Η παρέμβαση της σ. Φλώρας Παπαδέδε στο διάλογο για το 3ο
Συνέδριο του ΝΑΡ θίγει βασικά ζητήματα για τα θεωρητικά εργαλεία και
την στρατηγική των κομμουνιστών στην περίοδο της πιο βαθιάς κρίσης του
ελληνικού καπιταλισμού. Να δηλώσω εξαρχής την προσωπική μου θέση: θεωρώ
και εγώ πολλές από τις επεξεργασίες της Προγραμματικής Διακήρυξης και
των Θέσεων από ανεπαρκείς έως εκλεκτικές και απλά λανθασμένες. Αλλά
πιστεύω επίσης ότι αποτελούν μια σοβαρή βάση για συζήτηση και περαιτέρω
προβληματισμό. Η παρέμβαση της σ. Φλώρας είναι και από άποψης ύφους αλλά
και –αυτό είναι το σημαντικότερο- από άποψη περιεχομένου, βήμα προς τα
πίσω. Και επειδή η ίδια δεν μασάει τα λόγια της, μια αξιέπαινη για
κομμουνιστή στάση, δεν θα τα μασήσω και εγώ: είναι βήμα όχι μόνο προς τα
πίσω αλλά και ολοταχώς προς τα δεξιά.
1.
Έχει σημασία να επιμένουμε ότι η σημερινή κρίση είναι εκδήλωση της
τάσης που ο Μαρξ ονόμασε «πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους»; Η σ.
Φλώρα μας λέει ότι δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, στο κάτω-κάτω «είναι
ΤΑΣΗ» ο Μαρξ έχει διατυπώσει «έξι τρόπους αντιρρόπησης της τάσης» και
μάλιστα «ισχυρότερη και αποτελεσματικότερη αποδείχθηκε το μονοπώλιο».
Τότε παραμένει μυστήριο πως ο μονοπωλιακός καπιταλισμός (κρατικός
καπιταλισμός, σύμφωνα με τον Μπουχάριν) μπήκε σε κρίση στη δεκαετία του
΄30 και ξαναμπήκε στη δεκαετία του ’70. Η σ. ξεχνάει ότι ο Μαρξ στον
Τρίτο Τόμο του Κεφαλαίου μιλάει για τον «ΝΟΜΟ» της «πτωτικής τάσης του
κέρδους» και ο Μαρξ δεν χρησιμοποιούσε αβασάνιστα αυτό τον όρο. Ως
γνωστόν, η τεχνολογία μας έχει επιτρέψει να πετάμε με αεροπλάνα αλλά
αυτό δεν έχει καταργήσει το νόμο της βαρύτητας. Προφανώς και υπάρχουν
–αντίρροπες τάσεις, οι οποίες μειώνουν την οργανική σύνθεση του
κεφαλαίου. Όμως καμιά δεν μπορεί να αναιρέσει το νόμο. Το ίδιο το
πέρασμα στον ιμπεριαλισμό στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν μια
τέτοια «αντίρροπη» τάση που με τις επενδύσεις στις αποικίες μείωνε την
οργανική σύνθεση. Η ένταση της εκμετάλλευσης είναι μια άλλη. Η πιο
σημαντική είναι η ίδια η κρίση που καταστρέφει κεφάλαια. Ο μαρξιστής
οικονομολόγος Χένρικ Γκρόσμαν γράφοντας εν μέσω κρίσης του ’30
αναφέρθηκε στο μιλιταρισμό και της πολεμικές δαπάνες και τις σύγκρινε με
την επίδραση που έχει ο τομέας ΙΙΙ (παραγωγή ειδών πολυτελείας για τους
καπιταλιστές) οι οποίες λειτουργούν ως «διαρροή» από το κύκλωμα
«αυτοαξιοποίησης» του κεφαλαίου, δηλαδή σε απλά ελληνικά, εκτρέπουν
υπεραξία από την παραγωγική επένδυση και με αυτό τον τρόπο επιβραδύνουν
το ρυθμό συσσώρευσης και τη τάση για αύξηση της οργανικής σύνθεσης του
κεφαλαίου. Όλη η μεταπολεμική «άνθηση» του παγκόσμιου καπιταλισμού
στηρίχτηκε σε αυτή την «αντίρροπη τάση»[1]. Αλλά πάλι το σύστημα δεν μπόρεσε να ξεφύγει.
