Γιώργος Μιχαηλίδης, εφημ. ¨Πριν"
Το
αντιστασιακό κίνηµα της Γιουγκοσλαβίας στον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο έχει
γράψει µερικές απ’ τις πιο ηρωικές σελίδες στον αγώνα κατά του φασισµού.
Πρόκειται για το πολυπληθέστερο και µαχητικότερο αντάρτικο που γνώρισε η
Ευρώπη κατά τον Β΄Παγκόσµιο,. η εξέταση του οποίου µπορεί να µας
προσφέρει πλούσια συµπεράσµατα σε σχέση µε τα ερωτήµατα της περιόδου.
Ήδη
απ’ την πρώτη µέρα που εκδηλώθηκε η γερµανική επίθεση εναντίον της
Σοβιετικής Ένωσης, το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας βρισκόταν σε πλήρη κινητοποίηση.
Γρήγορα σχηµατίστηκαν οι πρώτες παρτιζάνικες οµάδες µε κορµό τους
βετεράνους των διεθνών ταξιαρχιών στον ισπανικό εµφύλιο. Το καλοκαίρι
του 1941 το ΚΚΓ υποκινεί εξέγερση στη Βορειοδυτική Σερβία και τον
Σεπτέµβριο δηµιουργείται η λεγόµενη ∆ηµοκρατία του Ούζιτσε, η πρώτη
απελευθερωµένη περιοχή στην Ευρώπη που περικλείει τουλάχιστον 300.000
ανθρώπους. Εκεί το ΚΚΓ οργανώνει δηµοκρατικά την καθηµερινή ζωή, εκδίδει
εφηµερίδα και λειτουργεί εργοστάσιο παρασκευής πυροµαχικών. Το Ούζιτσε
πέφτει τέλη Νοέµβρη του 1941, έπειτα από µια µεγάλη γερµανική επίθεση
και τη συνεργασία των σέρβων Τσέτνικ (φιλοβασιλικό-εθνικιστικό
αντάρτικο), οι οποίοι τότε είναι αναγνωρισµένοι από τη Μ. Βρετανία και
την «εξόριστη» γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ως η επίσηµη αντίσταση στον
κατακτητή. Έως τότε Παρτιζάνοι και Τσέτνικ συνυπήρχαν στις
απελευθερωµένες περιοχές, ενώ οι ηγέτες τους Τίτο και Μιχαήλοβιτς είχαν
συναντηθεί δις σε µια προσπάθεια να θεµελιώσουν µια συνεργασία εναντίον
των κατακτητών. Στο φόντο αυτών των εξελίξεων -κι ενώ ο κύριος όγκος των
παρτιζάνικων δυνάµεων έχει πια περάσει στη Βοσνία- συνέρχεται στις
7/12/1941 το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΓ και προβαίνει στην εκτίµηση ότι
βάσει της νικηφόρας έκβασης της µάχης της Μόσχας και της εισόδου των ΗΠΑ
στον πόλεµο στο πλευρό των Συµµάχων, η σύρραξη βαίνει προς το τέλος
της. Επιπλέον, η επιθετική στάση των Τσέτνικ απέναντι στους Παρτιζάνους,
σε συνεργασία µε τον κατακτητή, και η στήριξη που αυτοί λάµβαναν από τη
Βρετανία δηµιουργούν στο ΚΚΓ την εντύπωση ότι υπάρχει ένα
ιµπεριαλιστικό σχέδιο για την επόµενη µέρα, το οποίο περιλαµβάνει τη
συντριβή της αντίστασης και την κατάπνιξη του ρεύµατος για µια
µεταπολεµική κοινωνική αλλαγή. Οι παραπάνω αναλύσεις οδηγούν τους
γιουγκοσλάβους κοµµουνιστές στην υιοθέτηση της θέσης ότι πλάι στον
εθνικοαπελευθερωτικό πόλεµο πρέπει να ενισχυθεί το ταξικό και
κοµµουνιστικό στοιχείο στον παρτιζάνικο στρατό, καθώς «η πολιτική πάλη
άρχισε όλο και πιο φανερά να αναπτύσεται πάνω σε ταξικές βάσεις». Πέραν
της πολιτικής ανάλυσης, οι στρατιωτικές εµπειρίες πείθουν το ΚΚΓ ότι
είναι απαραίτητη µια επίλεκτη µονάδα µε σιδηρά πειθαρχία, χωρίς τοπικό
χαρακτήρα όπως ήταν οι παρτιζάνικες µονάδες έως τότε.
