…είναι
δύο θέματα άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το ΝΑΡ, όλα αυτά τα χρόνια,
έχει συμβάλει πραγματικά στο ζήτημα της επαναθεμελίωσης του
κομμουνιστικού οράματος. Ωστόσο έχω την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα
σημείο όπου, αντί να γίνει μία ποιοτική τομή προς τα εμπρός, όπου οι
εμπειρίες και οι προβληματισμοί αυτής της πορείας θα συμβάλλουν
καθοριστικά στο να διαμορφωθούν τα νέα εργαλεία της ταξικής πάλης,
υπάρχει μία τάση πισωγυρίσματος, ίσως και μία αναπόληση του παρελθόντος.
Η
συζήτηση για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα δεν μπορεί να γίνεται έξω από
τις ανάγκες και τις αναζητήσεις του ευρύτερου λαϊκού κινήματος.
Αναρωτιέμαι, αν ρωτούσαμε εργαζόμενους, όχι απαραίτητα με επιφανειακή
σχέση με το κίνημα και την αριστερά, αν χρειάζεται ένα νέο κομμουνιστικό
κόμμα, τι θα απαντούσαν; Το πιθανότερο είναι ότι θα απαντούσαν ότι
υπάρχει ήδη το ΚΚΕ, αλλά ίσως να ρωτούσαν τι διαφορετικό θα προσέφερε
ένα καινούργιο κόμμα.
Η
απάντηση ότι θα είχε πιο σωστή γραμμή, ότι θα ήταν πιο αγωνιστικό κλπ
δε νομίζω ότι αρκεί – άλλωστε η γραμμή σε ένα κόμμα αλλάζει, και ένα νέο
κομμουνιστικό κόμμα που μπορεί να έχει «σωστή» γραμμή σήμερα μπορεί
αύριο να έχει «λάθος», ενώ και το ίδιο το ΚΚΕ μπορεί να αλλάξει γραμμή.
Το πραγματικό ερώτημα είναι με ποια οράματα, με ποιες αρχές, με ποιες δομές και γενικότερα πάνω σε ποια λογική θα συγκροτηθεί αυτό το κόμμα,
πώς θα λειτουργεί ώστε να πρόκειται πραγματικά για ένα διαφορετικό
κομμουνιστικό κόμμα, να είναι εύκολα κατανοητή η ανάγκη δημιουργίας του
από τον κόσμο της εργασίας, να φαίνεται ότι εξυπηρετεί ένα διαφορετικό
πολιτικό σχέδιο από τα ήδη υπάρχοντα. Γιατί και το «αντιδιαχειριστικό»
δεν αρκεί – είδαμε άλλωστε και το ΚΚΕ να κάνει αυτή τη στροφή τα
τελευταία χρόνια.
Για
να φτιάξουμε μία σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση, γέννημα της εποχής
της και των αναζητήσεων του σύγχρονου προλεταριάτου, λαμβάνοντας υπόψη
την ιστορία της ΕΣΣΔ και τη σπίλωση του κομμουνιστικού οράματος
τουλάχιστον πάνω στο ζήτημα των προσωπικών ελευθεριών που αυτή επέφερε,
πηγαίνοντας εν τέλει πιο πίσω από τις παράλληλες κατακτήσεις της αστικής
δημοκρατίας -ενώ ο σοσιαλισμός θα πρέπει να είναι μία διαδικασία
ευρύτερης απελευθέρωσης, όχι μόνο από το κεφάλαιο αλλά και σε κάθε
επίπεδο- οφείλουμε να αναστοχαστούμε πάνω στο ίδιο το ζήτημα της
κομμουνιστικής απελευθέρωσης. Η
δημιουργία αυτής της οργάνωσης δεν μπορεί παρά να συμβαδίζει με το
χτίσιμο ενός νέου, μαζικού οράματος μιας άλλης κοινωνίας, και να
συγκροτηθεί με τη λογική που θα εξυπηρετεί αυτό το όραμα.
Η
κομμουνιστική επαναθεμελίωση, ο στόχος η λέξη «κομμουνισμός» να
ξαναγίνει ταυτόσημη με την ελπίδα στο στόμα χιλιάδων νέων, χιλιάδων
εργαζομένων, πιστεύω πως σήμερα δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς σκληρή
κριτική στον συγκεντρωτισμό και τον κεντρικό σχεδιασμό. Και αυτός, αν
θέλουμε να πείσουμε ότι μπορεί «να πάει αλλιώς» χωρίς να καταλήξουμε σε
μία γραφειοκρατική και αυταρχική καρικατούρα του σοσιαλισμού, πρέπει να
είναι κεντρικός άξονας του νέου κομμουνιστικού οράματος τόσο
προεπαναστατικά (στον τρόπο που οργανωνόμαστε και στα εγχειρήματα που
στηρίζουμε) όσο και μετεπαναστατικά. Το να προσθέτουμε τη λέξη
«απελευθέρωση» δίπλα από το «κομμουνιστική» είναι σωστό - αλλά δεν
φτάνει.
Ακούγοντας την εισήγηση στη 2η προσυνεδριακή
εκδήλωση στην Αθήνα, σκεφτόμουν ότι ο τρόπος λειτουργίας που
σκιαγραφείται, ακόμη κι αν δεν κατονομάστηκε ως «δημοκρατικός
συγκεντρωτισμός», δεν διαφέρει χειροπιαστά από τον τρόπο που λειτουργεί
το ΚΚΕ - ή, τουλάχιστον, από τον τρόπο που νομίζουν τα μέλη του ότι
λειτουργεί. Γιατί μπορεί το ΚΚΕ να είναι ένα γραφειοκρατικό κόμμα που
λίγη σχέση έχει με τη δημοκρατία, αλλά τα μέλη του έτσι αντιλαμβάνονται
την «υποταγή του ατομικού στο συλλογικό» (για την οποία έγινε λόγος και
στην εισήγηση). Αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε μία λειτουργία λίγο ως
πολύ παρόμοια με αυτήν του σημερινού ΚΚΕ, οφείλουμε να αναρωτηθούμε:
πότε το «συλλογικό» εκφράζει πράγματι το σύνολο και όχι μία
γραφειοκρατία; Πηγαίνοντας παραπέρα, υπάρχει πιθανότητα, μέσα από μία
κομμουνιστική οργάνωση, το ατομικό να «υποτάσσεται» στην πραγματικότητα
στα συμφέροντα του κόμματος και της αναπαραγωγής του, αντί για τα
συμφέροντα της τάξης; Σαφώς και δεν υπάρχει τρόπος να αποκλείσουμε μια
τέτοια εξέλιξη, όμως
έχουμε κάποια πρόβλεψη, καταβάλλουμε κάποια συγκεκριμένη προσπάθεια
ώστε να μειωθεί αυτή η πιθανότητα, ή πάμε να ακολουθήσουμε την ίδια
διαδρομή, ελπίζοντας αυτή τη φορά να πάει καλύτερα;
Γιατί δεν είναι δύσκολο, μέσα σε μία λογική «υποταγής του ατομικού στο
συλλογικό», να υιοθετηθούν λογικές αποκλεισμού αξιόλογων συντρόφων
επειδή η άποψή τους δεν συμβαδίζει με την επικρατούσα, όπως πχ είδαμε να
συμβαίνει με τον αποκλεισμό Μπογιόπουλου από το 19ο
συνέδριο του ΚΚΕ. Σε μια κατάσταση όπου η διαφορετική άποψη δεν είναι
πλούτος και ευκαιρία για ζύμωση και αναστοχασμό, αλλά εμπόδιο που μάλλον
καλύτερα θα ήταν να μην υπήρχε καθόλου, ή έστω που μπορεί να υπάρχει
όσο δεν γίνεται «επικίνδυνη».
Στην πραγματικότητα το ατομικό και το συλλογικό δεν πρέπει να έχουν σχέση υποταγής του ενός στο άλλο αλλά διαλεκτική σχέση,
και οφείλουμε να προσπαθούμε –παρά τις υπαρκτές αντιφάσεις- να
πετύχουμε σχέση αρμονίας ανάμεσα στα δύο επίπεδα. Καθώς η οργάνωση
πρέπει να έχει στοιχεία από τη σοσιαλιστική κοινωνία που οραματίζεται,
τόσο ως παράδειγμα προς τα έξω όσο και ως ανάγκη διαπαιδαγώγησης και
προετοιμασίας των μελών της γι’αυτήν, πρέπει «η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός να αποτελεί όρο για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».
