του Παναγιώτη Σωτήρη, πηγή ektosgrammis.gr
Ζούμε το τέλος του «ευρωπαϊκού ονείρου».
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η βαρβαρότητα των μνημονίων, η λογική
της οικονομικής επιτήρησης, ο νεοφιλελεύθερος κυνισμός της γερμανικής
επικυριαρχίας, αντικειμενικά έχουν διαψεύσει όλες τις υποσχέσεις
ευημερίας της «ευρωπαϊκής ενοποίησης». Για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα,
η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν στρέφεται μόνο ενάντια στις εθνικές
πολιτικές λιτότητας αλλά και στην ΕΕ ως μηχανισμό. Ο ευρωσκεπτικισμός
αρχίζει και παίρνει μαζικά χαρακτηριστικά στην Ευρώπη.
Αυτό ισχύει στη χώρα μας πολύ περισσότερο. Παρότι οι αντι-τροϊκανές
κραυγές και οι αντιμνημονιακές διακηρύξεις διανθίζουν το λόγο του
συνόλου των κομμάτων, από το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη… ΝΔ που υπόσχεται – ας μην το ξεχνάμε.. – ότι δεν θα φέρει άλλο μνημόνιο, υπάρχει μια σιωπή για τον «Ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή τη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και ειδικά την ένταξη στην ευρωζώνη.
Αυτό δημιουργεί όντως ένα «πολιτικό κενό»: το αίτημα της ρήξης με το
βασικό μοχλό που εμπέδωσε τη μνημονιακή καταστροφή, δηλαδή η πρόσδεση
της Ελλάδας στο ευρώ και το σύνθετο μηχανισμό της επιτροπείας από την
ΕΕ, σήμερα δεν εκπροσωπείται πολιτικά μέσα στις βασικές πολιτικές
αντιθέσεις. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, την ώρα που η ελληνική
κοινωνία αντικειμενικά βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, η μία από
τις διαφορετικές επιλογές, δηλ. η εγκατάλειψη του «ευρωπαϊκού δρόμου»
δεν εκπροσωπείται πολιτικά.
Και αυτό τη στιγμή που ένα αυθόρμητο ρεύμα κατά του ευρώ και της ΕΕ είναι υπαρκτό και αποτυπώνεται ακόμη και σε έρευνες κοινής γνώμης. Με
αυτή την έννοια όντως σήμερα ο προσανατολισμός ενάντια στο ευρώ και την
ΕΕ δεν αφορά μόνο την εγκεφαλική σύλληψη μιας «ορθής» αριστερής
πολιτικής, αλλά τη λήψη θέσης πάνω σε ένα υπαρκτό ιστορικό δίλημμα και
τη συνάντηση με ευρύτερες μαζικές διεργασίες.
Όμως, η προσπάθεια να εκπροσωπηθεί πολιτικά ένα δυνάμει ρεύμα
ριζοσπαστικού «ευρωσκεπτικισμού» στο ελληνικό πολιτικό τοπίο έχει
ορισμένους πειρασμούς, με τους οποίους κανείς πρέπει να αναμετρηθεί.
Υπάρχει καταρχήν ο πειρασμός,
που επιτείνεται από ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σύγχρονων
μαζικών «εξεγερσιακών» πρακτικών, όπως ήταν οι «Πλατείες» για μια
διάθεση «υπέρβασης» των παραδοσιακών διακρίσεων ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, ιδίως από τη στιγμή που στην Ελλάδα έχουμε μια εν δυνάμει κυβερνώσα Αριστερά η οποία καταναγκαστικά ομνύει πίστη στην ευρωπαϊκή προοπτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη στην Ιταλία το «Κίνημα των 5 Αστεριών»
έχει δώσει ένα τέτοιο παράδειγμα λόγου που διεκδικεί την εκπροσώπηση
της δυσαρέσκειας αλλά και την άρνηση των παραδοσιακών πολιτικών
διαχωρισμών. Αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αξίζει να προσεχτεί ότι
παραδοσιακή εμμονή της ακροδεξιάς ήταν και είναι μια ρητορική «υπέρβασης» των κλασικών πολιτικών διακρίσεων. Ένας τέτοιος «αντιπολιτικός» πειρασμός ενέχει τον κίνδυνο να αποσυνδέσει σήμερα τον ευρωσκεπτικισμό και τη διαμαρτυρία από τις κρίσιμες ορίζουσες της Αριστεράς: συλλογικότητα, αμφισβήτηση της αγοράς, σύγκρουση με την εργοδοτική βία, αλληλεγγύη, καθολική υπεράσπιση των δικαιωμάτων όλων των καταπιεσμένων χωρίς διακρίσεις.
Ο δεύτερος πειρασμός είναι να αντιμετωπιστεί η έξοδος από το ευρώ ως μια πανάκεια. Όχι
γιατί δεν χρειάζεται εδώ και τώρα να αποχωρήσουμε από αυτό τον
νομισματικό και οικονομικό ζουρλομανδύα. Αλλά γιατί αυτό που χρειάζεται η
ελληνική κοινωνία δεν είναι μόνο ένα άλλο νόμισμα αλλά μια άλλη
οικονομική και κοινωνική πολιτική: το σύνολο των μετασχηματισμών που θα
φέρουν στο προσκήνιο τη συλλογική διεκδίκηση, δημιουργικότητα και
εφευρετικότητα των λαϊκών τάξεων σε σύγκρουση με τον καταναγκασμό της
αγοράς και το φετιχισμό της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας. Ο
«άλλος δρόμος» δεν είναι απλώς μια «αναπτυξιακή δυναμική», όσο άμεσα
αναγκαίος και εάν είναι ο «νεοπροστατευτισμός» της ύψωσης εμποδίων στις
«διεθνείς αγορές» και ο «νεοκεϋνσιανισμός» της αναδιανομής εισοδήματος
και της αύξησης της δημόσιας δαπάνης. Ο «άλλος δρόμος» απαιτεί αφετηρίες
σε ρήξη με τον πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνικής ρύθμισης:
αυτοδιαχείριση, δημοκρατικό σχεδιασμό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
Ο τρίτος πειρασμός είναι η αντίληψη της πολιτικής ως μια διαδικασίας όπου το βασικό είναι να ακουστεί ένας άλλος «λόγος», να φτιαχτεί ένα ρεύμα μέσα από την επικοινωνία μιας άλλης άποψης, μέσα από την παρουσία της στη δημόσια σφαίρα. Ο πειρασμός αυτός οδηγεί και σε έναν ορισμένο «φραστικό λαϊκισμό» μια
διαρκή προσπάθεια ο λόγος να είναι εύπεπτος και πάνω από όλα να περνάει
το μήνυμα, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να παρουσιάζει αναγκαία βήματα
όπως την έξοδο από το ευρώ ως «μαγικό ραβδί» για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό παραβλέπει ότι η πολιτική, και κυρίως η αριστερή πολιτική, απαιτεί άλλου είδους «γείωση» μέσα σε κοινωνικές κατηγορίες μέσα από κινήματα, διεκδικήσεις, οργάνωση αγώνων, στηρίζεται σε συλλογική επεξεργασία, απαιτεί την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό ενός εναλλακτικού μέλλοντος.
Με αυτή την έννοια οι παλινωδίες που εμφανίζονται το τελευταίο
διάστημα σε σχέση με τη μετωπική συμπόρευση, η αποσύνδεση που γίνεται
ανάμεσα στο στόχο της ρήξης με την ευρωζώνη και άλλες πλευρές του
μεταβατικού προγράμματος, η υποτίμηση της αναγκαίας αριστερής ταυτότητας
προς όφελος μιας γενικά «λαϊκής» απεύθυνσης, η ταλάντευση ως προς τη
ανάγκη «αυτοτελούς» πολιτικής και εκλογικής έκφρασης στενά γύρω από το «όχι στο ευρώ», ως έκφραση των παραπάνω «πειρασμών» πρέπει να ιδωθεί.
