πηγή, ΧΡΟΝΟΣ
Η σιωπηρή πλειοψηφία και πολλοί άλλοι παράγοντες έχουν επιτρέψει
στη ναζιστική Χρυσή Αυγή να κλωσάει ανενόχλητη το αυγό της
και να ποδοπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα
στη ναζιστική Χρυσή Αυγή να κλωσάει ανενόχλητη το αυγό της
και να ποδοπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα
Μάρω Δούκα
Το ότι η Χρυσή Αυγή, αν και κοινοβουλευτικό κόμμα,
προγραμμάτιζε να γιορτάσει στην Καλαμάτα με τριήμερο φεστιβάλ από τις 3
έως τις 5 Αυγούστου στο Πάρκο του Λιμενικού Ταμείου την κατάλυση του
κοινοβουλευτισμού, το πραξικόπημα δηλαδή του Ιωάννη Μεταξά και την
εγκαθίδρυση δικτατορίας, δεν ήταν για μένα είδηση. Είδηση ήταν ότι οι
υπεύθυνοι του Λιμενικού Ταμείου είχαν χορηγήσει αυτή την άδεια.
Καθώς επίσης, μετά την κινητοποίηση της Αντιφασιστικής Κίνησης
Καλαμάτας, είδηση δεν ήταν η επιβεβλημένη και αυτονόητη ανάκληση της
σχετικής άδειας, αλλά το «σκεπτικό» αυτής της ανάκλησης που χαρακτήριζε
τον εορτασμό της 4ης Αυγούστου σαν μια απλή εκδήλωση
πολιτικού-κομματικού χαρακτήρα! Εννοώντας τι; Μήπως ότι θα ήταν νόμιμο,
μέσα στο πλαίσιο της Δημοκρατίας, να τιμηθεί δημόσια μια επέτειος
κατάλυσης της Δημοκρατίας;
Και κατέληγε η σχεδόν «απολογητική» προς τη
Χρυσή Αυγή ανακοίνωση ανάκλησης, επικαλούμενη την τουριστική περίοδο
(λες και όταν χορηγούσαν στις 20 Μαΐου τη σχετική άδεια δεν ήξεραν ότι ο
Αύγουστος είναι μήνας τουριστικός), ότι στον συγκεκριμένο χώρο θα
απαγορευτεί αυτόν τον μήνα και κάθε άλλη εκδήλωση.
Θα ήταν ποτέ δυνατόν μια εκδήλωση μισαλλοδοξίας, σαν αυτή της
Χρυσής Αυγής (ακόμη και με τη λογική των ίσων αποστάσεων), να εξομοιωθεί
με ένα αντιρατσιστικό, για παράδειγμα, φεστιβάλ που μόνο σεβασμό για
τον άλλο, τον ξένο, τον ξεριζωμένο, τον διαφορετικό θα μπορούσε να μας
εμπνεύσει; Άσε που, χωρίς καθόλου να αστειεύομαι, ένα αντιρατσιστικό
φεστιβάλ στην καρδιά της Καλαμάτας θα μπορούσε ακόμη και ως τουριστικό
«αξιοθέατο» να συμβάλει στη βελτίωση της εικόνας της χώρας γενικά, και
της Πελοποννήσου ειδικότερα, έπειτα από τις τόσες «Μανωλάδες» και τα
λοιπά «κορινθιακά» και τα υπόλοιπα που μας διασύρουν διεθνώς.
Η ανιστόρητη και ασυνείδητη σιωπηρή πλειοψηφία
Ας δεχτούμε όμως, καλόπιστα, ότι το Λιμενικό Ταμείο Καλαμάτας είχε
χορηγήσει την άδεια στη Χρυσή Αυγή, επειδή την αντιμετωπίζει ως άλλο ένα
κόμμα της Βουλής των Ελλήνων που δικαιούται κι αυτό τις επετείους του.
Παραμένει ωστόσο το ερώτημα αν ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς έχει
εγγραφεί στην ιστορική, κοινωνική και πολιτική συνείδηση των κρατικών
λειτουργών ως ένας ορκισμένος εχθρός της Δημοκρατίας.
