Νίκος Μπογιόπουλος, πηγή"Unfollow"
Το νόμισμα, εν γένει η νομισματική πολιτική, συνιστά σημαντικό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά από τη στιγμή που, μέσω της νομισματικής πολιτικής, καθορίζονται ετούτοι ή εκείνοι οι χειρισμοί στους τομείς της προσφοράς του χρήματος, της πίστης, των επιτοκίων.
Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για νομισματική πολιτική, μιλάμε για τον παράγοντα που καθορίζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Από τις επενδύσεις μέχρι το επίπεδο των τιμών, από τις εισαγωγές και εξαγωγές (ειδικά σε συνθήκες δυνατότητας υποτίμησης ή ανατίμησης του νομίσματος) μέχρι τους όρους και τη δυνατότητα του εξωτερικού δανεισμού.
Όμως, το πρόβλημα στην Ελλάδα -και όχι μόνο- δεν είναι νομισματικό. Δεν είναι καν οικονομικό (και θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια τι εννοούμε). Είναι βαθιά πολιτικό. Δεν κάνουμε την παραπάνω σημείωση για να αντιπαραθέσουμε την πολιτική με την οικονομία, αλλά για να τονίσουμε ακριβώς τη βαθιά διαλεκτική τους σύνδεση, όπως την αποδίδει με μέγιστη επιστημονική διαύγεια ο μαρξισμός: «Η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας» έγραφε ο Λένιν. Και πρόσθετε: «Η πολιτική δεν μπορεί να μην έχει τα πρωτεία απέναντι στην οικονομία. Το να σκέπτεται κανείς διαφορετικά, θα πει ότι ξεχνάει το αλφάβητο του μαρξισμού...».
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας κάθε άλλο παρά αποδίδεται μέσα από την αντιπαράθεση «ευρώ ή δραχμή». Ίσα ίσα, ένας τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει και αποπροσανατολιστικά ως προς τα πραγματικά διλλήματα που τίθενται ενώπιον του ελληνικού λαού.
Εξηγούμαστε: Από τη μια μεριά, έχουμε τους σεσημασμένους εκβιαστές του «μονόδρομου» που με το γνωστό τους ύφος γαυριούν: «Ευρώ! Ευρώ!». Δεδομένης της πολιτικής τους, που προκαλεί κοινωνικά ερείπια, και μη έχοντας να πιαστούν από πουθενά αλλού, έχουν μετατρέψει το ίδιο το νόμισμα «τους» σε κάτι σαν «καθρεφτάκι», που το επιδεικνύουν στους ιθαγενείς για να τους ξεγελάσουν. Η τακτική τους είναι μια πρώτης τάξεως απόδειξη, αφενός του πόση αξία έχει το νόμισμα «τους», αφού οι ίδιοι το περιφέρουν σαν φύκι που καμώνεται τη μεταξωτή κορδέλα, αφετέρου του πόσο σέβονται τον ελληνικό λαό, στον οποίο συμπεριφέρονται σαν σε ιθαγενή που αυτοί, οι κονκισταδόρες, του κουνάνε μπιχλιμπίδια.
Πρόκειται για αστείους κομπογιαννίτες της πολιτικής οικονομίας, που πασχίζουν να προσδώσουν ρόλο «τοτέμ» στο ευρώ. Αλλά παρά την καταρρακτώδη προπαγάνδα, παρά το φετιχισμό του εμπορεύματος-νομίσματος που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, παρά τη μετατροπή του ευρώ σε «τοτέμ», πίσω από το οποίο η άρχουσα τάξη πασχίζει να κρυφτεί για να συνεχίσει τη βάρβαρη πολιτική της, η ουσία είναι άλλη και απολύτως ευδιάκριτη: Το νόμισμα, το κάθε νόμισμα, δεν είναι ο σκοπός. Δεν είναι η αρχή και δεν είναι το τέλος. Είναι το επίπεδο της οικονομίας μιας χώρας, είναι το παραγωγικό της επίπεδο, είναι η θέση της στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης εντός του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος και του παγκόσμιου «καταμερισμού εργασίας», που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματος της.