Και τα λέμε αυτά όχι για να δώσουμε συγχωροχάρτι αναδρομικό στον φετιχισμό των πολιτικών «επιθέτων», την αδυναμία διάκρισης τακτικής και στρατηγικής, τον αμυντικό σεχταρισμό
που χαρακτήρισε κύρια τα κομμάτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Αλλά για να θυμίσουμε ότι το στοίχημα σήμερα δεν είναι να ξεκινήσει
επιτέλους η «σωστή» προεκλογική εκστρατεία,
αλλά να υπάρξει η αναγκαία συνάντηση, σύνθεση, αλληλοτροφοδοσία,
αναγκαστικά αντιφατική αλλά και πλούσια σε διαφορετικές εμπειρίες και
αναγνωρίσεις, ανάμεσα σε ένα πλατύ φάσμα δυνάμεων και αγωνιστών που
διεκδικούν τον άλλο δρόμο σε ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ.
Η συνάντηση αυτή έχει καθυστερήσει πολύ και το κόστος φαίνεται στην
αμηχανία μέσα στο κίνημα, στην απουσία μιας συνεκτικής αφήγησης για την
απαλλαγή από τη σημερινή συνθήκη καταστροφής που να δίνει ελπίδα στο
λαό, στην ηγεμονία του ενδοτικού κυβερνητισμού στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αν χάσουμε και αυτή την ευκαιρία, στο όνομα είτε αναδιπλώσεων στην ασφάλεια του σεχταρισμού, είτε υπερεκτίμησης της απήχησης της μίας ή της άλλης ιδιαίτερης κατεύθυνσης, κανείς δεν θα μας αναγνωρίσει, πλέον, το ελαφρυντικό του «προτέρου έντιμου βίου».
Ζούμε το τέλος του «ευρωπαϊκού ονείρου».
Η παρατεταμένη οικονομική κρίση, η βαρβαρότητα των μνημονίων, η λογική
της οικονομικής επιτήρησης, ο νεοφιλελεύθερος κυνισμός της γερμανικής
επικυριαρχίας, αντικειμενικά έχουν διαψεύσει όλες τις υποσχέσεις
ευημερίας της «ευρωπαϊκής ενοποίησης». Για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα,
η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν στρέφεται μόνο ενάντια στις εθνικές
πολιτικές λιτότητας αλλά και στην ΕΕ ως μηχανισμό. Ο ευρωσκεπτικισμός
αρχίζει και παίρνει μαζικά χαρακτηριστικά στην Ευρώπη.
Αυτό ισχύει στη χώρα μας πολύ περισσότερο. Παρότι οι αντι-τροϊκανές
κραυγές και οι αντιμνημονιακές διακηρύξεις διανθίζουν το λόγο του
συνόλου των κομμάτων, από το ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τη… ΝΔ που υπόσχεται – ας μην το ξεχνάμε.. – ότι δεν θα φέρει άλλο μνημόνιο, υπάρχει μια σιωπή για τον «Ελέφαντα στο δωμάτιο», δηλαδή τη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και ειδικά την ένταξη στην ευρωζώνη.
Αυτό δημιουργεί όντως ένα «πολιτικό κενό»: το αίτημα της ρήξης με το
βασικό μοχλό που εμπέδωσε τη μνημονιακή καταστροφή, δηλαδή η πρόσδεση
της Ελλάδας στο ευρώ και το σύνθετο μηχανισμό της επιτροπείας από την
ΕΕ, σήμερα δεν εκπροσωπείται πολιτικά μέσα στις βασικές πολιτικές
αντιθέσεις. Ή, για να το πούμε διαφορετικά, την ώρα που η ελληνική
κοινωνία αντικειμενικά βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, η μία από
τις διαφορετικές επιλογές, δηλ. η εγκατάλειψη του «ευρωπαϊκού δρόμου»
δεν εκπροσωπείται πολιτικά.