Έχουν
πολιτική σημασία αυτές οι διαπιστώσεις; Ναι, έχουν. Πρώτον, γιατί είναι
η πιο αποστομωτική απάντηση στα ιδεολογήματα της άρχουσας τάξης περί
«ελληνικής ασθένειας» ή σε άλλες εκδοχές περί ελλειμμάτων στην
«ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική». Δεύτερον, γιατί αποτελούν απάντηση σε κάθε
είδους ρεφορμιστικές θεωρίες περί κρίσης του «νεοφιλελεύθερου μοντέλου»
κι όχι του ίδιου του συστήματος. Προφανώς, καμιά κρίση δεν είναι η
«τελειωτική» και «δεν διαρκεί αιώνια» (Μαρξ). Όμως, το πρόβλημα του
παγκόσμιου καπιταλισμού είναι ότι παρά τις αναδιαρθρώσεις, τις
κανιβαλικές επιθέσεις στην εργατική τάξη, τις πομφόλυγες περί «νέας
οικονομίας» κλπ, δεν έχει ξεπεράσει τον κλονισμό που έφερε η
επανεμφάνιση της κρίσης από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Αυτή η
διαπίστωση έχει συγκεκριμένες συνέπειες για τον ελληνικό καπιταλισμό.
Αλλά πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα για τον ιμπεριαλισμό.
2. Η σ. Φλώρα γράφει: «Το
διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο -που όπως απέδειξε ο Λένιν κυριαρχεί
τουλάχιστον από το 1916 και όχι «την τελευταία 20ετία» όπως ισχυρίζεται η
ηγεσία του ΝΑΡ – και οι μηχανισμοί του (τα «κράτη εισοδηματίες», οι
ιμπεριαλιστικές ενώσεις, το ευρώ, η ΕΚΤ, κ.λπ.) υποθήκευσαν,
τιτλοποίησαν και μετέτρεψαν σε χρηματιστηριακά προϊόντα, όλη την
προηγούμενη υπεραξία, δηλ. τα πάγια κεφάλαια των πραγματικών εθνικών
οικονομιών, τη σημερινή, δηλ. το κυκλοφορούν κεφάλαιο, μα και τη
μελλοντική. Η κρίση αυτού του μοντέλου συσσώρευσης οδηγεί σήμερα μέσω
της χρεομηχανής σε ρευστοποίηση κάθε πάγιας υποδομής –δημόσιας και
ιδιωτικής- που έχτισαν τρεις γενιές ανθρώπινης εργασίας, σε ρευστοποίηση
ολόκληρων οικονομιών και κρατών. Η διαδικασία δεν είναι καινούρια. Τι
άλλο από ρευστοποίηση ενός εθνικά κυρίαρχου κράτους αποτέλεσε η διάλυση
της Γιουγκοσλαβίας και ο πόλεμος στο Ιράκ; Αυτό δεν συμβαίνει σήμερα στη
Λιβύη, στη χώρα μας και στα υπόλοιπα «PIGS»;
Εδώ
ανακύπτουν τρία ζητήματα (α) η ίδια η ανάλυση του Λένιν για τον
ιμπεριαλισμό (β) η μεταγενέστερη κωδικοποίησή της (γ) η σχέση της
ανάλυσης της σ. με τη σημερινή πραγματικότητα.
Η
κεφαλαιώδης συμβολή του Λένιν (μαζί με τον Μπουχάριν) ήταν η σύνδεση
της πολιτικής του μιλιταρισμού, της αποικιοποίησης και του πολέμου με
τον ίδιο τον καπιταλισμό. Ότι δηλαδή ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός
επειδή πλέον διεξάγεται σε διεθνή κλίμακα παύει να είναι απλά πόλεμος
τιμών και γίνεται κανονικός πόλεμος. Η εμφάνιση των μονοπωλιακών ενώσεων
(τραστ, καρτέλ εκείνη την εποχή) ήταν ο κινητήρας αυτής της αλλαγής.
Υπό αυτή την έννοια, οι επεξεργασίες των Λένιν-Μπουχάριν[2]
παραμένει απαραίτητο εφόδιο για τους κομμουνιστές σήμερα. Όμως, αυτό
δεν σημαίνει ότι η ανάλυση της «εκλαϊκευτικής μελέτης» όπως την είχε
ονομάσει ο ίδιος ο Λένιν ήταν απαλλαγμένη από προβλήματα. Το πρώτο, που
υιοθετεί άκριτα η σ. Φλώρα, είναι η αναφορά στο «χρηματιστικό κεφάλαιο».
