Στο φαντασιακό της πρωτοβουλίας των 58 κεντρική θέση κατέχει η
Κίνηση. Ήδη από το κείμενο διακήρυξης, όπου χαράζονταν οι γραμμές του
διμέτωπου αγώνα απέναντι στους στατικούς ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τον
λόγο των στελεχών που την απαρτίζουν (έχουμε ήδη σχολιάσει τα περί μη βιασύνης του Νίκου Μπίστη)…
Σε σημερινό του άρθρο στα Νέα, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Κίνηση ή στασιμότητα»,
ο Γιάννης Βούλγαρης επανέρχεται σ’ αυτό το μοτίβο, ανάγοντάς το μάλιστα
σε φιλοσοφικοϊστορικό κριτήριο αξιόλογησης των πολιτικών δυνάμεων: «Στην Ελλάδα οι μεγάλες παρατάξεις συγκροτούνταν στο μέτρο που
αναλάμβαναν να φέρουν εις πέρας ένα εθνικό πρόταγμα (το κράτος δικαίου
στη δεκαετία του ’60, τη θεμελίωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας, την
ένταξη στον στενό πυρήνα της ΕΕ).
Μέσα σε αυτό το εθνικό πρόταγμα
μεταγγιζόταν και συναρθρωνόταν η πολιτική ιδεολογία (συντηρητική,
φιλελεύθερη, αριστερή). Ωφελημένη ήταν η παράταξη που εξέφραζε την
Κίνηση σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής, αφήνοντας για τους άλλους τη
στασιμότητα. Σήμερα βρισκόμαστε στην έναρξη μιας τέτοιας ιστορικής
φάσης, καθώς το νέο πρόταγμα είναι η εθνική ανασυγκρότηση της Ελλάδας
μέσα στην Ευρώπη».
Αξίζει να σχολιαστεί εδώ η κυκλικότητα του επιχειρήματος: η
Κεντροαριστερά εκφράζει την Κίνηση γιατί εμείς, που είμαστε
Κεντροαριστερά, εντοπίζουμε το πρόταγμα στην εθνική ανασυγκρότηση της
Ελλάδας μέσα στην Ευρώπη, και εν συνεχεία ανάγουμε αυτό το πρόταγμα σε
κεντρικό. Λαμβάνουμε το ζητούμενο ως θέση και τοποθετούμαστε έναντι
αυτού ως πρωτοπορία.
Μόνο που η Κίνηση για να λογιστεί ως κίνηση χρειάζεται ένα πλαίσιο
αναφοράς. Πέραν του ότι στα κοινωνικά το πλαίσιο αυτό γίνεται αντιληπτό
εκ των υστέρων, προϋποθέτει και μια γνωστή και τετριμμένη διάκριση
ανάμεσα σε μέσα και σκοπούς: η κατάδειξη των μέσων είναι σαφής μόνο αν ο
σκοπός είναι ήδη επιλεγμένος. Η επιλογή του σκοπού όμως είναι αυθαίρετη
ως προς τα μέσα, προϋποθέτει όχι μια τυπική αλλά μια αξιακή
ορθολογικότητα. Μεταβαίνοντας αδιάκριτα από τη μία στην άλλη
μεταβάλλουμε τον βολονταρισμό μας σε αναγκαιότητα της ιστορίας,
επιτακτική κιόλας. Σαν καρικατούρες του Γαλιλαίου: «Και όμως κινείται!»,
φωνάζουμε – μόνο που κανείς δεν μας έχει οδηγήσει σε δίκη φοβούμενος
την ανατρεπτικότητά μας.