Φυσικά, στο δίπολο δημοκρατία-συγκεντρωτισμός θα υπάρξουν στιγμές όπου η
πλάστιγγα θα γείρει αναγκαστικά προς τον δεύτερο. Ούτως ή άλλως, τα
μέλη μιας οργάνωσης δεν είναι ποτέ πρακτικά «ίσα»: κάποιοι που
ουσιαστικά αφιερώνουν τη ζωή τους σε αυτήν, έχουν σαφώς πληρέστερη
εικόνα των εκάστοτε διακυβευμάτων, των κινδύνων ή των δυνατοτήτων που θα
προκύψουν από κάποια απόφαση κοκ, ενώ άλλοι έχουν μικρότερη εμπλοκή και
άρα ελλιπέστερη εικόνα. Αυτό δεν μπορούμε να το παραβλέψουμε, πρέπει να
κατανοήσουμε ότι υπάρχει διαλεκτική σχέση και μεταξύ των διαφόρων
επιπέδων εμπλοκής στην οργάνωση. Όμως οφείλουμε να αντιπαλέψουμε αυτή
την παθογένεια της αριστεράς, σύμφωνα με την οποία, καλή τη πίστη, τα
«απλά μέλη» πιστεύουν ότι «κάτι παραπάνω θα ξέρει η ηγεσία». Αν
ο στόχος μας είναι μία κοινωνία όπου πραγματικά η εξουσία θα περάσει
στα χέρια αυτών που παράγουν, όπου δηλαδή θα εμπλέκονται όλοι με
ουσιαστικό τρόπο στη λήψη των αποφάσεων, αυτή πρέπει να είναι η τάση και
μέσα στην οργάνωση που θα οδηγήσει στην επαναστατική διαδικασία
μετάβασης προς αυτήν την κοινωνία.
Τα μέλη θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ενημερωμένα και εντός της
συζήτησης με ενεργό τρόπο όχι μόνο για τα τοπικά ζητήματα, αλλά και για
τα κεντρικά.
Ακριβώς
επειδή, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, στις κρίσιμες στιγμές εκ των πραγμάτων
μία επαναστατική οργάνωση θα αναγκαστεί να λειτουργήσει πιο
συγκεντρωτικά, ο μόνος τρόπος να ανακόψουμε αυτήν την τάση και να μην
καταλήξουμε σε γραφειοκρατική λειτουργία (και κυρίως σε «γραφειοκρατικό
σοσιαλισμό») είναι η
ουσιαστική εμπλοκή της βάσης στη λήψη των αποφάσεων να είναι στα βασικά
προτάγματα, να αποτελέσει αναπόσπαστο κομμάτι του ιδεολογικού
συνεκτικού ιστού πάνω στον οποίο συγκροτείται η οργάνωση. Τα σπέρματα για κάτι τέτοιο υπάρχουν ήδη στο λόγο του ΝΑΡ: το πρόταγμα «ενάντια στη λογική της ανάθεσης» πρέπει να ανθήσει και να βρει την πρακτική του εφαρμογή στον τρόπο λειτουργίας της σύγχρονης κομμουνιστικής οργάνωσης.
Και χτίζοντας την «επαναστατική αριστερά της άμεσης δημοκρατίας», το
όραμα της κομμουνιστικής απελευθέρωσης θα συναντηθεί με τις ανώριμες και
ημισυνειδητές αναζητήσεις του σύγχρονου λαϊκού κινήματος και θα γίνει
κτήμα του. Γιατί οι σύγχρονες επαναστάσεις δεν θα γίνουν μόνο για το
ψωμί. Θα γίνουν και για το ψωμί και για την ελευθερία. Μια επανάσταση
που δεν θα υπόσχεται να διευρύνει τα δημοκρατικά δικαιώματα, δεν θα
είναι καθόλου ελκυστική. Και μία οργάνωση που θα το υπόσχεται, χωρίς να
δίνει όμως σημασία στις εσωτερικές της δημοκρατικές διαδικασίες,
θεωρώντας ότι το άλφα και το ωμέγα είναι η «σωστή γραμμή», ανεξάρτητα
από το πώς αυτή αποφασίστηκε, δεν θα έχει καμία αξιοπιστία για να
οδηγήσει μια τέτοια επανάσταση στη νίκη. Οι πλατείες που έβαλαν ως
πρόταγμα την «πραγματική δημοκρατία» δεν ήταν απλώς «παραπλανημένες» ή
«μικροαστικές», αυτή είναι μια ρηχή ανάγνωση που σκοπό έχει να καλύψει
τις δικές μας ανεπάρκειες, τη δική μας αποτυχία να παρέμβουμε
καθοριστικά και να μετασχηματίσουμε τα αιτήματα. Δικό μας καθήκον ήταν
και είναι να εξηγήσουμε ότι πραγματική δημοκρατία δεν υπάρχει χωρίς
οικονομική ισότητα, να συνδέσουμε το αίτημα για πραγματική δημοκρατία με
το αίτημα για την αντικαπιταλιστική ανατροπή και να ανοίξουμε τον δρόμο
προς αυτήν. Σταθήκαμε ανέτοιμοι, όμως όσο διαρκεί η καπιταλιστική κρίση
το ρήγμα θα παραμένει ανοιχτό. Όχι για πάντα, βέβαια...
Αντίστοιχα
η δράση της οργάνωσης προς τα έξω θα πρέπει να διαπερνάται από μία
τέτοια λογική έμπρακτης στήριξης των αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων,
όπως αυτό της ΒΙΟ.ΜΕ., αλλά και τη δημιουργία χώρων όπως οι Εργατικές
Λέσχες. Φυσικά και δεν παραβλέπουμε τις αντιφάσεις που έχουν τέτοια
εγχειρήματα, και οφείλουμε να αντιπαλεύουμε και τις όποιες αυταπάτες
μπορούν να γεννήσουν. Ωστόσο η εργατική τάξη χρειάζεται αυτή την
εμπειρία, ώστε αύριο να επιδιώξει μαζικά και αποφασιστικά την
αυτοδιαχείριση σε όλα τα επίπεδα, ανατρέποντας το αστικό κράτος και
φτιάχνοντας τους δικούς της θεσμούς εξουσίας.
Όσο
για το ζήτημα της εναντίωσης στον κεντρικό σχεδιασμό και
μετεπαναστατικά, ξανά, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν θα χρειαστεί σε έναν
βαθμό. Όμως είναι προβληματικό να θεωρείται από την πρωτοπορία ως κάτι
το «φυσιολογικό». Η ιστορία έδειξε πως το σοσιαλιστικό κράτος δεν
απονεκρώνεται από μόνο του. Θα χρειαστεί σκληρή δουλειά και ιδεολογική
στράτευση σε αυτόν τον στόχο, και άρα ο κάθε λογής συγκεντρωτισμός ή
κεντρικός σχεδιασμός θα πρέπει πάντα από τους κομμουνιστές να θεωρείται
«κακό». Συγκυριακά «αναγκαίο κακό», όμως κάτι που πρέπει κάθε φορά να
εξαλείφεται επιτακτικά. Εν
τέλει, μπορεί ο συγκεντρωτισμός να λειτουργεί θετικά στους
μεσοπρόθεσμους στόχους, όμως, επειδή καλλιεργεί μερικώς και τη λογική
της ανάθεσης, μπορεί να κάνει ανεπανόρθωτη ζημιά στον μακροπρόθεσμο,
στρατηγικό στόχο της κομμουνιστικής χειραφέτησης και της αταξικής
κοινωνίας.
