Θανάσης Μπαντές
Όταν το 1735 ο Τζον Ουάιατ
έφερε στο φως την πρώτη κλωστική μηχανή, δεν εγκαινίασε απλώς αυτό που
ονομάζουμε βιομηχανική επανάσταση, αλλά κυριολεκτικά άλλαξε την πορεία
της ανθρωπότητας, όχι τόσο με την έκρηξη της παραγωγής, όσο με την
ολοκληρωτική προσαρμογή του ανθρώπου στη νέα εποχή της μηχανής. Η
μηχανή, ως διαμεσολαβητής της παραγωγής, επέβαλε εργασιακούς όρους
σιδερένιας υπακοής, ανατρέποντας συθέμελα όχι μόνο την παγκόσμια
οικονομία, αλλά την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση. Ο βιομηχανικός εργάτης
βρέθηκε αντιμέτωπος με πελώρια μηχανήματα, που καθόριζαν όλες του τις
κινήσεις. Η συγκεκριμένη λειτουργία της μηχανής, ως αμετάκλητη
πραγματικότητα, υποχρέωσε τον εργάτη σε εξίσου μηχανιστικές,
επαναλαμβανόμενες κινήσεις καθιστώντας τον προέκταση της μηχανής,
μετατρέποντάς τον δηλαδή σε μηχάνημα. Υπό αυτή την έννοια περισσότερο ο
άνθρωπος προσαρμόστηκε στη μηχανή παρά η μηχανή στον άνθρωπο. Φυσικά,
αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αναπολούμε την εποχή του χαλκού ή τη
δουλοκτητική παραγωγή της Αιγύπτου. Η μηχανή σαφέστατα διευκόλυνε όλες
τις ανθρώπινες εργασίες, αλλά η προσφορά κάθε αντικειμένου δεν κρίνεται
μόνο από το αποτέλεσμα, αλλά και από την ίδια του τη χρήση.
Η μηχανή,
ως αποκλειστικά κεφαλαιοκρατικό εργαλείο παραγωγής, ούτε μείωσε το
ωράριο του εργάτη, ούτε ανέβασε το βιοτικό του επίπεδο. Τα τεράστια
κέρδη που επέφερε αφορούσαν τον εργοστασιάρχη, γιατί η παραγωγή – ή
καλύτερα η υπερπαραγωγή – αποτελούσε προσωπική του περιουσία που,
φυσικά, δεν όφειλε να την μοιραστεί με κανένα. Χωρίς λοιπόν να μειώνεται
η υπεραξία της παραγωγής που κερδίζει ο εργοστασιάρχης, μειώνεται το
εργατικό προσωπικό – η μηχανή αντικαθιστά κερδοφόρα τον άνθρωπο –
εντείνεται ο ρυθμός της παραγωγής, μειώνονται τα λειτουργικά έξοδα,
φτηναίνει το προϊόν και γίνεται πιο ανταγωνιστικό, δημιουργείται πληθώρα
αγαθών που περιμένουν την κατανάλωση και το κυριότερο δημιουργεί το
αίσθημα του ακόρεστου τόσο για κατανάλωση, όσο και για κέρδη. Ο Μαρξ,
στο θρυλικό του Κεφάλαιο περιγράφει την εισβολή της μηχανής με τα
μελανότερα χρώματα. Οι εργοστασιάρχες βλέποντας τα ασύλληπτα κέρδη που
δημιουργούνταν όχι μόνο δεν ελάττωσαν το ωράριο, αλλά έκαναν τα πάντα
για να το αυξήσουν. Προχωρώντας σε απολύσεις, μείωσαν τους μισθούς
αφήνοντας να δουλεύουν οι απολύτως απαραίτητοι σε αριθμό, τους οποίους
απομυζούσαν για 12, 15 και 18 ώρες. Η παραγωγή, πολλαπλασιαζόταν με
εξωφρενικούς ρυθμούς, παρασύροντας μαζί της και τη διάθεση για κέρδος. Η
μηχανή, τυποποιώντας την εργασία, απαξίωσε τον εξειδικευμένο εργάτη –
μάστορα, αφού πλέον οι υπηρεσίες του αχρηστεύτηκαν. Ο εργάτης έχασε κάθε
υπόσταση, αφού εκπαιδευόταν σε ελάχιστο χρόνο λειτουργώντας περισσότερο
ως προέκταση της μηχανής, ξεπέφτοντας δηλαδή στην αναλωσιμότητα του
ανειδίκευτου. Αυτό ανέβασε στα ύψη τη ζήτηση γυναικών και παιδιών στις
βιομηχανίες, επειδή, φυσικά, κόστιζαν λιγότερο. Ο Μαρξ παραθέτει
ολόκληρη αγγελία της εποχής: «Ζητούνται 12 ως 20 νέοι που να περνάνε για
13 χρονών. Μισθός 4 σελίνια την εβδομάδα….» και σχολιάζει: «Αυτό έχει
σχέση με το γεγονός ότι, σύμφωνα με το νόμο για τα εργοστάσια, παιδιά
κάτω από 13 χρονών επιτρέπεται να εργάζονται μόνο έξι ώρες………Κάθε
Δευτέρα και Τρίτη γίνεται ανοιχτό παζάρι στην Μπένθελ Γκρην, την πιο
κακόφημη συνοικία του Λονδίνου, όπου παιδιά και των δύο φύλλων από 9
χρονών και πάνω μισθώνονται μόνα τους στις μανουφακτούρες μεταξιού». Οι
γονείς, εξαθλιωμένοι από τη φτώχεια, μίσθωναν τα παιδιά τους, το
φθηνότερο – κι ως εκ τούτου προτιμότερο εργατικό δυναμικό – στο
δουλεμπόριο της ελεύθερης οικονομίας. Ο Μαρξ παραθέτει αναλυτικά
στατιστικά παιδικής θνησιμότητας.
