Στα
συνδικάτα, στο συνδικαλιστικό κίνημα (ΣΚ) συνυπάρχουν εργαζόμενοι με
αστική ή αστικο-ρεφορμιστική ιδεολογία και πολιτική, με οπορτουνιστική,
τυχοδιώκτες, ρουφιάνοι, εθνικιστές, φασίστες, απαθείς, αδιάφοροι και
επαναστάτες με συνείδηση της ταξικής τους θέσης σαν παραγωγοί του
κοινωνικού πλούτου. Ο καθένας αυτό το εκφράζει, το δηλώνει με την
ιδεολογική πολιτική επιλογή του, στηρίζοντας ή όχι, ψηφίζοντας ή όχι,
συμμετέχοντας ως μέλος ή όχι σ’ ένα συνδικάτο, σε μια παράταξη, σ’ ένα
συνδικαλιστικό σχήμα στο ΣΚ και αντίστοιχα σ’ ένα κόμμα, σε μια πολιτική
οργάνωση στην κοινωνία.
Από
τη θέση τους μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, όλοι συγκλίνουν
σε μια κοινή επιδίωξη, τη βελτίωση της θέσης τους στην εργασία μέσα στις
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ανάλογα με τη συνείδησή τους[1]
ή όπως ο καθένας το αντιλαμβάνεται. Πλην όμως -κι αυτό είναι καίριο
ζήτημα- με διαφορετικά «μέσα» και διαφορετικό «στρατηγικό στόχο», δεν
«είναι όλοι ίδιοι».
Στα
συνδικάτα οργανώνονται και συνυπάρχουν εργαζόμενοι που θέλουν να
προστατευτούν, να αντισταθούν συλλογικά από την αυθαιρεσία του
συλλογικού καπιταλιστή - εκμεταλλευτή το αστικό κράτος, από το απόλυτο
διευθυντικό δικαίωμα της εργοδοσίας, να βελτιώσουν το μεροκάματο, τις
συνθήκες εργασίας, να λύσουν καθημερινά βασανιστικά ζητήματα στους
εργασιακούς χώρους, αλλά και εργαζόμενοι για να προσφέρουν «ρουφιανιά
και υπηρεσίες» στην εργοδοσία, για να εξασφαλίσουν «άκρες, υπηρεσίες και
ρουσφέτια» από την ηγεμονεύουσα από τη δεκαετία του ‘80 συνδικαλιστική
γραφειοκρατία των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ και σε προέκταση από τους κομματικούς
παράγοντες του πολιτικού τους φορέα, το κόμμα, είτε είναι στην
κυβερνητική εξουσία είτε στην αντιπολίτευση[2].
Ακόμα και τα κόμματα του αστικού μπλοκ εξουσίας καταγγέλλουν -για τους
δικούς τους λόγους- το «πελατειακό» πολιτικό καπιταλιστικό τους σύστημα.
Ο
αντικειμενικός χαρακτήρας των συνδικάτων γεννάει κάθε στιγμή τις
αστικές, τις οπορτουνιστικές, τις ρεφορμιστικές, τις μικροαστικές
αυταπάτες μέχρις ότου -(και στο βαθμό που οι εργαζόμενοι «πείθονται μέσα
από την ίδια τους την πείρα» για την ταξική τους θέση μέσα στον
καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής ως παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου)- οι
οικονομικοί αγώνες «[…] συνδεθούν μεταξύ τους για να συνενωθούν οι πολλοί τοπικοί αγώνες, που έχουν παντού τον ίδιο χαρακτήρα, σε μια εθνική πάλη, μια ταξική πάλη. Κάθε ταξική πάλη όμως είναι πολιτική πάλη. […] Αυτή η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη και επομένως σε πολιτικό κόμμα, διασπάται
κάθε στιγμή από το συναγωνισμό που υπάρχει ανάμεσα στους ίδιους τους
εργάτες. Ξαναγεννιέται όμως, όλο και πιο δυνατή, πιο στέρεη, πιο ισχυρή»[3].
Πρέπει
λοιπόν να συμφωνήσουμε πως την αντιφατική σχέση ανάμεσα στην αστική
τάξη και την εργατική τάξη, στο κεφάλαιο και την εργασία τη γέννησε και
τη γεννάει ο εκμεταλλευτικός καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Τις
αντιφάσεις στο εσωτερικό μιας τάξης και των δυνάμει συμμάχων της, τις
συνθέτει, τις εκφράζει σε μια κοινή συνισταμένη συνολικά στην κοινωνία η
πολιτική οργάνωση, το κόμμα. Ποια κόμματα, ποιες πολιτικές οργανώσεις
εκφράζουν ή όχι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων
και ποια της άρχουσας αστικής τάξης αυτό κρίνεται όχι μόνο από τις
διακηρύξεις αλλά κυρίως στο δια ταύτα, μέσα στο αδυσώπητο καμίνι της
ταξικής πάλης. Συνεπώς τα κόμματα -τουλάχιστον μέχρι σήμερα- εκφράζουν
συνολικά τα αντικρουόμενα υπαρκτά κοινωνικά ταξικά συμφέροντα[4] που γεννάει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και είναι το αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης.
Όλη
η κοινωνία και οι εργαζόμενοι (και όχι μόνο τα μέλη των συνδικάτων)
γνωρίζουν άριστα -κι ας υποκρίνονται στην πλειοψηφία τους για το
αντίθετο- πως το υπόβαθρο κάθε συνδικάτου, κάθε συνδικαλιστικής
οργάνωσης είναι η πολιτική και συνδέεται ευθέως με τα κόμματα και τις
πολιτικές οργανώσεις που εκφράζουν συνολικά τα υπαρκτά ταξικά κοινωνικά
συμφέροντα. Είναι μια αντικειμενικά υπαρκτή σχέση και επιβεβαιώνεται
καθημερινά μπροστά στα μάτια όχι μόνο των εργαζομένων αλλά σε όλη την
κοινωνία. Αυτή η αντικειμενική πραγματικότητα διαμορφώνει τη σχέση
ανάμεσα στα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό κίνημα με τα κόμματα και τις
πολιτικές οργανώσεις.
Γι’
αυτό και είναι πεδίο ιδεολογικής και πολιτικής πάλης τα συνδικάτα και
το ΣΚ. Γι’ αυτό τα συνδικάτα και το ΣΚ είναι «σχολείο ταξικής πάλης», οι απεργίες είναι «μικρογραφία της σοσιαλιστικής επανάστασης», καθώς
«από τα επιμέρους οικονομικά κινήματα γεννιέται ο πολιτικός αγώνας της
εργατικής τάξης» και η σχέση του οικονομικού και του πολιτικού αγώνα.
2.
Ποιες είναι ή πρέπει να είναι οι ιδεολογικές – πολιτικές σχέσεις των
συνδικαλιστικών οργανώσεων, του ΣΚ με τα κόμματα και τις πολιτικές
οργανώσεις;
Οι
αγώνες για το μεροκάματο, για τις άθλιες συνθήκες εργασίας, οι
αποσπασματικές διεκδικήσεις ή οι αυθόρμητες μεμονωμένες εξεγέρσεις[5] ενάντια στην άγρια εκμετάλλευση των εργατών πχ. στα μεταλλεία στη Σέριφο[6]
στη χώρα μας, δεν έχουν τα χαρακτηριστικά ενός Επαναστατικού Εργατικού
Κινήματος πριν την ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ) το 1918.
Εντάσσονται στις διαδικασίες συγκρότησής του, είναι περίοδος ωρίμανσης
και συνδέονται με την εμφάνιση και την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος
(ΕΚ), έως ότου εμφανίζονται οι αναγκαίες προϋποθέσεις[7]:
1.
η μισθωτή εργασία σαν ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του
εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και η εργατική τάξη
(ΕΤ),
2. το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο με βασικότερο την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής,
3.
η οργανωτική συγκρότηση του εργατικού κινήματος: με συνδικαλιστικές
οργανώσεις (πρωτοβάθμιες, δευτεροβάθμιες, τριτοβάθμιες) και τις
πολιτικές οργανώσεις – κόμματα της εργατικής τάξης[8].
Η ιστορία του ΣΚ στη χώρα μας είναι μια μακρά σειρά παρεμβάσεων του αστικού μπλοκ εξουσίας στις συνδικαλιστικές οργανώσεις[9],
γι’ αυτό και η πάλη του ταξικού ΣΚ ενάντια στις παρεμβάσεις του αστικού
κράτους δεν είναι το ίδιο πράγμα και δεν πρέπει να ταυτίζεται με τα
μικροαστικά ιδεολογήματα «όχι στα κόμματα, όχι στις παρατάξεις». Είναι
μικροαστικά ιδεολογήματα που αποσιωπούν το γεγονός πως η άρχουσα αστική
τάξη «[…] είναι υποχρεωμένη να φωλιάζει παντού, να εγκαθίσταται παντού, να δημιουργεί παντού σχέσεις»[10]. Είναι
μια θέση που στην πράξη απαιτεί τον αποκλεισμό των κομμάτων και των
πολιτικών οργανώσεων που αμφισβητούν την ηγεμονία της άρχουσας αστικής
τάξης στο ΣΚ.
Ηγεμονεύουν
χρόνια τώρα στο συνδικαλιστικό κίνημα τα ιδεολογικά και πολιτικά
στερεότυπα του αστικού μπλοκ εξουσίας για «ανεξάρτητα», «ακομμάτιστα»
συνδικάτα, «χωρίς παρατάξεις», «όλοι ίδιοι είναι», «οι αγώνες
υποκινούνται από κομματικά συμφέροντα», για «ανεξάρτητους,
αυτοοργανωμένους, αυτόνομους, ακομμάτιστους, εργατικούς αγώνες»
αξιοποιώντας το πραγματικό γεγονός πως οι παρατάξεις των ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ
έδρασαν και δρουν σαν δούρειος ίππος, σαν εσωτερικός εχθρός της
εργατικής τάξης και των εργαζομένων, χρησιμοποιήθηκαν και
χρησιμοποιούνται ως εκτελεστές των κομματικών και των κυβερνητικών
αποφάσεων του αστικού μπλοκ εξουσίας ενάντια στην εργατική τάξη και τους
εργαζόμενους.
Μια
σωστή διαπίστωση για την εχθρική -για την εργατική τάξη και τους
εργαζόμενους- πολιτική των κομμάτων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ και των
παρατάξεών τους (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ) που ηγεμονεύουν και ελέγχουν τα συνδικάτα
και το ΣΚ, παίρνει εχθρικό χαρακτήρα για την εργατική τάξη και τους
εργαζόμενους με τη θέση πως τα «κόμματα» γενικά -εννοώντας η πολιτική
τους- «δεν έχουν θέση μέσα» στα συνδικάτα[11] ή ακόμα χειρότερα με τη θέση «όχι στα κόμματα, όχι στα συνδικάτα». Έτσι
ουσιαστικά αποκλείονται η πολιτική, οι πολιτικές οργανώσεις και τα
κόμματα της Εργατικής Τάξης, αλλά και δεν υπάρχουν ευθύνες και
υπεύθυνοι, αλλά ούτε και υπήρξαν δυνάμεις που αγωνίστηκαν και
προσπάθησαν να μη φτάσουν ως εδώ τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό
κίνημα αλλά και ενάντια στην επέλαση του νεοφιλελευθερισμού από την
δεκαετία του ‘90.
Κυρίαρχο και το παλιό, πετυχημένο στερεότυπο της αστικής προπαγάνδας περί κομματικού «καπελώματος» και «υποκινητών». Να
μην «καπελωθούμε» λοιπόν. Έτσι γενικά. Αποσιωπώντας πως η άρχουσα
αστική τάξη, το κεφάλαιο, με την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό,
τον έλεγχο των ΜΜΕ, της εκπαίδευσης και την εξουσία της είναι το μεγάλο
«καπέλο». Πιο απλά, το κόμμα της άρχουσας αστικής τάξης και του
κεφαλαίου είναι το κράτος. Δεν χρειάζεται να κάνει καμιά άλλη προσπάθεια
να «καπελώσει», συνεπώς αρκεί να αποκλειστεί το «καπέλωμα» από δυνάμεις
που βάζουν σε κίνδυνο την εξουσία της άρχουσας αστικής τάξης και του
κεφαλαίου.
