16 Απριλίου 2013

Γιατί το ΚΚΕ προτίμησε τον Δ. Κουτσούμπα

Το ΚΚΕ οδεύοντας προς το 19ο συνέδριό του, που ολοκληρώθηκε την Κυριακή, είχε δύο επιλογές: α) μια πιο ευέλικτη πολιτική τακτική που θα συσπείρωνε άμεσα δυνάμεις, χαμηλώνοντας το επίπεδο πολιτικής συμφωνίας και ανεβάζοντας την κίνηση των λαϊκών μαζών και β) μια πιο συντηρητική πολιτική τακτική, με έμφαση στην κομματική πειθαρχία και τη συγκέντρωση δυνάμεων για αργότερα.
Του Παναγιώτη Φραντζή
Αν ακολουθούσε την πρώτη επιλογή, σήμερα γενικός γραμματέας της ΚΕ θα ήταν κάποιος σαν το Θανάση Παφίλη ή το Νίκο Μπογιόπουλο. Κάποιο στέλεχος δηλαδή αναγνωρίσιμο και αγαπητό από το λαό, που θα μπορούσε να διευρύνει καταλυτικά την επιρροή του κόμματος – τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ αποδεικνύεται καθημερινά όλο και πιο λίγος. Προτίμησε όμως να αγνοήσει την πίεση της βάσης, και να πάει με τη δεύτερη επιλογή, του δοκιμασμένου, έμπειρου επιτελικού κομματικού στελέχους.
Τι είναι αυτό που βαραίνει στην ψυχολογία και στην απόφαση του κόσμου που συγκροτεί τον κορμό του κόμματος;