Η μηχανή κατάφερε
να αυξήσει την παραγωγικότητα όχι μόνο με τις, έτσι κι αλλιώς,
τρομακτικές παραγωγικές της δυνατότητες, αλλά και με την εντατικοποίηση
της εργασίας που επέφερε: «Η ταχύτητα περιστροφής των αδραχτιών στο
λεπτό αυξήθηκε κατά 500 φορές στις κλωστικές μηχανές βάτερ και κατά 1000
στροφές στις μηχανές μιούλ, δηλαδή η ταχύτητα της περιστροφής των
αδραχτιών βάτερ, που το 1839 ήταν 4500 στροφές το λεπτό, έφτασε τώρα
(1862) τις 5000 στροφές και των αδραχτιών μιούλ από 5000 που ήταν έφτασε
τώρα τις 6000 στροφές το λεπτό……..», με δυο λόγια οι εργάτες
υποχρεούνταν διαρκώς να χορεύουν στο ρυθμό των μηχανών. Το ξέφρενο της
μηχανιστικής εργασίας σε συνδυασμό με το απάνθρωπο ωράριο οδηγούν τον
εργάτη στην τρέλα. Όσο για τα ατυχήματα ή τις αποζημιώσεις, δεν
χρειάζεται να γίνεται λόγος. Ο Μαρξ παραθέτει περιπτώσεις εργατών που
τους ταΐζουν στο στόμα ενώ αυτοί συνεχίζουν να δουλεύουν στη μηχανή.
Διατρέφονται με την ίδια λογική που γρασάρεται η μηχανή, όντας μηχανές
και οι ίδιοι. Ο Ένγκελς γράφει: «Η θλιβερή μονοτονία ενός ατέλειωτου
μαρτυρίου της δουλειάς, όπου επαναλαμβάνεται διαρκώς το ίδιο μηχανικό
προτσές, μοιάζει με το μαρτύριο του Σίσυφου. Το βάρος της δουλειάς
πέφτει συνεχώς ξανά και ξανά σαν το βράχο του Σίσυφου πάνω στον
αποκαμωμένο εργάτη». Η τυποποίηση αυτή μετατρέπει τον άνθρωπο σε ζώο. Ο
εργάτης δουλεύει διαρκώς και κοιμάται σε άθλιες παράγκες. Τον ελεύθερο
χρόνο που μπορεί να έχει μεθοκοπά σε ταβέρνες. Κάθε πνευματικότητα
καθίσταται περιττή κι εδώ ακριβώς ξεκινά η νεύρωση του σύγχρονου
πολιτισμού. Πάνω από 150 χρόνια από τις μαρξιστικές αναλύσεις περί
κεφαλαίου παρακολουθούμε το σύγχρονο άνθρωπο εγκλωβισμένο στις
μεγαλουπόλεις να δουλεύει από το πρωί μέχρι το βράδυ μπερδεύοντας την
εκτόνωση με την απόλαυση. Οι τερατουπόλεις λειτουργώντας ως τεράστια
μηχανή φιλοξενούν τον ανθρώπινο πανικό που καλπάζει κρατώντας στα χέρια
άλλες μηχανές. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι η τέλεια μηχανή κι αυτό είναι η
αγριότερη όψη της βίας. Η μηχανοποίηση του ανθρώπου δεν είναι τίποτε
άλλο από τον πολιτισμό της ταχύτητας, δηλαδή του εφήμερου που κάνει τα
πάντα αναλώσιμα. Η μετατροπή του ανθρώπου σε νευρόσπαστη μαριονέτα
υποβαθμίζει τα θεμέλια της ίδιας της ύπαρξης, δηλαδή της ανθρώπινης
υπόστασης. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ευχαριστηθεί γιατί οι μηχανές δεν
ευχαριστιούνται. Ο άνθρωπος καταναλώνει γιατί οι μηχανές καταναλώνουν. Ο
άνθρωπος εργαλείο δεν έχει ταυτότητα. Δεν έχει δηλαδή την ελάχιστη
αυτογνωσία. Η πνευματικότητά του ταυτίζεται με το ξέφρενο κι ακόμα και η
τέχνη οφείλει να προσαρμοστεί σ’ αυτό. Η κλασική λογοτεχνία δεν έχει
θέση στο σύγχρονο πολιτισμό, γιατί, πολύ απλά δεν διαθέτει ταχύτητα.