Κι
όλα αυτά γιατί; Μήπως έχει ανακαλυφθεί η μέθοδος που τα φυσικά πρόσωπα,
στις παρατάξεις, στα συνδικαλιστικά σχήματα, στα ψηφοδέλτια, ή στις
ανεξάρτητες αυτόνομες αυτοοργανωμένες συλλογικότητες όταν συμμετέχουν σε
μια συνδικαλιστική οργάνωση ή σε κάποιο κίνημα διχάζονται και υιοθετούν
άλλη ιδεολογική - πολιτική ταυτότητα -σωστή ή λαθεμένη για τα ταξικά
τους συμφέροντα- από αυτή που δηλώνουν, εκφράζουν, στηρίζουν και
ψηφίζουν στην κοινωνία; Διχάζονται οι παρατάξεις, τα συνδικαλιστικά
σχήματα, οι ανεξάρτητες αυτόνομες αυοοργανωμένες συλλογικότητες και
κρίνουν, στηρίζουν, αποφασίζουν, δρουν με άλλες ιδεολογικές και
πολιτικές θέσεις μέσα στα συνδικάτα ή στα κινήματα, και όχι με βάση την
ιδεολογία και την πολιτική του κόμματος, της πολιτικής οργάνωσης, της
συλλογικότητας ή του χώρου που εντάσσονται ιδεολογικά και πολιτικά; Ή
μήπως η πολιτική στήριξη των αριστερών κομμάτων, των πολιτικών
οργανώσεων και συλλογικοτήτων στους δίκαιους αγώνες της εργατικής τάξης
και των εργαζομένων είναι καταδικαστέα και εχθρική πράξη;
«Δεν καθορίζει η συνείδηση τη ζωή, αλλά η ζωή τη συνείδηση»,
έλεγε ο Μαρξ, γι’ αυτό και ο καθένας στηρίζοντας, ψηφίζοντας ή
συμμετέχοντας ως μέλος σε ένα κόμμα, σε μια πολιτική οργάνωση, ή σε μια
«αυτόνομη αυτοοργανωμένη» συλλογικότητα, στο ΝΑΡ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στη
«ΝΔ», στο «ΠΑΣΟΚ», στον ΣΥΡΙΖΑ - ΕΚΜ, στο ΚΚΕ, στους οικολόγους, είτε
στην κολεκτίβα των ανεξάρτητων αυτοοργανωμένων αυτόνομων
αναρχοελευθεριακών, είτε ο «ανένταχτος - ανεξάρτητος», αντικειμενικά
δηλώνει την ιδεολογική πολιτική του συμφωνία με τις ιδεολογικές και
πολιτικές θέσεις κάποιου κόμματος, κάποιας πολιτικής οργάνωσης ή
συλλογικότητας, εκτιμώντας -σωστά ή λάθος- πως με την επιλογή του
στηρίζει και αγωνίζεται για τα συμφέροντά του.
Στην
πράξη στα συνδικάτα, στο ΣΚ, στις συλλογικότητες και γενικά στα
κινήματα που συμμετέχουμε, όλοι είμαστε «ιμάντας μεταφοράς» της
ιδεολογίας και της πολιτικής των κομμάτων, των πολιτικών οργανώσεων ή
των ανεξάρτητων αυτόνομων αυτοοργανωμένων συλλογικοτήτων που στηρίζουμε,
ψηφίζουμε ή είμαστε μέλη. Αυτό, μέσα στα συνδικάτα, συλλογικά
εκφράζεται με τις παρατάξεις, τα σχήματα και τα ψηφοδέλτια και συνολικά
στην κοινωνία με την παράταξη ή κάποιο μετωπικό συνδικαλιστικό σχήμα.
3. Αυτοοργάνωση, Ανεξαρτησία, Αυτονομία, Αυτοτέλεια του ΣΚ
Εξ όσων γνωρίζω συνδικάτα, ομοσπονδίες και η ΓΣΕΕ, ΑΔΕΔΥ είναι οργανωτικά αυτοτελείς οργανώσεις και όχι κομματικές οργανώσεις[12], και σ’ αυτές πλειοψηφούν (με «βρώμικες»[13]
ακόμα και με νόθες εκλογικές διαδικασίες στα συνδικάτα) οι παρατάξεις
ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ. Είναι λοιπόν απόλυτα φυσικό η πολιτική συνδικαλιστική
πρακτική και η τακτική τους να είναι λιγότερο, περισσότερο ή απολύτως
συμβατή με την ιδεολογία και την πολιτική των πολιτικών τους φορέων, του
ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Ανάλογες
είναι και οι αντιδράσεις τους στην πολιτική και στα αντεργατικά μέτρα
των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων του αστικού μπλοκ εξουσίας παρέχοντας
στήριξη στις κεντρικές πολιτικές επιλογές της άρχουσας αστικής τάξης,
χειραγωγώντας, υπονομεύοντας και ελαχιστοποιώντας τις αντιστάσεις και
τους αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων. Έτσι οι
κυβερνητικές γραφειοκρατικές ηγεσίες σε ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ κήρυξαν απεργίες
και θα κηρύξουν κι άλλες στην πορεία, σε συνάρτηση με την υλοποίηση των
γενοκτονικών μνημονιακών μέτρων, με στόχο την εκτόνωση της οργής των
εργαζομένων. Η
ρητορική αντίθεση των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές των
εναλλασσόμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στο παρελθόν, όπως και
οι πύρινες αντιμνημονιακές πλατωνικές κορώνες τους σήμερα, ήταν και
συνεχίζουν να είναι σε απόλυτη αντίφαση με την πολιτική και
συνδικαλιστική πρακτική τους, κι αυτό το γνωρίζουν όλοι οι εργαζόμενοι
και η κοινωνία και ας υποκρίνονται στην πλειοψηφία τους πως δεν το
γνωρίζουν…
Όλα
αυτά ενισχύονται και από το συνολικό κυρίαρχο ιδεολογικό πολιτικό
πλαίσιο περί της «κοινωνίας των πολιτών», των «ενεργών πολιτών», τη
συστηματική προώθηση των «Μαφιόζικων Κυβερνητικών Οργανώσεων» γνωστές
και ως «ΜΚΟ», τη «φιλανθρωπία», τον «εθελοντισμό», τις «ανεξάρτητες
αρχές» επί παντός... Σύμφωνα με τον κυρίαρχο ορθό πολιτικό λόγο ο
καπιταλισμός βαφτίζεται γενικά «πολιτικό σύστημα», οι εκμεταλλευτές
-αστική τάξη και κεφάλαιο- «ελίτ», η ιστορία «αφήγηση», οι
απεργοσπάστες και η απεργοσπασία «εργαζόμενοι που έχουν δικαίωμα στην
εργασία» αποσιωπώντας πως αυτό το δικαίωμα το κέρδισαν με συλλογικούς
σκληρούς αιματηρούς αγώνες η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι, οι υποταγμένοι στο φόβο, στους εκβιασμούς και στην ανάγκη της επιβίωσης[14]
«σκληρά εργαζόμενοι για τη σωτηρία της χώρας» και όσοι αντιστέκονται
στην συντελούμενη κοινωνική ανθρωπιστική καταστροφή είναι προνομιούχες
συντεχνίες που ζουν σε βάρος των άλλων κοινωνικών ομάδων και στρέφονται
ενάντια στην «ανάπτυξη», στον «εκσυγχρονισμό» της κοινωνίας και του
κράτους…
Έχοντας
την ιδεολογική πολιτική ηγεμονία το αστικό μπλοκ εξουσίας αξιοποίησε
και αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο την πολιτική συνδικαλιστική τακτική
και πρακτική των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ, τους δικούς του ανθρώπους μέσα στο
συνδικαλιστικό κίνημα και κατάφεραν να στρέψουν τους εργαζόμενους
ενάντια στο μοναδικό μέσο που έχουν για να αντισταθούν, τα συνδικάτα. Η
αποστροφή των εργαζομένων εξαντλείται σε δίκαιες καταγγελίες για την
άθλια πρακτική και τακτική τους στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην
αποστράτευση από τις οργανωμένες δυνάμεις των συνδικάτων. Με κυρίαρχο το
στερεότυπο της αστικής πολιτικής και ιδεολογίας «όλοι ίδιοι είναι»,
στρέφονται κατά δικαίων και αδίκων χωρίς καμιά διάκριση και παραμένουν
εγκλωβισμένοι και αδρανείς. Μια αντίδραση που στην πράξη αποδεικνύεται
καταστροφική για τα συμφέροντά τους και διευκολύνει τις παρατάξεις ΠΑΣΚ
και ΔΑΚΕ, να ηγεμονεύουν, να ελέγχουν τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό
κίνημα.
Οι
τακτικισμοί των παρατάξεων ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ να μεταλλάσσονται και να
εμφανίζονται με ένα ακόμα «ανεξάρτητο - αδέσμευτο – ακηδεμόνευτο –
ακομμάτιστο - υπερκομματικό» ψηφοδέλτιο εκτός του μητρικού ψηφοδελτίου
των παρατάξεων, δυστυχώς αποδεικνύονται αποτελεσματικοί[15].
Και είναι αποτελεσματικοί γιατί η «φωτισμένη» -διαχρονικά αντιδραστική-
«σιωπηλή πλειοψηφία» είναι «ανεξάρτητη», «αδέσμευτη», «ακηδεμόνευτη»,
«ανένταχτη», «αδιαμεσολάβητη», «αυτόνομη» και «αυτοοργανωμένη» μπροστά
στους δέκτες της τηλεόρασης. Γι’ αυτό άλλοι επιλέγουν με βάση την «τιμή»
που διαμορφώνει ο νόμος της «προσφοράς και της ζήτησης» στην «αγορά
συνειδήσεων» με άλλοθι το «όλοι ίδιοι είναι», άλλοι απέχουν, δεν
συμμετέχουν, δεν παίρνουν μέρος στα «κομματικά – παραταξιακά παιχνίδια»
που κάνουν τα «κομματόσκυλα» … προκρίνοντας την ατομική λύση και άλλοι
σύμφωνα με τις εντολές των κυρίων τους, που δίνονται από τα
«ανεξάρτητα», «αδέσμευτα», «αντικειμενικά», «ακηδεμόνευτα» Μέσα Μαζικής
Επίθεσης (ΜΜΕ) σε ότι αντιστέκεται και δεν υποτάσσεται στην κυρίαρχη
ιδεολογία και πολιτική των κανιβαλικών μνημονιακών πολιτικών της
άρχουσας αστικής τάξης και του κεφαλαίου.
Μ’
αυτά τα δεδομένα το ΠΑΜΕ αποκλείει κάθε κοινή δράση με τις
«οπορτουνιστικές δυνάμεις» όπως ισοπεδωτικά αποκαλεί την εκτός ΠΑΜΕ
αριστερά, με τη σειρά τους οι «οπορτουνιστικές δυνάμεις» ενώ ρητορικά
ομιλούν για κοινή δράση τίποτα ή ελάχιστα πράττουν γι’ αυτή με το ΠΑΜΕ
και συνεχίζουν να δίνουν άλλοθι στον «εσωτερικό εχθρό» (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ)
που ελέγχει με συντριπτική πλειοψηφία το ΣΚ (ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ – Εργατικά
Κέντρα – Ομοσπονδίες - Συνδικάτα) συμμετέχοντας στις συγκεντρώσεις και
στις πορείες τους, χωρίς να διαχωρίζονται ξεκάθαρα και αποφασιστικά από
την πολιτική συνδικαλιστική πρακτική τους, με πρόσχημα την ενότητα των
εργαζομένων, παρ’ ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους αποστρέφεται και
τους έχει γυρίσει την πλάτη.