Η διατύπωση του Λένιν άφηνε ανοιχτή τη δυνατότητα για ερμηνείες που
αντιπαρέθεταν το «παραγωγικό» κεφάλαιο που ενδιαφέρεται δήθεν για ειρήνη
και ευημερία, στο «παρασιτικό» που ενδιαφέρεται για κερδοσκοπία και
πόλεμο. Ο Κάουτσκι ήταν ο πρώτος διδάξας σε μια μακρά σειρά θεωρητικών
που φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ο Λένιν, βασισμένος στον Χόμπσον, απλά
γενίκευε την εμπειρία του βρετανικού καπιταλισμού, όπου πράγματι οι
τράπεζες έπαιζαν κεντρικό ρόλο στην εξαγωγή κεφαλαίου, κάτι που δεν
ίσχυε πχ για την Γερμανία και πολύ περισσότερο για άλλες ιμπεριαλιστικές
χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Ρωσία (που δέχονταν εισροές πόρων).
Αυτά
τα προβλήματα ήταν παρωνυχίδες μπροστά στην «περιποίηση» που είχε η
ανάλυση του Λένιν από τον σταλινισμό στις επόμενες δεκαετίες. Από μια
θεωρία για τις αλλαγές στην καρδιά του καπιταλισμού, μετατράπηκε σε μια
ψευδοθεωρία που περιόριζε τον ιμπεριαλισμό στην εκμετάλλευση των
αποικιών από την περιφέρεια, είτε των «εξαρτημένων χωρών» από τα
«ιμπεριαλιστικά κέντρα» -που πραγματικό στόχο είχε να δικαιολογήσει κάθε
λογής «διαταξικές» συμμαχίες πότε με το «πατριωτικό» πότε με το
«παραγωγικό» κεφάλαιο ή τις κρατικές συμμαχίες της ΕΣΣΔ με κάθε λογής
δικτατορίες που βαφτίζονταν «αντιμπεριαλιστικά» ή και «σοσιαλιστικά»
καθεστώτα.
3.
Το πρόβλημα με την ανάλυση της σ. Φλώρας δεν είναι απλά η νεκρανάσταση
αυτής της ερμηνείας αλλά, όσο και αν το αρνείται μετά βδελυγμίας, η
υποχώρηση σε κάθε λογής θεωρίες που αντιμετωπίζουν τη σημερινή κρίση ως
αποτέλεσμα του «παρασιτικού» «νεοφιλελεύθερου» καπιταλισμού.
Καταρχήν
η σ. θα πρέπει να μας εξηγήσει πως ταιριάζει ο φιλιππικός της περί
«αποικιών» κλπ με τα στοιχεία που λένε ότι στην εικοσαετία που
ακολούθησε τη λήξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου το συντριπτικά
μεγαλύτερο μέρος της αξίας του εμπορίου και των επενδύσεων γινόταν
ανάμεσα στα «ανεπτυγμένα» ιμπεριαλιστικά κέντρα και ότι γενικά η εξαγωγή
κεφαλαίων δεν ξεπέρασε τα επίπεδα που είχε κατρακυλήσει στη δεκαετία
του 30, και πως ακόμα και σήμερα, στην εποχή της λεγόμενης
παγκοσμιοποίησης, εξακολουθούν να διεξάγονται μεταξύ τους. Δεν μπορεί να
εξηγήσει απλά πράγματα, όπως για παράδειγμα την ανάδυση χωρών όπως η
Δυτική Γερμανία και η Ιαπωνία (που δεν είχαν αποικιακές αυτοκρατορίες,)
που ήταν οι χώρες με τη ταχύτερη ανάπτυξη. Σε ποια θέση βρέθηκε ο
ελληνικός καπιταλισμός στις δεκαετίες του ’50 και του ’60; Απλά «βάθυνε η εξάρτηση» και είχαμε πέρασμα από την «αγγλοκρατία στην αμερικανοκρατία»;
Η σ. που απαιτεί τόσο αυστηρά, αριθμούς και στοιχεία από όσους τολμούν
να μιλήσουν για τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού,
αρκείται στο να συγκρίνει την Ελλάδα που μπήκε στην ΕΟΚ που είναι μέλος
του ΟΟΣΑ με την …Πορτογαλία του 1916… Όχι σ. δεν χρειάζεται να έχει
καταπιεί κανείς τα ιδεολογήματα «της ‘ισχυρής Ελλάδας’ του Σημίτη και της Παπαρήγα» για να σταθεί ενάντιος στις εξορμήσεις της αστικής τάξης στα Βαλκάνια και στη Μ. Ανατολή, δεν χρειάζεται να είναι κανείς «κοσμοπολίτης»
για να υποστηρίζει ότι η εργατική τάξη της Ελλάδας δεν μπορεί να κάνει
βήμα προς την χειραφέτησή της αν δεν συγκρουστεί με το ρατσισμό, τον
εθνικισμό και τα διεθνή εγκλήματα των ελλήνων καπιταλιστών.
