Ζούµε σε µια κοινωνία µε στρατόπεδα συγκέντρωσης µεταναστών, σε
µια κοινωνία όπου οι αυτοκτονίες για οικονοµικούς λόγους είναι σχεδόν
καθηµερινό φαινόµενο, όπου οι µαθητές συλλαµβάνονται γιατί έκαναν
κατάληψη και ένας στους δέκα στηρίζει ενεργά ή σιωπηλά µια νεοναζιστική
εγκληµατική οργάνωση. Πώς µπορεί να «χωνεύουµε» όλα αυτά, αλλά να µας
σοκάρει µια καλλιτεχνική ταινία; «Είναι εύκολο να ζεις µε τα µάτια
ερµητικά κλειστά» λέει ο πασίγνωστος στίχος των Beatles, που µου ήρθε
στο νου καθώς παρατηρούσα µερίδα του σινεφίλ κοινού -της βραβευµένης µε
Χρυσό Φοίνικα ταινίας Η ζωή της Αντέλ, στις «Νύχτες
Πρεµιέρας»- να σοκάρεται από τις τολµηρές ερωτικές σκηνές µεταξύ των
δύο νεαρών πρωταγωνιστριών. Το σοκ εκφράστηκε µε επιφωνήµατα αλλά ακόµα
και µε αποχωρήσεις από την αίθουσα.
Δικαιολογηµένα η αντισυµβατική Ζωή της Αντέλ
χαρακτηρίστηκε η πρώτη µεγάλη ερωτική ιστορία του 21ου αιώνα. Αφηγείται
την εξέλιξη του µακροχρόνιου έρωτα µεταξύ δύο νεαρών γυναικών από
διαφορετικές κοινωνικές τάξεις στη σύγχρονη πολυφυλετική Γαλλία, µια
χώρα όπου αχνοφαίνεται ένας νέος πολιτισµός, όπου η νεολαία ακούει
αραβικά ποπ τραγούδια, πηγαίνει σε πορείες κατά των µέτρων λιτότητας και
αγωνίζεται µε τον δικό της τρόπο για έναν καλύτερο κόσµο.
Η ταινία αποτελεί έναν ύµνο στη σύγχρονη Γαλλία, τη νεότητα, την
οµορφιά και τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Ο γαλλοτυνήσιος σκηνοθέτης
Αµπντελατίφ Κεσίς δεν είναι ούτε νέος, ούτε γυναίκα, ούτε οµοφυλόφιλος,
ούτε αυτό που θα λέγαµε «κλασικός Γάλλος». Από αυτήν την υποκειµενική,
εξωστρεφή, ακόµα και ηδονοβλεπτική οπτική όµως εκπορεύεται και η άγρια
οµορφιά µιας µοναδικής ιστορίας για το αδιαπέραστο και το πολυσύνθετο
της προσωπικότητας, των κοινωνικών διαφορών και του έρωτα.
Ο ανυπόκριτος θαυµασµός –στα όρια του δέους–, η εξιδανίκευση,
δένονται αναπόσπαστα µε τη σκληρή κοινωνική πραγµατικότητα, τα παιχνίδια
εξουσίας στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ταινία είναι τρίωρης διάρκειας
και περιέχει αρκετές άνισες στιγµές. Η θαυµαστή οξυδέρκεια του σκηνοθέτη
στην παρατήρηση της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης, η υπέροχη φωτογραφία και η
εκπληκτική ερµηνεία της –ελληνικής καταγωγής– Αντέλ Εξαρχόπουλος ωστόσο
µας αποζηµιώνουν µε το παραπάνω και συνεισφέρουν καθοριστικά σε ένα
σηµαντικό κινηµατογραφικό επίτευγµα. Η δεκάλεπτη ερωτική σκηνή, για την
οποία έγινε τόσος θόρυβος, δεν έχει στόχο να προκαλέσει αλλά να
προβάλλει το αυτονόητο, ότι η σεξουαλικότητα και το πάθος αποτελούν την
κινητήρια δύναµη πίσω από κάθε σχέση και έχουν καθοριστικό ρόλο στην
εξέλιξή της.