Το ΚΚΕ, παρά τα αγωνιστικά του χαρακτηριστικά, ακούει περισσότερο απ’ ό,τι νομίζει κανείς τη φοβισμένη μάζα του λαού που κρατιέται όρθια από την οικογένεια, τη μικρή ιδιοκτησία, την ηθική παράδοση. Είναι η κοινωνική του σύνθεση τέτοια, που το αναγκάζει να έχει μια κρατημένη αντίδραση σε όσα συμβαίνουν. Όπως γράφει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο βιβλίο του «Η μεγάλη πρόκληση», αντλεί δυνάμεις κυρίως από την παραδοσιακή εργατική τάξη και τα παλιά μεσαία στρώματα που έχουν χάσει το δυναμισμό τους. Αυτή είναι μια πλευρά που οι θέσεις του συνεδρίου δεν είδαν, το άνοιγμα δηλαδή σε πιο δυναμικά μεσαία στρώματα και στη νέα εργατική τάξη στους κλάδους αιχμής της σύγχρονης οικονομίας.
Από την άλλη υπάρχουν πάντα οι θαρραλέοι που υπολογίζουν πιο αισιόδοξα το συσχετισμό δύναμης. Πολλοί από εκείνους που βιάζονταν να εγκαταλείψουν το ΚΚΕ το 1989, μετά τη στροφή της ηγεσίας του στον τακτικισμό και στη συναλλαγή με τη ΝΔ που έφερε την κυβέρνηση Τζανετάκη, οδηγήθηκαν τελικά στην αγκαλιά της σοσιαλδημοκρατίας, της επιχειρηματικότητας, του ατομικού δρόμου. Από το μεγάλο ρεύμα αριστερής διαφωνίας, στον δρόμο της κομμουνιστικής υπόθεσης έμεινε μια πρωτοπορία της μισθωτής διανόησης και της νεολαίας. Ενώ η εργατική βάση έμεινε σε μεγάλο βαθμό πιστή στο ΚΚΕ έστω και αν διαφωνούσε με την τότε γραμμή του Χαρίλαου Φλωράκη. (Ο οποίος, ειρήσθω εν παρόδω, πριμοδοτούσε στελέχη όπως ο Μίμης Ανδρουλάκης, που έμελλε να διακριθεί από άλλη διαδρομή στη συνέχεια.)
Η πειθαρχία στο συλλογικό, χωρίς επαναστατικό πολιτισμό, γίνεται ανυπόφορη για στελέχη με ατομικές ικανότητες εξέλιξης και διάκρισης. Μπορεί και σήμερα να εκδηλωθούν τάσεις φυγής από το κόμμα αυτό. Θα είναι από τα πιο δυναμικά στρώματα και όχι από τον παραδοσιακό εργατικό κορμό. Η ηγεσία του δείχνει πως έχει πάρει το ρίσκο. Στην ουσία ωστόσο αρνείται να αναλάβει ένα μεγαλύτερο ρίσκο. Ποιο είναι αυτό;
Μια απότομη όξυνση της ταξικής πάλης σε συνθήκες υποχώρησης του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ενέχει σοβαρούς κινδύνους. Όσοι ασκούν κριτική θυμίζοντας το ΕΑΜ, θα πάρουν την απάντηση ότι ο διεθνής συσχετισμός εκείνη την εποχή ευνοούσε την επαναστατική δράση, αφού η πανίσχυρη ΕΣΣΔ ήταν το στήριγμα της Αντίστασης σε κάθε χώρα ενάντια στο φασισμό. Η σημερινή επιθετικότητα των Γερμανών, που συνδέεται με τον πυρήνα του καπιταλισμού της εποχής μας, το πολυεθνικό διακλαδικό μονοπώλιο, μπορεί να αντιμετωπιστεί χωρίς μια νέα Διεθνή των λαών;  
Οι θέσεις και η απόφαση του 19ου συνεδρίου δεν απαντούν στο βασικό ερώτημα: αν αυτή η επίθεση του κεφαλαίου και της Ε.Ε. μπορεί να ανατραπεί σε μία χώρα.
Υπογραμμίζουν ότι η επαναστατική κατάσταση διαμορφώνεται αντικειμενικά, δεν έχει να κάνει με την πρωτοβουλία των κομμάτων και των δρώντων υποκειμένων. Επαναστατική κατάσταση δεν είναι μόνο η απότομη αφύπνιση των μαζών και η εμφάνισή τους στο δρόμο. Οι πλατείες του καλοκαιριού του 2011 είχαν αυτό το στοιχείο, της απότομης εισόδου λαϊκών μαζών στο προσκήνιο. Όμως η πολιτική και οικονομική ηγεσία της χώρας διέθετε εναλλακτικές λύσεις (Παπαδήμο, Σαμαρά, ΔΗΜΑΡ) με τις οποίες απορρόφησαν τμήμα της αγανάκτησης.
Εμφανίστηκαν ακόμα στην πορεία συντηρητικές αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις (Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή) που άντλησαν ένα μέρος της λαϊκής αγανάκτησης των πλατειών και ακόμα και τώρα καρπώνονται, με τη βοήθεια των φανερών και κρυφών υποστηρικτών τους στα ΜΜΕ και στα μπλογκ, μερίδα του χυδαίου αντιγερμανισμού των μαζών – όχι βέβαια σε ανατρεπτική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, αλλά σε κατεύθυνση αναζήτησης προστασίας προς την άλλη όχθη του Ατλαντικού ή προς τη μητέρα των ορθοδόξων Ρωσία.
Το ΚΚΕ απέφυγε να εμπλακεί ενεργά στην κίνηση των αγανακτισμένων μαζών, γιατί φοβήθηκε την έκβαση αυτής της κινητοποίησης. Αν δεν είσαι έτοιμος να φτάσεις  μια εξέγερση ως το τέλος, καλύτερα να μην την ξεκινήσεις. Αυτό είναι ένα βασικό δίδαγμα από την ιστορία των επαναστατικών κινημάτων. Στην εισήγηση της ΚΕ προς το συνέδριο γίνεται λόγος για μια καλά προετοιμασμένη λαϊκή εξέγερση:
«Σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης ανεβαίνει κατακόρυφα η ταξική πάλη, μπαίνουν στη μάχη δυνάμεις αποφασισμένες να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους, να συγκρουστούν ευρύτερες εργατικές και καταπιεσμένες λαϊκές μάζες (...) Όμως ο συνειδητός επαναστατικός πυρήνας των εξεγερμένων, για να αξιοποιήσει τη λαϊκή πρωτοβουλία, πρέπει να είναι ισχυρός και έμπειρος, να στηριχτεί στη γερή βάση των οργανωμένων εργατών στη βιομηχανία, στα εμπορικά και συγκοινωνιακά κέντρα, στα κέντρα επικοινωνιών και ενέργειας, ώστε να επιτευχθεί η αδρανοποίηση των μηχανισμών της αστικής εξουσίας και η εξουδετέρωσή τους».
Σε μη επαναστατικές συνθήκες, σύμφωνα με τις θέσεις του συνεδρίου, διαμορφώνονται «τα φύτρα της λαϊκής συμμαχίας». Αυτές οι δυνάμεις, όπως το ΠΑΜΕ, δεν συγκροτούνται μετωπικά ούτε παλεύουν για μια συνολική ανατροπή άμεσα. Συνεπές προς αυτό και το ΚΚΕ, ενώ επιτίθεται στο ΣΥΡΙΖΑ στρατηγικά, αποφεύγει να οξύνει την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση. Ενώ στηρίζει επιμέρους αγώνες (πχ ναυτεργάτες) αρνείται την κοινή δράση με άλλες αγωνιστικές δυνάμεις για ένα γενικό σχέδιο συντονισμού και κλιμάκωσης.  
Σε αυτό το πλαίσιο, η επιλογή του Δημήτρη Κουτσούμπα για τη θέση του Γενικού Γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ εξηγείται σαν μια υπολογισμένη κίνηση πειθαρχημένης και όχι απότομης ανάπτυξης του κόμματος. Επιλογή που θα δοκιμαστεί όμως από την κλιμάκωση της αντιδημοκρατικής επίθεσης της κυβέρνησης η οποία θα ωθεί αντικειμενικά τις πρωτοπόρες δυνάμεις των εργαζομένων και της νεολαίας σε θέσεις μάχης. Αυτή η πίεση, από τα κάτω, θα φτάνει στην ΚΕ του κόμματος η οποία καλείται να λύσει την αντίφαση, που το συνέδριο δημιούργησε: επαναστατική στρατηγική χωρίς ανατρεπτική πολιτική τακτική.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *