Η κυβέρνηση εμφανώς πανικόβλητη για την παταγώδη κατάρρευση
της προπαγάνδας περί success story επιδίδεται τους τελευταίους δύο μήνες
σε ένα κρεσέντο κατατρομοκράτησης – μέσα από τη κλιμακούμενη ενίσχυση
της έντασης της θεωρίας των άκρων – όσων επιχειρούν να αρθρώσουν
κριτική, να αντισταθούν ή να την αποκαλύψουν.
Παρά την επιχείρηση «ξεδοντιάσματος» της Χρυσής Αυγής οι
ψηφοφόροι που είχαν εγκαταλείψει τον βασικό γαλάζιο κορμό της
συγκυβέρνησης, τη ΝΔ, δε γυρίζουν πίσω. Αυτό με τη σειρά του
μεταφράζεται σε δυσκολία να καταγράψει ασφαλές προβάδισμα έναντι του
ΣΥΡΙΖΑ και να ψευτονομιμοποιήσει τη συνέχιση αυτής της πολιτικής για όσο
το δυνατόν περισσότερο μπορεί. Τι μένει; Να καταργηθεί κάθε αντίθετη
φωνή, ειδικά αν διαθέτει και κάποια δυναμική, δια του «στιγματισμού» ως
«άκρο» ή και «τρομοκρατία».
Και κάπως έτσι έχει ανοίξει ξαφνικά θέμα «τρομοκρατίας»,
όταν στη δημοσιότητα έρχονται τέρατα για τη δράση της Χρυσής Αυγής και
τη σύνδεσή της με «ευυπόληπτοους χρηματοδότες».
Και κάπως έτσι, στην τροπολογία για την αναστολή
χρηματοδότησης της Χρυσής Αυγής δίπλα στο αδίκημα της σύστασης
εγκληματικής οργάνωσης, «τρύπωσε» χωρίς να δοθούν εξηγήσεις και να
απαιτηθεί τεκμηρίωση, το αδίκημα των τρομοκρατικών πράξεων ως παράγοντας
που επισύρει την αναστολή χρηματοδότησης κόμματος, υπό προϋποθέσεις.
Πού βλέπει η κυβέρνηση την απειλή τρομοκρατίας μέσα στο
κοινοβούλιο; Τα δημοσιεύματα του τελευταίου διαστήματος με αφορμή το
θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών που άνοιξε ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κατατοπιστικά
για το που θέλουν να πάει το πράγμα: οι διαρροές περί παρακολούθησης
βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ με απώτερο στόχο να «δεθούν» με τον εμπρησμό στις
Σκουριές δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία ότι τα πράγματα εξελίσσονται
επικίνδυνα.
Σ’ αυτό το «παιχνίδι» ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να μην είναι
λιγότερο τρομοκρατημένος. Αντιθέτως δείχνει να υποχωρεί στην πίεση του
Μαξίμου, το οποίο τον «φωτογραφίζει» ως επόμενο θύμα του αν δεν
«φρονιματιστεί», μετέχοντας στο «συνταγματικό τόξο» και συναινώντας έστω
και σε ένα επιμέρους ζήτημα, το οποίο πάντως σε σημασία δεν είναι
δευτερεύον.
Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να καταλήγει, μέσα από έναν οδυνηρό
συμβιβασμό, στην απόφαση να ψηφίσει τη «βελτιωμένη» εκδοχή Μιχελάκη της
τροπολογίας για την αναστολή χρηματοδότησης κόμματος, παρόλο που το
αποτέλεσμα είναι μακριά από αυτό που θα ήθελε: είτε να αφαιρεθεί το
αδίκημα των «τρομοκρατικών πράξεων» είτε να περάσει η «δικλείδα» της
αυξημένης πλειοψηφίας (180 ψήφοι ή 3/5 ) ή ακόμη καλύτερα και τα δύο.
Αντιθέτως φαίνεται να συμβιβάζεται με την απόλυτη
πλειοψηφία των 151 ψήφων υπό το σκεπτικό ότι ακόμη κι έτσι, τουλάχιστον
θα αποφασίζει η Βουλή και όχι μονομερώς και αδιαφανώς η κυβέρνηση. Την
ίδια ώρα για τα περί τρομοκρατίας, η ΝΔ δεν φαίνεται να κάνει πίσω.
Αν τελικά περάσει η εν λόγω ρύθμιση έτσι όπως διαμορφώθηκε,
μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα να γλιτώνει προσωρινά από την προπαγάνδα ότι
συνδέεται με την τρομοκρατία – «εφόσον τολμά και ψηφίζει αυτή τη διάταξη
πάει να πει ότι δεν τον αφορά» – και να κερδίζει από τα μήντια και ίσως
από ένα κομμάτι του κοινωνικού κέντρου τα εύσημα για την υποτιθέμενη
«αναγκαία» κι ευκταία συναίνεση του «δημοκρατικού τόξου».
Όμως, τα πράγματα δεν είναι απλά: ο ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώνεται με
αυτό τον τρόπο, συμπλέοντας δηλαδή με το μνημονιακό «συνταγματικό τόξο»
να «ξεπλύνει» τα κόμματα της συγκυβέρνησης ως «δημοκρατικά», όταν στην
πραγματικότητα ανοίγει ο δρόμος για ακόμη μεγαλύτερη αυθαιρεσία. Στο
εξής θα επικρέμαται η απειλή της αναστολής χρηματοδότησης και ουσιαστικά
της κατάργησης για όποιο κόμμα θέλει η εκάστοτε αυταρχική κυβερνητική
πλειοψηφία να θεωρεί ένοχο για «τρομοκρατία».
Κοινώς, ψηφίζοντας αυτή την τροπολογία ο ΣΥΡΙΖΑ ρισκάρει το
ίδιο του το μέλλον (και όχι μόνο το δικό του, προφανώς). Όσο κι αν αυτό
ακούγεται τραβηγμένο, ποιος θα πίστευε πριν μερικά χρόνια ότι το 2013
ότι το Σύνταγμα θα γινόταν «πατσαβούρα», ότι η κοινωνία θα δεχόταν
επίθεση από κυβέρνηση κι εγχώρια/ευρωπαϊκή ελίτ οδηγούμενη στην
εξαθλίωση, κι ότι θα είχε ανοίξει ένα απίστευτο «κυνήγι μαγισσών», όπου
κάθε εργατική ή λαϊκή κατάκτηση του προηγούμενου αιώνα θα έφτανε να
ταυτίζεται με το βόλεμα και την ανομία, η δε διεκδίκηση εργασιακών και
κοινωνικών δικαιωμάτων θα στοχοποιούνταν ως «ακρότητα» και «τρομοκρατία…
Σε τελική ανάλυση ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να αντιφάσκει ψηφίζοντας
μια ρύθμιση η οποία διαπερνάται από το πνεύμα της θεωρίας των άκρων την
οποία ο ίδιος καταδικάζει.
Μέχρι την Τρίτη προλαβαίνει να το ξανασκεφτεί…