Στη «φετιχοποίηση» του νομίσματος κατρακυλούν, από άλλη σκοπιά, και οι οπαδοί της δραχμής. Ειδικά όσοι μιλούν βάζοντας στη δραχμή «αριστερό» πρόσημο μοιάζουν να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Δείχνουν να ξεχνούν ότι η ύπαρξη της δραχμής από το 1833 μέχρι το 2000, είτε σε διασύνδεση με το φράγκο είτε όχι, δεν είχε τίποτα το «αριστερό» μέσα στην καπιταλιστική Ελλάδα. Κάνουν τη λάθος εκτίμηση να αντιμετωπίζουν το ζήτημα του νομίσματος σαν «κρίκο» από τον οποίο θα μπορούσε να τραβηχτεί το σύνολο της πολιτικής «αλυσίδας» υπέρ του λαού. Αλλά έναν τέτοιο κίνδυνο θα τον είχαν αντιληφθεί και εκείνες οι μερίδες της άρχουσας τάξης που -για δικούς τους λόγους- επίσης «παίζουν» με τη δραχμή. Το «εθνικό» νόμισμα σε μια χώρα που απαρτίζεται από «δύο έθνη» δεν θα είναι ποτέ νόμισμα στην υπηρεσία του «έθνους» των εργαζομένων, όσο η εξουσία θα βρίσκεται στα χέρια του «έθνους» των κεφαλαιοκρατών.
Καταρχάς, το νόμισμα, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι είναι αναγκαία, εντούτοις δεν είναι ταυτόχρονα και η ικανή συνθήκη που θα καθορίσει την πορεία μιας οικονομίας. Για παράδειγμα, αν αύριο η Ταγκανίκα ανακηρύξει ως επίσημο νόμισμα της το δολάριο, προφανώς δεν θα γίνει Αμερική. Όταν η Αργεντινή κατέρρευσε και χρεοκόπησε, νόμισμα της ήταν το δολάριο. Η Κίνα ανεβαίνει την πυραμίδα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης χωρίς να έχει νόμισμα το ευρώ ή το δολάριο. Και η Ελβετία δεν χρειάζεται το ευρώ ή το δολάριο για να λειτουργεί ως παγκόσμιος αποθησαυριστής.
Το νόμισμα είναι ένα «εργαλείο». Και όπως κάθε εργαλείο κρίνεται με βάση το «ποιανού» τη δουλειά κάνει, και σε ποιο πλαίσιο την κάνει. Και είτε με τη δραχμή, είτε τώρα με το ευρώ, εκείνα που υπηρετούνται, δεδομένης της ανισομετρίας εντός της ΕΕ, είναι τα συμφέροντα της τάξης των κεφαλαιοκρατών, είναι τα συμφέροντα της εγχώριας πλουτοκρατίας. Η οποία γι' αυτό, άλλωστε, επέλεξε την προσχώρηση της χώρας στο ευρώ, καταθέτοντας από την πρώτη στιγμή ένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας (την οποία τώρα θυμούνται οι θιασώτες του Μάαστριχτ, της ΟΝΕ και της ευρωζώνης) διά της απεμπόλησης της δυνατότητας άσκησης αυτοτελούς νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά τον λαό, όμως, στον καπιταλισμό, στην καπιταλιστική Ελλάδα και για όσο θα υπάρχει καπιταλιστική Ελλάδα, το ευρώ (η δραχμή, η αρχαία μνα, τα τάλαντα και τα γρόσια), το χρήμα γενικά, αποτελεί και θα αποτελεί εκείνο το γενικό ισοδύναμο που αποτυπώνει την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων και την αποκρυσταλλωμένη κοινωνική εργασία μέσα στο καθεστώς της εκμετάλλευσης. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, το ζήτημα για τον λαό δεν είναι μια «καλύτερη» δραχμο-διαχείριση ή μια «καλύτερη» ευρω-διαχείριση της εκμετάλλευσης του. Δεν είναι αν θα μετράει τη φτώχεια του σε ευρώ ή σε δραχμές. Το καίριο, το αποφασιστικό, το καθοριστικό, είναι η αποτίναξη της εκμετάλλευσης. Με όποιο γενικό ισοδύναμο κι αν τη μετρούν. Είτε σε ευρώ. Είτε σε δραχμές.
