Ανέκαθεν οι αιτίες και οι στόχοι των νομισματικών ενώσεων
-καθώς βέβαια και των νομισματικών αποσχίσεων- αφορούσαν την πολιτική
μάλλον παρά την οικονομία. Και μολονότι παρουσιάζονται από τους
υποστηρικτές τους σαν κοινή λογική, διεθνιστική κατάκτηση, ή εργαλείο
για την επίτευξη ειρήνης και ευημερίας, η ιστορία τους μας λέει πως δεν
είναι τίποτε απ” όλα αυτά…
«Οι καλύτεροι ηγέτες» έλεγε ο Λάο Τσε «είναι κείνοι που ο κόσμος
δεν προσέχει καν την ύπαρξή τους. Μετά έρχονται εκείνοι που ο κόσμος
αγαπά κι επαινεί. Χειρότεροι είναι όσοι κυβερνούν με το φόβο, και
χειρότεροι απ” όλους εκείνοι που προκαλούν περιφρόνηση. Αν δεν είναι οι
ηγέτες αξιόπιστοι, οι μάζες δεν μπορούν να τούς εμπιστευτούν».
Στη σημερινή μας γλώσσα, έθετε το πρόβλημα της νομιμοποίησης της
εξουσίας. Σήμερα η Δύση, για να μη μιλήσουμε για τον υπόλοιπο κόσμο,
κυβερνιέται με το φόβο, και οι πολιτικές της ηγεσίες προκαλούν θυμηδία ή
περιφρόνηση, προαναγγέλλοντας αυτό που τεχνικά ονομάζουμε κρίση
νομιμοποίησης. Αυτή συχνά φέρνει την ανατροπή ενός συστήματος και την
αντικατάστασή του από άλλο. Ακόμη χειρότερα για το σύστημα, ο λαός πλέον
προσέχει και τι κάνουν οι κάτοχοι και οι διαχειριστές του χρήματος, που
ήταν ως πρόσφατα οι κρυφοί ηγέτες, τόσο πετυχημένοι ώστε κανείς δεν
ασχολιόταν μαζί τους.
Το καπιταλιστικό σύστημα, που σήμερα περνά τη χειρότερη κρίση στην
ιστορία του, φτιάχτηκε πριν από πέντε αιώνες. Στο πλαίσιό του
αναπτύχθηκαν τα δυναστικά κράτη τα οποία, μετά τη Γαλλική Επανάσταση,
εξελίχθηκαν στα σύγχρονα κράτη, συνήθως εθνικά, που νομιμοποιούνται
επικαλούμενα τη λαϊκή κυριαρχία. Διακηρύσσουν πως ο λαός είναι
κυρίαρχος, ενώ στην πραγματικότητα κυρίαρχο είναι το κεφάλαιο, και για
να διασφαλίσουν την αναπαραγωγή του φτωχαίνουν τους πολλούς, σχετικά ή
και απόλυτα.
Ο καπιταλισμός για να λειτουργεί χρειάζεται φτωχούς. Mόνον αν οι
πολλοί είναι φτωχοί κι εργάζονται φθηνά έχουν οι καπιταλιστές περιθώρια
κέρδους, είναι «ανταγωνιστικοί», όπως λένε στη γλώσσα τους. Οι φτωχοί
πρέπει να κρατιούνται φτωχοί, και όταν για οποιονδήποτε λόγο παύουν να
είναι αρκετά φτωχοί, πρέπει να καταστρέφονται ώστε να ξαναπάρει μπροστά ο
καπιταλισμός. Αυτό γίνεται μόνο με τη βία και κυρίως, στις σύγχρονες
Δυτικές κοινωνίες, την κρατική βία. Αλλά η βία, όπως εξηγούσε ο Λάο Τσε
πριν από δυόμιση χιλιάδες χρόνια, σβήνει τη νομιμοποίηση. Το βλέπουμε
τελευταία στη χώρα μας.
Πώς κάνεις το λαό να νιώθει κυρίαρχος, ενώ δεν είναι; Πώς οργανώνεις
την εκμετάλλευσή του πείθοντάς τον πως αυτό είναι δική του επιλογή, ή
φυσική κατάσταση των πραγμάτων; Ένας καλός τρόπος είναι να του αφαιρείς
τις βασικές πολιτικές επιλογές κάνοντάς τες αόρατες, δηλαδή
απομακρύνοντας τα ουσιώδη πολιτικά ζητήματα από τη δημόσια συζήτηση,
εξαφανίζοντάς τα από τα μέσα ενημέρωσης ή παρουσιάζοντάς τα σαν τεχνικά
προβλήματα κατανοητά μόνο στους ειδικούς και ανεπίδεκτα λαϊκής
επικύρωσης. Ή μετατρέποντάς τα σε διεθνή ζητήματα, που απαιτούν διεθνή
συναίνεση και δεν εμπίπτουν στη λαϊκή κυριαρχία. Ή κυβερνώντας σχετικά
φιλελεύθερα όσο είναι κανονικές οι συνθήκες, αλλά επιβάλλοντας, όποτε η
αμφισβήτηση κλιμακώνεται, τη λεγόμενη κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ένας κομψός τρόπος, τώρα, για να πετύχεις όλους αυτούς τους
στόχους μαζί είναι να ενταχθείς σε μια νομισματική ένωση. Οι
νομισματικές ενώσεις συσκοτίζουν τη νομισματική και γενικότερα την
οικονομική πολιτική, την μονώνουν από τη λαϊκή κυριαρχία αναθέτοντάς την
σε ανεξέλεγκτους υπερεθνικούς θεσμούς όπως είναι η Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα, και στις οικονομικές κρίσεις προκαλούν κατάσταση
ανάγκης η οποία ευνοεί τους ισχυρότερους καπιταλιστές.
Για παράδειγμα, ο κανόνας χρυσού, που μπορεί και να θεωρηθεί η
πρωιμότερη αξιόλογη περίπτωση νομισματικής ένωσης στην καπιταλιστική
Ευρώπη, δεν εξασφάλιζε τους διακηρυγμένους στόχους του, όπως ήταν η
σταθεροποίηση των τιμών και η προσαρμογή των καπιταλιστικών οικονομιών
στις εκάστοτε συνθήκες, αλλά ωστόσο, εξηγεί ένας συντηρητικός αναλυτής,
«είχε, στα μάτια πολλών, ένα μεγάλο πλεονέκτημα: κρατούσε ένα σύνολο
οικονομικών αποφάσεων μακριά από τα χέρια των πολιτικών». Στη σχετική
βιβλιογραφία, γραμένη κατά κανόνα από τη σκοπιά των τραπεζιτών,
διαδραματίζει εντυπωσιακά μεγάλο ρόλο η χρήση των νομισματικών ενώσεων
για την ακύρωση των δημοκρατικών κατακτήσεων, καθώς και για την
καθυπόταξη του απείθαρχου «εργατικού δυναμικού» και την προσαρμογή του
στις ανάγκες των καπιταλιστών. Αυτός ο στόχος τους είναι πιο σημαντικός
από τα πολυδιαφημισμένα πλεονεκτήματά τους, όπως η κατάργηση του κόστους
των συναλλαγματικών μετατροπών και η εξάλειψη των αβεβαιοτήτων
που προκαλούν οι αλλαγές ισοτιμιών.
Ανέκαθεν οι αιτίες και οι στόχοι των νομισματικών ενώσεων, καθώς και
των νομισματικών αποσχίσεων, αφορούσαν την πολιτική μάλλον παρά την
οικονομία. Στα δυναστικά κράτη συνδέονταν με κατακτήσεις ή προσαρτήσεις
μέσω γάμου, ενώ όποτε ένας λαός επαναστατούσε εγκατέλειπε και το νόμισμα
του δυνάστη του. Τέλος, ο Εμφύλιος Πόλεμος των ΗΠΑ, μεταξύ των βόρειων
και των νότιων πολιτειών, διέψευσε την ιδέα που επαναλαμβάνουν οι
προπαγανδιστές του ευρώ, ότι κράτη τα οποία έχουν το ίδιο νόμισμα δεν
λύνουν τις διαφορές τους με πόλεμο.
Οι νομισματικές ενώσεις είναι φαινόμενο κυρίως των δυο τελευταίων αιώνων, της ωρίμανσης του καπιταλισμού. Τον 19ο
αιώνα ο αριθμός των νομισμάτων μειώθηκε ραγδαία. Πέρα από τις
ιμπεριαλιστικές προσαρτήσεις, τις οποίες συνόδευε η νομισματική
κυριαρχία του κατακτητή, πολλές νομισματικές ενώσεις προωθήθηκαν εν
μέρει από τον εθνικισμό κι εν μέρει από τα συμφέροντα των κυρίαρχων
τάξεων. Αυτό συνέβη στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ελβετία, ενώ η
Αυστροουγγαρία μετατράπηκε σε νομισματική ένωση μεταξύ της Αυστρίας και
της Ουγγαρίας, που είχαν χωριστές οικονομικές πολιτικές. Το 1866 η
συνθήκη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης μεταξύ Γαλλίας, Βελγίου,
Ελβετίας και Ιταλίας, έκανε το γαλλικό φράγκο νόμισμα αναφοράς της
νότιας Ευρώπης ως τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Προσχώρησαν την ίδια
χρονιά οι παπικές κτήσεις και την επόμενη η Ελλάδα. Εκείνο τον καιρό
πρωτοπροσπάθησαν οι τραπεζίτες να συνδέσουν σταθερά το φράγκο, τη
στερλίνα και το δολλάριο, αλλά φυσικά απέτυχαν, καθώς έλειπε η ηγεμονική
κρατική δύναμη η οποία θα μπορούσε να ποδηγετήσει το καπιταλιστικό
σύστημα. Η επόμενη απόπειρα σημειώθηκε στα τέλη του 19ου
αιώνα, όταν εδραίωσαν σταθερές ισοτιμίες των νομισμάτων με βάση τον
κανόνα χρυσού. Κατέρρευσε προτού κλείσει είκοσι χρόνια ζωής, στον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, και η επαναφορά του κανόνα χρυσού στον Μεσοπόλεμο
οδήγησε στη Μεγάλη Κρίση του 1929. Μεταπολεμικά, επιβλήθηκε μια οιονεί
νομισματική ένωση, με πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ, το σύστημα σταθερών
ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς, που άντεξε ως το 1971. Έκτοτε οι
συναλλαγματικές ισοτιμίες ορίζονται από τα κράτη, και μέσα σ” αυτό το
πλαίσιο οι χώρες της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης επιδίωξαν να
σταθεροποιήσουν τις ισοτιμίες των νομισμάτων τους. Οι δυο πρώτες
προσπάθειες βούλιαξαν γρήγορα, η τρίτη έδωσε το ευρώ.
Ενδιαφέρουσες είναι και οι νομισματικές ενώσεις που δεν έγιναν ποτέ,
ανάμεσα σε γειτονικές και σύμμαχες χώρες με παρόμοια επίπεδα πλούτου
αλλά διαφορετική ισχύ. Από δεκαετίες ο Καναδάς πιέζεται να συμμετάσχει
σε νομισματική ένωση με τις ΗΠΑ ή και με το Μεξικό, με επιχειρήματα
αντίστοιχα εκείνων που ακούμε εδώ υπέρ του ευρώ, αλλά οι πολιτικές του
αντιστάσεις δεν κάμφθηκαν μέχρι στιγμής. Η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία
είχαν επί δεκαετίες σταθερή νομισματική ισοτιμία, και μετά από μια
περίοδο διακυμάνσεων οι τραπεζίτες ξανάρχισαν το 1999 συζητήσεις για
κοινό νόμισμα. Και πάλι απέτυχαν. Οι καναδοί και οι νεοζηλανδοί
πολιτικοί είναι αθεράπευτα φοβικοί, ή ίσως ξέρουν πράγματα που οι δικοί
μας προτιμούν να ξεχνούν. Αλλά και στους ισχυρούς επίδοξους εταίρους
όσοι αντιστέκονται στις τράπεζες αμφισβητούν το αν η νομισματική
προσάρτηση ασθενέστερων γειτόνων αξίζει την παραίτηση από την ελεύθερη
διαχείριση του νομίσματος. «Δεν έχουν κανένα συμφέρον οι ΗΠΑ να
εγκαταλείψουν το δολάριο ή να μοιραστούν την αποκλειστική εξουσία των
αμερικανών εκλογέων σε ζητήματα νομισματικής πολιτικής. Αν ο Καναδάς
θέλει κοινό νόμισμα, ας υιοθετήσει μονομερώς το δικό μας Δολάριο»
τονίζουν δυο διόλου αριστεροί ειδικοί.[i]
Από την άλλη μεριά, πολλές λατινοαμερικανικές χώρες αγκίστρωσαν το
νόμισμά τους στο δολλάριο των ΗΠΑ, με αποτελέσματα πάντοτε καταστροφικά
για τους λαούς, πρώτα πρώτα για τη δημοκρατία και την οικονομία τους. Οι
μικρότερες έμειναν πάμφτωχες, ενώ ακόμη και η πλούσια και ανεπτυγμένη
Αργεντινή χρεωκόπησε μετά από δέκα χρόνια πρόσδεσης του πέσο στο
δολλάριο, το 2001.
Οι νομισματικές ενώσεις παρουσιάζονται από τους υποστηρικτές τους
σαν κοινή λογική, διεθνιστική κατάκτηση, ή εργαλείο για την επίτευξη
ειρήνης και ευημερίας. Η ιστορία τους μας λέει πως δεν είναι τίποτε απ”
όλα αυτά. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται για την
ακύρωση της δημοκρατίας, την απόκρουση των εργατικών διεκδικήσεων και
την προστασία των ισχυρότερων καπιταλιστών. Γι” αυτό προωθήθηκαν πάντοτε
με θέρμη ακριβώς από τους τελευταίους, και σχεδόν πάντοτε καταστράφηκαν
με κινητοποιήσεις των από κάτω. Ενισχύουν την άνοδο όχι του
κοσμοπολιτισμού, αλλά του εθνικισμού και αρκετές φορές του φασισμού.
Έχουν κερδισμένους και χαμένους. Κατά κανόνα ωφελούν τους πλούσιους και
ταλαιπωρούν τους φτωχούς. Τη λειτουργία τους την καταλαβαίνουμε
κοιτάζοντας ποιοί τις στηρίζουν και ποιοί τίς μάχονται. Προσέχοντας
ποιοί είναι και ποιές άλλες πολιτικές προωθούν οι αμύντορες του ευρώ,
αντιλαμβανόμαστε και ποιόν συμφέρει αυτό το νόμισμα.
[i] John Chown, A History of Monetary Unions, Routledge, Λονδίνο, Νέα Υόρκη 2003, σ. 299