Η
«χρεομηχανή» στην οποία αναφέρεται η σ. δεν είναι μέσο «ρευστοποίησης
εθνικών οικονομιών». Είναι η εκδήλωση της αδυναμίας του καπιταλισμού να
καταστρέψει κεφάλαια στο αναγκαίο μέγεθος, ώστε να λειτουργήσει
«λυτρωτικά» για την «ανάταξη» του ποσοστού κέρδους. Δεν είναι πρόβλημα
των «εξαρτημένων» χωρών, είναι πρόβλημα του παγκόσμιου καπιταλισμού,
κληρονομιά όλων των αποτυχημένων αποπειρών να τονωθεί η κερδοφορία του
χωρίς να «καταστρέψει» τις too big to fail
επιχειρήσεις του. Γι’ αυτό, αιτήματα όπως η διαγραφή του χρέους, είναι
ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΑ, γιατί μόνο ένα εργατικό κίνημα που βάζει στόχο να
ανατρέψει το καθεστώς της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης μπορεί να τα
παλέψει στα σοβαρά.
4.
Για κάποιους, και μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ελπίζω όχι στο ΝΑΡ), ο
«αντικαπιταλισμός» είναι βαρίδι. Οι αναφορές, λένε, στην «παραγωγική
ανασυγκρότηση» αντίθετα ή ακόμα και στη «λαοκρατία-εθνική ανεξαρτησία»,
είναι ο πύραυλος που θα μας φέρει σε τροχιά όσμωσης με το «λαό». Η σ.
Φλώρα είναι αυτής της άποψης και μάλιστα την υποστηρίζει με ένα
ιδιαίτερα έξαλλο τρόπο.
(α) «Αυτό
συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας. Ο σύγχρονος καπιταλισμός δεν αντέχει
ενιαία εθνικά κράτη, τις μόνες οντότητες ιστορικά που κατέγραψαν και
κατοχύρωσαν εργατικά και λαϊκά δικαιώματα», γράφει η σ.
Αλήθεια;
Οι ΗΠΑ τι είναι, πολυεθνική αυτοκρατορία των Αψβούργων; Η Αργεντινή της
Κίρχνερ που σταμάτησε τη «δολαριοποίηση» και έκανε προσωρινή παύση στη
πληρωμή των δανείων του ΔΝΤ, είναι σοσιαλιστικό πείραμα ή ένα εθνικό
καπιταλιστικό κράτος που βάζει την εργατική τάξη να πληρώσει το
λογαριασμό; Η Κίνα, η Βραζιλία, η Ν. Αφρική, η Ινδία, σε ποια κατηγορία
ακριβώς κατατάσσονται από τη σ.; είναι σοσιαλιστικές; Είναι «οικόπεδα
για ΕΟΖ»; Αντίθετα απ’ ότι πιστεύει η σ., ο σύγχρονος καπιταλισμός στηρίζεται στα κράτη, τα οποία επιτίθενται στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα που οι εργατικές τάξεις είχαν κατακτήσει.
Η
σ. πάλι με περισπούδαστο ύφος καλεί τους συντάκτες των Θέσεων να
διαβάσουν την Κριτική του Προγράμματος της Γκότα –την κριτική του Μαρξ
στο Λασάλ. Αυτό που ξεχνάει να πει είναι ότι η ουσία της κριτικής του
Μαρξ στο λασαλισμό ήταν ακριβώς η «λατρεία του κράτους» που ήταν η ουσία
του λασαλισμού.
