Έλενα Στριφτόμπολα, εκπαιδευτικός*
Θα
θέλαμε να ξεκινήσουμε με δύο μύθους, «παραμύθια» (;), από τη σχολική
καθημερινότητα, αφού, εξάλλου, σήμερα θα μιλήσουμε για δύο μεγάλους
ιστορικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς μύθους. Αν σας ξενίζει ο όρος
«παραμύθια», ας τις πούμε φανταστικές ιστορίες, μυθοπλασίες δυστοπίας
από τη σχολική καθημερινότητα, εν δυνάμει πραγματικές, όπως όλες οι
μυθοπλασίες. Δε θα σας κουράσουμε πολύ, είναι σύντομες.
Λοιπόν,
έχουμε και λέμε, ιστορία πρώτη: Σε κάποια χώρα του κόσμου, σε κάποια
σχολική γιορτή, κάποια χρονιά, γιορτάζεται εθιμοτυπικά η ανεξαρτησία της
χώρας αυτής. Στη γιορτή προβάλλεται ένα ταινιάκι μικρού μήκους
κατεβασμένο από ιστότοπο απαγορευμένο λόγω υιοθέτησης και προβολής
ακραία μισαλλόδοξων ιδεών. Σε αυτό, οι πολύ αρχαίοι πρόγονοι αυτού του
λαού που γιόρταζε την ανεξαρτησία του, από κοινού με τους επιγόνους
τους, κυνηγούν μέσα στο χρόνο τους όποιους εχθρούς της πατρίδας τους. Το
ταινιάκι καταλήγει στο επιμύθιο πως οι χώρες εκείνων που τους έβλαψαν
τους ανήκουν και πρέπει να κινητοποιηθούν για την υλοποίηση του
προαναφερόμενου στόχου. Όλοι έφυγαν χαρούμενοι από την εκδήλωση μετά τη
λήξη της, δίνοντας τα καθιερωμένα συχαρίκια στους συντελεστές της, καθώς
για άλλη μια χρονιά είχε διεκπεραιωθεί το καθήκον του εορτασμού
επιτυχώς: κάποιοι παρακολούθησαν, οι περισσότεροι ήταν ωσεί παρών,
πάντως βγήκε η υποχρέωση.
Ιστορία
δεύτερη: Κάποιο μέλος της σχολικής κοινότητας, ξυπνά ένα βράδυ από ένα
όνειρο στο οποίο έβλεπε ότι μια μέρα πήγε στο σχολείο του και οι τοίχοι
του ήταν γραμμένοι με δεκάδες διαταγές που προέτρεπαν σε βάναυση
μεταχείριση συνανθρώπων, προσέβαλαν ατιμωτικά ανθρώπους και ιδέες,
διέσπειραν μίσος. Όσο και αν προσπαθούσαν να τις σβήσουν, αυτές δεν τους
έκαναν τη χάρη να εξαφανιστούν. Δεν ήταν διατεθειμένες να αποχωρήσουν.
Το χειρότερο όμως ήταν άλλο: πολλοί από όσους ήταν εκεί καθημερινά, δεν
παρατήρησαν καν την αλλαγή και, όταν τους επισημάνθηκε, σήκωσαν αδιάφορα
τους ώμους ή κοίταζαν απορημένοι. «Και;»
Θα
πείτε: τι σχέση έχουν τα παραπάνω με το θέμα μας; Μα, σκιαγραφούν
αδρομερώς το μετασχηματισμό του «σχολείου σε κρίση» σε «σχολείο της
βίας».
Τα
τελευταία 30 χρόνια, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 πολύ συχνά
γινόταν λόγος στη δημόσια σφαίρα για την αποτυχία του σχολείου να
πραγματώσει το μορφωτικό του ρόλο και την κοινωνική του αποστολή. Στο
δημόσιο χώρο, στον προβληματισμό που αναπτυσσόταν για το θέμα σε δεκάδες
επιφυλλίδες εφημερίδων, σε εκπαιδευτικά περιοδικά ή μη, σε διαλέξεις,
κ.τ.λ., διατυπωνόταν συχνά η άποψη ότι το σχολείο βρισκόταν σε κρίση. Ο
όρος «σχολείο σε κρίση» έγινε κοινός τόπος. Τι σήμαινε όμως; Πολλά και
διαφορετικά πράγματα ανάλογα με την οπτική. Το κύριο συμπέρασμα όμως στο
οποίο κατέληγαν οι περισσότεροι, παρά τις όποιες διαφωνίες μεταξύ τους,
ήταν πως η κοινωνική ενσωμάτωση -με θετικό πρόσημο η έννοια εδώ- των
εκπαιδευόμενων, είχε λοξοδρομήσει, παρουσίαζε παθογένειες και, εν τέλει,
είχε αλλοτριωθεί από το θετικό της περιεχόμενο και παρέπεμπε μάλλον σε
κάτι αρνητικό. Μερικά ενδεικτικά συμπτώματα αυτής της κρίσης, τα πιο
χτυπητά ίσως, αφορούσαν, αν σκεφτούμε τον εκπαιδευτικό θεσμό από τα πάνω
προς τα κάτω στην πυραμίδα της ιεραρχίας του, την γραφειοκρατικοποίηση
της μορφωτικής διαδικασίας παράλληλα με την τάση για την
εμπορευματοποίησή της, τον κατακερματισμό της γνώσης σε γνώσεις και
πληροφορίες και τη διολίσθησή της σε ειδίκευση, περισσότερο ή λιγότερο
ταχύρρυθμη και πρόχειρη, την αποθέωση της ποσοτικοποίησής της αλλά και
ενός άκριτου και άκρατου ανταγωνισμού με όχημα κυρίως τις εξετάσεις. Όλα
αυτά αλληλοτροφοδοτούνταν και έπλεκαν τον ιστό του «σχολείου σε κρίση»,
από κοινού με την περιρρέουσα κοινωνική ατμόσφαιρα.
Τα
αναλυτικά προγράμματα ήταν ο ταχυδρόμος που έφερνε τα παραπάνω μηνύματα
στους πιο κάτω ορόφους της εκπαιδευτικής πολυκατοικίας,
συγκεκριμενοποιώντας τα στην εκπαιδευτική διαδικασία, χωρίς αυτό να
αποκλείει πάντα, ευτυχώς για όλο τον εκπαιδευτικό κόσμο, την ύπαρξη
κάποιων νησίδων ασύλου της γνώσης μέσα σε αυτά. Κάποιες χαραμάδες
διαφυγής υπήρχαν. Τα αναλυτικά προγράμματα δεν είναι κάτι που μπορεί να
προσπεραστεί εύκολα, γιατί αποτελούν την πεμπτουσία της υλοποίησης της
θεωρίας στην εκπαιδευτική πράξη. Η ποσοτική, εργαλειακή και
χρησιμοθηρική αντιμετώπιση της γνώσης από αυτά συνέβαλε τα μέγιστα ώστε
το «σχολείο σε κρίση» να είναι κατεξοχήν ένα σχολείο του άγχους και του
καταναγκασμού. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στην εκπαιδευτική πράξη, εκπαιδευτές
και εκπαιδευόμενοι, έτρεχαν να προλάβουν κάτι, συχνά δεν ήξεραν τι, να
τσακώσουν κατιτίς το χρήσιμο.
Από
εκεί, όμως ο δρόμος προς τη βία δεν είναι και πολύ μακρύς, αν
συντρέξουν και οι κατάλληλες προϋποθέσεις, καθώς το άγχος είναι ψυχικός
καταναγκασμός και αυτός είναι βία. Το «σχολείο σε κρίση» φαινόταν
ευεπίφορο στη βία, η βία υπέβοσκε σε αυτό. Η αποστέωση της δημιουργίας
και της δημιουργικότητας στο σχολείο, η σιωπή της σκέψης, η κριτική σε
σμίκρυνση, η απουσία ουσιαστικού διαλόγου και η συρρίκνωση του λόγου
ήταν τα συμπτώματα του «σχολείου σε κρίση» που αφορούσαν την τάξη. Η
χρησιμοθηρική στενότητα των οριζόντων φλέρταρε με την απαξίωση της
σκέψης και της έκφρασής της, με τη μαθησιακή αποξένωση.