Τι
δεν καταλαβαίνουν λοιπόν η «σιωπηλή πλειοψηφία» και όσοι -στην όλη
αριστερά- μιλούν για «ανεξάρτητα», «αδέσμευτα», «ακηδεμόνευτα»,
«ακομμάτιστα», «αυτόνομα», «αυτοοργανωμένα», «χωρίς παρατάξεις»
συνδικάτα, όταν για παράδειγμα το ΠΑΣΟΚ έχει καταρρεύσει κοινωνικά σε
μονοψήφια ποσοστά και στο πρόσφατο 35ο συνέδριο της ΓΣΕΕ η ΠΑΣΚΕ (34,52%) + ΕΜΕΙΣ (7,57%, «αντιμνημονιακή»… ΠΑΣΚΕ[16]) πήραν το 42% και η ΔΑΚΕ το 25%, συνολικά 67%;
Αυτοοργάνωση,
ανεξαρτησία, αυτονομία, αυτοτέλεια του ΣΚ σημαίνει ή θα ‘πρεπε να
σημαίνει πως η εξουσία, το αστικό κράτος δεν παρεμβαίνει και οι
συνδικαλιστικές οργανώσεις έχουν τις δικές τους δομές, στην οργάνωση, τη
λειτουργία, στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, θέση που κατοχυρώνει
την πολιτική ιδεολογική πάλη με την διακριτή παρουσία – δράση των
παρατάξεων μέσα στο ΣΚ και τον πολιτικό του ρόλο. Θέση
που αντικειμενικά δίνει τη δυνατότητα στην εργατική τάξη και στις
συνδικαλιστικές οργανώσεις να είναι και σε αντίθεση και σε σύγκρουση με
την εξουσία, να ακολουθήσουν και να στηρίξουν μια πολιτική σε αντίθεση
με την κυβερνητική πολιτική των κομμάτων της άρχουσας αστικής τάξης και
του κεφαλαίου. Στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν χωράει άλλη θέση. Κι αυτό
γιατί η θέση για «ακομμάτιστα» συνδικάτα «χωρίς παρατάξεις» εκχωρεί
στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία και πολιτική το δικαίωμα να έχουν το
μονοπώλιο της πολιτικής στα συνδικάτα χωρίς αντίπαλο. Ακόμα και η θέση
για «σχετική» ανεξαρτησία, αυτοτέλεια, αυτονομία του ΣΚ σημαίνει πως
μένει ανοιχτό κάτω από «ειδικές συνθήκες» να αίρεται η αυτοτέλεια της
συνδικαλιστικής οργάνωσης ή των οργανώσεων πχ. το «πραξικόπημα» -
κρατική παρέμβαση (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) στη ΓΣΕΕ το 1985[17].
4. Για τις αγωνιστικές - απεργιακές κινητοποιήσεις από τη δεκαετία του ’90
Στα χρόνια των μνημονίων[18] μια σειρά μύθοι της άρχουσας αστικής τάξης -που κυριάρχησαν από τη δεκαετία του ’90- κατέρρευσαν με πάταγο:
Μύθος 1ος.
Με τη συμμετοχή μας στην ΕΕ και την αλληλεγγύη των εταίρων μας θα
ενισχύονταν η «ασφάλεια της χώρας» από «οικονομικούς» και «εθνικούς
κινδύνους».
Μύθος 2ος. Η ένταξη στη ζώνη του ευρώ θα μετέτρεπε τη χώρα μας σε ισχυρή[19]... Με το ευρώ και τη συμμετοχή μας σε μια διευρυμένη αγορά θα είχαμε οικονομική σταθερότητα.
Μύθος 3ος.
Η ιδεολογία της «ανάπτυξης», του «ανταγωνισμού» και των
«ιδιωτικοποιήσεων», στην οποία έπρεπε να υποταχτούμε και να στηρίξουμε
με την προσδοκία όλοι να «απολαύσουμε» τα οφέλη της.
Μύθος 4ος.
Η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η ήττα της αριστεράς και του
εργατικού κινήματος έβαλε τέλος στις ιδεολογικές – πολιτικές ταξικές
διαχωριστικές γραμμές στην καπιταλιστική κοινωνία. Η Εργατική Τάξη -που
δεν έχει σήμερα την ίδια σύνθεση και τα χαρακτηριστικά του προηγούμενου
αιώνα, το ίδιο και η κοινωνική διαστρωμάτωση της καπιταλιστικής
κοινωνίας- έχει πάψει να υπάρχει. Έτσι στη σύγχρονη καπιταλιστική
κοινωνία δεν υπάρχουν αντίπαλοι αλλά «κοινωνικοί εταίροι»[20] που εργάζονται για το «κοινό εθνικό συμφέρον»[21]. Συνεπώς η πάλη των τάξεων είναι αναχρονισμός, για γραφικούς και οπισθοδρομικούς σκοταδιστές.
Κι
όμως, ακόμα και σήμερα στα χρόνια των μνημονίων η ηγεμονεύουσα
ιδεολογία και πολιτική στο ΣΚ είναι αυτή της ιδεολογίας των «κοινωνικών
εταίρων» των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - Αυτόνομης Παρέμβασης[22].
Η ιδεολογία των «κοινωνικών εταίρων», της «ανταγωνιστικότητας» και της
«ανάπτυξης» αντικειμενικά προϋποθέτει την παραδοχή της διαρκούς
συνύπαρξης εργαζομένων και καπιταλιστών και την αποδοχή της
εκμεταλλευτικής σχέσης κεφαλαίου - εργασίας σε βάρος της εργατικής τάξης
και των εργαζομένων. Με
βάση αυτή την παραδοχή ο στόχος του ΣΚ πρέπει να είναι η διαρκής
αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου συνεπώς και οι πολιτικές επιλογές της
ΕΤ, των εργαζομένων οφείλουν και πρέπει να περιορίζονται στην επιλογή
ανάμεσα στην μια ή την άλλη διαχειριστική πολιτική του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής από το ΠΑΣΟΚ ή τη ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ - ΕΚΜ[23] στις μέρες μας.
Από
τη δεκαετία του ’90 οι αγώνες κάτω τα χέρια από το ασφαλιστικό μου, όχι
στην ιδιωτικοποίηση της επιχείρησης που εργάζομαι, οι πλατωνικές και
υποτονικές αντιδράσεις στην κατεδάφιση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, των
υπηρεσιών υγείας και των υπηρεσιών κοινωνικής πρόνοιας, αύξηση χ% του
εισοδήματος στον κλάδο μου με απίθανα επιδόματα αντί για αυξήσεις στο
βασικό μισθό, η υπονόμευση του 5νθήμερου - 8ωρου - 40ωρου με την
καταχρηστική παράνομη υπερωριακή εργασία[24] και γενικά η διεκδίκηση της «εξαίρεσης» από μέτρα που έπλητταν τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης[25],
ναι μεν δημιουργούσαν διαχειριστικά προβλήματα ασκώντας μια ορισμένη
πίεση στη νεοφιλελεύθερη πολιτική των εναλλασσόμενων κυβερνήσεων του
ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, πλην όμως δεν ήταν επικίνδυνοι ή αδιέξοδο για την
κυρίαρχη πολιτική του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Φυσική
συνέπεια αυτής της πολιτικής συνδικαλιστικής τακτικής ήταν η απαξίωση
των συνδικάτων και του συνδικαλιστικού κινήματος και εφόσον οι
κατακερματισμένες «συντεχνιακές» κινητοποιήσεις δεν συγκροτούσαν μια
συνολική αντίθεση και δεν στόχευαν στην συνολική ανατροπή της κυρίαρχης
πολιτικής του αστικού μπλοκ εξουσίας μοιραία ηττήθηκαν, παρά τις
επιμέρους –πύρρειες όπως αποδεικνύεται σήμερα- νίκες στα χρόνια της
κυβέρνησης της ΝΔ του Μητσοτάκη, νόμος Γιανίτση, άρθρο 16. Και
ο πιο δίκαιος αγώνας καταλήγει να είναι χυδαίος και συντεχνιακός όταν
δεν υπηρετεί τα συνολικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και δεν
εντάσσεται σε ένα συνολικό σχέδιο έλεγαν οι κλασικοί[26]. Θέση που η αδυσώπητη πραγματικότητα στα χρόνια των μνημονίων την επιβεβαιώνει με δραματική ένταση. Αποτιμώντας
σήμερα και κρίνοντας στο δια ταύτα αυτή την περίοδο έως σήμερα, στην
ουσία προετοίμασαν την καταστροφική για την εργατική τάξη και τους
εργαζόμενους πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι στο πετσί μας.
Είναι
πια προφανές σε όλους, πως στα χρόνια των μνημονίων κάθε αμυντική
εργατική αγωνιστική κινητοποίηση σε μια επιχείρηση, έναν κλάδο ή τομέα,
ακόμα και όταν στοχεύει στην «εξαίρεση» για την αποτροπή των συνεπειών
της γενοκτονικής πολιτικής του αστικού μπλοκ εξουσίας, είναι
αντικειμενικά μια ευθεία πολιτική σύγκρουση με τον κεντρικό πολιτικό
σχεδιασμό του αστικού μπλοκ εξουσίας[27].
Κι αυτό γιατί η πλημμυρίδα των αντεργατικών μέτρων σε όλα τα μέτωπα,
ιδιωτικοποιήσεις, εργασία - κοινωνική ασφάλιση - υγεία - παιδεία -
κοινωνικές υπηρεσίες - φορολογία στοχεύουν, συγκλίνουν, συμπυκνώνονται,
σε δύο κεντρικούς στόχους: στην τιμή της εργατικής δύναμης (το κόστος
αναπαραγωγής της, μισθοί, μεροκάματα) και στα χρονικά όρια της εργασίας[28].
Στον «ανταγωνισμό» το κεφάλαιο δεν ανέχεται διαφοροποιήσεις στους
γενικούς όρους εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, δρα κυνικά ως
εξισωτής προς τα κάτω και απαιτεί οι ρυθμίσεις να ισχύουν για το σύνολο
της εργατικής τάξης και του κόσμου της εργασίας[29].
Και το ελάχιστο ρήγμα ενέχει τον κίνδυνο -για την άρχουσα αστική τάξη
και το κεφάλαιο- να καταρρεύσει ο κεντρικός πολιτικός σχεδιασμός όχι
μόνο από τη σύγκρουση με τον κόσμο της εργασίας αλλά και από τον
ανταγωνισμό στο εσωτερικό τους.
Παρά
ταύτα ακόμα και τώρα, στα χρόνια των μνημονίων συνεχίζονται οι δίκαιες
απεγνωσμένες μοναχικές κινητοποιήσεις κλάδων και επιχειρήσεων απέναντι
σε μια ανελέητη συνασπισμένη εξουσία των δυνάμεων του αστικού μπλοκ και
το πάνοπλο αστικό κράτος της βίας και της καταστολής. Απέναντι σε μια
κανιβαλική κοινωνία που χρόνια τώρα έχει πορωθεί από τον κοινωνικό
αυτοματισμό που συστηματικά καλλιέργησαν και καλλιεργούν τα ντόπερμαν
της ενημέρωσης και το υπηρετικό προσωπικό του αστικού μπλοκ εξουσίας. Οι
εκκλήσεις για αντιφασιστικό αγώνα και αντιφασιστικά μέτωπα, υποτιμούν
τον κύριο στόχο που είναι οι πολιτικές εξαθλίωσης της κοινωνίας των
μνημονιακών πολιτικών που τροφοδοτούν, ενισχύουν τον εκφασισμό. Φαίνεται
να έχει ξεχαστεί πως ιστορικά ο φασισμός γεννιέται, δυναμώνει και
αναπτύσσεται μόνον εφόσον το ταξικό εργατικό κίνημα έχει ηττηθεί και η
κοινωνική εξαθλίωση γενικεύεται.
5. Κοινωνικός εμφύλιος
Συστηματικά
ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ απονεύρωσαν τα συνδικάτα από τις ζωτικές τους λειτουργίες
(αυτό δεν απαλλάσσει τους εργαζόμενους από τις δικές τους ευθύνες), που
είναι οι συνελεύσεις και η συμμετοχή των εργαζομένων στις αποφάσεις και
στις δραστηριότητές τους. Απομάκρυναν τους εργαζόμενους και αποκόπηκαν
από την πραγματική τους δύναμη που είναι η συμμετοχή των εργαζομένων και
η λειτουργία τους σταδιακά περιορίστηκε στα Διοικητικά Συμβούλια (ΔΣ),
με συνέπεια εκτός των άλλων και την όξυνση της αντίφασης των εργαζομένων
με τους εκλεγμένους στα ΔΣ και τα συνδικάτα.
Κάθε
απεργιακή κινητοποίηση αντικειμενικά δημιουργεί προβλήματα στην
καθημερινότητα της κοινωνίας, γι’ αυτό και είναι το έσχατο μέσο[30]
που διαθέτουν οι εργαζόμενοι που πλήττονται, κι αυτό δεν γίνεται να
αλλάξει. Κάθε αντίθετος ισχυρισμός στρέφεται ενάντια στο δικαίωμα του
αδύναμου να αντιταχθεί και να παλέψει ενάντια σε μια πολιτική που
καταστρέφει τη ζωή του και της οικογένειάς του. Πλην όμως, απόλυτα
δίκαια αιτήματα και δίκαιοι στόχοι που περιορίζονται στην αμυντική
υπεράσπισή τους, μέτρα που πλήττουν μια συγκεκριμένη μερίδα εργαζομένων
σε μια επιχείρηση, έναν κλάδο ή έναν τομέα, διεκδικώντας την «εξαίρεση»
από τα μνημονιακά μέτρα που πλήττουν τα συνολικά συμφέροντα της
εργατικής τάξης, του κόσμου της εργασίας, μοιραία ενισχύουν τον
«κοινωνικό αυτοματισμό» των άλλων εργαζομένων και κοινωνικών ομάδων που
έπεσαν θύματα των μνημονιακών πολιτικών σε προγενέστερο χρόνο. Σ’ αυτά
-κυρίως- τα αντικειμενικά δεδομένα πατάνε τα στερεότυπα ιδεολογήματα του
αστικού μπλοκ εξουσίας, για «συνδικαλιστές που κάνουν απεργίες» και τα
θύματά τους που «είναι οι εργαζόμενοι» και η «κοινωνία που
ταλαιπωρείται».
Το
αστικό μπλοκ εξουσίας, με τη βοήθεια των ΜΜΕ και το υπηρετικό προσωπικό
τους -δημοσιογράφοι, δημοσιολόγοι, επιστήμονες, διανόηση-, έχοντας
καλλιεργήσει συστηματικά και με επιμονή τα πιο αντιδραστικά κοινωνικά
αντανακλαστικά όλα τα προηγούμενα χρόνια, με μεγάλη ευκολία αποδομούν τα
αιτήματα και τις διεκδικήσεις των εργαζομένων που μπαίνουν στο
στόχαστρο του αστικού μπλοκ εξουσίας στρέφοντας την διαβόητη κοινή γνώμη
εναντίον τους. Εμφανίζουν κάθε δίκαιη εργατική αγωνιστική κινητοποίηση
και τους εργαζόμενους σαν μια άθλια συντεχνία που υπερασπίζεται τα
προνόμιά της σε βάρος των εργαζομένων και της κοινωνίας. Είναι η
διαχρονική κανιβαλική πρακτική του αστικού μπλοκ εξουσίας, που
εξειδικεύεται από ειδικούς, επιστήμονες, διανοούμενους και προβάλλεται
συστηματικά από τα ΜΜΕ, με αποτέλεσμα τελικά να την αποδέχεται -
στηρίζει και η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας που απαιτεί άκριτα την
εξίσωση προς τα κάτω.
Έτσι
και τώρα τα θύματα της αγριότητας των μνημονιακών πολιτικών απαιτούν
ισότητα στην συντελούμενη κοινωνική ανθρωπιστική καταστροφή, αφού η
αποτροπή - ανατροπή της απαιτεί σκληρό αγώνα και μάχη, αποφασιστικότητα,
αυτοθυσία και στράτευση σε πολιτικές που δεν ικανοποιούν τις
μικροαστικές αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για δίκαιο και ανθρώπινο
καπιταλισμό, κάτι που για την ώρα -αυτή η πλειοψηφία των σφαγιασμένων-
δεν είναι διατεθειμένη να το πράξει.
Οπότε
θύματα εναντίον θυμάτων, να ψοφήσει το γελάδι του γείτονα και όχι
κοινός ταξικός αγώνας και δράση για να αποκτήσουμε όλοι το δικό μας
γελάδι. Ένας διαχρονικός κοινωνικός εμφύλιος που τον ζήσαμε και τον
ζούμε όλοι καθημερινά και είναι πανταχού παρών, δίπλα μας. Συνοδεύεται
δε με τη γνωστή «δολοφονική» θέση: δεν είμαι φασίστας, ρατσιστής, δεν
είμαι ενάντια στο διαφορετικό, ενάντια στις απεργίες, ενάντια στους
αγώνες, ενάντια σε…, αλλά...
Ένα
«αλλά» που υιοθετείται υποκριτικά ως εξαίρεση, πλην όμως είναι τόσες οι
εξαιρέσεις που υιοθετεί η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, που καταλήγουν
να είναι συνολικά ο κανόνας. Είναι το άλλοθι που αποενοχοποιεί,
συγκαλύπτει, εφησυχάζει και διευκολύνει την υιοθέτηση - ανοχή από μεγάλα
κομμάτια της κοινωνίας και των πιο αντιδραστικών, σκοταδιστικών
πρακτικών της εξουσίας, του αστικού κράτους και του κεφαλαίου: στα άντρα
της ασφάλειας να βασανίζονται προσαχθέντες, συλληφθέντες αδιακρίτως και
διαχρονικά. Συγκεντρώσεις, πορείες και διαμαρτυρίες να πνίγονται στα
χημικά, διαδηλωτές και απεργοί να προσάγονται, να συλλαμβάνονται, να
ξυλοκοπούνται άγρια, να διώκονται δικαστικά, οι απεργίες να κηρύσσονται
παράνομες, απεργοί να επιστρατεύονται. Να απαιτούμε απλήρωτοι
εργαζόμενοι να συνεχίσουν να εργάζονται παρ’ ότι η δουλεία και η
καταναγκαστική εργασία υποτίθεται πως έχουν καταργηθεί, οι εργαζόμενοι
να αποδεχτούν την απόλυσή τους και στη θέση τους να έρθουν άλλοι άνεργοι
που με τη σειρά τους και αυτοί θα μείνουν απλήρωτοι για τη «σωτηρία της
χώρας».
6. Φασισμός – αντιφασισμός, το αστικό μπλοκ εξουσίας και το αστικό κράτος
«Όχι
στα κόμματα» λοιπόν, «όχι στα συνδικάτα», «όχι στις παρατάξεις», «χωρίς
ταμπέλες», «χωρίς καπελώματα», «όλοι μαζί» εργάτες και καπιταλιστές,
«για την Ελλάδα», υπεύθυνοι «όλα τα κόμματα», «όλοι οι βουλευτές», «όλοι
οι συνδικαλιστές και το συνδικαλιστικό κίνημα». Όλοι έχουν τις ίδιες
ευθύνες, όλοι είμαστε υπεύθυνοι για την βαρβαρότητα της μνημονιακής
πραγματικότητας που ζούμε. Με σεβασμό και συγκατάβαση στη νεολαία που
αρέσκεται στον ολοκληρωτισμό του «όλοι ίδιοι είναι, όλοι φταίνε».
Προς
τι οι κραυγές κατά Πάγκαλου, των ΜΜΕ και άλλων «αστέρων» του αστικού
μπλοκ εξουσίας, και ποια η διαφορά από το «όλοι μαζί τα φάγαμε» από το
«οι εργαζόμενοι είναι χαραμοφάηδες», απατεώνες, «επίορκοι», κοπρίτες,
τεμπέληδες και κάθε φορά το κομμάτι των εργαζομένων που γίνεται στόχος
του αστικού μπλοκ εξουσίας είναι «προνομιούχοι συντεχνίτες» σε βάρος των
υπολοίπων και της κοινωνίας»; Εχθρική στάση λοιπόν σε κάθε απεργιακό
εργατικό αγώνα και για τις μορφές πάλης που υιοθετούν οι εργαζόμενοι. Πολύ
εύκολα προσδιορίζεται η πολιτική ιδεολογική ταυτότητα που κυριαρχεί,
ποιον και τι στηρίζουν αυτές οι πολιτικές θέσεις… Αυτούσια η προπαγάνδα
του αστικού μπλοκ εξουσίας και ιδανικές οι συνθήκες για τον κοινωνικό
εκφασισμό...
Μόλις
τον Δεκέμβρη του 2011, το αστικό μπλοκ εξουσίας ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (παρ’ ότι
είχαν συντριπτική πλειοψηφία στη βουλή), έβαλαν στην κυβέρνηση τον
«ιμιτασιόν» φασισμό του ΛΑΟΣ νομιμοποιώντας τον στην κοινωνική
συνείδηση. Ήταν μια συνειδητή ταξική επιλογή για την ακροδεξιά σκλήρυνση
και την ενίσχυση των αντιδραστικών πολιτικών επιλογών των κομμάτων του
αστικού μπλοκ εξουσίας. Με
μέτρο σύγκρισης τη ναζιστική -παρακρατική με στρατιωτική δομή- Χρυσή
Αυγή, οι ξενοφοβικές, ρατσιστικές, φασιστικές πολιτικές των δυνάμεων του
αστικού μπλοκ εξουσίας προβάλλονται και επιβάλλονται ως σκληρές μεν,
πλην όμως αναγκαίες «αστικοδημοκρατικές» φιλελεύθερες πολιτικές επιλογές
για την ασφάλεια, το νόμο και την τάξη, αναστέλλοντας στην πράξη και
καταστέλλοντας κεκτημένες κοινωνικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές
ελευθερίες της αστικής δημοκρατίας.
Τώρα
ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΔΗΜΑΡ με την επικουρία επιστημόνων, διανοουμένων και των
ΜΜΕ, ενώ υιοθετούν και εφαρμόζουν την πολιτική ατζέντα της Χρυσής Αυγής,
με υψηλές κορώνες υποκριτικά την … καταγγέλλουν. Έχουν το θράσος να
υψώνουν τη σημαία του αντιφασιστικού αγώνα και να καλούν σε συστράτευση
και μέτωπο ενάντια στη φασιστική απειλή... και βρίσκουν -δυστυχώς-
ανταπόκριση και στον ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ. Σ’ αυτόν τον κοινωνικό ορυμαγδό,
κανένας δεν είναι φασίστας, ρατσιστής, φοβικός στη διαφορετικότητα, και
όχι μόνον, αλλά δηλώνει υποκριτικά και αδυσώπητος πολέμιος… Όσοι
αντιδρούν καταγγέλλονται, καταδικάζονται με την άθλια ανιστόρητη θεωρία
των άκρων και -τι ειρωνεία- μεταξύ αυτών και ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ...
Συνεπώς,
στην καλύτερη περίπτωση ας λουφάξουμε, ας ιδιωτεύσουμε, με άλλοθι το
δολοφονικό «όλοι ίδιοι είναι» γι’ αυτό και επιλέγουμε να δηλώνουμε
«ανεξάρτητοι - ανένταχτοι - αδέσμευτοι - αυτόνομοι» και στη χειρότερη
αφού δεν έχουμε άντερα, «αρετή και τόλμη» να διεκδικήσουμε το δίκιο μας,
να συγκρουστούμε με τον δυνατό, ας συγκρουστούμε με τον αδύναμο και τον
κατατρεγμένο. Να εκτονώσουμε την οργή μας με σύμμαχο την εξουσία, το
αστικό κράτος -σίγουρη άκοπη νίκη- και γαία πυρί μειχθήτω, αφήνοντας
άθικτη την αστική εξουσία, την άρχουσα αστική τάξη, το κεφάλαιο και τα
κέρδη τους. ΠΑΣΟΚ - ΝΔ - ΔΗΜΑΡ έχουν μετατρέψει την κοινωνία σε ρωμαϊκή
αρένα και η διαβόητη διψασμένη για αίμα «κοινή γνώμη» απαιτεί ισότητα
στη σφαγή, το θύμα οφείλει και πρέπει να υποταχθεί στο θύτη…
Το
ζήτημα που αναδεικνύεται με βάση τα δεδομένα είναι πως το καπιταλιστικό
κτήνος για να επιβιώσει στον αέναο ανταγωνισμό και για την αύξηση των
κερδών του κεφαλαίου που επιβάλει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής,
έχει απόλυτη ανάγκη τις ανθρωποθυσίες της εργατικής τάξης και των
εργαζομένων.