Διότι βέβαια, αν και δεν χωρεί αμφιβολία πως είμαστε μια
κοινωνία που δεν παραλείπει σε κάθε περίσταση να επιδεικνύει τα
δημοκρατικά της φρονήματα (εδώ, άλλωστε, δεν γεννήθηκε η Δημοκρατία;),
αυτό που μας διδάσκει η πολιτική ιστορία του τόπου είναι ότι ένα
σημαντικό ποσοστό της σιωπηρής πλειοψηφίας σ’ αυτή την κοινωνία δεν
είναι σε θέση να διακρίνει την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στη Δημοκρατία
και τη Δικτατορία. Συμψηφίζοντας ανιστόρητα, γενικολογώντας ρηχά, τι θα
μπορούσε να σημαίνει στ’ αλήθεια για όλους αυτούς τους «σιωπηλούς»
πολίτες η κατάλυση της Δημοκρατίας; Μήπως απλά και μόνον την διά του
χειρουργείου «θεραπεία» της;
Η Χρυσή Αυγή δεν χρειάζεται, πιστεύω, συστάσεις, εφόσον ακόμη και ο πρωθυπουργός τη χαρακτήρισε πρόσφατα νεοναζιστικό κόμμα.
Το θέμα όμως είναι ότι αυτή η ακροδεξιά παραφυάδα, η δράκα με
τις ναζιστικές αποκλίσεις, τις παγανιστικές συνήθειες και τις
κανιβαλικές ορέξεις, κατάφερε, υποδυόμενη την αλληλέγγυα με τη
χειμαζόμενη κοινωνία, να εισέλθει στη Βουλή ως κόμμα ικανό να
«εισπράξει» τη δυσαρέσκεια, τον θυμό και την οργή μέρους του εκλογικού
σώματος. Ενός «σώματος» που, ενώ στην πλειοψηφία του δεν έχει συνειδητά
καμιά σχέση με τη θηριωδία του ναζισμού, δεν έχει δυστυχώς και καμιά επί
της ουσίας οργανική επαφή με τις αδιαπραγμάτευτες αξίες της
Δημοκρατίας. Εφόσον, και θα ήταν εθελοτυφλία εάν το παραβλέπαμε, η από
χρόνια πελατειακή δοσοληψία μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας και των
ψηφοφόρων τη σχέση αυτή την έχει εκφυλίσει στο ψήφισέ με, σε ψηφίζω, για
να σε βολέψω, για να με βολέψεις…
Όσο για το κακοφορμισμένο μεταναστευτικό, όπου τα τελευταία
χρόνια κλώσησε ανενόχλητη το αυγό της η Χρυσή Αυγή, εντάξει, τα είπαμε
και τα ξαναείπαμε. Για την ευθύνη των δύο κομμάτων εξουσίας και πάλι,
εφόσον το καθένα για δικούς του λόγους εδώ και δεκαετίες δεν μπόρεσε ή
δεν θέλησε να έχει μια υπεύθυνη και συνεπή μεταναστευτική πολιτική. Τα
είπαμε και για την «κολλημένη» Αριστερά που δεν προνόησε ή αμέλησε
παράλληλα με την έγνοια της για τους κακοποιημένους μετανάστες να
ενδιαφερθεί εξίσου και για τους ταλαιπωρημένους Έλληνες που ζουν
ανυπεράσπιστοι σε υποβαθμισμένες από την πολιτεία και από τα λογής,
κρυφά και φανερά, οικονομικά συμφέροντα περιοχές.
Φρόνιμο, τώρα, εδώ που φτάσαμε, είναι να θυμηθούμε ότι ο
ναζισμός και ο φασισμός στον τόπο μας έρχονται από πολύ μακριά. Όπως από
πολύ μακριά έρχεται και το δοκιμασμένο «σας βάζουμε εσάς τους άνεργους
και φτωχούς αλλά “καθαρόαιμους” Έλληνες να μισείτε και να βαράτε τους
μετανάστες σήμερα, τους ιδεολογικούς και κομματικούς αντιπάλους σας
αύριο, και τούμπαλιν», ανάλογα με τις προσφερόμενες κάθε φορά ευκαιρίες,
ώστε να κάνουμε κι εμείς απρόσκοπτα τη δουλειά μας. Από πολύ μακριά
επίσης έρχεται, βρικολακιασμένος, και με τις ευλογίες του μεταπολεμικού
κράτους και του νεοελληνικού οράματος, ο κάθε ανεγκέφαλος «εθνικόφρων»
που κραδαίνει, όχι σπανίως και επ’ αμοιβή, τυλιγμένη σε ρόπαλο την
ελληνική σημαία κι όποιον πάρει ο χάρος.
