14 Σεπτεμβρίου 2013

Οι αδιάφοροι



Αντόνιο Γκράμσι, πηγή rproject.gr


Μισώ τους αδιάφορους. Πιστεύω ότι το να ζεις σημαίνει να εντάσσεσαι κάπου. Όποιος ζει πραγματικά δεν μπορεί να μην είναι πολίτης και ενταγμένος. Η αδιαφορία είναι αβουλία, είναι παρασιτισμός, είναι δειλία, δεν είναι ζωή. Γι’ αυτό μισώ τους αδιάφορους.
Η αδια­φο­ρία είναι το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Η αδια­φο­ρία δρα δυ­να­τά πάνω στην ιστο­ρία. Δρα πα­θη­τι­κά, αλλά δρα. Είναι η μοι­ρο­λα­τρία. Είναι αυτό που δεν μπο­ρείς να υπο­λο­γί­σεις. Είναι αυτό που δια­τα­ράσ­σει τα προ­γράμ­μα­τα, που ανα­τρέ­πει τα  σχέ­δια που έχουν κα­τα­σκευα­στεί με τον κα­λύ­τε­ρο τρόπο. Είναι η κτη­νώ­δης ύλη που πνί­γει την ευ­φυ­ΐα. Αυτό που συμ­βαί­νει, το κακό που πέ­φτει πάνω σε όλους, συμ­βαί­νει γιατί η μάζα των αν­θρώ­πων απαρ­νεί­ται τη βού­λη­σή της, αφή­νει να εκ­δί­δο­νται νόμοι που μόνο η εξέ­γερ­ση θα μπο­ρέ­σει να κα­ταρ­γή­σει, αφή­νει να ανέ­βουν στην εξου­σία άν­θρω­ποι που μόνο μια ανταρ­σία θα μπο­ρέ­σει να ανα­τρέ­ψει.



  Μέσα στη σκό­πι­μη απου­σία και στην αδια­φο­ρία λίγα χέρια, που δεν επι­τη­ρού­νται από κα­νέ­ναν έλεγ­χο, υφαί­νουν τον ιστό της συλ­λο­γι­κής ζωής, και η μάζα είναι σε άγνοια, γιατί δεν ανη­συ­χεί. Φαί­νε­ται λοι­πόν σαν η μοίρα να συ­μπα­ρα­σύ­ρει τους πά­ντες και τα πάντα, φαί­νε­ται σαν η ιστο­ρία να μην είναι τί­πο­τε άλλο από ένα τε­ρά­στιο φυ­σι­κό φαι­νό­με­νο, μια έκρη­ξη ηφαι­στεί­ου, ένας σει­σμός όπου όλοι είναι θύ­μα­τα, αυτοί που τον θέ­λη­σαν κι αυτοί που δεν τον θέ­λη­σαν, αυτοί που γνώ­ρι­ζαν κι αυτοί που δεν γνώ­ρι­ζαν, αυτοί που ήταν δρα­στή­ριοι κι αυτοί που αδια­φο­ρού­σαν. Κά­ποιοι κλα­ψου­ρί­ζουν αξιο­θρή­νη­τα, άλλοι βλα­στη­μά­νε χυ­δαία, αλλά κα­νείς ή λίγοι ανα­ρω­τιού­νται: αν είχα κάνει κι εγώ το χρέος μου, αν είχα προ­σπα­θή­σει να επι­βάλ­λω τη βού­λη­σή μου, θα συ­νέ­βαι­νε αυτό που συ­νέ­βη;
 Μισώ τους αδιά­φο­ρους και γι’ αυτό: γιατί με ενο­χλεί το κλα­ψού­ρι­σμά τους, κλα­ψού­ρι­σμα αιω­νί­ων αθώων. Ζητώ να μου δώσει λο­γα­ρια­σμό ο κα­θέ­νας απ’ αυ­τούς με ποιον τρόπο έφερε σε πέρας το κα­θή­κον που του έθεσε και του θέτει κα­θη­με­ρι­νά η ζωή, γι’ αυτό που έκανε και ει­δι­κά γι’ αυτό που δεν έκανε. Και νιώθω ότι μπορώ να είμαι αδυ­σώ­πη­τος, ότι δεν μπορώ να χα­λα­λί­σω τον οίκτο μου, ότι δεν μπορώ να μοι­ρα­στώ μαζί τους τα δά­κρυά μου.
Είμαι ενταγ­μέ­νος, ζω, νιώθω ότι στις συ­νει­δή­σεις του χώρου μου ήδη πάλ­λε­ται η δρα­στη­ριό­τη­τα της μελ­λο­ντι­κής πόλης, που ο χώρος μου χτί­ζει. Και μέσα σ’ αυτήν την πόλη η κοι­νω­νι­κή αλυ­σί­δα δεν βα­ραί­νει τους λί­γους, μέσα σ’ αυτήν κάθε συμ­βάν δεν οφεί­λε­ται στην τύχη, στη μοίρα, μα είναι ευ­φυ­ές έργο των πο­λι­τών. Δεν υπάρ­χει μέσα σ’ αυτήν κα­νείς που να στέ­κε­ται να κοι­τά­ζει από το πα­ρά­θυ­ρο ενώ οι λίγοι θυ­σιά­ζο­νται, κό­βουν τις φλέ­βες τους.  
Ζω, είμαι ενταγ­μέ­νος. Γι’ αυτό μισώ αυ­τούς που δεν συμ­με­τέ­χουν, μισώ τους αδιά­φο­ρους.
________
         Το κεί­με­νο αυτό ο Αντό­νιο Γκράμ­σι το έγρα­ψε πριν από έναν αιώνα και συ­γκε­κρι­μέ­να τον Φε­βρουά­ριο του 1917. Παρά την με­γά­λη χρο­νι­κή από­στα­ση είναι απο­λύ­τως επί­και­ρο στην εποχή μας, λες και ο συγ­γρα­φέ­ας του κι­νεί­ται ανά­με­σά μας… Βρί­σκε­ται στις ουρές των συσ­σι­τί­ων ή σ΄ εκεί­νες των ανέρ­γων που πε­ρι­μέ­νουν το επί­δο­μα της εξα­θλί­ω­σης… Και κυ­ρί­ως εξορ­γί­ζε­ται πα­ρα­τη­ρώ­ντας τη στάση των αδιά­φο­ρων που απλώς γκρι­νιά­ζουν ακί­νη­τοι… Αυτό το αν­θρώ­πι­νο υλικό ευ­φυώς το χα­ρα­κτη­ρί­ζει ως το νεκρό βάρος της ιστο­ρί­ας. Ένα νεκρό βάρος, φο­βε­ρά υπο­λο­γί­σι­μο­ερ­γα­λείο που τε­λι­κά αυτό κα­θο­ρί­ζει την αρ­νη­τι­κή πο­ρεία της κοι­νω­νί­ας σή­με­ρα στην πα­τρί­δα μας… Ένα νεκρό βάρος  που αφή­νει την  εξου­σία σ΄ αν­θρώ­πους που οδη­γούν το Λαό με με­θο­δι­κό­τη­τα, στην από­λυ­τη οι­κο­νο­μι­κή και ηθική χρε­ο­κο­πία, τυ­λί­γο­ντας τον θά­να­το του με επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες ιλου­στρα­σιόν υπο­σχέ­σεις…
Για την αντι­γρα­φή Νίκος Μη­τσιά­λης
 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *