Ξαναδιαβάζοντας ομιλίες του Ρούσβελτ ο Ραλφ Νέιντερ μιλά για τη
δημοκρατία και τον αμερικανικό «φασισμό» στα χρόνια των εταιρειών.
To ημερολόγιο έγραφε 29 Απριλίου του 1938 όταν ο
Αμερικανός πρόεδρος Φράνκλιν Ρούσβελτ ανέβηκε στο βήμα του αμερικανικού
κογκρέσου για δώσει το δικό του ορισμό στην έννοια του φασισμού: «Η
ελευθερία της δημοκρατίας» είπε «δεν είναι ασφαλής εάν οι άνθρωποι
ανέχονται την ανάπτυξη της ιδιωτικής δύναμης σε βαθμό που αυτή να
γίνεται ισχυρότερη από το ίδιο το δημοκρατικό κράτος. Αυτή είναι η ουσία
του φασισμού, ο έλεγχος της κυβέρνησης από έναν ιδιώτη, μια ομάδα η από
οποιαδήποτε ιδιωτική δύναμη μπορεί να ασκήσει τέτοιο έλεγχο».
Έκτοτε η επίσημη Αμερική των γιγαντιαίων επιχειρήσεων προσπαθούσε να
ξεχάσει αυτό τον οικονομικό ορισμό του φασισμού προτιμώντας να τονίζει
τα πολιτικά χαρακτηριστικά των απολυταρχικών καθεστώτων που απειλούσαν
την παγκόσμια κυριαρχία της.
Μέχρι που πριν από μερικές εβδομάδες ο πρώην υποψήφιος για την
προεδρία των ΗΠΑ Ραλφ Νέιντερ χρησιμοποιήσει και πάλι τα λόγια του
Ρούσβελτ για να περιγράψει την Αμερική του Μπαράκ Ομπάμα ως ένα
φασιστικό κράτος. «Οι εγκληματίες των πολυεθνικών έχουν καταλάβει
ολοκληρωτικά την κυβέρνηση» έλεγε χαρακτηριστικά ο Αμερικανός πολιτικός
μιλώντας στο ανεξάρτητο δίκτυο Democracy Now και έφερε ως ένα από τα
δεκάδες παραδείγματα τη νομοθεσία που προώθησαν ο Τζορτζ Μπους και ο
Μπαράκ Ομπάμα προσφέροντας νομική αμνηστία για οποιοδήποτε
επιχειρηματικό σκάνδαλο.
Η λεγόμενη συμφωνία αναβολής δίωξης (deferred prosecution) ουσιαστικά
προβλέπει ότι κάθε εταιρεία μπορεί να αποφύγει τη δικαστική δίωξη μέσω
διακανονισμού με τον οποίο πληρώνει ένα ελάχιστο κλάσμα των χρημάτων που
αποκόμισε από την παράνομη ή παράτυπη δράση της. «Οι εταιρείες στις ΗΠΑ
βρίσκονται πλέον υπεράνω του νόμου» εξηγούσε ο Ραλφ Νέιντερ
χρησιμοποιώντας σειρά παραδειγμάτων από το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο
Told You So (Εγώ σου το είχα πει).
Ο κυνηγός των πολυεθνικών
Αν και έχει κατηγορηθεί ως μετριοπαθής, από τμήματα της Αμερικανικής
Αριστεράς ο Νέιντερ έχει αποδείξει πολλές φορές στο παρελθόν ότι είναι
πάντα έτοιμος να συγκρουστεί με τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά συμφέροντα
της χώρας του. Ήδη από το 1965 κήρυξε τον πόλεμο στην
αυτοκινητοβιομηχανία Genaral Motors αποδεικνύοντας με επιστημονικές
μελέτες ότι συγκεκριμένα μοντέλα παρουσίαζαν σχεδιαστικά προβλήματα λόγω
των οποίων ο οδηγός μπορούσε να χάσει τον έλεγχο του οχήματος. Οι
αποκαλύψεις του ανάγκασαν το αμερικανικό κράτος να αλλάξει όλο το πλαίσο
ασφαλείας στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία. Το ίδιο συνέβη και το
1974 όταν οι αποκαλύψεις του για την ασφάλεια του πόσιμου νερού στην
Αμερική οδήγησε στη δημιουργία ειδικών κρατικών υπηρεσιών για τον έλεγχο
της υγείας των πολιτών.