Με
βάση τα παραπάνω, θεωρώ ότι η σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση που θα
εμβαθύνει αποφασιστικά στο ζήτημα της κομμουνιστικής επαναθεμελίωσης δεν
μπορεί να είναι ούτε απλώς μία μετεξέλιξη του ΝΑΡ σε κόμμα, ούτε η
συνένωση οργανώσεων με κομμουνιστική αναφορά που θα αθροιστούν σε μία
προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα «καλό ΚΚΕ». Ο σύγχρονος κομμουνιστικός
φορέας είναι μία υπόθεση που πρέπει να υπερβαίνει τέτοιες λύσεις, θέλει
βαθύ αναστοχασμό στα «ιερά και όσια» της επαναστατικής αριστεράς και
γι’αυτό μπορεί να προκύψει από μια διαδικασία ανασύνθεσής της, με νέες
πρακτικές και οράματα να ηγεμονεύουν. Και γι’αυτό εξακολουθώ να πιστεύω,
όπως είχα υποστηρίξει και σε ένα τεύχος του ΠΡΙΝ το 2012, ότι η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τον πλούτο απόψεων και αγωνιστών που διαθέτει, είναι
σήμερα το ευνοϊκότερο πεδίο, το εργαστήρι για να σχηματιστεί αυτή η
σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση.
Έτσι όπως λειτουργεί σήμερα δεν μπορεί φυσικά να παίξει αυτόν τον ρόλο,
όμως εάν οι δυνάμεις που κατανοούν αυτή την ανάγκη στρατευθούν σε ένα
τέτοιο σχέδιο ουσιαστικής εμβάθυνσης της λειτουργίας της και συνεχούς
διαπλάτυνσης της πολιτικής συμφωνίας, αυτή η διαδικασία γρήγορα θα
δείξει τη δυναμική της. Οι δύο μεγαλύτερες οργανώσεις κομμουνιστικής
αναφοράς σήμερα άλλωστε, το ΝΑΡ και η ΑΡΑΝ, είναι ήδη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αλλά και οι υπόλοιπες οργανώσεις και οι ανένταχτοι αγωνιστές μπορούν να
συμβάλλουν σε αυτή τη μετεξέλιξη, στο βαθμό που κατανοούν ότι
χρειαζόμαστε ανώτερα εργαλεία από τα υπάρχοντα άμεσα ώστε να
ανταπεξέλθουμε στις ιστορικές προκλήσεις της εποχής. Δεν θα είναι
εύκολο, δεν θα αφήσει ίσως την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλώβητη, ίσως να μην μπορέσουμε
να αποφύγουμε κάποιοι να αποχωρήσουν και να επιλέξουν μια πιο χαλαρή
συνεργασία (τύπου μετωπικής συμπόρευσης), κάποιοι άλλοι από την άλλη θα
ενταχθούν, βλέποντας τις δυνατότητες που ανοίγονται, ωστόσο είναι μία
επιλογή που πρέπει να γίνει αντί να σκορπάμε δυνάμεις σε διαφορετικά
σχέδια. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένα πεδίο ανασύνθεσης που ήδη κουβαλά πέντε
χρόνια ζυμώσεων και δύσκολων συνθέσεων, έχει αντέξει στον χρόνο και ήρθε
ο καιρός να κάνει το επόμενο βήμα οργανωτικά και πολιτικά. Ίσως όχι
όπως ακριβώς το φαντάζεται η καθεμία από τις οργανώσεις που την
απαρτίζουν, αλλά με ένα νέο ηγεμονικό σχέδιο που δεν θα προϋποθέτει την
απόλυτη επικράτηση του συνόλου της γραμμής κάποιας από αυτές, αλλά που
θα ανοίγει νέους ορίζοντες μέσα από μία σύγχρονη κομμουνιστική οργάνωση
με μετωπικά χαρακτηριστικά, όπου θα υπάρχει ενότητα στη δράση αλλά και ο
πλουραλισμός θα θεωρείται πλούτος, όπου ο φορέας μιας διαφορετικής
άποψης θα είναι πολύτιμος σύντροφος και όχι αντίπαλος. Γιατί η
κομμουνιστική απελευθέρωση ξεκινά σήμερα, μέσα μας και μεταξύ μας, στον
τρόπο που οργανωνόμαστε και λειτουργούμε.