(β) Και για να δούμε, είναι αλήθεια ότι
«Στη
σύμφυση κράτους-μονοπωλίων, το πάνω χέρι παίρνουν πλέον απευθείας τα
μονοπώλια μέσα από τις «Ανεξάρτητες» Αρχές (ή ορθότερα λόμπι
επιχειρηματικών συμφερόντων) που επέβαλε η ΕΕ και αντικαθιστούν (με
μνημονιακούς νόμους) τις αρμοδιότητες των αντίστοιχων υπουργείων -όπως η
Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, η Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων,
το ΕΣΡ κ.ο.κ.» ;
Από
πότε αυτές οι εξελίξεις στον «εξαρτημένο καπιταλισμό» («μέσου επιπέδου
ανάπτυξης» βεβαίως βεβαίως, μην ξεχνιόμαστε) ανάγονται στη τελευταία
λέξη των εξελίξεων στο σύγχρονο ιμπεριαλισμό; Ώστε τελικά το «εθνικό
κράτος» δεν είναι το τελειότερο δημιούργημα του κόσμου (και του
καπιταλισμού) αλλά το υποκαθιστούν άμεσα τα μονοπώλια και τα λόμπι τους;
Έχει ακούσει η σ. για τις διασώσεις τραπεζών και πολυεθνικών από τις
κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια; Έχουν
αποκτήσει έξαφνα τους δικούς τους στρατούς ας πούμε οι 200 ισχυρότερες
πολυεθνικές στον κόσμο ώστε να μην χρειάζονται «κρατικούς» θεσμούς όπως ο
αμερικάνικος στρατός; Τελικά η Ε.Ε τι είναι; Ένωση του χάλυβα και του
άνθρακα ή μια λυκοσυμμαχία ιμπεριαλιστικών κρατών; Η σ. εγκαλεί τις
Θέσεις ότι υιοθετούν νεοφιλελεύθερες αναλύσεις για την κοινωνία και τον
σύγχρονο καπιταλισμό. Ας κοιτάξει πιο κοντά, στα δικά της γραπτά.
(γ)
Για να σοβαρευτούμε, φαίνεται ότι η ταξική πάλη κατέχει πολύ βάρος στη
λογική της σ. Διαβάζουμε, στη συνέχεια της προηγούμενης πρότασης, σε ένα
απόσπασμα που φτάνει τα όρια της εκκεντρικότητας:
«Αυτό
ακριβώς επιδιώχθηκε στο Β’ΠΠ κι αυτό επιζητούσαν οι ναζί με το
«lebenstraum», το «ζωτικό χώρο», που τον βρήκαν στις υπό κατοχή χώρες
και στην ΕΣΣΔ. Ποιος ανέκοψε τότε αυτή τη βαρβαρότητα; Ο
εθνικο-απελευθερωτικός αγώνας των περισσότερων ευρωπαϊκών λαών. Αυτός
γέννησε επτά νέες σοσιαλιστικές χώρες –άσχετα τι γνώμη έχει ο καθένας
γι’ αυτές και την εξέλιξή τους- και όλες τις σύγχρονες κατακτήσεις της
εργατικής τάξης. Από τα δημόσια κοινωνικά αγαθά ως την κανονική άδεια με
αποδοχές. Στη Γαλλία του 1935, οι τρίχρονοι απεργιακοί αγώνες δεν
κατόρθωσαν να αποσπάσουν το αίτημα δυο εβδομάδων πληρωμένης άδειας,
γιατί «δεν το άντεχε η οικονομία» της. Στην κατεστραμμένη Γαλλία του
1946, το αίτημα ικανοποιήθηκε εντός εβδομάδος…»
Μάλλον διαβάζουμε άλλα βιβλία ιστορίας[3].