Ο φουσκωτός σήμερα της Χρυσής Αυγής που αφού πρώτα πεθάνει στο
ξύλο τον «κακό» μετανάστη, παίρνει μετά σαν «στοργικός γιος» την
ηλικιωμένη από το χέρι και τη συνοδεύει στην τράπεζα για να εισπράξει τη
σύνταξή της, προστατεύοντάς την από τον μετανάστη-ληστή, μύθευμα ή όχι,
είναι μια εικόνα που όχι μόνον δεν ξενίζει αλλά και «συγκινεί» τη
σιωπηρή πλειοψηφία. Όπως βαθιά την ικανοποιεί και ο χυδαίος (εσκεμμένα
κατά τη γνώμη μου), μισαλλόδοξος, παρανοϊκός δημόσιος λόγος της, που
προσλαμβάνεται, εφόσον το υπόστρωμα προϋπάρχει, ως μαγκιά ικανή να
«ταΐσει» έως σκασμού το ταλαιπωρημένο αλλά και θρασύδειλα εκδικητικό
θυμικό του απαίδευτου πολιτικά ή ημιμαθούς Νεοέλληνα.
Και σαν να μη φτάνουν όλα αυτά, νά σου και ο «εντεταλμένος» του
συστηματικού αποπροσανατολισμού κονδυλοφόρος για να επικαλεστεί,
συσχετίζοντας εξ επαγγέλματος κουτά, τη θεωρία των δύο άκρων, βάσει της
οποίας η Δημοκρατία σήμερα απειλείται εξίσου από τη Χρυσή Αυγή και από
την Άκρα Αριστερά. Μόνο που η Άκρα Αριστερά, όπως και αν την εννοεί ο
κονδυλοφόρος, αδυνατεί, σε αντίθεση με την εντός της Βουλής Χρυσή Αυγή,
να συνομιλήσει με το νεοελληνικό φαντασιακό ούτε και φιλοδοξεί να
κολακέψει την ακράτεια και την ευτέλεια του εδώ και δεκαετίες
διαπλασμένου «συλλογικού» θυμικού. Η «Άκρα» Αριστερά, να το πω και
αλλιώς, δεν ξυλοκοπεί έως θανάτου για «λογαριασμό» μας όποιον δεν έχει
το ίδιο χρώμα μ’ εμάς, ούτε και έχει αναλάβει εργολαβικά τη «σωτηρία»
και την «αναζωογόνηση» της φυλής ρίχνοντας στον «σπαρτιατικό» καιάδα
κάθε ανήμπορο. Η άκρα Αριστερά –έστω και αν ο «εντεταλμένος» την
περιγράφει και ως «συνιστώσα» του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.– δεν θα σταλεί ποτέ από το
εκλογικό σώμα στη Βουλή να απεργάζεται με την ησυχία της κοινοβουλευτικά
πραξικοπήματα.
Μήπως όμως, μιας και η σοβαρότερη απειλή για τη ζωή μας σήμερα
είναι η σταδιακή μεταποίηση του Συντάγματος σε ρυθμιστικό κώδικα
αποστέρησης δικαιωμάτων, κινδυνεύει πραγματικά από τη Χρυσή Αυγή η όποια
Δημοκρατία μας απέμεινε, εφόσον το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα,
που αποφασίζει για το μέλλον μας, θα μπορούσε μια χαρά να «εξυπηρετηθεί»
από ένα κόμμα το οποίο, φωνασκώντας και εκτοξεύοντας τήδε κακείσε,
γενικώς και αορίστως, ύβρεις και αφορισμούς, θα ήταν δυνατόν να
απορροφήσει ανέξοδα και ακίνδυνα προς το συμφέρον του τις όποιες
κοινωνικές αντιδράσεις;
Μήπως, θέλω να πω, η ναζιστική Χρυσή Αυγή, έχοντας βάσει
σχεδίου έντεχνα περιτυλίξει τη βαρβαρότητα και τη χυδαιότητα που την
τροφοδοτούν με αντιμνημονιακή δήθεν εθνικοφροσύνη και υποκριτική έγνοια
για τον ελληνικό λαό, επί της ουσίας λειτουργεί ως προπομπός σ’ ένα
εφιαλτικό για όλους μας αύριο, πέρα από μνημόνια και πολιτικές,
ιδεολογίες και κόμματα;
Και για να καταλήγω, εφόσον πραγματικά πιστεύουμε ότι ακόμη και
με τίμημα τη ζωή μας οφείλουμε να προστατεύουμε το δικαίωμά μας και το
δικαίωμα του διπλανού μας στη διαφωνία και την άλλη άποψη, θα έπρεπε,
όσο είναι καιρός, να στερήσουμε απ’ αυτό το κόμμα το δικαίωμα να
ποδοπατά τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, να χλευάζει τη στοιχειώδη
λογική και να κακοποιεί έως θανάτου όσους για τις δικές του σκοπιμότητες
επέλεξε και ανέδειξε ως εχθρούς, επικαλούμενο την κοινοβουλευτική του
ιδιότητα.