7. Και τώρα λοιπόν τι;
Είναι
αλήθεια πως μέχρι τώρα τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό κίνημα δεν
ανταποκρίθηκαν στις απαιτήσεις και τις ανάγκες στα χρόνια του μνημονίου
και όχι μόνο. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια και μισή αλήθεια ίσον ένα
ψέμα. Ολόκληρη η αλήθεια λέει πως τα συνδικάτα είναι αυτά που είναι
γιατί ελέγχονται με συντριπτικές πλειοψηφίες από τις δυνάμεις της ΠΑΣΚΕ
και της ΔΑΚΕ. Κι αυτές οι δυνάμεις όχι μόνο δεν θέλουν, όχι μόνο δεν
μπορούν να οργανώσουν την πάλη για την ανατροπή των μνημονιακών
πολιτικών, αλλά στην ουσία εκτελούν εντολές και τα σχέδια στήριξης αυτών
των πολιτικών, παρά την αντιμνημονιακή πλατωνική ρητορική που
αναπτύσσουν είναι ο δούρειος ίππος στις γραμμές της εργατικής τάξης και
των εργαζομένων που μας οδηγεί στην εξαθλίωση και την ήττα.
Το
πρόβλημα όμως δεν είναι μόνο τι κάνουν τα συνδικάτα, αλλά και τι
κάνουμε εμείς σαν εργαζόμενοι. Κανένας δε θα μας σώσει αν δεν
αποφασίσουμε να σωθούμε μόνοι μας. Κανένα συνδικάτο δεν θα γίνει
καλύτερο και δεν θα αγωνιστεί με συνέπεια για τα συμφέροντά μας αν
συνεχίσουμε να στηρίζουμε τις δυνάμεις των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ που ελέγχουν
μέχρι τώρα τα συνδικάτα. Ήρθε η ώρα να πάρουμε την υπόθεση στα χέρια
μας. Τώρα πρέπει ο καθένας από μας να διαλέξει με ποιους θα πάει και
ποιους θα αφήσει. Να βάλουμε τέλος στην κυριαρχία της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ
στα συνδικάτα με όποιο προσωπείο κι αν επιχειρούν για πολλοστή φορά να
εξαπατήσουν και να παγιδέψουν τους εργαζόμενους. Είναι στο χέρι κάθε
εργαζόμενου, αντί να καταγγέλλει και σωστά τα συνδικάτα για τη μέχρι
τώρα στάση τους, να βάλει πλάτη για ταξικά συνδικάτα. Τα συνδικάτα δεν
είναι μόνο τα ΔΣ και οι συσχετισμοί τους. Είναι κυρίως τα μέλη του, κι
αυτά μπορούν με τη δυναμική τους να τους ανατρέψουν. Όχι με την αποχή,
την αδράνεια και τη δίκαιη καταγγελία, αλλά συμμετέχοντας και
στηρίζοντας τις δυνάμεις που με συνέπεια δίνουν τη μάχη ενάντια στις
μνημονιακές πολιτικές.
Με
σταθερό τον στρατηγικό πολιτικό στόχο, για μια ουσιαστική ιδεολογική -
πολιτική - συνδικαλιστική παρέμβαση στα ζητήματα που εξελίσσονται στη
συγκυρία και για να υπάρξουν ρεαλιστικές δυνατότητες για τη νίκη είναι
ανάγκη τώρα για: οργανωμένες δυνάμεις μέσα στα συνδικάτα και το ΣΚ,
συνελεύσεις με ζωντανή λειτουργία, καλά σχεδιασμένη πολιτική συμμαχιών
και την εφαρμογή μιας ευέλικτης τακτικής στη δράση για κάθε ζήτημα
στόχο, για κάθε αίτημα στόχο. Το άλμα στον στρατηγικό πολιτικό στόχο
χωρίς επιτυχίες και νίκες στα ζητήματα που αναδεικνύονται στη συγκυρία
καταλήγει να είναι μεταφυσική πίστη.
Είναι
δυνατόν και πως μια αγωνιστική κινητοποίηση ενός κλάδου μπορεί να γίνει
«η σπίθα που θα βάλει φωτιά στον κάμπο» των γενοκτονικών μνημονίων και
στην ανατροπή του κεντρικού σχεδιασμού του αστικού μπλοκ εξουσίας;
Η απάντηση είναι ναι, εφόσον συνυπάρξουν μια σειρά από αναγκαίες προϋποθέσεις πάνω σε τρεις -κυρίως- κεντρικούς άξονες:
1. Στη
συνολική στρατηγική στόχευση, που είναι ζήτημα ιδεολογικής - πολιτικής
ηγεμονίας στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, των εργαζομένων και των
κοινωνικών συμμάχων τους.
«Η εργατική τάξη είναι σαν ένας μεγάλος στρατός που στερήθηκε ξαφνικά
όλους τους κατώτερους αξιωματικούς του· σ’ έναν τέτοιο στρατό θα ήταν
αδύνατο να διατηρηθεί η πειθαρχία, η συνοχή, το αγωνιστικό πνεύμα και το
ενιαίο της κατεύθυνσης με μόνη την ύπαρξη ενός επιτελείου. Κάθε
οργάνωση είναι ένα σύνολο διαρθρωμένο, που λειτουργεί μόνο αν υπάρχει
μια κατάλληλη αριθμητική σχέση ανάμεσα στη μάζα και τους ηγέτες»[31].
2. Το
διεκδικητικό πλαίσιο (το αίτημα ή τα αιτήματα) να είναι σαφέστατο στους
στόχους που θέτει, να υπηρετεί όντως -στο δια ταύτα- τα συνολικά
συμφέροντα της εργατικής τάξης, τον κόσμο της εργασίας και όχι απλά να
διακηρύσσεται ρητορικά ή να προκύπτει μέσα από λογικούς συνειρμικούς
συλλογισμούς. Ενδεικτικά, κεντρικό αίτημα και διεκδίκηση σήμερα δεν
μπορεί να είναι άλλο από τη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την τιμή της
εργατικής δύναμης με δρακόντεια νομοθετική ρύθμιση: Σταθερή
εργασία, κατάργηση κάθε μορφής ελαστικής εργασίας με ανώτατο νόμιμο
ωράριο 35 ωρών, 5νθήμερο – 7ωρο και κατώτερο βασικό μεροκάματο – μισθό –
σύνταξη που να διασφαλίζει μια αξιοπρεπή επιβίωση.
3. Στην αποφασιστικότητα από «τα
επαναστατικά στοιχεία [που] αντιπροσωπεύουν την τάξη στο σύνολό της,
[που] είναι το πιο υψηλά ανεπτυγμένο σημείο της συνείδησής της με τη
συμφωνία ότι παραμένουν με τη μάζα, μοιράζονται τα λάθη της, τις
αυταπάτες, την απαλλαγή από τις πλάνες της»[32], και
των εργαζομένων στην επιχείρηση, στον κλάδο ή στον τομέα -που έχουν
«πεισθεί από την ίδια τους την πείρα»- για μάχη έως τελικής πτώσης[33],
ώστε να «μεταδώσουν» αυτή την αποφασιστικότητα στους ταλαντευόμενους,
να κερδίσουν -τουλάχιστον- την «ευνοϊκή στάση» των αδρανών· και έχοντας
πλήρη επίγνωση πως ιστορικά καμιά ταξική μάχη δεν δόθηκε με αντίπαλο
μόνο την εργοδοσία και την κρατική εξουσία (ΜΜΕ, καταστολή, δικαιοσύνη
και έχοντας τη στήριξη όλων των κοινωνικών ομάδων), αποφασιστική
αντιμετώπιση της απεργοσπασίας και των απεργοσπαστών.
8. «Το σιδερένιο κλουβί»
«T.I.N.A»; (There is no alternative - Δεν υπάρχει εναλλακτική λύση;)
Η
ιστορία είναι αδυσώπητη. Έβαλε βίαιο τέλος στα μεγαλειώδη νικηφόρα
επαναστατικά εγχειρήματα από την Οκτωβριανή επανάσταση του ’17 ως τις
μέρες μας. Όλα τα επαναστατικά ρεύματα και τάσεις σ’ αυτή την πορεία του
εργατικού κινήματος, με τις νίκες και τις ήττες άφησαν τις
παρακαταθήκες τους. Η διπλή εμπειρία της νίκης και της ήττας είναι η
ανεκτίμητη κληρονομιά στο επαναστατικό εργατικό κίνημα της εποχής μας.
Δεν πετάμε τίποτα, δεν ξεχνάμε τίποτα. Οφείλουμε και πρέπει να
μελετήσουμε, να αναλύσουμε, να διαφωνήσουμε, να ανακαλύψουμε, να γίνουν
κτήμα του επαναστατικού εργατικού κινήματος τα θετικά αλλά και τα
αρνητικά στοιχεία που οδήγησαν στην οδυνηρή στρατηγική ήττα του.
Όλα
τα ιστορικά ρεύματα της αριστεράς και οι διασπάσεις που προέκυψαν στην
πορεία του Επαναστατικού Εργατικού Κινήματος είχαν και αιτίες και λόγους
που -σωστά ή λάθος- θέλησαν να ανταποκριθούν στις ανάγκες της εποχής
τους. Η ήττα επιβάλει επιτακτικά, τώρα, να συμβάλουν δημιουργικά στην αναγέννηση – ανασυγκρότηση του Επαναστατικού Εργατικού Κινήματος
στην εποχή μας, αν όντως στοχεύουν στο σοσιαλισμό και τη κομμουνιστική
κοινωνία, αν όντως και στο βαθμό που συνδέονται με την κόκκινη κλωστή
του στρατηγικού στόχου για την ανατροπή του καπιταλισμού.
Για
τους επαναστάτες, έγραφαν οι κλασικοί, δεν υπάρχει ιερό στο οποίο
πρέπει να δείχνουν υποταγή για να φτάσουν στο στρατηγικό στόχο: την
κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της μισθωτής
σκλαβιάς και της εκμετάλλευσης. Γι’ αυτούς υπάρχει μόνο η αντικειμενική
ανάλυση της πραγματικότητας και οι ανάγκες που προκύπτουν απ’ αυτή. Με
όσο ενθουσιασμό και πάθος στήριξαν μια επιλογή, όταν αυτή εξαντλήσει τη
δυναμική της ή αν αποδειχτεί λαθεμένη, με τον ίδιο ενθουσιασμό και
πάθος πρέπει να την γκρεμίσουν και να την αντικαταστήσουν.
Είναι γνωστά τα στερεότυπα, με αιχμή τη Σταλινική περίοδο, της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας και των απολογητών της: οι
νίκες της εργατικής τάξης και των συμμάχων της και οι προσπάθειες για
την οικοδόμηση του σοσιαλιστικού - κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και
κοινωνικής οργάνωσης εκφυλίστηκαν και κατέρρευσαν·
στην πορεία αυτής της προσπάθειας, εμφανίστηκαν - αναπτύχθηκαν τα
γνωστά αποκρουστικά χαρακτηριστικά για τις εργατικές, κοινωνικές,
ανθρώπινες ελευθερίες· παρά τις διακηρύξεις και τους στόχους για μια
σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία, την κατάργηση της ιδιοκτησίας στα
μέσα παραγωγής και της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, το
τελικό αποτέλεσμα ήταν αυτό που λίγο - πολύ όλοι γνωρίζουμε· δεν υπάρχει πουθενά σήμερα κάποιο σοσιαλιστικό - κομμουνιστικό υπόδειγμα.
Όλα
εδράζονται σε υπαρκτά δεδομένα -παραποιημένα ή όχι και σε ποιο βαθμό,
αυτό είναι υπόθεση της ιστορικής έρευνας-, πλην όμως είναι εξίσου
σημαντικό να τονιστεί πως: ακόμα και η ανταγωνιστική απειλή ανατροπής
του καπιταλισμού ήταν ένας παράγοντας που έδωσε ώθηση στους ταξικούς
αγώνες της εργατικής τάξης και των εργαζομένων να διεκδικήσουν και να
κατακτήσουν όλα τα κοινωνικά, πολιτικά, εργασιακά δικαιώματα και
ελευθερίες στις χώρες του «υπαρκτού καπιταλισμού» που στις μέρες μας
κατεδαφίζονται.
Ιστορικά,
κανένας νέος τρόπος παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης δεν οικοδομήθηκε
έχοντας εξ αρχής ένα υπαρκτό ολοκληρωμένο υπόδειγμα – πρότυπο. Κανένας
νέος τρόπος παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης δεν επικράτησε με μια εξ
αρχής αμετάβλητη συγκεκριμένη μορφή αλλά αντίθετα μέσα από μια διαρκή
κίνηση και εξέλιξη[34].