Οι
«ευκολίες» αυτής της νοοτροπίας βοήθησαν στην εξασφάλιση της συναίνεσης
σημαντικού μέρους του εκπαιδευτικού κόσμου, στη συνενοχή του και στην
αποσιώπηση αυτού που λάμβανε χώρα, καθώς επίσης και οι αδράνειες της
ελληνικής κοινωνίας, όπως η θητεία στον εθνικισμό, το συντηρητισμό, την
ημιμάθεια. Η κολακεία στην εύκολη λύση για τα πάντα στη σχολική
καθημερινότητα έγινε κι αυτή καθημερινότητα και διαπερνούσε όλες τις
βαθμίδες της εκπαιδευτικής ιεραρχίας.
Μια
ράθυμη εργαλειακή παιδεία, λοιπόν, ατένιζε χαλαρά την
εκπαιδευτική-μορφωτική ερημοποίηση. Ας θυμηθούμε μερικά «χαριτωμένα»
επεισόδια: ολόκληρες τάξεις σχολείων ή φροντιστηρίων συμμετείχαν σε
τηλεπαιχνίδια γνώσεων και όχι μόνο. Μαθητές στέναζαν στα γυμναστήρια και
τις προπονήσεις συχνά με τις ευλογίες γονέων και δασκάλων, εφοδιασμένοι
και με τα κατάλληλα συμπληρώματα διατροφής, εν όψει 2004, για να
πιάσουν την καλή, άμα γίνουν γνωστοί αθλητές, συνεπικουρούμενοι στην
προσπάθειά τους κι από ανάλογες προβολές ταινιών που αποθέωναν αδύνατα
μυαλά και κίβδηλα συναισθήματα αλλά γυμνασμένα μπράτσα και φουσκωμένα
πορτοφόλια.
Το
αργόσυρτο χασμουρητό της βαριεστημάρας στα θρανία και τις έδρες, όμως,
πέρα από την κούραση έφερνε και θυμό που έπρεπε να βρει διεξόδους
εκτόνωσης και εκεί κάπου περνάμε από το «σχολείο σε κρίση» στο «σχολείο
της βίας».
Η
κρίση άλλαξε άρδην, ραγδαία και με τραυματικό τρόπο για την ελληνική
κοινωνία τα δεδομένα. Οι βεβαιότητες της κλονίστηκαν και πολλές από
αυτές κατέρρευσαν. Ο άνεργος γονιός στο σπίτι σήμαινε δυσκολία πρόσβασης
στις σπουδές και τα σχέδια τύπου «Αθηνά» εξαφάνιζαν από τη μια μέρα
στην άλλη τη σχολή που μπορούσε ή ήθελες να μπεις. Ξαφνικά η ζωή έμοιαζε
να μην έχει διεξόδους, ο θυμός γιγαντωνόταν και κάτι άρχιζε να κινείται
στα λιμνάζοντα νερά. Τα αυτιά άρχισαν να γίνονται ευαίσθητα στην
αντισυστημική κριτική αυτού του εκφυλισμένου και παρωχημένου «παλαιού
καθεστώτος». Κυρίως, όμως σε αυτήν την κριτική που ήταν πιο εύληπτη. Η
μορφωτική ερημοποίηση του σχολείου και της κοινωνίας που είχε
συντελεστεί, βοηθούσε στο να μπορείς να ακούσεις ευκολότερα κάποιες
φωνές κριτικής από κάποιες άλλες. Συχνά επικρατούσαν στην κοινωνία και
στο σχολείο οι πιο χοντροκομμένες, απλουστευτικές και λαϊκίστικες έναντι
των πιο νηφάλιων και σύνθετων. Οι υστερικές ιαχές έναντι της κριτικής
σκέψης. Το «σχολείο σε κρίση» και κυρίως τα αποτελέσματά του γίνονταν
το υπόστρωμα πάνω στο οποίο επικάθονταν το «σχολείο της βίας» και η
κοινωνία της βίας. Τα αυτιά άκουγαν και ο νους κατανοούσε ευκολότερα
εκείνο τον αντισυστημικό λόγο που ήταν αντίστοιχος της μορφωτικής
λειψυδρίας που είχε συντελεστεί στο ελληνικό σχολείο και την κοινωνία εν
γένει. Το λόγο που ήταν πιο προσεγγίσιμος από τα κοινωνικά υποκείμενα
της εποχής της μορφωτικής ερημοποίησης. Δεν πρόκειται για μια
υποτιμητική κριτική αλλά για μια κοινωνική παρατήρηση και σχόλιο. Έτσι
εξηγείται, λοιπόν, και το γεγονός ότι νέοι άνθρωποι που θήτευσαν στα
«σχολεία σε κρίση» κινήθηκαν με ευκολία προς εκείνον τον αντισυστημικό
λόγο και όχι προς κάποιον άλλο από κοινωνικούς λόγους και όχι απλά, όπως
συχνά υπονοείται ή και λέγεται σαφώς, από μια ντετερμινιστικού
χαρακτήρα «φυσική» έλξη της νεότητας, λόγω των βιολογικών
χαρακτηριστικών της, προς ιδεολογίες που διακρίνονται για το δυναμισμό
τους.
Στην
Ελλάδα της κρίσης, όμως, το «σχολείο της βίας» πια, υποβοηθείται
σημαντικά και από την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και κατεδάφισης της
κοινωνίας που συντελείται με πρόσχημα αλλά και όχημα την κρίση. Το
σχολείο γίνεται ολοένα και πιο βίαιο για όλους τους συντελεστές του,
ολοένα και πιο εχθρικό στη δημοκρατία, την ελεύθερη έκφραση και το
διάλογο, τη δημιουργία και τη δημιουργικότητα, τη μόρφωση και τη γνώση,
την κριτική σκέψη, την έκφραση πηγαίων και αυθεντικών συναισθημάτων, στα
ανθρώπινα δικαιώματα και την ίδια τη ζωή εν τέλει. Οι βίαιες αλλαγές
που συντελούνται σε αυτό και μόνο από την άποψη του χρόνου-αστραπή εντός
του οποίου λαμβάνουν χώρα, είναι ένα εξαιρετικά βίαιο γεγονός για τη
σχολική ζωή και τους μετόχους της, που γίνεται ακόμα βιαιότερο αν
αναλογιστούμε και το περιεχόμενο αυτών των αλλαγών σε επίπεδο
οικονομικών πόρων, διοικητικών μεταρρυθμίσεων, εργασιακών σχέσεων,
μορφωτικού περιεχομένου. Κάτι σαν δόγμα σοκ ή καλύτερα το εκπαιδευτικό
δόγμα σοκ. Η κοινωνία της έκτακτης ανάγκης χρειάζεται και ένα σχολείο
έκτακτης ανάγκης.
Ας
σκεφτούμε ενδεικτικά κάποιες πλευρές αυτού του μετασχηματισμού της
δημόσιας δωρεάν και καθολικής παιδείας: Φτωχοποίηση του σχολείου,
ποσοτικοποίηση και εμπορευματοποίηση στο έπακρο, αυξανόμενος
συγκεντρωτισμός και αυταρχισμός, εντατικοποίηση της εργασίας,
περισσότερη κατάρτιση και λιγότερη μόρφωση, για να ανταποκριθεί στις
κοινωνικές πολιτικές που προκρίνονται την εποχή της κρίσης. Αν σκεφτούμε
τους νέους νόμους που εφαρμόζονται σε αυτό μετά την κήρυξη της χώρας σε
κατάσταση έκτακτης ανάγκης λόγω της κρίσης, αν δούμε προσεκτικά τις
εγκυκλίους που κατά καιρούς φτάνουν στα σχολεία αλλά και το ύφος τους,
καθώς και όσα προαναγγέλλονται γι΄ αυτό, θα καταλάβουμε πολύ καλά τι
συμβαίνει.