Έτσι,
στις 21 ∆εκέµβρη του 1941 (ηµέρα γενεθλίων του Στάλιν), ιδρύεται η 1η
Προλεταριακή Εθνικοαπελευθερωτική Επιθετική Ταξιαρχία, στο χωριό Ρούντο
της Βοσνίας. Αρχηγός της τοποθετείται ο Κότσα Πόποβιτς, βετεράνος
εθελοντής του ισπανικού εµφυλίου. Κατά την ίδρυσή της αποτελείται από
1.200 µαχητές (οι 750 θα σκοτωθούν πριν από τη λήξη του πολέµου). Τα
χαρακτηριστικά της που την ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες παρτιζάνικες
µονάδες είναι ο υπερτοπικός της χαρακτήρας (κινείται σε όλα τα µήκη και
τα πλάτη της Γιουγκοσλαβίας), η πολυεθνική της σύνθεση κι η αυξηµένη
αναλογία εργατών και κοµµουνιστών στις µονάδες της. Η σηµαία της έχει
χρώµα κόκκινο µε έµβληµα το πεντάκτινο αστέρι και το σφυροδρέπανο. Στην
ιδρυτική της απόφαση τονίζεται ότι µάχεται εναντίον της εθνικής
καταπίεσης και της οικονοµικής εκµετάλλευσης. Αρχικά στην προλεταριακή
ταξιαρχία κοινωνικά πλειοψηφούν οι εργάτες και πολιτικά τα κοµµατικά
µέλη. Από εθνική άποψη η πλειονότητα των µαχητών της ήταν σερβικής
καταγωγής όµως αργότερα αντιπροσωπεύονταν όλες οι εθνότητες της
Γιουγκοσλαβίας, ακόµα και µη Γιουγκοσλάβοι. Στις µονάδες της γίνεται
ανοιχτή προπαγάνδα για τον Κόκκινο Στρατό, τα κολχόζ και τη Σοβιετική
Ένωση. Πλάι στην 1η Προλεταριακή Ταξιαρχία ιδρύονται και άλλες κατά τα
πρότυπά της. Λίγους µήνες µετά όµως η ΕΣΣ∆ µέσω της Κοµιντέρν ζητάει απ’
τους Γιουγκοσλάβους να διορθώσουν τη γραµµή τους περί υπερίσχυσης του
ταξικού στοιχείου στην πολιτική µάχη και να απαλείψουν τον όρο
«προλεταριακή» απ’ τις εν λόγω ταξιαρχίες, καθώς θεωρείται ότι βάζει σε
κίνδυνο τη συµµαχία µε τους Βρετανούς, ενώ το τέλος του πολέµου δεν
αναµενόταν σύντοµα. Το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας υπακούει σε γενικές γραµµές.
Παρ’ όλα αυτά οι προλεταριακές ταξιαρχίες διατηρούν τόσο την ονοµασία
τους, όσο και το έµβληµά τους ως το τέλος του πολέµου. Η αλλαγή γραµµής
σε πιο καθαρά εθνικοαεπελευθερωτικά πρότυπα, αλλά κι η συνεχής ανανέωση
των µονάδων τους λόγω των βαριών απωλειών που υφίστανται στην πρώτη
γραµµή του µετώπου θα αλλάξει την ταξική σύνθεση των προλεταριακών
ταξιαρχιών, µε τον αγροτικό πληθυσµό να υπερισχύει και το ποσοστό των
κοµµατικών µελών να περιορίζεται. Συνολικά, οι προλεταριακές ταξιαρχίες
θεωρήθηκαν από πολιτική και στρατιωτική σκοπιά το καµάρι του
παρτιζάνικου κινήµατος κι ένας απ’ τους σηµαντικούς παράγοντες
σφυρηλάτησης της µεταπολεµικής ενότητας των λαών της Γιουγκοσλαβίας υπό
την καθοδήγηση του κοµµουνιστικού κόµµατος. Με 530 µάχες και 20.000
χιλιόµετρα στο ενεργητικό της, 15.000 µέλη και 7.500 νεκρούς, η 1η
Προλεταριακή Ταξιαρχία αποτελεί την πιο ηρωική και συνάµα πιο ελπιδοφόρα
σελίδα του γιουγκοσλαβικού αντάρτικου.