Στα δικά μου, η πληρωμένη άδεια και το οχτάωρο ήταν κατακτήσεις της
Γενικής Απεργίας και των καταλήψεων των εργοστασίων του Μάη και του
Ιούνη 1936. Αυτό το έξοχο δείγμα προλεταριακής αυτενέργειας και
αυτοπεποίθησης, που ο Μωρίς Τορέζ έσπευσε να παγώσει, δηλώνοντας ότι «οι
κομμουνιστές πρέπει να ξέρουν πότε να σταματάνε μια απεργία» (προς
θεού, όχι πώς να οδηγούν ένα εξεγερσιακό απεργιακό κύμα στην επανάσταση,
αυτά είναι «αριστερισμός»). Αυτές τις κατακτήσεις τις έχασε η γαλλική
εργατική τάξη το 1938-39, όταν το γαλλικό κόμμα αναζητούσε τη μετεξέλιξη
του «Λαϊκού Μετώπου» σε «Γαλλικό Μέτωπο». Ο ίδιος Μωρίς Τορέζ το 1944
υπέγραφε τη δική του Βάρκιζα όταν προσκυνούσε τον Ντε Γκολ και
διακήρυττε «Ένας στρατός, μια αστυνομία, μια κυβέρνηση». Ο Γαλλικός
καπιταλισμός όντως «ανασυγκροτήθηκε παραγωγικά», αλλά η εργατική τάξη
στην Γαλλία έπρεπε να περιμένει μέχρι το Μάη του 1968 για να έχει
πραγματικές κατακτήσεις.
5. Αναρωτιέται η σ.: «Κι
αν αυτός ο λαός, που υποφέρει από τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό όλα τα
δεινά», αποφασίσει να επαναστατήσει και να υιοθετήσει το
«αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής» του ΝΑΡ, ενώ δεν βρίσκεται σε
«αλληλεπίδραση με τις διεθνείς τάσεις της επανάστασης»; Θα περιμένει το
δελτίο καιρού των «διεθνών τάσεων» για τον απόπλου;»
Όχι,
αλλά δεν θα κάτσει να υποστεί την «διολίσθηση του εθνικού νομίσματος»
για να «τονωθούν οι εξαγωγές» και να ανασυγκροτηθεί με το αίμα και τον
ιδρώτα του «παραγωγικά» ο ελληνικός καπιταλισμός. Το συμπλήρωμα «σε
αντικαπιταλιστική διεθνιστική κατεύθυνση» που μπαίνει δίπλα στο αίτημα
για έξοδο από ΕΕ και ευρώ στο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής (που
δεν είναι «του ΝΑΡ» και που η σ. βάζει περιφρονητικά σε εισαγωγικά) δεν
είναι συμβολισμός για να διαχωριστούμε από τους «ακάθαρτους». Είναι η
αναγνώριση του γεγονότος ότι η ρήξη με την κεντρική επιλογή της αστικής
τάξης τα τριάντα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο αν
ανατρέψουμε την άρχουσα τάξη του ελληνικού καπιταλισμού, κάτι που
μπορεί να γίνει μόνο από την εργατική τάξη και την εξουσία της. Σημαίνει
ακόμα ότι αυτή η εξουσία δεν θα χτίσει τον «σοσιαλισμό» γιατί η
οικοδόμηση μιας κοινωνίας παραγωγικότερης, πλουσιότερης από τον
καπιταλισμό και με κριτήριο την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών, δεν
μπορεί να γίνει μέσα σε εθνικά πλαίσια.
Η
σ. μας παραπέμπει ακόμα και στον Τρότσκι και στο Κομμουνιστικό
Μανιφέστο –βάζοντάς τους φουστανέλα είναι αλήθεια. Μας θυμίζει τη φράση
του Μανιφέστου ότι το προλεταριάτο πρέπει να γίνει ηγέτιδα δύναμη του
έθνους παίρνοντας την πολιτική εξουσία. Άρα η σ. υιοθετεί αυτό τον
στόχο; Ότι η προοπτική των αγώνων ενάντια στο μνημόνιο είναι η πολιτική
εξουσία της εργατικής τάξης; Όχι δεν τον υιοθετεί και καταφεύγει στο
στήσιμο μιας καρικατούρας όπου το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα ανατροπής
ταυτίζεται με τις θέσεις του ΚΚΕ, μια μέθοδος προσφιλής στο ΣΥΡΙΖΑ και
τις «συνιστώσες» του…
Μας θυμίζει τη Κριτική του Ένγκελς στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για να μας πει: «Κεντρικοί
στόχοι διεκδίκησης για Εθνική Ανεξαρτησία – Πραγματική Δημοκρατία ή
αλλιώς Λαοκρατία ή αλλιώς δικτατορία του προλεταριάτου –καθώς ακριβώς ως
Λαοκρατία όριζε ο Ένγκελς τη δικτατορία του προλεταριάτου στην Κριτική
του Προγράμματος της Ερφούρτης μπορούν πραγματικά να συσπειρώσουν
πλατιές λαϊκές μάζες και να ανοίξουν το δρόμο στην επαναστατική
διαδικασία, που θα είναι αντικαπιταλιστική de facto».
Λαοκρατία
έλεγε ο Ενγκελς, λαοκρατία έλεγε και το ΕΑΜ, λαοκρατία θα πει κι ο
Καζάκης κι ο Αλαβάνος, οπότε τι τσακωνόμαστε… Να θυμίσουμε απλά, ότι με
«λαοκρατική δημοκρατία» (φτωχή ελληνική απόδοση του όρου) ο Ένγκελς
εννοούσε ένα καθεστώς πλήρους δημοκρατίας «από τα κάτω», το «κράτος
τύπου-Κομμούνα» το «όχι κράτος με τη αυστηρή σημασία του όρου». Τα
λογικά άλματα του τύπου «με πραγματική δημοκρατία εννοούμε δικτατορία
του προλεταριάτου» τα έχουν φορτωθεί στη καμπούρα τους γενιές
κομμουνιστών –«έτσι το λέμε για να μην τρομάξουμε τους συμμάχους μας,
δικτατορία του προλεταριάτου θα κάνουμε». Έτσι έφτασε η ΕΑΜική
επανάσταση από τη «λαοκρατία» στην κυβέρνηση του Καϊρου και μετά στη
Βάρκιζα.
Δεν
υπάρχουν επαναστατικές διαδικασίες που είναι «αντικαπιταλιστικές de
facto». Η επανάσταση, όπως μας υπενθυμίζει παρακάτω στο κείμενό της η
σ., είναι μια συνειδητή διαδικασία. Σε αυτήν, η εργατική τάξη αλλάζοντας
τον κόσμο, ανατρέποντας την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, αλλάζει και τον
εαυτό της, αποκτά συνείδηση της ιστορικής της αποστολής. De facto
μπορούσαν να ήταν αστικές επαναστάσεις όπου ακόμα και οι ηγέτιδες τάξεις
σε αυτές, οι αστικές, πολλές φορές δεν είχαν καν συνείδηση ότι άνοιγαν
το δρόμο για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Η προλεταριακή
επανάσταση είναι έργο της τάξης που από «τάξη καθ’ εαυτήν» γίνεται «τάξη
για τον εαυτό της».
Πολιτικά,
οι απόψεις που επιμένουν ότι οι αγώνες των μαζών σήμερα είναι
«αντικειμενικά αντικαπιταλιστικές», άρα δεν χρειάζεται και να το
πολυδιαλαλούμε, απλά χύνουν νερό στο μύλο κάθε αριστερούτσικου απολογητή
του ΣΥΡΙΖΑ ή ακόμα χειρότερα του κάθε αστού πολιτικάντη που θα κουνήσει
τη γαλανόλευκη ενάντια στη «γερμανική κατοχή».
Ένα
τελευταίο σημείο το οποίο δεν μπορώ να μη σχολιάσω, είναι αυτό του
ρατσισμού και της «μεταναστευτικής πολιτικής». Ένα σπουδαιότατο ζήτημα,
στο οποίο το ίδιο το ΝΑΡ έκανε «πολύ λίγα – πολύ αργά». Αλλά τη στιγμή
που το ΝΑΡ κάνει μια προσπάθεια να βελτιώσει τις θέσεις του για το
ζήτημα (ανεπαρκέστατα κατά τη γνώμη μου), η σ. Φλώρα πέφτει να το
κατασπαράξει. Επαναλαμβάνει τις λαθεμένες απόψεις που θέλουν την
αριστερά των ιμπεριαλιστικών χωρών να παλεύει να μην φεύγουν από τη
πατρίδα τους οι μετανάστες (ή ότι η λύση στο πρόβλημα είναι να
εναντιωθούμε στη Σέγκεν ΙΙ που τους κρατάει στην Ελλάδα και δεν τους
διώχνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως ισχυρίζονται άλλοι). Αλλά το
ζήτημα τίθεται εντελώς διαφορετικά στη πράξη. Όταν οι μετανάστες
βρίσκονται στα σύνορα και οι κυβερνήσεις τους γυρίζουν πίσω ή τους
πνίγουν στη θάλασσα ή τους κλείνουν σε φυλακές, η αριστερά τι θέση
πρέπει να κρατήσει; Να αρχίσει να οδύρεται γιατί «300 εκ. οικονομικοί μετανάστες μετακινήθηκαν την τελευταία 5ετία»; H να βροντοφωνάξει ότι οι
μετανάστες είναι καλοδεχούμενοι, είναι μέρος της εργατικής τάξης, είναι
δημιουργοί πλούτου για τη χώρα, είναι δύναμη για το εργατικό μας κίνημα;
Τη στιγμή που αποδεικνύεται περίτρανα ότι όσο η κυβέρνηση χτυπάει τους
εργατικούς αγώνες, τόσο προωθεί το ρατσισμό και όσο κάνει περικοπές και
υπογράφει νέα μνημόνια τόσο κάνει πλάτες στους ναζί, είναι σαν να πετάς
τη μπάλα στην εξέδρα όταν λες ότι η μετανάστευση είναι «μη προοδευτική
διαδικασία». Και το χειρότερο, οι λαθεμένες θέσεις («η μετανάστευση
είναι πρόβλημα», «οι μετανάστες δυσκολεύουν το εργατικό κίνημα»)
τροφοδοτούν την απραξία και η απραξία τις λαθεμένες θέσεις. Πώς μετά να
αντιπαλέψεις την κυβέρνηση και τους νεοναζί;
Η
σ. έχει βάλει τίτλο στο κείμενό της τη γνωστή ρήση του Μαρξ περί ενός
βήματος του πραγματικού κινήματος που αξίζει μια ντουζίνα προγράμματα
(αν και η ίδια δεν λέει μια λέξη για τους αγώνες ενός κινήματος, που αν
μη τι άλλο είχε μεγάλες στιγμές τα τελευταία χρόνια). Όμως τα
προγράμματα έχουν σημασία (φτάνει να μην γίνονται τοτέμ όπου θα
προσευχηθούμε για να βρέξει). Γι’ αυτό καλό είναι να θυμόμαστε και το
υπόλοιπο μισό αυτού του αποσπάσματος από το γράμμα του Μαρξ στο Μπράκε:
«Αν λοιπόν δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από το πρόγραμμα του Άιζεναχ
–και οι περιστάσεις δεν το επέτρεπαν αυτό-τότε θα ‘πρεπε απλώς να
κλείσουν μια συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό. Όταν όμως κάνει
κανείς προγράμματα αρχών (αντί να αναβάλει το ζήτημα αυτό μέχρι που να
το προετοίμαζε μια μακρόχρονη κοινή δράση), βάζει μπροστά σε όλο τον
κόσμο ορόσημα που μ’ αυτά μετράει το ύψος του κομματικού κινήματος».
Η
σ. –και δυστυχώς δεν είναι μόνη στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ- μας καλεί να νερώσουμε
το πρόγραμμα γιατί έτσι το κίνημα θα κάνει ένα πραγματικό βήμα μπρος.
Δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από αυτό που λέει ο Μαρξ.
Παρασκευάς Ψάνης, ΟΒ Λέσβου του ΝΑΡ
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
[1]
Μαρξιστές όπως ο Μαικ Κίντρον στη δεκαετία του ’60 και ο Κρις Χάρμαν
αργότερα δούλεψαν πιο λεπτομερειακά αυτή την ιδέα που κωδικοποίησαν ως
«διαρκή οικονομία των όπλων (ή εξοπλισμών)».
[2]
Εκτός από τον Ιμπεριαλισμό Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού (ή νεότερο
σύμφωνα με άλλη μετάφραση) υπάρχει και το Ιμπεριαλισμός και Παγκόσμια
Οικονομία του Μπουχάριν, που προλόγισε με ένα πολύ διαφωτιστικό κείμενο ο
ίδιος ο Λένιν το 1915.
[3]
Τέλος πάντων μάλλον κάνω λάθος και υπήρχε ΕΣΣΔ στις δεκαετίες του 1870
και του 1880 όταν ο Μπίσμαρκ καθιέρωνε το επίδομα ασθενείας, το σύστημα
κοινωνικής ασφάλισης ή πιο πριν, το γενικό εκλογικό δικαίωμα…