Και αυτό τη στιγμή που ένα αυθόρμητο ρεύμα κατά του ευρώ και της ΕΕ είναι υπαρκτό και αποτυπώνεται ακόμη και σε έρευνες κοινής γνώμης. Με
αυτή την έννοια όντως σήμερα ο προσανατολισμός ενάντια στο ευρώ και την
ΕΕ δεν αφορά μόνο την εγκεφαλική σύλληψη μιας «ορθής» αριστερής
πολιτικής, αλλά τη λήψη θέσης πάνω σε ένα υπαρκτό ιστορικό δίλημμα και
τη συνάντηση με ευρύτερες μαζικές διεργασίες.
Όμως, η προσπάθεια να εκπροσωπηθεί πολιτικά ένα δυνάμει ρεύμα
ριζοσπαστικού «ευρωσκεπτικισμού» στο ελληνικό πολιτικό τοπίο έχει
ορισμένους πειρασμούς, με τους οποίους κανείς πρέπει να αναμετρηθεί.
Υπάρχει καταρχήν ο πειρασμός,
που επιτείνεται από ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των σύγχρονων
μαζικών «εξεγερσιακών» πρακτικών, όπως ήταν οι «Πλατείες» για μια
διάθεση «υπέρβασης» των παραδοσιακών διακρίσεων ανάμεσα σε Δεξιά και Αριστερά, ιδίως από τη στιγμή που στην Ελλάδα έχουμε μια εν δυνάμει κυβερνώσα Αριστερά η οποία καταναγκαστικά ομνύει πίστη στην ευρωπαϊκή προοπτική. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη στην Ιταλία το «Κίνημα των 5 Αστεριών»
έχει δώσει ένα τέτοιο παράδειγμα λόγου που διεκδικεί την εκπροσώπηση
της δυσαρέσκειας αλλά και την άρνηση των παραδοσιακών πολιτικών
διαχωρισμών. Αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες αξίζει να προσεχτεί ότι
παραδοσιακή εμμονή της ακροδεξιάς ήταν και είναι μια ρητορική «υπέρβασης» των κλασικών πολιτικών διακρίσεων. Ένας τέτοιος «αντιπολιτικός» πειρασμός ενέχει τον κίνδυνο να αποσυνδέσει σήμερα τον ευρωσκεπτικισμό και τη διαμαρτυρία από τις κρίσιμες ορίζουσες της Αριστεράς: συλλογικότητα, αμφισβήτηση της αγοράς, σύγκρουση με την εργοδοτική βία, αλληλεγγύη, καθολική υπεράσπιση των δικαιωμάτων όλων των καταπιεσμένων χωρίς διακρίσεις.
Ο δεύτερος πειρασμός είναι να αντιμετωπιστεί η έξοδος από το ευρώ ως μια πανάκεια. Όχι
γιατί δεν χρειάζεται εδώ και τώρα να αποχωρήσουμε από αυτό τον
νομισματικό και οικονομικό ζουρλομανδύα. Αλλά γιατί αυτό που χρειάζεται η
ελληνική κοινωνία δεν είναι μόνο ένα άλλο νόμισμα αλλά μια άλλη
οικονομική και κοινωνική πολιτική: το σύνολο των μετασχηματισμών που θα
φέρουν στο προσκήνιο τη συλλογική διεκδίκηση, δημιουργικότητα και
εφευρετικότητα των λαϊκών τάξεων σε σύγκρουση με τον καταναγκασμό της
αγοράς και το φετιχισμό της κερδοφορίας και της ανταγωνιστικότητας. Ο
«άλλος δρόμος» δεν είναι απλώς μια «αναπτυξιακή δυναμική», όσο άμεσα
αναγκαίος και εάν είναι ο «νεοπροστατευτισμός» της ύψωσης εμποδίων στις
«διεθνείς αγορές» και ο «νεοκεϋνσιανισμός» της αναδιανομής εισοδήματος
και της αύξησης της δημόσιας δαπάνης. Ο «άλλος δρόμος» απαιτεί αφετηρίες
σε ρήξη με τον πυρήνα της καπιταλιστικής κοινωνικής ρύθμισης:
αυτοδιαχείριση, δημοκρατικό σχεδιασμό, εργατικό και κοινωνικό έλεγχο.
Ο τρίτος πειρασμός είναι η αντίληψη της πολιτικής ως μια διαδικασίας όπου το βασικό είναι να ακουστεί ένας άλλος «λόγος», να φτιαχτεί ένα ρεύμα μέσα από την επικοινωνία μιας άλλης άποψης, μέσα από την παρουσία της στη δημόσια σφαίρα. Ο πειρασμός αυτός οδηγεί και σε έναν ορισμένο «φραστικό λαϊκισμό» μια
διαρκή προσπάθεια ο λόγος να είναι εύπεπτος και πάνω από όλα να περνάει
το μήνυμα, ακόμη και εάν αυτό μπορεί να παρουσιάζει αναγκαία βήματα
όπως την έξοδο από το ευρώ ως «μαγικό ραβδί» για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων. Αυτό παραβλέπει ότι η πολιτική, και κυρίως η αριστερή πολιτική, απαιτεί άλλου είδους «γείωση» μέσα σε κοινωνικές κατηγορίες μέσα από κινήματα, διεκδικήσεις, οργάνωση αγώνων, στηρίζεται σε συλλογική επεξεργασία, απαιτεί την ενεργό συμμετοχή στο σχεδιασμό ενός εναλλακτικού μέλλοντος.
Με αυτή την έννοια οι παλινωδίες που εμφανίζονται το τελευταίο
διάστημα σε σχέση με τη μετωπική συμπόρευση, η αποσύνδεση που γίνεται
ανάμεσα στο στόχο της ρήξης με την ευρωζώνη και άλλες πλευρές του
μεταβατικού προγράμματος, η υποτίμηση της αναγκαίας αριστερής ταυτότητας
προς όφελος μιας γενικά «λαϊκής» απεύθυνσης, η ταλάντευση ως προς τη
ανάγκη «αυτοτελούς» πολιτικής και εκλογικής έκφρασης στενά γύρω από το «όχι στο ευρώ», ως έκφραση των παραπάνω «πειρασμών» πρέπει να ιδωθεί.
Και τα λέμε αυτά όχι για να δώσουμε συγχωροχάρτι αναδρομικό στον φετιχισμό των πολιτικών «επιθέτων», την αδυναμία διάκρισης τακτικής και στρατηγικής, τον αμυντικό σεχταρισμό
που χαρακτήρισε κύρια τα κομμάτια της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς.
Αλλά για να θυμίσουμε ότι το στοίχημα σήμερα δεν είναι να ξεκινήσει
επιτέλους η «σωστή» προεκλογική εκστρατεία,
αλλά να υπάρξει η αναγκαία συνάντηση, σύνθεση, αλληλοτροφοδοσία,
αναγκαστικά αντιφατική αλλά και πλούσια σε διαφορετικές εμπειρίες και
αναγνωρίσεις, ανάμεσα σε ένα πλατύ φάσμα δυνάμεων και αγωνιστών που
διεκδικούν τον άλλο δρόμο σε ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ.
Η συνάντηση αυτή έχει καθυστερήσει πολύ και το κόστος φαίνεται στην
αμηχανία μέσα στο κίνημα, στην απουσία μιας συνεκτικής αφήγησης για την
απαλλαγή από τη σημερινή συνθήκη καταστροφής που να δίνει ελπίδα στο
λαό, στην ηγεμονία του ενδοτικού κυβερνητισμού στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αν χάσουμε και αυτή την ευκαιρία, στο όνομα είτε αναδιπλώσεων στην ασφάλεια του σεχταρισμού, είτε υπερεκτίμησης της απήχησης της μίας ή της άλλης ιδιαίτερης κατεύθυνσης, κανείς δεν θα μας αναγνωρίσει, πλέον, το ελαφρυντικό του «προτέρου έντιμου βίου».