Στη μνήμη του Costanzo Preve
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 22/3/1992
του Κοστάντσο Πρέβε
Τα ιστορικά γεγονότα της τριετίας 1989-1991 δεν επέφεραν βεβαίως
το τέλος της εποχής της παγκόσμιας κομμουνιστικής ιδέας, αλλά
αναμφίβολα έκλεισαν έναν ιστορικό κύκλο που άρχισε το 1917.Εν
συντομία: Ο κομμουνισμός δεν τελείωσε, αλλά έκλεισε ο ιστορικός
κομμουνισμός του 20ού αιώνα. Πρέπει να διαχωρίσουμε με καθαρότητα δύο
διαστάσεις του προβλήματος, για να μπορέσουμε να τις αναλύσουμε χωριστά.
Εν πρώτοις, η ικανότητα του μαρξισμού να απαντήσει με σαφή φιλοσοφικό
τρόπο στην σύγχρονη ιδεολογία, του τέλους της ιστορίας, φιλοσοφική
έκφραση της πρόσφατης στρατηγικής νίκης της φάσης του παγκόσμιου
ιμπεριαλιστικού συστήματος. Και στη συνέχεια, η πολιτική ικανότητα των
κομμουνιστών να επανακαθορίσουν ολοκληρωτικά μια στρατηγική και μια
τακτική σε βαθμό που να αποφύγουν την περιθωριοποίηση τους σε ένα ρόλο
αποκλειστικά ηθικό, ιδεολογικό και μαρτυρίας.
Το δεύτερο καθήκον μοιάζει πιο δύσκολο
από το πρώτο. Όσον αφορά δε το πρώτο, εμείς οι μαρξιστές έχουμε
στρατηγικά διευκολυνθεί από την απίστευτη χυδαιότητα και
επιφανειακότητα των θεωριών του τέλους της ιστορίας.Εν συντομία, η
ιδεολογία του τέλους της ιστορίας είναι σήμερα εκφρασμένη σε δύο
κύριες μορφές. Η πρώτη χονδροειδής και ….hard, η δεύτερη πιο σοφιστικέ
και …soft. Σχηματοποιώντας, η χονδροειδής και χυδαία μορφή είναι κυρίως
αμερικανοιαπωνική, και εκφράζει συμβολικά την ιδεολογική κάλυψη του
ανοιχτού νεοϊμπεριαλισμού που είδαμε σε δράση στον πόλεμο του Κόλπου,
ενώ η καλλιεργημένη και σοφιστικέ είναι κυρίως γαλλογερμανική, και θα
ήθελε να ενσαρκώσει συμβολικά την ευρωπαϊκή ενοποίηση, στη δική της
διάσταση της σύγχρονης μετα-κομμουνιστικής επιστέγασης της μακράς
ιστορίας της χριστιανικής και αστικής Δύσης.
Ένα παράδειγμα της πρώτης μορφής είναι το βιβλίο του αναλφάβητου
Καλιφορνέζου Φράνσις Φουκουγιάμα και του μπεστ-σέλερ του για το τέλος
της ιστορίας. Εδώ η φιλοσοφία γίνεται ετοιμοπαράδοτη, έτοιμη σε πέντε
λεπτά σαν ένα χάμπουργκερ και ένα χοτ-ντογκ. Απίστευτα λάθη που δεν θα
συγχωρούνταν σε ένα αδαή φοιτητή, σημαδεύουν τα έργα αυτού του
τσαρλατάνου. Μόνο δύο παραδείγματα. Ο Χομπς, λέει ο Φουκουγιάμα,
επηρεάστηκε από τον Νεύτωνα. Αλλά, αλίμονο, ο Ισαάκ Νεύτων ήταν ακόμα
παιδάκι όταν δημοσιεύτηκε ο Λεβιάθαν του Χομπς. Ο εμφύλιος πόλεμος στην
Αγγλία το 1640-1650, ισχυρίζεται ο Φουκουγιάμα, διεξήχθη μεταξύ
Καθολικών και Προτεσταντών. Επειδή δεν συνέβη έτσι, ο Φουκουγιάμα ζητά
συγχώρεση σε ένα άρθρο, για το λάθος, λέγοντας ότι μπέρδεψε τον εμφύλιο
εγγλέζικο πόλεμο με τον τριακονταετή γερμανικό πόλεμο. Η ερμηνεία του
για τον Hegel είναι σε επίπεδο συζήτησης καφενείου μεταξύ
απροετοίμαστων φοιτητών, εν τούτοις πάνω σ’ αυτήν στηρίζεται η ιερατική
του προφητεία για την αιωνιότητα του καπιταλισμού.
Ένα παράδειγμα της δεύτερης μορφής δίνεται αντίθετα από τη σύγχρονη
ακαδημαϊκή γερμανική φιλοσοφία. (Η φιλελεύθερη παραλλαγή της οποίας
δίνεται από τον Ραλφ Ντάρεντορφ, ενώ η σοσιαλδημοκρατική, είναι παρούσα
στον Γιούργκεν Χάμπερμας). Εδώ είμαστε μακριά από την άγνοια και την
χυδαιότητα του Φουκουγιάμα. Αντιθέτως υπάρχει πλήρως επίγνωση της
μιζέριας του Τρίτου Κόσμου και του ζητήματος του «δυϊσμού της κατηγορίας
πολιτών» που δημιουργείται στην Ευρώπη, στη βάση της διάκρισης ανάμεσα
στους μετανάστες και τους πολίτες, περιοχές αδύνατες και περιοχές
ισχυρές, κλπ.
Συγχρόνως, παρά την μεγαλύτερη διανοητική νοθεία, ακόμα και αυτή η
γερμανική φιλοσοφία, ξεκινάει με την εντελώς αναπόδεικτη προϋπόθεση της
σημερινής και οριστικής δύσης του κομμουνισμού σαν πραγματικού
ιστορικού κινήματος. Αυτή η δύση επιβεβαιώνεται έμμεσα βασισμένη στη
σκέψη του «ορίζοντα του μοντέρνου» στην οποία «το μοντέρνο» ορίζεται
συγκεκριμένα Λάντα στη βάση των οικονομικών και πολιτικών κατηγοριών
της σύγχρονης φάσης του τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής.
Ο Χάμπερμας είναι αναμφισβήτητα 100 φορές πιο αξιοσέβαστος από τον
Φουκουγιάμα. Παρ’ όλα αυτά, ειλικρινά πιστεύουμε ότι οι μαρξιστές σ’
αυτή τη στιγμή που τακτικά βρίσκονται σε άμυνα, μπορούν να ανακάμψουν
στρατηγικά με το πέρασμα λίγων χρόνων, από τη στιγμή που πρακτικά όλες
οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αντιθέσεις του
καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού είναι εν δράσει. Όποιοι γράφουν
είναι λοιπόν αισιόδοξοι για τις απαιτήσεις της ιδεολογικής ταυτότητας,
ενώ ειλικρινά μας φαίνεται πιο δύσκολη η κατάσταση στο οργανωτικό και
πολιτικό επίπεδο. Για να καταλάβουμε τι ακριβώς θέλει να πει σήμερα,
τι πρέπει να επαναθεμελιώσει και να ξαναχτίσει ένα κομμουνιστικό κόμμα,
είναι αναγκαίο να καταλάβουμε ότι μεγάλο μέρος των κλασικών διαφωνιών
για το κόμμα (Λένιν και Ρόζα Λούξεμπουργκ, Στάλιν και Τρότσκι, Τολιάτι
και Τορέζ, κλπ.) αυτή τη στιγμή έχει αποκλειστικά μια ιστορική και
αρχαιολογική αξία. Είναι σίγουρα χρήσιμο να διατρέξουμε εκ νέου τις
κυριότερες στιγμές της συζήτησης, αλλά η κατάσταση στην οποία
βρισκόμαστε είναι ποιοτικά καινούρια και κάθε αναλογία είναι εκ των
πραγμάτων απατηλή.
Η πολιτική τακτική των δυτικών κομμουνιστικών κομμάτων, στις
ουσιαστικές γραμμές της, εμπνεύστηκε μέχρι το 1989 από τη στρατηγική
υπόθεση που εκφράστηκε στο 7ο συνέδριο της κομμουνιστικής διεθνούς του
1935. Εν συντομία, μια ενωτική συμμαχία των δυνάμεων της Αριστεράς,
ονομαζόμενη λίγο-πολύ «λαϊκό μέτωπο» που έχει σαν στρατηγικό αντίπαλο
την Δεξιά, στην οποία αποδίδονται τάσεις φασιστικές και
αντιδημοκρατικές και σαν τακτικό σύμμαχο τη σοσιαλδημοκρατία, της
οποίας «το κράτος πρόνοιας» και οι νεο-κεϋνσιανές πολιτικές θεωρούνται
σα ένας πολιτικός προθάλαμος της φάσης της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Αυτή η στρατηγική υπόθεση, εκπληκτικά δυναμωμένη από την κατάσταση που
δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια και μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο,
αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να εξειδικευτεί και να ορισθεί ανάλογα με
τους διάφορους ιστορικούς αστερισμούς, χωρίς όμως ποτέ να απορριφθεί
ουσιαστικά και να τροποποιηθεί ποιοτικά.
Εν πρώτοις, στις χώρες που απελευθερώθηκαν από την ιμπεριαλιστική
αποικιοκρατία, ο τακτικός ρόλος του συμμάχου των κομμουνιστών δεν
επιτεύχθηκε από την κλασική σοσιαλδημοκρατία (σαφώς ανύπαρκτη) αλλά
από την αντιιμπεριαλιστική εθνική αστική τάξη ή τουλάχιστον από κάποιες
ποιο θαρραλέες πτέρυγες της.
Δεύτερον, στις χώρες που για ιστορικούς λόγους δεν υπήρξε ποτέ μια
δυνατή σοσιαλδημοκρατία (όπως η Ιταλία), οι κομμουνιστές αναγκάστηκαν
να παίξουν ένα διπλό πολιτικό και κοινωνικό ρόλο εκείνου της
επαναστατικής πρωτοπορίας και εκείνου της ρεφορμιστικής
σοσιαλδημοκρατίας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πολιτικό σχήμα
πρωτόγνωρο και μη-ταξινομήσιμο (στο λεξιλόγιο του Τολιάτι, μια
«καμηλοπάρδαλη», δηλαδή ένα ζώο που θεωρητικά δεν θα ‘πρεπε να υπάρξει
αλλά που όμως παρ’ όλα αυτά υπάρχει).
Τρίτον, στις χώρες που για ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους η
σοσιαλδημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ και στις οποίες όμως υπήρξε ένας
δυνατός λαϊκισμός (από την Ελλάδα ως την Αργεντινή), ο τοπικός
κομμουνισμός είχε διακυμάνσεις τακτικής εξτρεμιστικού αλλά κυρίως
οπορτουνιστικού τύπου, που έκφραζαν την στρατηγική ανικανότητα και πάνω
απ‘ όλα την επιθυμία της ενσωμάτωσης στο πολιτικό σύστημα, με
πρόσχημα τον ισχυρισμό ότι ήταν «άμεσος εκπρόσωπος» των μαζών απέναντι
στη μεγάλη καπιταλιστική αστική τάξη.
Αυτά τα τρία σενάρια σαρώθηκαν από τα γεγονότα της ιστορικής
τριετίας που μόλις πέρασε: 1989-1991. Συγχρόνως, παρά την φαινομενική
διαφορετικότητα τους, αυτά τα τρία σενάρια είχαν όλα ένα ελάχιστο κοινό
παρονομαστή: τη γεωγραφική και γεωπολιτική προϋπόθεση της ύπαρξης του
σοσιαλιστικού στρατοπέδου, σε συνάρτηση με την βαθιά πεποίθηση της
ιστορικής δυνατότητας μετασχηματισμού του, που μπορούμε συνθετικά να
ορίσουμε σαν «δυνατότητα εκδημοκρατισμού» του ιστορικά δομημένου το
1900 κομμουνισμού.