Από τη στιγμή λοιπόν που αυτά που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματος μιας χώρας είναι -επαναλαμβάνουμε- το επίπεδο της οικονομίας της, οι παραγωγικές της δυνατότητες, η δυνατότητα της να καθορίζει χωρίς εξαρτήσεις τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η αξιοποίηση όλων των φυσικών και ανθρώπινων πόρων που της επιτρέπουν την κατάκτηση της θέσης που της ανήκει στον παγκόσμιο «καταμερισμό εργασίας», τότε για να γίνουν όλα αυτά -με όρους λαϊκών συμφερόντων- απαιτούνται πολιτικές λύσεις που κατατείνουν στο να πάρει ο λαός τα κλειδιά του συνόλου της οικονομίας στα χέρια του. Τέτοιες πολιτικές λύσεις, σήμερα στην Ελλάδα (και όχι μόνο) είναι: Η πολιτική απόφαση μονομερούς διαγραφής του χρέους. Η πολιτική απόφαση πλήρους αποδέσμευσης από την ΕΕ. Η με όρους ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας πολιτική απόφαση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Καμία φιλολαϊκή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς την ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων. Και κανένας λαός δεν θα βγει αποφασισμένος και χειραφετημένος στο προσκήνιο της Ιστορίας (αυτή είναι η τέταρτη και σπουδαιότερη προϋπόθεση) για να απαιτήσει την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων, εγκλωβισμένος στο δίλημμα -ή έστω παρακινημένος από το δίλημμα- «ευρώ ή δραχμή».
Το νόμισμα, εν γένει η νομισματική πολιτική, συνιστά σημαντικό εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Και δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά από τη στιγμή που, μέσω της νομισματικής πολιτικής, καθορίζονται ετούτοι ή εκείνοι οι χειρισμοί στους τομείς της προσφοράς του χρήματος, της πίστης, των επιτοκίων.
Με άλλα λόγια, όταν μιλάμε για νομισματική πολιτική, μιλάμε για τον παράγοντα που καθορίζει το σύνολο της οικονομικής δραστηριότητας. Από τις επενδύσεις μέχρι το επίπεδο των τιμών, από τις εισαγωγές και εξαγωγές (ειδικά σε συνθήκες δυνατότητας υποτίμησης ή ανατίμησης του νομίσματος) μέχρι τους όρους και τη δυνατότητα του εξωτερικού δανεισμού.
Όμως, το πρόβλημα στην Ελλάδα -και όχι μόνο- δεν είναι νομισματικό. Δεν είναι καν οικονομικό (και θα γίνει κατανοητό στη συνέχεια τι εννοούμε). Είναι βαθιά πολιτικό. Δεν κάνουμε την παραπάνω σημείωση για να αντιπαραθέσουμε την πολιτική με την οικονομία, αλλά για να τονίσουμε ακριβώς τη βαθιά διαλεκτική τους σύνδεση, όπως την αποδίδει με μέγιστη επιστημονική διαύγεια ο μαρξισμός: «Η πολιτική είναι συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας» έγραφε ο Λένιν. Και πρόσθετε: «Η πολιτική δεν μπορεί να μην έχει τα πρωτεία απέναντι στην οικονομία. Το να σκέπτεται κανείς διαφορετικά, θα πει ότι ξεχνάει το αλφάβητο του μαρξισμού...».
Το πολιτικό πρόβλημα της χώρας κάθε άλλο παρά αποδίδεται μέσα από την αντιπαράθεση «ευρώ ή δραχμή». Ίσα ίσα, ένας τέτοιος περιορισμός θα μπορούσε να λειτουργήσει και αποπροσανατολιστικά ως προς τα πραγματικά διλλήματα που τίθενται ενώπιον του ελληνικού λαού.
Εξηγούμαστε: Από τη μια μεριά, έχουμε τους σεσημασμένους εκβιαστές του «μονόδρομου» που με το γνωστό τους ύφος γαυριούν: «Ευρώ! Ευρώ!». Δεδομένης της πολιτικής τους, που προκαλεί κοινωνικά ερείπια, και μη έχοντας να πιαστούν από πουθενά αλλού, έχουν μετατρέψει το ίδιο το νόμισμα «τους» σε κάτι σαν «καθρεφτάκι», που το επιδεικνύουν στους ιθαγενείς για να τους ξεγελάσουν. Η τακτική τους είναι μια πρώτης τάξεως απόδειξη, αφενός του πόση αξία έχει το νόμισμα «τους», αφού οι ίδιοι το περιφέρουν σαν φύκι που καμώνεται τη μεταξωτή κορδέλα, αφετέρου του πόσο σέβονται τον ελληνικό λαό, στον οποίο συμπεριφέρονται σαν σε ιθαγενή που αυτοί, οι κονκισταδόρες, του κουνάνε μπιχλιμπίδια.
Πρόκειται για αστείους κομπογιαννίτες της πολιτικής οικονομίας, που πασχίζουν να προσδώσουν ρόλο «τοτέμ» στο ευρώ. Αλλά παρά την καταρρακτώδη προπαγάνδα, παρά το φετιχισμό του εμπορεύματος-νομίσματος που προσπαθούν να καλλιεργήσουν, παρά τη μετατροπή του ευρώ σε «τοτέμ», πίσω από το οποίο η άρχουσα τάξη πασχίζει να κρυφτεί για να συνεχίσει τη βάρβαρη πολιτική της, η ουσία είναι άλλη και απολύτως ευδιάκριτη: Το νόμισμα, το κάθε νόμισμα, δεν είναι ο σκοπός. Δεν είναι η αρχή και δεν είναι το τέλος. Είναι το επίπεδο της οικονομίας μιας χώρας, είναι το παραγωγικό της επίπεδο, είναι η θέση της στο πλαίσιο της αλληλεξάρτησης εντός του παγκόσμιου οικονομικού περιβάλλοντος και του παγκόσμιου «καταμερισμού εργασίας», που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματος της.
Στη «φετιχοποίηση» του νομίσματος κατρακυλούν, από άλλη σκοπιά, και οι οπαδοί της δραχμής. Ειδικά όσοι μιλούν βάζοντας στη δραχμή «αριστερό» πρόσημο μοιάζουν να βάζουν το κάρο μπροστά από το άλογο. Δείχνουν να ξεχνούν ότι η ύπαρξη της δραχμής από το 1833 μέχρι το 2000, είτε σε διασύνδεση με το φράγκο είτε όχι, δεν είχε τίποτα το «αριστερό» μέσα στην καπιταλιστική Ελλάδα. Κάνουν τη λάθος εκτίμηση να αντιμετωπίζουν το ζήτημα του νομίσματος σαν «κρίκο» από τον οποίο θα μπορούσε να τραβηχτεί το σύνολο της πολιτικής «αλυσίδας» υπέρ του λαού. Αλλά έναν τέτοιο κίνδυνο θα τον είχαν αντιληφθεί και εκείνες οι μερίδες της άρχουσας τάξης που -για δικούς τους λόγους- επίσης «παίζουν» με τη δραχμή. Το «εθνικό» νόμισμα σε μια χώρα που απαρτίζεται από «δύο έθνη» δεν θα είναι ποτέ νόμισμα στην υπηρεσία του «έθνους» των εργαζομένων, όσο η εξουσία θα βρίσκεται στα χέρια του «έθνους» των κεφαλαιοκρατών.
Καταρχάς, το νόμισμα, ακόμα κι αν δεχτούμε ότι είναι αναγκαία, εντούτοις δεν είναι ταυτόχρονα και η ικανή συνθήκη που θα καθορίσει την πορεία μιας οικονομίας. Για παράδειγμα, αν αύριο η Ταγκανίκα ανακηρύξει ως επίσημο νόμισμα της το δολάριο, προφανώς δεν θα γίνει Αμερική. Όταν η Αργεντινή κατέρρευσε και χρεοκόπησε, νόμισμα της ήταν το δολάριο. Η Κίνα ανεβαίνει την πυραμίδα της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης χωρίς να έχει νόμισμα το ευρώ ή το δολάριο. Και η Ελβετία δεν χρειάζεται το ευρώ ή το δολάριο για να λειτουργεί ως παγκόσμιος αποθησαυριστής.