Κανένας νέος τρόπος παραγωγής και κοινωνικής οργάνωσης δεν οικοδομήθηκε
χωρίς λάθη, πισωγυρίσματα, ήττες και νίκες. Η πρώτη πτήση με το
αεροπλάνο κράτησε λίγα μόλις λεπτά, κανείς όμως δεν ισχυρίστηκε πως
είναι αδύνατη η πτήση. Με επίμονες και κοπιαστικές προσπάθειες σήμερα το
αεροπλάνο -και όχι μόνο- είναι ένα ασφαλέστατο μέσο πτήσης, γιατί όχι
και η σοσιαλιστική - κομμουνιστική κοινωνία.
Με
την πλούσια διπλή εμπειρία της νίκης και της ήττας, είναι σήμερα
-περισσότερο από ποτέ- ρεαλιστικά δυνατό το Επαναστατικό Εργατικό Κίνημα
να ανασυγκροτηθεί – αναγεννηθεί μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης,
στις επερχόμενες εξεγέρσεις, στις απεργίες και σ’ όλες τις νέες μορφές
πάλης και αγώνα που θα γεννήσουν οι ταξικές μάχες της εργατικής τάξης,
των εργαζομένων και των συμμάχων τους:
Τι κι' αν η μάχη χάθηκε
Δεν χάθηκαν όλα - η ακατάβλητη θέληση
Κι η μελέτη της εκδίκησης, αιώνιο μίσος
Και το κουράγιο ποτέ να μη σκύβει το κεφάλι
Ποτέ να μη λυγίζει:
Και τότε τι δεν μπορεί να νικηθεί;
Τζον Μίλτον
Νίκος Δινόπουλος, Οργάνωση Κοζάνης-Πτολεμαίδας ΝΑΡ
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1]
«[…] Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, οι άνθρωποι εισέρχονται σε
σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε
σχέσεις παραγωγής, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια καθορισμένη βαθμίδα
ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Η ολότητα αυτών των
σχέσεων παραγωγής αποτελεί την οικονομική δομή της κοινωνίας, την
πραγματική βάση πάνω στην οποία υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό
εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν συγκεκριμένες κοινωνικές μορφές
συνείδησης.
[…]
Ο τρόπος παραγωγής της υλικής ζωής καθορίζει γενικά την κοινωνική,
πολιτική και πνευματική διαδικασία της ζωής. Δεν είναι η συνείδηση των
ανθρώπων που καθορίζει το είναι τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό
τους είναι καθορίζει τη συνείδησή τους», (Κ. ΜΑΡΞ - ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ).
«Η
συνείδηση, επομένως, είναι ευθύς εξ αρχής ένα κοινωνικό προϊόν, και
παραμένει τέτοιο όσο υπάρχουν γενικά άνθρωποι», (Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Τ. Α΄).
[2]
«[…] οι περιστάσεις φτιάχνουν τους ανθρώπους εξίσου όπως οι άνθρωποι
φτιάχνουν τις περιστάσεις. […] Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι σε
κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες. Με άλλα λόγια, η τάξη που είναι η
κυρίαρχη υλική δύναμη της κοινωνίας, είναι ταυτόχρονα η κυρίαρχη
πνευματική της δύναμη. Η τάξη που έχει στη διάθεσή της τα μέσα της
υλικής παραγωγής, διαθέτει ταυτόχρονα τα μέσα της πνευματικής παραγωγής,
έτσι ώστε, μιλώντας γενικά, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα της
πνευματικής παραγωγής υποτάσσονται σ' αυτά. […], (Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η
ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Τ. Α΄).
[3] Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
[4]
«Οι θεωρητικές θέσεις των κομμουνιστών δεν στηρίζονται καθόλου σε
ιδέες, σε αρχές, που εφευρέθηκαν ή ανακαλύφθηκαν από τούτον ή εκείνον
τον αναμορφωτή του κόσμου. Οι θέσεις τους αποτελούν μονάχα τη γενική
έκφραση πραγματικών σχέσεων της υπάρχουσας πάλης των τάξεων, της
ιστορικής κίνησης που συντελείται μπρος στα μάτια μας». (Το
Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[5]
«Το προλεταριάτο περνάει από διάφορα στάδια ανάπτυξης. Η πάλη του
ενάντια στην αστική τάξη αρχίζει από τη μέρα που αρχίζει να υπάρχει.
Στην αρχή παλεύουν οι μεμονωμένοι εργάτες, ύστερα οι εργάτες ενός
εργοστασίου, μετά οι εργάτες ενός κλάδου σε κάποιο μέρος ενάντια στο
μεμονωμένο αστό που τους εκμεταλλεύεται άμεσα.[...] Σ' αυτό το στάδιο,
οι εργάτες αποτελούν μια μάζα διασκορπισμένη σ' όλη τη χώρα και
κατακερματισμένη από το συναγωνισμό.» (Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[6]
«Στις 21 Αυγούστου 1916 στα τούνελ των μεταλλείων, στο γραφικό νησί των
Κυκλάδων, ξεδιπλώθηκε μία από τις τραγικότερες εργατικές εξεγέρσεις, με
έξι νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Τέσσερις εργάτες και δύο χωροφύλακες.
Η
Σέριφος έχει μεταλλευτική παράδοση αιώνων. Το 1885 ξεκινά μια σημαντική
περίοδος εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου του νησιού, κυρίως του
σιδηρομεταλλεύματος. Την επιχείρηση αναλαμβάνει η γερμανική οικογένεια
Γρόμαν. Δραματικές είναι οι συνθήκες εργασίας των εκατοντάδων
εργαζομένων στα τούνελ.
Άργησε
πολύ να ξεσπάσει η οργή των εργατών και των οικογενειών τους. Μόλις
στις 27 Ιουλίου του 1916 δημιουργήθηκε το σωματείο τους. Στις 7
Αυγούστου του ίδιου χρόνου πραγματοποιείται η απεργία τους. Στο νησί
καταφτάνει μοίρα Χωροφυλακής, με διαταγή να καταπνίξει την απεργία.
Στους
απεργούς δίνουν διορία πέντε λεπτών για να επανέλθουν στις στοές και με
την εκπνοή αρχίζουν οι πυροβολισμοί. Πέφτουν νεκροί οι Θεμιστοκλής
Κουζούπης, Μιχάλης Ζωϊλης, Μιχάλης Μητροφάνης, Γιάννης Πρωτόπαπας.
Η
σύρραξη γενικεύεται. Συμμετέχουν πια γυναίκες και παιδιά. Ο Μοίραρχος
Χρυσάνθου λιθοβολείται μέχρι θανάτου. Άλλοι χωροφύλακες τραυματίζονται. Ο
αστυνόμος Σερίφου Τριανταφύλλου γκρεμίζεται από τα βράχια στη θάλασσα.
Οι εργάτες πήραν τα όπλα και κατευθύνθηκαν στα γραφεία της εταιρείας.
Εκεί τους σταμάτησε αλλόφρων ένας παπάς. Μπήκε μπροστά τους, άπλωσε τα
χέρια του και φώναξε: «Ειρήνη υμίν! Όχι άλλο αίμα, ρε παιδιά!». (ΕΘΝΟΣ, Από την απεργία του 1827 στην εξέγερση του 2008).
Αποτέλεσμα
της εξέγερσης ήταν να βελτιωθούν κάπως οι συνθήκες εργασίας στα
μεταλλεία, αλλά η εκμετάλλευση συνεχίστηκε μέχρι το κλείσιμο τους το
1963, οπότε οι κληρονόμοι των Γρόμαν βρήκαν πλουσιότερες φλέβες
μεταλλεύματος στη Νότια Αφρική και εγκατέλειψαν τα ορυχεία της Σερίφου.
[7]
«Οι εργάτες αρχίζουν έτσι να συγκροτούν συνασπισμούς ενάντια στους
αστούς. Συνασπίζονται για να υπερασπίσουν το μισθό της εργασίας τους.
Ιδρύουν ακόμα και μόνιμες ενώσεις για να εξασφαλίσουν τα μέσα στην
περίπτωση ενδεχόμενων ανταρσιών. Εδώ κι εκεί η πάλη ξεσπάει με τη μορφή
εξεγέρσεων. Από καιρό σε καιρό οι εργάτες νικούν, αλλά η νίκη τους είναι
παροδική. Το πραγματικό αποτέλεσμα των αγώνων τους δεν είναι η άμεση
επιτυχία, αλλά η συνένωση των εργατών που ολοένα επεκτείνεται.» (Το
Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[8]
«[…] Και φτάνει μονάχα να συνδεθούν μεταξύ τους για να συνενωθούν οι
πολλοί τοπικοί αγώνες, που έχουν παντού τον ίδιο χαρακτήρα, σε μια
εθνική πάλη, μια ταξική πάλη.[…] Αυτή η οργάνωση των προλετάριων σε τάξη
και επομένως σε πολιτικό κόμμα,…». (Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[9]
«Το 21ο Συνέδριο συνήλθε στις 3-5 Οκτωβρίου 1981, στην Κασσάνδρα, λίγο
πριν από τις βουλευτικές εκλογές (18-10-1981) τις οποίες κέρδισε το
ΠΑΣΟΚ.
Στο
συνέδριο πήραν μέρος 79 Εργατοϋπαλληλικά Κέντρα με 419 αντιπροσώπους
και δύναμη 404.681 μελών, 51 Ομοσπονδίες με 386 αντιπροσώπους και
379.111 μέλη.
Η
αντιπολίτευση, προδικάζοντας τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές, δηλώνει
ότι δεν θα πάρει μέρος στις εκλογές οργάνων, επειδή δεν θεωρεί κανονική
τη σύγκλιση και σύνθεση του Συνεδρίου.
Στις
4-11-1981 κατατέθηκε η αίτηση αναστολής της απόφασης του 21ου Συνεδρίου
η οποία έγινε δεκτή από το δικαστήριο και τελικώς κηρύχθηκε ακυρότητα
από το αρμόδιο Πρωτοδικείο (1982).
Διορίστηκε
προσωρινή Διοίκηση με πρόεδρο τον Ορεστ. Χατζηβασιλείου συνεργαζόμενο
με την ΠΑΣΚΕ. Αναπληρωτής Πρόεδρος ο Γ. Παπαμιχαήλ (ΠΑΣΚΕ) και Γενικός
Γραμματέας ο Γ. Ραυτόπουλος (ΠΑΣΚΕ). Διορίστηκαν 27 της ΠΑΣΚΕ, 4 της
ΕΣΑΚ-Σ, 3 του ΑΕΜ, 2 της Νέας Δημοκρατίας, 4 της έκπτωτης διοίκησης, 3
της άκρας δεξιάς και 2 ανεξάρτητοι της αριστεράς. Η ΕΣΑΚ-Σ αμφισβήτησε
την μονοπαραταξιακή σύνθεση της προσωρινής διοίκησης και αποχώρησε από
την πρώτη συνεδρίαση. Αρνήθηκε να πάρει μέρος στην κατανομή των θέσεων»,
[21ο Συνέδριο ΓΣΕΕ (1981)].
[10] Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο
[11] Το 1869 κυκλοφόρησε το «Εγκόλπιον τού Εργατικού Λαού» και συμβουλεύει τον Εργάτη:
«Απερχόμενος
το πρωί εις το έργον σου, φίλε χειρώναξ, είσελθε εις την εκκλησίαν,
σφραγίσου διά του σημείου του σταυρού, και ειπέ το Πάτερ ημών και ο θεός
τον οποίον επικαλείσαι θέλει ευλογήσει τα έργα σου... Δεν είναι ίδιον
αγαθού πολίτου να παραβαίνει τον Νόμον. Και κακώς αν είναι ό Νόμος
πρέπει να υποτασσώμεθα εις αυτόν και μόνον διά θεμιτών τρόπων να
επιζητήσωμεν την διόρθωσίν του. Πλην δε της προσβολής του Νόμου και της
προσβολής του συμφέροντος του χειρώνακτος, προκύπτει εκ της εκούσιας
αργίας (απεργία) και άλλο ατόπημα. Οι εργάτες και οι εργοστασιάρχαι
διαιρούνται εις δύο πολέμια στρατόπεδα και διαιρούντες αλλήλους ως
εχθρούς επιθυμούσιν ο εις του άλλου την ζημίαν το οποίον και ασύμφορον
και αντιχριστιανικόν είναι».