Ενώ όμως στο παρελθόν στρεφόταν εναντίον συγκεκριμένων εταιρειών
παρουσιάζοντας συγκεκριμένα ατοπήματά τους, ο Νέιντερ αποφάσισε να
χτυπήσει στην καρδιά της διαπλοκής των οικονομικών ελίτ με την κρατική
εξουσία. Παρά τις σφοδρές αντιδράσεις που προκάλεσαν τα σχόλια του περί
φασισμού, ελάχιστοι μπορούν να αντικρούσουν το επιχείρημά του πως όταν ο
Ρούσβελτ περιέγραφε τις οικονομικές βάσεις του φασισμού ο έλεγχος που
ασκούσαν οι μεγάλες εταιρείες στην πολιτική εξουσία ήταν ασήμαντος σε
σχέση με τη σημερινή κατάσταση.
Στο βιβλίο του και στα άρθρα του ο Νέιντερ μετρά την ισχύ των
εταιρειών και από τη δυνατότητα που έχουν να εκμηδενίζουν τους μισθούς
και τα δικαιώματα των εργαζομένων ενώ παράλληλα αυξάνουν τα κέρδη τους
και γιγαντώνουν τα μπόνους των υψηλόβαθμων στελεχών τους. «Τριάντα
εκατομμύρια εργαζόμενοι στις ΗΠΑ» αναφέρει χαρακτηριστικά «κερδίζουν
σήμερα λιγότερα από όσα έβγαζαν το 1968, αν αναπροσαρμόσουμε τις τιμές
με βάση τον πληθωρισμό, παρά το γεγονός ότι η αποδοτικότητα της εργασίας
έχει διπλασιαστεί στο ίδιο διάστημα». Στα παραδείγματά του αναφέρεται
σε ανασφάλιστους εργαζόμενους όπως τα McDonald’s, τα Burger Kings και η
αλυσίδα σούπερ μάρκετ Wal-Mart οι οποίοι λαμβάνουν μισθού της δεκαετίας
του 60 τη στιγμή που τα διευθυντικά στελέχη των ίδιων εταιρειών
κερδίζουν από 10 έως 20 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο.
Για τον Νέιντερ η άρνηση του Ομπάμα να αυξήσει τον κατώτατο μισθό,
όπως είχε υποσχεθεί προεκλογικά, αποτελεί ένα ακόμη δείγμα του
ολοκληρωτικού ελέγχου που ασκούν πλέον οι μεγάλες εταιρείες στην
εκτελεστική εξουσία. Μια μορφή φασισμού, όμως αποτελεί για τον πρώην
υποψήφιο των προεδρικών εκλογών, και η εγκατάλειψη του συστήματος υγείας
σε ιδιωτικά συμφέροντα. «Κάθε εβδομάδα πεθαίνουν 800 Αμερικανοί επειδή
δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα υγείας για διάγνωση και θεραπεία ιάσιμων
ασθενειών» αναφέρει ο Νέιντερ συμπληρώνοντας ότι η χώρα του έχει το
υψηλότερο ποσοστό παιδικής φτώχειας στον αναπτυγμένο κόσμο.
Το τελευταίο βιβλίο του Νέιντερ όμως έχει και μια άλλη ενδιαφέρουσα
πτυχή που αφορά όχι μόνο τις ΗΠΑ αλλά ολόκληρο τον κόσμο και πολύ
συγκεκριμένα την Ελλάδα. Μέσα από δεκάδες παραδείγματα, που ξεκινούν από
τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και το Ιράκ και φτάνουν μέχρι την
χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, ο Νέιντερ αποδεικνύει ότι ένας
τεράστιος μηχανισμός προπαγάνδας αναλαμβάνει κάθε φορά να περιθωριοποιεί
και να διαβάλλει τους ακαδημαϊκούς τους συγγραφείς και τους
δημοσιογράφους που είχαν προβλέψει την κρίση. «Υπάρχει κάτι βαθιά σάπιο
σε μια κοινωνία που απομονώνει όσους την προειδοποιούν για τους
κινδύνους και χειροκροτά ξανά και ξανά όσους την οδηγούν στην
καταστροφή» συνηθίζει να λέει ο πρώην υποψήφιος των αμερικανικών
προεδρικών εκλογών. Και το προσωπικό του παράδειγμα κι η απομόνωσή του
από τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης, επιβεβαιώνει ότι υπάρχει κάτι
πραγματικά σάπιο στις κοινωνίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης.
Άρης Χατζηστεφάνου
Επίκαιρα Ιούνιος 2013
Επίκαιρα Ιούνιος 2013