Το νόμισμα είναι ένα «εργαλείο». Και όπως κάθε εργαλείο κρίνεται με βάση το «ποιανού» τη δουλειά κάνει, και σε ποιο πλαίσιο την κάνει. Και είτε με τη δραχμή, είτε τώρα με το ευρώ, εκείνα που υπηρετούνται, δεδομένης της ανισομετρίας εντός της ΕΕ, είναι τα συμφέροντα της τάξης των κεφαλαιοκρατών, είναι τα συμφέροντα της εγχώριας πλουτοκρατίας. Η οποία γι' αυτό, άλλωστε, επέλεξε την προσχώρηση της χώρας στο ευρώ, καταθέτοντας από την πρώτη στιγμή ένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας (την οποία τώρα θυμούνται οι θιασώτες του Μάαστριχτ, της ΟΝΕ και της ευρωζώνης) διά της απεμπόλησης της δυνατότητας άσκησης αυτοτελούς νομισματικής πολιτικής.
Σε ό,τι αφορά τον λαό, όμως, στον καπιταλισμό, στην καπιταλιστική Ελλάδα και για όσο θα υπάρχει καπιταλιστική Ελλάδα, το ευρώ (η δραχμή, η αρχαία μνα, τα τάλαντα και τα γρόσια), το χρήμα γενικά, αποτελεί και θα αποτελεί εκείνο το γενικό ισοδύναμο που αποτυπώνει την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων και την αποκρυσταλλωμένη κοινωνική εργασία μέσα στο καθεστώς της εκμετάλλευσης. Από αυτή την άποψη, λοιπόν, το ζήτημα για τον λαό δεν είναι μια «καλύτερη» δραχμο-διαχείριση ή μια «καλύτερη» ευρω-διαχείριση της εκμετάλλευσης του. Δεν είναι αν θα μετράει τη φτώχεια του σε ευρώ ή σε δραχμές. Το καίριο, το αποφασιστικό, το καθοριστικό, είναι η αποτίναξη της εκμετάλλευσης. Με όποιο γενικό ισοδύναμο κι αν τη μετρούν. Είτε σε ευρώ. Είτε σε δραχμές.
Από τη στιγμή λοιπόν που αυτά που καθορίζουν την αξία και τη σημασία (και) του νομίσματος μιας χώρας είναι -επαναλαμβάνουμε- το επίπεδο της οικονομίας της, οι παραγωγικές της δυνατότητες, η δυνατότητα της να καθορίζει χωρίς εξαρτήσεις τη θέση της στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον, η αξιοποίηση όλων των φυσικών και ανθρώπινων πόρων που της επιτρέπουν την κατάκτηση της θέσης που της ανήκει στον παγκόσμιο «καταμερισμό εργασίας», τότε για να γίνουν όλα αυτά -με όρους λαϊκών συμφερόντων- απαιτούνται πολιτικές λύσεις που κατατείνουν στο να πάρει ο λαός τα κλειδιά του συνόλου της οικονομίας στα χέρια του. Τέτοιες πολιτικές λύσεις, σήμερα στην Ελλάδα (και όχι μόνο) είναι: Η πολιτική απόφαση μονομερούς διαγραφής του χρέους. Η πολιτική απόφαση πλήρους αποδέσμευσης από την ΕΕ. Η με όρους ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας πολιτική απόφαση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Καμία φιλολαϊκή νομισματική πολιτική δεν μπορεί να ασκηθεί χωρίς την ικανοποίηση αυτών των προϋποθέσεων. Και κανένας λαός δεν θα βγει αποφασισμένος και χειραφετημένος στο προσκήνιο της Ιστορίας (αυτή είναι η τέταρτη και σπουδαιότερη προϋπόθεση) για να απαιτήσει την εκπλήρωση αυτών των προϋποθέσεων, εγκλωβισμένος στο δίλημμα -ή έστω παρακινημένος από το δίλημμα- «ευρώ ή δραχμή».