[12]
«Έστω κι αν υπάρχει ιστορικά σύνδεση και συνοχή μεταξύ της οικονομικής
και πολιτικής πάλης του προλεταριάτου, μεταξύ συνδικάτου και κόμματος,
δεν μπορεί να υπάρξει ταύτιση των δύο οργανώσεων. Ο χαρτισμός
συστηματοποιεί, συγκεντρώνει και ορθολογικοποιεί τις απαιτήσεις των
αγγλικών συνδικάτων, σε βαθμό που φαίνεται να υπάρχει μια τέλεια
συνέχεια, αν όχι όσμωση, ανάμεσα στους δύο τύπους οργανώσεων. Εν
τούτοις, το κόμμα δεν ασχολείται μόνο με τα οικονομικά, επαγγελματικά
συμφέροντα, όπως τα συνδικάτα. Καλύπτει όλη την γκάμα των δραστηριοτήτων
και επιδιώξεων του προλεταριάτου και ολοκληρώνει τα οικονομικά
(συνδικαλιστικά) συμφέροντα της εργατικής τάξης: σ’ αυτό το επίπεδο
πραγματοποιείται η ενότητα της τάξης.
Από
το γεγονός αυτό, το κόμμα έχει σκοπούς και λειτουργία πλατύτερους από
τα συνδικάτα, έστω κι αν η αποτελεσματικότητά του είναι μικρότερη. Το
κόμμα πρέπει, λοιπόν, εξ ορισμού, να είναι συγκεντρωτικό, και να δέχεται
μέσα του όλους εκείνους που ζητούν τον σοσιαλισμό και είναι έτοιμοι να
παλέψουν για την επικράτησή του με κάθε μέσο. Τα συνδικάτα, αντίστροφα,
έχουν μια ομοσπονδιακή οργάνωση, όπου το μέλος -που πρέπει να έχει
κάποιο επάγγελμα- δεν συνδέεται άμεσα με ένα μοναδικό κέντρο, αλλά με
ένα οργανισμό πού έχει μια ιδιαίτερη φύση, που στηρίζεται στον
καταμερισμό της εργασίας στο κέντρο της παραγωγής και σχηματίζει μια
καθαυτή ενότητα. Το σύνολο αυτό των οργανώσεων του πρώτου βαθμού
αποτελεί την βάση του συνδικαλιστικού κέντρου, παρ’ όλο που η συμμετοχή
στις οργανώσεις του πρώτου βαθμού καθορίζει και χαρακτηρίζει την δράση
των μελών», (Εισαγωγή - Ροζέ Ντανζεβίλ - Συνδικαλισμός και πολιτική,
ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[13]
«Οι εργατικές μάζες, στριμωγμένες στα εργοστάσια, οργανώνονται
στρατιωτικά. Τους βάζουν σαν απλούς στρατιώτες της βιομηχανίας κάτω από
την επίβλεψη μιας ολόκληρης ιεραρχίας από υπαξιωματικούς και
αξιωματικούς. Δεν είναι μονάχα σκλάβοι της αστικής τάξης, του αστικού
κράτους, αλλά κάθε μέρα, κάθε ώρα, υποδουλώνονται από τις μηχανές, από
τον αρχιεργάτη και πριν απ' όλα από τον ίδιο τον αστό εργοστασιάρχη».
(Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[14]
«Κι αν ο προλετάριος είναι αρκετά τρελλός, για να προτιμήσει να πεθάνει
από την πείνα, παρά να υποταχτεί στις «φιλοδίκαιες» προτάσεις των
αστών, των «φυσικών ανωτέρων» του, οι αστοί θα βρουν εύκολα έναν άλλο.
Υπάρχουν αρκετοί προλετάριοι στον κόσμο, και δεν είναι όλοι τόσο τρελλοί
που να προτιμήσουν τον θάνατο απ’ την ζωή. Να τι είναι ο ανταγωνισμός
των προλετάριων μεταξύ τους», (ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[15] Τα αποτελέσματα των Αρχαιρεσιών Του Εργατικού Κέντρου Αθήνας που έγιναν στις 31 Μάη και 1 Ιούνη 2013 έχουν ως εξής:
Εγγεγραμμένα Σωματεία 569
Νομιμοποιήθηκαν 300 με 1.521 αντιπροσώπους που αναλογούν σε 113.048 ψηφίσαντα μέλη των πρωτοβάθμιων Σωματείων.
Εκφράζονται στην ΓΣΕΕ μέσω ΕΚΑ 84 Σωματεία με 19.728 ψηφίσαντα μέλη και 268
Αντιπροσώπους. Από το ΕΚΑ για τη ΓΣΕΕ εκλέγονται 20 Αντιπρόσωποι.
Για το Διοικητικό Συμβούλιο και την Ελεγκτική Επιτροπή
Ψήφισαν 1423 αντιπρόσωποι
ΑΚΥΡΑ 7 ψηφοδέλτια
ΛΕΥΚΑ 1 ψηφοδέλτιο
ΕΓΚΥΡΑ 1415 ψηφοδέλτια
Έλαβαν:
- ΔΑΣ (ΠΑΜΕ): 393 ψήφους και 9 έδρες (27,79%)
- ΠΑΣΚΕ-ΕΚΑ: 221 ψήφους και 5 έδρες (15,63%)
-
Αυτόνομη Παρέμβαση (ΣΥΡΙΖΑ): 216 ψήφους και 5 έδρες (15,28%) από τους
οποίους οι 110 ψήφοι είναι από διευθυντές και προϊστάμενους των σούπερ
μάρκετ Βερόπουλου, Σκλαβενίτη, Βασιλόπουλου οι οποίοι ήρθαν στην
ψηφοφορία με τα εταιρικά αυτοκίνητα.
- ΔΑΚΕ-Νέα Πορεία: 187 ψήφους και 4 έδρες (13,22%)
- ΠΑΣΚΕ-Συνεργαζόμενοι: 160 ψήφους και 3 έδρες (11,17%)
- ΔΑΚΕ: 156 ψήφους και 3 έδρες 11,10%)
- Αγωνιστική Ταξική Ενότητα (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κ.α): 71 ψήφους και 2 έδρες (5,02%)
- Ανεξάρτητοι Συνδικαλιστές (Καμένος): 9 ψήφους και καμία έδρα (0,64%)
- Αντεπίθεση Εργαζομένων (τροτσκιστές): 2 ψήφους και καμία έδρα (0,14%)
Συνολικά προσθέτοντας τις «μεταλλάξεις» των ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ:
ΠΑΜΕ (ΔΑΣ): 27.79% - 9 έδρες
ΠΑΣΚΕ: 26,80% - 8 έδρες
ΔΑΚΕ: 24,32% - 7 έδρες
ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 15,28% - 5 έδρες
ΑΤΕ: 5,02% - 2 έδρες
[16]
Μετά τις εκλογές του ’85, με υπουργό οικονομίας τον Κ. Σημίτη,
επιχειρήθηκε η πρώτη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού στη χώρα μας από
το ΠΑΣΟΚ, με ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας για τους μισθούς, την
κοινωνική ασφάλιση και τις κοινωνικές υπηρεσίες, παράλληλα με μεγάλες
ανατιμήσεις σε βασικά κοινωνικά αγαθά.
Η
Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για το πάγωμα των μισθών προκάλεσε τη
διάσπαση της ΠΑΣΚΕ και την ανατροπή των συσχετισμών στη ΓΣΕΕ, σε
ομοσπονδίες και συνδικάτα. Άμεσα, καθαιρέθηκε δικαστικά η πλειοψηφία και
διορίστηκε φιλοκυβερνητική διοίκηση στη ΓΣΕΕ από το Πρωτοδικείο Αθήνας.
Στις
8 Φλεβάρη του 1986 συνδικαλιστικά στελέχη της ΠΑΣΚ συγκεντρώθηκαν στο
Σπόρτινγκ και αποφάσισαν τη δημιουργία συνδικαλιστικής κίνησης, τη
ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ (ΣΣΕΚ). Μετά από
πέντε χρόνια, το 1990, στο 25ο Ενωτικό Συνέδριο της ΓΣΕΕ, ΠΑΣΚΕ - ΣΣΕΚ
ενώθηκαν και πάλι σε ΠΑΣΚΕ…
[17]
Στις 30 Οκτώβρη 1985, το Ειρηνοδικείο Αθηνών, «εκπαραθυρώνει» την
πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ. Με απόφαση του Πρωτοδικείου Αθήνας
(πρωτοδίκης Θέμελης), μετά από προσφυγή του «επιμελέστερου» Ε.Κ Πάτρας,
καθαιρείται η εκλεγμένη διοίκηση και διορίζεται νέα με αυτοδυναμία της
ΠΑΣΚΕ. Η δοτή διοίκηση «ανέλαβε καθήκοντα» στις 12 Δεκέμβρη.
[18]
«Ἐκεῖνοι οἱ αὐτόματοι καὶ οὐτιδανοὶ ἄρχοντες, οἱ φιλάργυροι καὶ ἀμαθεῖς
ἀρχιεπίσκοποι. Ἐκεῖνοι οἱ αὐθάδεις καὶ ὄντως βάρβαροι προεστοί. Ἐκεῖνοι
οἱ ἀμαθεῖς, ὁποὺ θέλουσι νὰ ἀποκρίνωνται πάντοτε καὶ εἰς κάθε πρόβλημα.
Ἐκεῖνοι, ὁποὺ ἀναζητήτως δίδουσι συμβουλὰς πάντοτε καὶ εἰς ὅλους.
Ἐκεῖνοι, τέλος πάντων, ὁποὺ μὲ ἄκραν οὐτιδανότητα ψυχῆς, ἀφοῦ πωλήσουν
ἑκουσίως τῷ τυράννῳ καὶ τὴν ζωὴν καὶ τὸ ἔχειν τους καὶ τὴν τιμήν τους,
καυχῶνται εἰς τὸ νὰ διαφέρωσιν ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ὁποὺ εἶναι ἀκούσιοι
σκλάβοι.», (ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΟΣ - ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ ΗΤΟΙ ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ).
[19]
«Η κυρίως ατομική ιδιοκτησία άρχισε στους αρχαίους, όπως και στους
σύγχρονους λαούς, με την κινητή ιδιοκτησία. (Δουλεία και κοινότητα)
(Dominium ex jure quiritum - Ιδιοκτησία σύμφωνα με το νόμο που ισχύει
για τους Ρωμαίους πολίτες με πλήρη δικαιώματα). Στην περίπτωση των εθνών
που βγαίνουν από το Μεσαίωνα, η φυλετική ιδιοκτησία εξελίχτηκε μέσα από
διάφορα στάδια -φεουδαρχική ιδιοκτησία της γης, κινητή ιδιοκτησία της
συντεχνίας, κεφάλαιο στη μανιφακτούρα- ώσπου να φτάσει στο σύγχρονο
κεφάλαιο, που καθορίζεται από τη μεγάλη βιομηχανία και τον παγκόσμιο
συναγωνισμό, δηλαδή στην καθαρή ατομική ιδιοκτησία, που έχει απορρίψει
κάθε εξωτερική εμφάνιση κοινοτικού θεσμού και έχει αποκλείσει το κράτος
από κάθε επιρροή πάνω στην ανάπτυξη της ιδιοκτησίας. Σ' αυτή τη σύγχρονη
ατομική ιδιοκτησία αντιστοιχεί το σύγχρονο κράτος, που με το να
αγοράζεται βαθμιαία από τους κατόχους ιδιοκτησίας μέσω της φορολογίας,
έχει πέσει ολοκληρωτικά στα χέρια τους μέσω του συστήματος του δημοσίου
χρέους, και η ύπαρξή του έχει γίνει τελείως εξαρτημένη από την εμπορική
πίστη, που οι κάτοχοι ιδιοκτησίας, οι αστοί, την επεκτείνουν σ' αυτό,
όπως αντικαθρεφτίζεται στην άνοδο και πτώση των κρατικών ομολογιών στο
χρηματιστήριο. Από το γεγονός και μόνο ότι είναι τάξη και όχι πια μια
κλειστή φεουδαρχική τάξη, η αστική τάξη αναγκάζεται να οργανωθεί όχι πια
τοπικά αλλά εθνικά, και να δώσει μια γενική μορφή στο κοινό μέσο
συμφέρον της. Με τη χειραφέτηση της ατομικής ιδιοκτησίας από την
κοινότητα, το κράτος έγινε μια ξεχωριστή οντότητα πλάι και έξω από την
ιδιωτική κοινωνία, αλλά δεν είναι τίποτε περισσότερο από τη μορφή
οργάνωσης που οι αστοί υιοθετούν αναγκαστικά για την αμοιβαία εξασφάλιση
της ιδιοκτησίας τους και των συμφερόντων τους, τόσο εξωτερικά όσο και
εσωτερικά», (Κ. ΜΑΡΞ - Φ. ΕΝΓΚΕΛΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Τ. Α΄).