Το
δημόσιο σχολείο είναι πια πολύ φτωχό και γι΄ αυτό συρρικνώνεται
στοιβάζοντας περισσότερους μαθητές ανά τάξη, αφήνοντας στην τύχη τους
υπηρεσίες απαραίτητες στο σχολείο, όπως τα ΚΕΔΔΥ, ή περικόπτοντας
προγράμματα ειδικής στήριξης στα παιδιά που το χρειάζονται ή ακόμα και
τις μεταφορές των μαθητών ή τη θέρμανσή τους. Οι μαθητές ολοένα και
πιέζονται μέσα σε ένα σχολείο που τους αντιμετωπίζει ως αριθμούς και δεν
τους δίνει το χώρο, το χρόνο, τη ζεστασιά και την υποστήριξη που έχουν
ανάγκη. Γι΄ αυτό και το μισούν, όπως συχνά μας εξομολογούνται. Ας
θυμηθούμε ότι ειδικά προγράμματα παρακολουθούν με ιερή ευλάβεια την
ποσότητα των κεφαλών των μαθητών ανά τάξη, δεν υπάρχει όμως ένα
πρόγραμμα που να παρακολουθεί με την ίδια ευλάβεια την ποιοτική πρόοδό
τους.
Επίσης,
ούτε οι εκπαιδευτικοί νιώθουν καλά στο χώρο εργασίας τους.
Ελαχιστοποιούνται οι διορισμοί εκπαιδευτικών, αυξάνονται τα χρόνια
εργασίας αλλά και το ωράριο εργασίας τους πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο
όρο του, εξαθλιώνονται και απαξιώνονται οικονομικά, κοινωνικά και
μορφωτικά. Οι περικοπές των μισθών τους αγγίζουν και το 35%, εγκύκλιοι
τους απαγορεύουν ουσιαστικά την πρόσβαση σε μεταπτυχιακές σπουδές,
αναστέλλοντας μέχρι δευτέρας παρουσίας τις εκπαιδευτικές άδειες. Μια
τιμωρητικού χαρακτήρα αξιολόγηση, τους μετατρέπει από μαχόμενους
εκπαιδευτικούς σε εξουθενωμένους, αγχωμένους, ημιμαθείς, εργαζόμενους
που παράλληλα με το εκπαιδευτικό έργο εκτελούν και ένα κάρο διοικητικά
καθήκοντα και οι οποίοι κάτω από το κράτος του φόβου για το μέλλον τους
συχνά τείνουν να παρουσιάζονται πειθήνιοι σε όποια εντολή, απλά
εκτελεστικά όργανα που διεκπεραιώνουν, όπως όταν βάζουν σφραγίδες ή
πρωτοκολλούν έγγραφα, χωρίς κρίση ή μάλλον με αναπτυγμένους μηχανισμούς
αυτολογοκρισίας λόγω φόβου, καθώς επικρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους
και ο νόμος περί αργίας.
Καθώς
οι άνθρωποι ολοένα και πειθαναγκάζονται πιο πολύ στο σχολείο, αυτό
γίνεται ένα «σχολείο της βίας» και κυρίως της ψυχολογικής βίας. Και αυτό
φαίνεται συχνά στις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική
διαδικασία. Το σχολείο γίνεται ένας άξενος, ανοίκειος χώρος για όλους με
διάχυτα αρνητικά συναισθήματα, όπως το άγχος και ο φόβος. Η ανοχή και
πόσο μάλλον η κατανόηση και ο σεβασμός του «Άλλου» και της όποιας
διαφορετικότητάς του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Αρκεί να
παρατηρήσουμε τις σχέσεις των μαθητών μας μεταξύ τους αλλά και με μας.
Διάχυτη επιθετικότητα, απο-ενοχοποίηση και αποδοχή ρατσιστικών και
φασιστικών ιδεών και πρακτικών από μαθητές και συναδέλφους συχνά, όπως
ακριβώς συμβαίνει και στην ελληνική κοινωνία εν γένει. Κάτι που οδηγεί
και σε ρατσιστικές επιθέσεις εντός και εκτός σχολείου κάποιες φορές, με
δεδομένο και τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των σχολείων πια. Και όλα
αυτά είναι βία. Όπως βία είναι οι άνθρωποι να οδηγούνται στη σιωπή για
όσα τους πονούν -και τους πονούν πολλά και πολύ πια- είτε γιατί θα
αξιολογηθούν αρνητικά, είτε γιατί δεν υπάρχει χρόνος και βιάζονται
πάντα. Αυτό το κλίμα ωθείται στα άκρα. Κάποιες φορές νιώθεις ότι η
περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι τόσο ηλεκτρισμένη και η ανοχή μηδενική που
όλοι είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν τον όποιον «Άλλο».
Τα
προσχέδια των νέων αναλυτικών προγραμμάτων, από την άλλη, που κατά
καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας επικυρώνουν την εικόνα ενός
φτηνού σχολείου κατάρτισης που ελαχιστοποιεί τη μόρφωση, δίνοντας χώρο
στη στερεοτυπία και την ομοιομορφία και, επομένως, στο κατάλληλο
περιβάλλον για την εδραίωση όσων προαναφέρθηκαν.
Και
σε αυτό το σημείο μπορεί να αναρωτηθεί κανείς: Μα τόσα χρόνια κριτικής
στο «σχολείο σε κρίση» δε φάνηκαν ικανά, αν όχι να ανακόψουν αυτήν την
εξέλιξη, τουλάχιστον να περιορίσουν την έντασή της; Δεν μπόρεσε η
κριτική αυτή να γίνει αποτελεσματική στην πράξη και να λειτουργήσει ως
μηχανισμός αντίστασης; Από ό,τι φαίνεται, όχι. Οι λόγοι πολλοί. Η βαθιά
διεισδυτική κριτική του «σχολείου σε κρίση» υπήρξε εξόχως μειοψηφική για
λόγους ποικίλους, κοινωνικούς και πολιτισμικούς, που δεν είναι του
παρόντος να αναλυθούν εδώ, αλλά όλοι μπορούμε να τους ψυχανεμιστούμε. Η
ελληνική κοινωνία απέφευγε να δει το πρόσωπό της καλά στον καθρέφτη. Ένα
μέρος αυτής της κριτικής αποδείχτηκε επιφανειακό και κοντόθωρο. Ένα
άλλο, εξόχως συντηρητικό και το υπόλοιπο ασθενικό, όσον αφορά τη
μετάβαση από τη θεωρητική διατύπωση σε δράση που στην πράξη θα φρέναρε
αποτελεσματικά αυτήν την κρίση του σχολείου, που θα νικούσε τον
εφησυχασμό και την πνευματική και κοινωνική νωθρότητα της ελληνικής
κοινωνίας.
Ο
σκηνοθέτης Μίκαελ Χάνεκε στην ταινία του «Λευκή κορδέλα» περιέγραψε με
διεισδυτική ματιά όσον αφορά το γερμανόφωνο χώρο της κεντρικής και
βόρειας Ευρώπης το κοινωνικό-πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου
γαλουχήθηκε και έζησε τα παιδικά και εφηβικά της χρόνια η γενιά που πήρε
στους ώμους της το «όραμα» του φασισμού. Η κοινωνική υποκρισία, ο
διάχυτος κομφορμισμός και, εν τέλει, η υπόρρητη βία ακόμα και στις πιο
«αθώες» και φαινομενικά ανοίκειες προς αυτήν πλευρές της καθημερινής
ζωής αυτών των παιδιών και εφήβων, με αρωγό την κοινωνική, οικονομική
και πολιτική συγκυρία, σφράγισαν με τον τρόπο τους αποφασιστικά, μας
λέει ο Χάνεκε, το κατεξοχήν τραύμα της ανθρωπότητας στον 20ό αιώνα: την
εμπειρία του Β΄ παγκοσμίου πολέμου και την ανείπωτη φρίκη του. (Αυτήν
την εμπειρία κοινωνικού τρόμου που σήμερα ο ιστορικός αναθεωρητισμός
σχετικοποιεί με «ενδιαφέρουσες» αν μη τι άλλο νοητικές ακροβασίες). Τα
παιδιά και οι έφηβοι της ταινίας του Χάνεκε, λοιπόν, που αγαπούσαν τα
πυκνά δάση του Μέλανα Δρυμού και των Άλπεων, κάτω από τα δέντρα των
οποίων έπαιζαν, ως ενήλικες πολίτες-στρατιώτες συνέχισαν να αγαπούν αυτά
τα δάση και όσα τους έμοιαζαν στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, που
βρέθηκαν στη διάρκεια του πολέμου ως διοικητές ή στρατιώτες σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γι΄ αυτό μετά τη δουλειά στο στρατόπεδο, συχνά
συνήθιζαν να κάνουν τη βόλτα τους σε αυτά, όπως περιγράφει ο Χόρχε
Σεμπρούν στα βιβλία του, από την εμπειρία του ως κρατούμενου στο
Μπούχενβαλντ. Με μία διαφορά: δίπλα στα ίδια δέντρα που έπαιζαν μικροί ή
σε παρόμοιά τους, οι καμινάδες των κρεματορίων, που οι ίδιοι επινόησαν
και κατασκεύασαν, ξερνούσαν στον ουρανό το ανθρώπινο χνώτο που έσερνε
μαζί του την κραυγή της ανθρωπότητας για το μεγαλύτερο συλλογικό τραύμα
του 20ού αιώνα. Νομίζω ότι αυτό έχει να πει κάτι σε εμάς εδώ σήμερα. Η
«Λευκή κορδέλα» μας ψιθυρίζει ότι ο ρατσισμός και ο φασισμός, το
φυλετικό και εθνικό μίσος, η θεωρία και η πράξη του μίσους για τον
«Άλλο» δεν επωάστηκε μόνο στα ιδεολογικά μαθήματα των όποιων
συλλογικοτήτων της ναζιστικής νεολαίας, αλλά πρώτα απ΄ όλα και κύρια
μέσα στην ίδια την κοινωνία, στις πιο καθημερινές εκφάνσεις της, όπως
και η σχολική ζωή, ακόμα και στις πιο ιδιωτικές πλευρές του κοινωνικού
βίου.
Ξαναθυμήθηκα
την ταινία του Χάνεκε μόλις πριν δυο Κυριακές όταν, νωρίς το πρωί
περπατούσα στον Υμηττό και συνάντησα μια ομάδα προσκόπων που είχε
κατασκηνώσει αποβραδίς μέσα στο δάσος. Το πρωί, όταν τους συνάντησα εγώ
και ανταλλάξαμε καλημέρες, ήταν έτοιμοι να αρχίσουν να παίζουν τα
«μήλα». Πρωτύτερα, καθώς ανέβαινα στο βουνό και τους πλησίαζα, τους είχα
ακούσει να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και μετά να φωνάζει η κάθε
αντίπαλη ομάδα τα συνθήματα που είχε φτιάξει προς εμψύχωση των μελών της
πριν τον αγώνα. Με μια πρώτη ματιά όλα αυτά συνέθεταν μια ειδυλλιακή
εικόνα: νέα παιδιά που μαθαίνουν να αγαπούν στην πράξη τη φύση και, άρα,
ευελπιστείς ότι θα τη σεβαστούν κιόλας για να έχει μέλλον αυτός ο
πλανήτης, σε μια κοινότητα δεσμών αλληλεγγύης. Η δεύτερη σκέψη, όμως,
είναι πάντα πιο σύνθετη. Αναλογίστηκα, λοιπόν, την εκτροπή αυτής της
ειδυλλιακής εικόνας. Τα ίδια ή άλλα παιδιά στην ίδια ή άλλη κατασκήνωση,
να τραγουδούν τραγούδια με στιχάκια εμποτισμένα από φυλετικό και εθνικό
μίσος για τον όποιον «Άλλο». Τα συνθήματά τους πριν την έναρξη ενός
παιχνιδιού που θα ήταν μια παραλλαγή των «μήλων» και θα ονομαζόταν το
«κυνήγι του “Άλλου”», θα ήταν γεμάτα από κραυγές κατάφασης στο μίσος και
στο ζόφο που δημιουργεί. Και τότε είδα αυτά τα παιδιά σαν τα παιδιά του
Χάνεκε και σκέφτηκα πως αν έχεις μάθει να υπακούς άκριτα και σιωπηρά,
αν έχεις μάθει να γίνεσαι θεατής της ζωής σου, μπορείς να συνεχίζεις να
φωνάζεις, γιατί έτσι έχεις μάθει ή γιατί έτσι κάνουν όλοι και φοβάσαι να
ξεχωρίσεις, ακόμα και όταν τα συνθήματα από φαινομενικά αθώα δίστιχα
έχουν μετατραπεί πια ως και σε διαταγές θανάτου.
Τι
έχουμε ανάγκη, λοιπόν, σήμερα, στο σχολείο που ζούμε καθημερινά τη μισή
μας μέρα, αν δε θέλουμε να ζήσουμε την εκτροπή που περιγράψαμε μόλις
παραπάνω, αν δε θέλουμε ένα «σχολείο της βίας», που μέσα του φωλιάζει ο
ρατσισμός και νεοφασισμός, αν αρνούμαστε την κατάφαση στο ζόφο και
επιθυμούμε βαθιά την κατάφαση στη ζωή, μιας ζωής ανοιχτής και
αλληλέγγυας προς τον «Άλλο», αν θέλουμε μια προοπτική ελπίδας σ΄ έναν
κόσμο που μέσα του θα χωρά πολλούς κόσμους;
Κατά
τη γνώμη μας, χρειαζόμαστε τα σχολεία μας να γίνουν στην πράξη
ζωντανές, οικείες κοινότητες για τους μετόχους τους. Είναι ανάγκη να
ανακαλύψουμε εκ νέου μέσα στο σχολείο ένα ζωντανό, βαθύ, κριτικό,
ειλικρινή κοινωνικό διάλογο, να θυμηθούμε ξανά και να εφαρμόσουμε στην
πράξη το σεβασμό απέναντι στον «Άλλο» και να μάθουμε από την αρχή να
ζούμε αλληλέγγυοι, αρνούμενοι στη θεωρία και στην πράξη τα κηρύγματα
εθνικού και ρατσιστικού μίσους, απόψεων του τύπου «δε χωράμε όλοι»∙ να
ζούμε ως πολίτες και όχι ως υποτελείς, με επιθυμίες και επιλογές και όχι
με διαταγές και τελεσίγραφα, στο φως των δημοκρατικών ιδεών, των
κοινωνικών, πολιτικών και ατομικών ελευθεριών και των ανθρώπινων
δικαιωμάτων και όχι στο ζόφο μιας κοινωνίας σε κατάσταση πολιορκίας. Με
λίγα λόγια, η επιθυμία μας για την επιθυμία στη ζωή είναι η πυξίδα μας
για τις ανάγκες μας και την αντίστασή μας σε πολιτικές που εχθρεύονται
και κλέβουν τη ζωή. Το στοίχημα είναι να επανοικειοποιηθούμε, να
επαναπροσδιορίσουμε και να ανασημασιοδοτήσουμε τους χώρους αλλά και τους
χρόνους της ζωής μας και άρα και το χρόνο της εργασίας μας και εμείς
και οι μαθητές μας, αυτοπροσδιοριζόμενοι και όχι καταναγκασμένοι. Και
αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν επανατοποθετήσουμε τη ζωή μας με τη σκέψη
μας, την κριτική μας, το μεταξύ μας διάλογο και την κοινή μας δράση στην
καθημερινότητα. Γιατί η ανάθεση της ζωής μας είναι πολύ σημαντική
υπόθεση για να τη χαρίσουμε σε «σωτήρες», μάλλον πρέπει να την
αναθέσουμε σε εμάς τους ίδιους, αν θέλουμε να ζήσουμε μεστά, έξω από το
γκρίζο και μίζερο τοπίο σχολείων απρόσωπων και εχθρικών, φυτωρίων
νεοναζιστικών ομάδων και μικρογραφιών αυταρχικών γραφειοκρατικών
επικρατειών, που ακυρώνουν τη ζωή.
Και
κλείνοντας, ας μην ξεχάσουμε πως για τους «Άλλους» οι «Άλλοι» είμαστε
εμείς. Ήδη πολλά αγαπημένα μας πρόσωπα είναι και πάλι μετανάστες,
«Άλλοι» και πιθανοί στόχοι ρατσιστικού μίσους.
*Η
ομιλία έγινε σε ημερίδα της Α ΕΛΜΕ Δυτικής Αττικής και της Ομάδας
πολιτισμού και κοινωνικού προβληματισμού, που λειτουργεί στα πλαίσιά
της, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 16/4, στο 2ο Γυμνάσιο Ελευσίνας με θέμα: «Για τον άλλον ο Άλλος είσαι εσύ.
Φασισμός, ρατσισμός και εκπαίδευση: μια ιστορία για αμήχανους θεατές και ενεργούς πολίτες»