(Ποιος μπορεί να ανεχθεί τις ολοσέλιδες ντοστογεφσκικές περιγραφές;) Η
σύγχρονη μουσική λειτουργεί εκτονωτικά με επαναλαμβανόμενους νευρωτικούς
ηλεκτρονικούς ρυθμούς που θυμίζουν τη βιομηχανική παραγωγή. Ο
ηλεκτρονικός χορός δεν είναι τίποτε άλλο από την τυποποιημένη επανάληψη
των μηχανών. Μουσική από μηχανές, με μηχανικούς ρυθμούς, για ανθρώπους
μηχανές. Μηχανοποιημένη τέχνη, μηχανοποιημένη διατροφή, μηχανοποιημένη
εκπαίδευση. Όλα χορεύουν δαιμονισμένα στις 6000 στροφές των μηχανών
μιούλ από το 1800. Οι λουδίτες έμπαιναν στα εργοστάσια κι έσπαζαν τις
μηχανές. Φυσικά, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία από αυτό. Ο Μαρξ τους
χλευάζει τονίζοντας ότι το πρόβλημα δεν είναι η μηχανή, αλλά η
κεφαλαιοκρατική της χρήση. Σήμερα θα λέγαμε ότι το πρόβλημα είναι η
υποταγή του ανθρώπου στη μηχανή, δηλαδή αδυναμία του να τη διαχειριστεί.
Η τεχνολογία τον ξεπερνάει, δημιουργώντας μια νέα μορφή δουλείας. Τη
δουλεία της κατανάλωσης.
Οι μηχανές στην παραγωγή
έριξαν κατά πολύ το κόστος των προϊόντων. Τα προϊόντα έγιναν πιο φτηνά
στην αγορά, δηλαδή πιο προσβάσιμα κι αυτό είναι το μεγαλύτερο επιχείρημα
του κεφαλαίου. Ο Μαρξ, μπροστά σ’ αυτό γίνεται έξαλλος. Ονομάζοντας τις
καθημερινές ανάγκες του εργάτη μέσα συντήρησης καθιστά σαφές ότι η
μισθοδοσία είναι πάντα ανάλογη με τις τιμές των μέσων συντήρησης. Αν
μειωθεί το κόστος των μέσων συντήρησης τότε θα μειωθεί και ο μισθός. Η
κεφαλαιοκρατική παραγωγή του κέρδους δεν ενδιαφέρεται για το βιοτικό
επίπεδο του εργάτη, αλλά μόνο για την επιβίωσή του. Για τον
κεφαλαιοκράτη, η ευζωία του εργάτη είναι άσκοπη πολυτέλεια, δηλαδή
διαφυγόντα κέρδη. Αν έρθουμε στη σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη
καπιταλιστική παραγωγή βλέπουμε το νόμο αυτό να επαληθεύεται με τις
χειρότερες προϋποθέσεις. Οι καπιταλιστές οικονομολόγοι αν και
προπαγάνδιζαν υπέρ του δέοντος την πτώση των τιμών με την
παγκοσμιοποίηση παρέλειψαν να αναφέρουν την μισθολογική συρρίκνωση που
θα έφερνε. Στην Ελλάδα οι μισθοί έχουνε φτάσει να είναι κατώτεροι των
μέσων συντήρησης. Τα ενοριακά βοηθήματα που αναφέρει ο Μαρξ δεν είναι
παρά τα συσσίτια που βλέπουμε στην Αθήνα. Η πτώση των τιμών σε ηλεκτρικά
είδη ή είδη ρουχισμού δεν έχουν καμία αξία, αφού η καθημερινή διαβίωση
ξεπερνά τα εισοδήματα. Το δήθεν ενδιαφέρον του καπιταλισμού που θέλει
τον κόσμο να έχει λεφτά για να μπορεί να καταναλώνει και να κινεί την
οικονομία, απογυμνώνεται οριστικά μπροστά στο σύγχρονο απάνθρωπο
καπιταλισμό που τα θέλει όλα. Τα καπιταλιστικά συνθήματα της πρώτης
βιομηχανικής φάσης με την υπερεργασία και την πτώση του ημερομίσθιου
γίνονται πιο επίκαιρα από ποτέ κι αυτό είναι η επίθεση σε κάθε εργασιακό
δικαίωμα. Οι όροι ανάπτυξη, ανταγωνιστικότητα κτλ, είναι ακριβώς αυτό. Η
παγκοσμιοποίηση που συνίσταται τόσο στην παραγωγή και εμπορία αγαθών
όσο και στη διακίνηση κεφαλαίων – με όλα τα χρηματιστηριακά παρατράγουδα
– σηματοδοτούν τη δεύτερη μεγάλη τομή του κεφαλαίου μετά την εμφάνιση
της μηχανής. Αν η μηχανή ήταν επί της ουσίας η έναρξη της καπιταλιστικής
παραγωγής, η παγκοσμιοποίηση είναι ο άξιος συνεχιστής της. Και βέβαια η
παγκοσμιοποίηση δεν είναι τωρινή επινόηση, αλλά καπιταλιστικό όραμα
αιώνων. Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία.