικά με
νομοθετικά μέτρα και μέσω των «θεσμών» θα χτυπηθεί και θα απομονωθεί ο
φασισμός. Επίσης, το δήθεν «συνταγματικό τόξο» που προτείνουν διάφοροι,
το μόνο που θα κάνει είναι να «ξεπλύνει» τις ευθύνες των σημερινών
κυβερνητικών μνημονιακών κομμάτων για τη διόγκωση της φασιστικής
απειλής. Ο φασισμός θα απομονωθεί και θα ηττηθεί πολιτικά και κοινωνικά
στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές και στους δρόμους, από ένα μεγάλο
και μαχητικό μέτωπο υπεράσπισης και διεύρυνσης των εργατικών και λαϊκών
ελευθεριών, που θα στρέφεται τόσο κατά της φασιστικής απειλής και
τρομοκρατίας, όσο και κατά της αστυνομικής και εργοδοτικής τρομοκρατίας
του μνημονιακού καθεστώτος κατάλυσης δικαιωμάτων και ελευθεριών.