[20]
«Ο ανταγωνισμός είναι η τελειότερη έκφραση του πολέμου όλων ενάντια σε
όλους, που κυριαρχεί στην μοντέρνα αστική κοινωνία. Αυτός ο πόλεμος,
πόλεμος για την ζωή, για την ύπαρξη, για όλα, που μπορεί να είναι, σε
μια δεδομένη περίπτωση, ένας μέχρι θανάτου πόλεμος, οδηγεί σε σύγκρουση
μεταξύ τους όχι μονάχα τις διάφορες τάξεις της κοινωνίας, αλλά ακόμα και
μέλη των τάξεων αυτών μεταξύ τους. […] Ο ανταγωνισμός υπάρχει ανάμεσα
στους εργάτες, όπως ανάμεσα και στους αστούς», (ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ
ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[21]
«Το μοναδικό κομμάτι του λεγόμενου εθνικού πλούτου, που στους
σύγχρονους λαούς ανήκει πραγματικά στο σύνολο του λαού είναι το δημόσιο
χρέος του», Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τ. Α΄.
[22]
«Από την πρώτη ματιά, φαίνεται παράδοξο ο ρεφορμισμός, που άνθιζε: στο
πολιτικό πεδίο και ειδικότερα στο κοινοβούλιο, να έχει κοινή τοποθέτηση
με τον αναρχισμό, που απορρίπτει κάθε πολιτική δράση. Στην
πραγματικότητα, τα δύο ρεύματα έχουν κοινό τους το πως αρνιούνται την
αναγκαιότητα, πραγματική και επίκαιρη, μιας ανεξάρτητης και αντι -
αστικής πολιτικής του προλεταριάτου.
Οι
αναρχικοί αρνιούνται, με μια φωνή, την αναγκαιότητα μιας πολιτικής,
εγκαταλείποντας την σφαίρα της πολιτικής στην αστική τάξη. Όσον αφορά
στους ρεφορμιστές, την αρνιούνται, εφαρμόζοντας μια πολιτική, σε
τελευταία ανάλυση, αστική, αφού υποστηρίζουν μια πολιτική του δυνατού
μέσα στα πλαίσια των θεσμών της αστικής τάξης και, αν διεκδικούν τις
τελικές επιδιώξεις του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, το κάνουν μόνο
στα λόγια, αφού γι' αυτούς μετρούν μόνο οι άμεσες επιδιώξεις.
Συμπερασματικά, στην πολιτική, ο αναρχισμός ταυτίζεται με τον
ρεφορμισμό, γενικά. Ακόμα καλύτερα, τον συμπληρώνει, όπως, για
παράδειγμα, στην συνδικαλιστική δράση, πλάι στα μεγάλα συνδικάτα που
πέρασαν στο ρεφορμιστικό στρατόπεδο. Και οι δυο, αν και με αντίθετο
τρόπο, σαμποτάρουν, συνειδητά, είτε όχι, την επαναστατική δράση του
προλεταριάτου, αρνούμενοι την αναγκαιότητα εκείνου του πολιτικού
κόμματος με το οποίο, σύμφωνα με τον Μαρξ, το προλεταριάτο συγκροτείται
σε τάξη αυτόνομη και διαφορετική από όλες τις άλλες τάξεις της αστικής
κοινωνίας και καθορίζει σαν σκοπούς σε όλες τις ενέργειές του την
ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού, χωρίς τον
οποίο το προλεταριάτο δεν είναι άλλο από μια τάξη βυθισμένη και χαμένη
μέσα στην κοινωνία της αστικής τάξης», (Εισαγωγή - Ροζέ Ντανζεβίλ -
Συνδικαλισμός και πολιτική, ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[23]
«[...] Ωραία ελευθερία, που δεν αφήνει στον προλετάριο, άλλη επιλογή
απ' την υποταγή στις επιβλημένες απ' την αστική τάξη συνθήκες ή το
βασανιστήριο της πείνας, του κρύου, και του να πας να κοιμηθείς γυμνός
στο δάσος με τα ζώα! Ωραίο ισοδύναμο, πού το ύψος του εξαρτάται από την
αυθαίρετη θέληση της αστικής τάξης!, (ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[24]
«'Όσον αφορά στην νομοθεσία για τις βιομηχανίες, σαν πρώτη προϋπόθεση
για να έχει η εργατική τάξη σίγουρα τα νώτα της, ώστε να αναπτυχθεί και
να δράσει, ζητώ να γίνει από το κράτος, με την μορφή καταναγκαστικών
νόμων, που δεν θα υποχρεώνουν μόνο τους βιομήχανους, αλλά και τους
εργάτες». [Δες στο Κεφάλαιο, βιβλίο 1ο (EDITIONS SOCIALES, τόμος 1, σελ.
225, σημείωση 3) όπου ο Μαρξ αναφέρεται στην αντίσταση των υφαντριών,
που ήθελαν να κάνουν υπερωρίες]. Γράμμα του Μαρξ στον Κούγκελμαν, στις
17 Μαρτίου 1868, (ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[25]
«Αυτός ο ανταγωνισμός των εργατών μεταξύ τους, με τις σημερινές
συνθήκες, είναι ό,τι χειρότερο υπάρχει για τον εργαζόμενο, είναι το πιο
αποτελεσματικό όπλο της αστικής τάξης ενάντια στους προλετάριους»,
(ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[26]
Ο Μαρξ κι ο Ένγκελς θα επιμείνουν πως «[…] το προλεταριάτο πρέπει να
αποσπάσει από την αστική τάξη το μονοπώλιο της πολιτικής, χάρη στο
οποίο, αυτή, κυριαρχεί, δίχως συζήτηση, στην παραγωγή, μα και σ’
ολόκληρη την κοινωνία. Θα εξηγήσουν, εξ άλλου, πώς για το προλεταριάτο, η
οικονομία δεν γίνεται πολιτική, παρά μόνο σ’ ένα κάποιο ποσοτικό
επίπεδο της πράξης: για παράδειγμα, όταν μια απεργία είναι γενική ή
θέτει κοινωνικές διεκδικήσεις που ενδιαφέρουν όλη την εργατική τάξη.
Δηλαδή, όταν ζητούν στους εργάτες να ξεπεράσουν τις καθαρά κατά
κατηγορία διεκδικήσεις και ενέργειες, για να γενικεύσουν το πεδίο της
πάλης τους και του προγράμματός τους […]», (Εισαγωγή - Ροζέ Ντανζεβίλ -
Συνδικαλισμός και πολιτική, ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[27]
«Ό,τι ο προλετάριος έχει ανάγκη, δεν μπορεί να το πάρει, παρά από αυτή
την αστική τάξη, της οποίας το μονοπώλιο εξασφαλίζεται από την δύναμη
του Κράτους. Ο προλετάριος είναι λοιπόν, δίκαια και πραγματικά, ο
σκλάβος της αστικής τάξης, που έχει το δικαίωμα απόφασης για την ζωή του
ή τον θάνατό του», (ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[28]
Έτσι το εργατικό κίνημα που και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού Ωκεανού
γεννήθηκε ενστικτώδικα από τις ίδιες τις σχέσεις παραγωγής επισφραγίζει
τα λόγια του Άγγλου επόπτη εργασίας Ρ. Τζ. Σωντερς: «Ποτέ οι παραπέρα
ενέργειες για τη μεταρρύθμιση της κοινωνίας δε θα έχουν κάποιες
πιθανότητες επιτυχίας, αν δεν περιοριστεί προηγούμενα η εργάσιμη ημέρα
και αν δεν επιβληθούν αυστηρά τα όρια που θα της καθοριστούν», (Κ. Μαρξ
Το κεφάλαιο Τ.1ος).
[29]
«Το κεφάλαιο από την φύση του εξισωτής... ζητάει σ' όλες τις σφαίρες
παραγωγής ισότητα στους όρους εκμετάλλευσης της εργασίας σαν έμφυτο
"ανθρώπινο δικαίωμα». (Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο Τ.1ος).
[30]
«Εννοείται πώς για μια απεργία χρειάζεται θάρρος, πολύ θάρρος.
Χρειάζεται συχνά περισσότερο θάρρος, αποφασιστικότητα, τόλμη και
σταθερότητα, απ’ ότι για μια εξέγερση. Στ' αλήθεια, δεν είναι εύκολο
στον εργάτη, που ξέρει την μιζέρια από την πείρα του, να αποφασίσει να
πεινάσει, κι αυτός και τα παιδιά του, για μήνες, και να παραμένει
σταθερός και ακλόνητος. Τι είναι ο θάνατος, τι είναι οι φυλακές που
περιμένουν τον γάλλο επαναστάτη, μπρός στην αργή εξαθλίωση, στο
καθημερινό θέαμα μιας οικογένειας πεινασμένης, μπρός στην βεβαιότητα ότι
μια μέρα η αστική τάξη θα εκδικηθεί, κι ωστόσο, ο άγγλος Εργάτης
προτιμά όλα αυτά, από την υποταγή στον ζυγό της κατέχουσας τάξης»
(ΜΑΡΞ-ΕΝΓΚΕΛΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΜΟ).
[31] Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά Κείμενα - Η γραμμή μας στο συνδικαλισμό
[32] Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά Κείμενα - Η γραμμή μας στο συνδικαλισμό
[33] «Ποια είναι η σχέση των κομμουνιστών προς τους προλετάριους γενικά;
Οι κομμουνιστές δεν αποτελούν ένα ξεχωριστό κόμμα, που αντιτίθεται στ' άλλα εργατικά κόμματα.
Δεν έχουν συμφέροντα που ξεχωρίζουν από τα συμφέροντα του προλεταριάτου στο σύνολο του.
Δε διακηρύσσουν ξεχωριστές αρχές, που σύμφωνα μ' αυτές θα θέλαν να πλάσουν το εργατικό κίνημα.
Οι
κομμουνιστές διαφέρουν από τα άλλα εργατικά κόμματα μονάχα κατά τούτο:
ότι από τη μια μεριά, στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων,
τονίζουν και επιβάλλουν τα συμφέροντα που είναι κοινά σ’ όλο το
προλεταριάτο κι ανεξάρτητα από την εθνότητα. Και από την άλλη,
ότι στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης του αγώνα ανάμεσα στο προλεταριάτο
και στην αστική τάξη, εκπροσωπούν πάντα τα συμφέροντα του κινήματος στο
σύνολό του.
Στην
πράξη λοιπόν οι κομμουνιστές είναι το πιο αποφασιστικό τμήμα των
εργατικών κομμάτων όλων των χωρών, το τμήμα που τα κινεί πάντα προς τα
μπρος. Θεωρητικά, πλεονεχτούν από την υπόλοιπη μάζα του
προλεταριάτου με τη σωστή αντίληψη για τις συνθήκες, για την πορεία και
για τα γενικά αποτελέσματα του προλεταριακού κινήματος.
Ο
άμεσος σκοπός των κομμουνιστών είναι ίδιος με το σκοπό όλων των άλλων
προλεταριακών κομμάτων: συγκρότηση του προλεταριάτου σε τάξη, ανατροπή
της αστικής κυριαρχίας, κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας από το
προλεταριάτο», (Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο).
[34]
«Ο κομμουνισμός δεν είναι για μας μια κατάσταση πραγμάτων που πρέπει να
εγκαθιδρυθεί, ένα ιδεώδες που σ' αυτό θα πρέπει να προσαρμοστεί η
πραγματικότητα. Ονομάζουμε κομμουνισμό την πραγματική κίνηση πού
καταργεί τη σημερινή κατάσταση πραγμάτων. Οι όροι αυτής της κίνησης
προκύπτουν από τις προϋποθέσεις που τώρα υπάρχουν», (Κ. ΜΑΡΞ - Φ.
ΕΝΓΚΕΛΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ. Τ. Α΄).