του Κώστα Φουρίκου, πηγή ilesxi
Μπουρζουαζία. Μπουρζουάς. Μπουρζουάδικος. Αυτές είναι οι σωστές λέξεις. Χρησιμοποίηθηκαν και χρησιμοποιούνται κατά κόρον εκτός Ελλάδας για να προσδιορίσουν την ανερχόμενη κάποτε τάξη των εμπόρων, των βιομηχάνων και των τραπεζιτών που ανέτρεψαν τη φεουδαρχία και εγκαθίδρυσαν τον καπιταλισμό, τον κόσμο που ξέρουμε. Κι εμείς εδώ χρησιμοποιούμε περισσότερο τις λέξεις αστισμός, αστός, αστικός. Λάθος. Πρώτον γιατί μπερδευόμαστε όταν τις χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε και όλα όσα συμβαίνουν και αφορούν το άστυ, την πόλη. Και μετά τσατίζονται οι αρχιτέκτονες και οι γεωγράφοι φίλοι μας (όσοι από αυτούς είναι «ριζοσπάστες», για τους άλλους δε μας νοιάζει) και έχουν και δίκιο.
Δεύτερον, γιατί νομίζω τελικά ότι αυτές ταιριάζουν περισσότερο και από πλευράς ήχου όταν θέλεις να μιλήσεις για τα πολιτισμικά και κοινωνιολογικά κυρίως χαρακτηριστικά αυτού του κόσμου που ακόμη μας περιβάλλει, της κυρίαρχης ιδεολογίας του και της κρατούσας άποψης που τον διαπερνά για τη ζωή. Δηλαδή, εντάξει, είναι το κεφάλαιο, οι τραπεζίτες, οι βιομήχανοι, τα golden boys και τα αφεντικά, όταν μιλάς για την οικονομία και την πολιτική. Αλλά όταν θες, χωρίς να ξεκόψεις από αυτά τα πεδία, να μιλήσεις λίγο περισσότερο για την κουλτούρα, τον πολιτισμό και τα πρότυπα ζωής; Μπουρ-ζου-άς. Είναι σίγουρα, ο σωστός ήχος. Βαρύγδουπος και ταυτόχρονα κάπως κενός. Γίνεται ελάχιστα χαριτωμένος μόνο αν σκεφτείς να τον προφέρει μια όμορφη γαλλιδούλα συντρόφισσα: «μπουγζουαζί». Κατά τ’ άλλα είναι βαριά λέξη, εγχαράσσεται σίγουρα ως ηχητική ανάμνηση στο μυαλό, αλλά αν το καλοσκεφτείς σου φέρνει λίγο σε «μπλαμπλαμπλα», «αμπλαούμπλας» και «μπλιαχ».
Τέλος πάντων. Μου ήρθε τώρα αυτό στο μυαλό, γιατί ξεκίνησα να
καταγράφω δυο τρεις σκόρπιες σκέψεις γι αυτή την ταινία, την τελευταία
του Γούντυ Άλεν που είδα πρόσφατα: “Θλιμμένη Τζάσμιν” στα ελληνικά,
“Βlue Jasmine” ο αγγλικός τίτλος. Κατ’ αρχήν τελείωσε η ταινία (πολύ
ωραία – να πάτε να τη δείτε) κι εμένα μου ήρθε στο μυαλό η «Σονάτα του
σεληνόφωτος» του Ρίτσου και η κριτική του αστικού πολιτισμού.. Και
σκέφτηκα: «είσαι κολλημένος αγόρι μου. Μη μοιραστείς τη σκέψη σου με την
κοπέλα δίπλα. Θα σε πάρει για χαζό. Πήγαινε βρες κάποιον που διαβάζει
κυρίως ΚΟΜΕΠ τις Κυριακές και Λένιν στην παραλία». Μετά όμως το
ξανασκέφτηκα. Δε φταίω εγώ. Αν φταίει κάποιος, είναι ο Γούντυ Άλεν, άντε
λίγο και η εποχή που ζούμε. Ή και λίγο περισσότερο αυτή η τελευταία.
Γιατί έχει απομυθοποίησει αρκετά και εν τοις πράγμασι, τις παντοδύναμες,
μέχρι πρότινος, ιερές αλήθειες γύρω από το τι συνιστά ευτυχία στη ζωή
μας.
Γιατί
αλήθεια τώρα, τι φταίω εγώ κυρία μου, που ο σκηνοθέτης από την πρώτη
στιγμή μας παρουσιάζει δυο καταστάσεις τόσο αντίθετες, αντιμέτωπες και
πρόσφορες στη σύγκριση; Δύο τάξεις, δύο κόσμους ολόκληρους και δύο
αδερφές να τους αντιπροσωπεύουν σε σύγκρουση και διαπλοκή; Με τη μία εκ
των δύο, την πρωταγωνίστρια, εγκλωβισμένη ανάμεσα σε δυο ζωές. Τη μία
που έχασε και την άλλη που δεν αντέχει να ζήσει. Και με τα φλας μπακ που
η ίδια κάνει, να καθιστούν τη σύγκριση αναπόφευκτη και στον πιο
δύσπιστο θεατή, παρόλο που η δυνατότητα της επιλογής που θα μπορούσε να
ακολουθεί μια τέτοια σύγκριση μοιάζει για την ίδια μία προ πολλού,
τραγικά χαμένη υπόθεση.