Το ζήτημα της εξουσίας και των συμμαχιών
Διαβάζοντας τις Θέσεις της ΠΕ του ΝΑΡ για το 3ο
Συνέδριο θα μπορούσε κανείς να κάνει διάφορες παρατηρήσεις, ωστόσο θέλω
εδώ να αναφερθώ συγκεκριμένα σε κάτι που μου φάνηκε εξόφθαλμη αντίφαση
και αφορά το ζήτημα της εξουσίας. Γράφει, λοιπόν, στη Θέση 72, ορθώς ότι
«η
ελληνική κομμουνιστική Αριστερά, σε κρίσιμες καμπές στην ιστορική της
διαδρομή, δεν προσανατόλισε την πολιτική της στην κατάκτηση της
πραγματικής εξουσίας από την εργατική τάξη, αλλά, αντίθετα, περιόριζε
τον προσανατολισμό της στην κατάκτηση της κυβέρνησης, που αποτελεί
υποσύνολό της».
Λίγο παρακάτω, στη Θέση 77, αφού περιγραφούν πιθανές μετατοπίσεις και
στο κυβερνητικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένων και αυτών «αριστερού προσανατολισμού», γράφει ότι «οι κομμουνιστές και η επαναστατική αριστερά δεν συμμετέχουν σε τέτοιες κυβερνήσεις»
(δηλαδή σε καμία κυβέρνηση). Με λίγα λόγια, ενώ η Θέση 72 έχει ορθώς
ορίσει την κυβερνητική εξουσία ως υποσύνολο της πραγματικής εξουσίας και
έχει στηλιτεύσει την κομμουνιστική Αριστερά επειδή στο παρελθόν δεν
πάλευε για το σύνολο της εξουσίας, έρχεται η Θέση 77 να παροτρύνει να
κάνουμε το ίδιο λάθος - από την ανάποδη! Στην τάση να επικεντρώνει η
αριστερά μόνο στην κυβερνητική εξουσία, απαντά με το να την αγνοεί
πλήρως! Η κυβερνητική εξουσία, εφόσον προεπαναστατικά είναι υποσύνολο
της συνολικής πολιτικής εξουσίας, δεν μπορεί να χαρίζεται «ελαφρά τη
καρδία» σε άλλες πολιτικές δυνάμεις (δηλαδή στον ρεφορμισμό). Η
επαναστατική αριστερά δεν δικαιούται να μην έχει καμία πρόταση, να μην
προσπαθεί να επηρεάσει καθοριστικά την εξουσία σε κάθε επίπεδο. Το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ» δεν μπορείς να το πεις πριν ακόμα υπάρξουν σοβιέτ.
Κατανοώ
και σέβομαι τη στάση του ΝΑΡ ενάντια στον κυβερνητισμό. Όμως νομίζω ότι
η λέξη έχει διαστρεβλωθεί στο λεξιλόγιο του ΝΑΡ. Κυβερνητισμός είναι το
να είναι η κατάληψη της κυβέρνησης ο βασικός σου στόχος, το να το
θεωρείς αυτοσκοπό. Αυτό έχει τεράστια διαφορά από το «όχι σε οποιαδήποτε
κυβέρνηση» που φαίνεται να είναι η αντίληψη που κυριαρχεί στο ΝΑΡ. Αυτό
αντικειμενικά εξυπηρετεί άλλα πολιτικά σχέδια, που βρίσκουν το
κυβερνητικό πεδίο ελεύθερο, χωρίς άλλους διεκδικητές από τα αριστερά.
Δεν ισχυρίζομαι ότι πρέπει να κυβερνήσει η επαναστατική αριστερά. Όμως,
σε τέτοιες ειδικά συνθήκες που ανοίγουν ρήγματα και όλα τα ενδεχόμενα
είναι ανοιχτά, οφείλει να συσπειρώσει γύρω της, με βάση το δικό της
πρόγραμμα και με σοσιαλιστική κατεύθυνση, ένα σύνολο δυνάμεων οι οποίες
δεν είναι απαραίτητα επαναστατικές και αυτή η μετωπική συμπόρευση θα
πρέπει να διεκδικήσει την εξουσία από
πάνω μέχρι κάτω, σε όλα τα επίπεδα για την εφαρμογή ενός
αντικαπιταλιστικού προγράμματος, εν δυνάμει μεταβατικού προς τον
σοσιαλισμό. Η επαναστατική αριστερά δεν χρειάζεται να συμμετέχει σε μία ενδεχόμενη τέτοια κυβέρνηση, μία
κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα ταξικής
αντεπίθεσης, θα συναντήσει τη λυσσαλέα αντίδραση του κεφαλαίου και θα
επιταχύνει την επαναστατική διαδικασία.
