της Μαριάννας Τζιαντζή
Η
ιστορία μιας γυναίκας (της Μαρίκας), μιας πόλης (της Κωνσταντινούπολης)
και μιας βαθιάς πληγής (το πογκρόμ κατά των Ελλήνων το 1955).
Το ’55,
το τελευταίο βιβλίο του Θωμά Κοροβίνη (εκδ. Άγρα) περιστρέφεται γύρω
την τρομοκρατική επίθεση που δέχτηκε η ελληνική κοινότητα της
Κωνσταντινούπολης τον Σεπτέμβριο του 1955 -όμως δεν είναι μόνο αυτό.
Είναι ένας ομιλών χάρτης, ένα πλούσιο λεξικό της Πόλης του 19ου αιώνα,
αλλά κι ένα περιβόλι με ιστορίες του λαού και των αρχόντων, κυρίως του
λαού.
Το
Σεπτέμβριο του 1955, δεκάδες χιλιάδες Τούρκοι, με την ανοχή και την
καθοδήγηση της κυβέρνησης, λεηλάτησαν τις ελληνικές συνοικίες της πόλης.
Κατέστρεψαν μνημεία, κατοικίες, καταστήματα, ταπείνωσαν, εξευτέλισαν,
προπηλάκισαν ανθρώπους: μια επανάληψη της Νύχτας των Κρυστάλλων. Το
πογκρόμ αυτό οδήγησε στη συρρίκνωση της ελληνορθόδοξης κοινότητας της
Πόλης, ενώ είναι φανερό ότι ο Θωμάς Κοροβίνης έγραψε αυτό το βιβλίο όχι
μόνο για να πει ένα «Δεν ξεχνώ», αλλά για να τραγουδήσει, με τη μορφή
του πεζού λόγου, την ομορφιά και τις πληγές της Πόλης και των ανθρώπων
της. Πληγές που δεν πέφτουν από τον ουρανό, αλλά έχουν αιτίες και
ενόχους.
Τα
δραματικά αυτά γεγονότα αφηγείται η Μαρίκα, μια «Πολίτισσα κυρά, λογία
μα και μποέμισσα» (και βαθιά πολιτικοποιημένη), γεννημένη στις αρχές του
20ού αιώνα, γέννημα-θρέμμα των Ταταύλων. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική,
αλλά τρέχει μπρος-πίσω στο χρόνο, ενώ οι περιπέτειες και οι εμπειρίες
της Μαρίκας πλέκονται με πάμπολλες ιστορίες ανωνύμων (Τούρκων, Αρμενίων,
Εβραίων, Λεβαντίνων), εμπόρων, νοικοκυραίων, παλικαράδων, απόκληρων και
τυχοδιωκτών, πλέκονται με παροιμίες, τραγούδια (ελληνικά και τούρκικα),
με γεύσεις, μυρωδιές, καημούς και στεναγμούς, με χθεσινά τοπία της
πόλης, μάντρες, βρύσες, σοκάκια, ταβέρνες, εκκλησιές. Πλέκονται με
παρατηρήσεις που φανερώνουν γνώση και της ιστορίας και των πολιτικών
παιχνιδιών (των κρυφών και των φανερών) των ντόπιων και των ξένων.
Ο
Θωμάς Κοροβίνης έζησε οκτώ χρόνια στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε
στη μέση εκπαίδευση. Γνωρίζει καλά αυτή την πόλη, όχι μόνο τη βιτρίνα μα
και τα σπλάχνα της, ενώ αρκετά από τα πολυάριθμα και πάντα όμορφα
βιβλία του φανερώνουν την αγάπη και το ενδιαφέρον του για τον τουρκικό
λαό. Και όπως σωστά παρατηρεί η Μαριάννα Κορομηλά, που πριν λίγους μήνες
μίλησε με δικαιολογημένο ενθουσιασμό για το βιβλίο στην παρουσίασή του
στην Αθήνα, πρωταγωνίστρια εδώ δεν είναι η Μαρίκα αλλά η ίδια η
Κωνσταντινούπολη, η πόλη-μητέρα για τους Έλληνες που έζησαν πολλές
γενιές εκεί. Είναι φανερό ότι ο Θ. Κοροβίνης μελέτησε τις γραπτές πηγές,
όμως πρέπει να στηρίχτηκε και σε ένα μεγάλο πλούτο προφορικών αφηγήσεων
και όχι απλώς στη συγγραφική του φαντασία, επιβεβαιώνοντας τον περίφημο
στίχο «είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας».
Υπάρχουν
βιβλία που τα διαβάζουμε και, ύστερα από λίγες μέρες, διαπιστώνουμε ότι
δε μας έχουν αφήσει τίποτα -το ίδιο ισχύει και για κινηματογραφικές
ταινίες που βλέπουμε ή πολιτικές ομιλίες που παρακολουθούμε. Το ΄55 αφήνει
στον αναγνώστη πολλά και όχι μόνο δυνατές περιγραφές και συκινητικές
ανθρώπινες ιστορίες και περιστατικά της καθημερινότητας. Σίγουρα αφήνει
την διαπίστωση ότι ο άνθρωπος ή μάλλον ο βαθύς λαός είναι ικανός και για
το μεγαλείο και για την προδοσία και την κτηνωδία. Στίφη, ορδές,
συμμορίες, φανατισμένος όχλος ήταν αυτοί που κατέστρεψαν τις ελληνικές
συνοικίες και περιουσίες: φανατισμένοι φοιτητές, αστυφύλακες και
δικηγόροι, λιμενεργάτες, εργάτες από την Ανατολία που τους κουβάλησαν
στην Πόλη με φορτηγά, συμμετείχαν άνθρωποι του υποκόσμου και τραμπούκοι
παντός καιρού, συμμετείχε ο Τούρκος της διπλανής πόρτας.
Ανεξάρτητα
από το πόσο πειστική βρίσκουμε τη φιγούρα της Μαρίκας, ιδίως όσοι δεν
γνωρίζουμε καλά τους Ρωμηούς της Πόλης, το βιβλίο είναι απολαυστικό.
Είναι πικρό το κατακάθι που αφήνει, αλλά πιο πικρή, πιο τοξική είναι η
άγνοια.
(ΠΡΙΝ, 28-7-13)