Η προηγούμενη ζωή της, χτισμένη σαν παλάτι στην άμμο, όσο προχωρά η
πλοκή να μη δείχνει σίγουρα ιδανική για την ίδια και η νέα, που εκ των
πραγμάτων της επιβλήθηκε, να της είναι πραγματικά αφόρητη. Από τη σνομπ
συμπεριφορά και τα κοσμικά γκαλά στις κρίσεις πανικού, στα χάπια και το
αλκοόλ. Από την απουσία οποιασδήποτε ασχολίας πέρα από τη διοργάνωση
parties στην ανάγκη να βρει δουλειά για πρώτη φορά(!) με όλα τα
παρελκόμενα που μπορεί να αντιμετωπίσει -ειδικά μια γυναίκα- σε αυτό το
πεδίο. Από τις κοσμικές στήλες στη χλεύη του κύκλου της. Από τα
κουτσομπολιά με άλλες συζύγους πολυτελείας (και άσπονδες φίλες διαρκώς
ανταγωνιζόμενες στο στίβο της επιδειξιομανίας), στο επίκεντρο της
προσοχής και της κριτικής κάποιων ενοχλητικών, λαϊκών όντων με τα οποία
αναγκάζεται να πλέον να συζεί. Τελικά της απέμεινε μονάχα ένα τραγούδι.
Το σαγηνευτικό «blue moon», να της θυμίζει τη νύχτα που τον γνώρισε. Και
είναι πια, μια ανάμνηση που δεν γίνεται να χρησιμοποιηθεί σε αμήχανη
συζήτηση σοβαρού δείπνου, ώστε να σπάσει ο πάγος ή να θωρακιστεί η
ψευδαίσθηση ενός πραγματικού έρωτα και μιας ευτυχισμένης ζωής. Είναι
πλέον μια ανάμνηση που έρχεται ξανά και ξανά για να καταφέρνει να αποδρά
έστω και στιγμιαία και από τις δυο ζωές της. Από την παλιά που
αποδείχτηκε διαφορετική από αυτή που ονειρεύτηκε και από τη νέα που δεν
ήθελε ποτέ της ούτε καν να φανταστεί.
Ας
δούμε όμως τη θετική πλευρά. Γιατί τώρα μπορείς να το πεις πιο εύκολα
κυρία μου κι ας μοιάζει τετριμμένο: Σε κάτι πιο απλό από συλλογές
ακριβών αυτοκινήτων, παπουτσιών, τσαντών ή κοσμικών συγκεντρώσεων θα
κρύβεται μάλλον η ευτυχία. Στη ζωή με αξιοπρέπεια ίσως. Με συλλογική
δημιουργία και πρόοδο. Όπου οι ανθρώπινες σχέσεις δεν θα είναι
μολυσμένες από τα σύνδρομα της ιδιοκτησίας και τους κομπλεξικούς
μικρόκοσμουςτης επίδειξης. Όπου ανάγκη θα είναι η επικοινωνία, η τέχνη, η
γνωριμία των ανθρώπων, των τόπων και των πολιτισμών. Κι ας μη ξέρεις
πως ακριβώς θα γίνουν όλα αυτά. Ίσως ξέρεις τώρα πάντως ότι ο αστικός
πολιτισμός είτε στην κρίση είτε στην ανάπτυξή του -όπως και η ζωή της
Jasmine- έχει αυτή τη γεύση του θανατερού αδιεξόδου…
Γι αυτό κι ο ήχος πότε της «σονάτας του σεληνόφωτος» και πότε του
«μπλε φεγγαριού» θα μοιάζουν με ελεγείες για τη ζωή που (δεν) ζήσατε
δύστυχοι μπουρζουάδες. Κατά τ’ άλλα ήρθε ο Σεπτέμβρης. Κι όσο κι αν με
τον έναν ή τον άλλο τρόπο εδώ προσπαθήσαμε να εξυμνήσουμε την απλότητα,
την τιμιότητα και την αξιοπρέπεια που κρύβεται πίσω από λαϊκές γειτονιές
και παρέες, σε αντιδιαστολή με το σνομπισμό και την αλαζονεία που
κυριεύει τους ήρωες του χάρτινου ψευτολαμπερού κόσμου σας, ένα είναι
σίγουρο. Ότι δεν παλεύονται άλλο οι διακοπές με δανεικά, η ανεργία, το
διαρκές άγχος και η εσωτερίκευση της αγωνίας για το αύριο. Κι αργά ή
γρήγορα οι από κάτω, οι τρε μπανάλ, οι χοντροκομμένοι οι φτωχοί θα τα
καταφέρουν και θα κάνουν αυτοί το μεγάλο deal. Απαλλάσσοντάς κι εσάς
-πέρα από όλα τα άλλα- από τη δυστυχία που βαραίνει τις ζωές σας. Τέρμα
σε ζάναξ – πρόζακ – κόκες. Κοινωνική εργασία, συλλογικότητα και χαρά,
στο νέο κόσμο που μας περιμένει…
“Α, φεύγεις; Καληνύχτα. Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ
λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο
σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι – τὴν πολιτεία
μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία
ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας
ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας,
μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ
μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ
βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ
φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ
γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε
κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ
Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα
εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿
ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα,
πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό,
ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ
φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου
ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ
παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ
πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ
μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει
ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν
ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη
ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει”.
(Από τη σονάτα του σεληνόφωτος του Γ. Ρίτσου)