Όμως αυτό το ενδεχόμενο είναι πραγματικό, είναι ένα πιθανώς αναγκαίο
σκαλοπάτι προς μια σύγχρονη επαναστατική διαδικασία και γι’αυτό
οφείλουμε να προετοιμάζουμε το έδαφος για μια τέτοια εξέλιξη. Στο κάτω
κάτω, επαναστάτης δεν είναι όποιος επικαλείται την επανάσταση, αλλά
όποιος καταφέρνει να δημιουργήσει τα ρήγματα που θα ανεβάσουν τη
συνείδηση του κόσμου της εργασίας και θα τον φέρουν πιο κοντά στον στόχο
της επαναστατικής τομής.
Το
ότι το μέτωπο των καθαρά επαναστατικών δυνάμεων ίσως να μην αρκεί (ως η
πλατύτερη δυνατή πολιτική συμμαχία) για τα καθήκοντα της εποχής το
έχουμε ήδη υποψιαστεί. Αυτό αποτυπώνεται υπό μία έννοια και στην απόφαση
της 2ης Συνδιάσκεψης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που μιλάει για ευρύτερη «μετωπική πολιτική συμπόρευση για την ανατροπή».
Αυτό έρχεται σε ένα βαθμό σε σύγκρουση με την ανάλυση για το σχήμα
κόμμα-αντικαπιταλιστικό μέτωπο-κίνημα και στη θέση του μάλλον βάζει το
σχήμα κόμμα-αντικαπιταλιστικό μέτωπο-πόλος-κίνημα. Οδηγηθήκαμε σε αυτό
το δαιδαλώδες σχήμα λόγω της παραδοχής, από τη μία, ότι χρειάζεται
ευρύτερη από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πολιτική συμμαχία, αλλά και από την άλλη λόγω
της εμμονής ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ επίσης είναι αναγκαίο να υπάρχει, δεν
μπορεί να μετεξελιχθεί και να παίξει τον ρόλο του «κόμματος». Προσωπικά
νομίζω ότι στο σχήμα πρέπει τη θέση του κόμματος να πάρει η
αντικαπιταλιστική μετωπική οργάνωση και τη θέση του αντικαπιταλιστικού
μετώπου ο πόλος. Όσο ο πόλος θα μαζικοποιείται, τόσο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα
εμβαθύνει περαιτέρω στο πρόγραμμά της, θα συγκεκριμενοποιεί το όραμά της
και έτσι το «αντικαπιταλιστικό» θα γίνεται «κομμουνιστικό»,
καταλήγοντας στο σχήμα σύγχρονος κομμουνιστικός φορέας-πόλος-κίνημα.
Αυτές τις σκέψεις ήθελα να μοιραστώ μαζί σας πάνω σε κάποια από τα σημαντικά ζητήματα που ανοίγετε με το 3ο
Συνέδριό σας, χωρίς να είμαι μέλος του ΝΑΡ, από την πλευρά όμως του
συντρόφου και συνοδοιπόρου, καθώς η κατεύθυνση του ΝΑΡ αναπόφευκτα
επηρεάζει καθοριστικά την πορεία του ευρύτερου χώρου της επαναστατικής
αριστεράς στη χώρα μας. Ελπίζω να συμβάλλουν δημιουργικά στον ευρύτερο
διάλογο και εύχομαι κάθε επιτυχία στο Συνέδριό σας. Ας είναι οι
αποφάσεις σας προωθητικές για την αριστερά και την ταξική πάλη συνολικά.
Πάνος Δαμέλος, μέλος ΑΝΤΑΡΣΥΑ