Του Γιώργου Ρούση
Εκ μέρους των εντός των τειχών του καπιταλιστικού συστήματος κριτικών
των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της κρίσης,
εμφανίζονται όλο και πιο συχνά φωνές που μας καλούν είτε να
ακολουθήσουμε τον αμερικανικό δρόμο εξόδου από αυτήν είτε και να
συμμαχήσουμε με τον προοδευτικό Ομπάμα ενάντια στην κακιά μάγισσα Μέρκελ.
Σε αυτά τα πλαίσια ακούγονται όλο και πιο συχνά υπερταξικές φωνές που
καλούν τις ΗΠΑ να αναλάβουν πρωτοβουλίες για να σώσουν την ανθρωπότητα
από την κρίση, που μας καλούν να σωθούμε μέσω ενός νέου New Deal, ή
που μας εμφανίζουν ως την καλύτερη προς αντιγραφή παρακαταθήκη του
Τσάβες, τον δήθεν συμβιβασμό του με τις ΗΠΑ για το «κούρεμα» του χρέους.
Ορισμένοι μάλιστα δεν διστάζουν να εντοπίσουν αναλογίες ανάμεσα σε Ομπάμα και Λούθερ Κινγκ.
Σε τελική ανάλυση αυτές οι φωνές στοχεύουν να αντικαταστήσουν τους
Ευρωπαίους-Γερμανούς πάτρωνές μας από αντίστοιχους Αμερικανούς.
Αξίζει λοιπόν τον κόπο να εξετάσουμε την πραγματική κατάσταση των ίδιων των ΗΠΑ του Ομπάμα.
Κατ” αρχάς πρέπει να επισημάνουμε ότι η «χαλάρωση» του δολαρίου, με
το συνεχές τύπωμά του, ναι μεν μπορεί να εξυπηρετεί κοντοπρόθεσμα τις
ΗΠΑ στο βαθμό που εξυπηρετεί το στόχο του περιορισμού του ελλειμματικού
εμπορικού τους ισοζυγίου, από την άλλη όμως κάθε άλλο παρά είναι βέβαιο
ότι αυτή η χαλάρωση τις εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα στην ανταγωνιστική τους
σχέση με το ευρώ. Πέραν όμως αυτού, έχει σημασία να επισημανθεί ότι η
αύξηση των τιμών του χρηματιστηρίου των ΗΠΑ και η σχετική ανάκαμψη της
βιομηχανικής παραγωγής τους επιτελούνται παράλληλα, αν όχι χάρη στην επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης των λαϊκών στρωμάτων.
Ετσι η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική έχει ως συνέπεια την
παραπέρα αύξηση της ανεργίας, η οποία προσεγγίζει το 8%, και παράλληλα
την τραγική επιδείνωση -κινεζοποίηση- των εργαζομένων στους τομείς της
«πραγματικής» οικονομίας που ανακάμπτουν. Κλασικές βιομηχανικές περιοχές
όπως το Ντιτρόιτ ζουν ημέρες πρωτόφαντης φτώχειας και δυστυχίας, με
σχετικά υψηλή ανεργία, η οποία όταν αντιμετωπίζεται εν μέρει, αυτό
συμβαίνει με μια εντυπωσιακή μείωση των μισθών που φτάνει το 50%.
Η κατ” εξοχήν παραδοσιακή βιομηχανική περιοχή των ΗΠΑ, η Πολιτεία του
Μίτσιγκαν, κηρύχτηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ηδη οι δήμαρχοι
τεσσάρων πόλεών της όρισαν διαχειριστές τής περιουσίας τους. Αυτοί, με
βάση την ισχύουσα νομοθεσία, έχουν την αρμοδιότητα να κλείσουν δημοτικές
επιχειρήσεις, να αλλάξουν εις βάρος των εργαζομένων τα συμβόλαια
εργασίας τους, να προβούν σε απολύσεις, να πουλήσουν περιουσιακά
στοιχεία των δήμων.
Αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο, το κράτος πρόνοιας σε κρίσιμους τομείς, όπως η υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις,
το οποίο έτσι κι αλλιώς βρίσκεται παρασάγγας πιο πίσω από το ευρωπαϊκό,
παρ” όλο που και αυτό το τελευταίο έχει βάναυσα πληγεί από την κρίση,
θα επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο με την αναμενόμενη δραστική μείωση του
αμερικανικού προϋπολογισμού, η οποία και θα αυξήσει παραπέρα και την
ανεργία του δημόσιου τομέα. Ολοι λοιπόν εκείνοι που μας προτρέπουν να
ακολουθήσουμε την Αμερική προβάλλοντας μεταξύ άλλων το γεγονός ότι το
μεγαλύτερο κατά Μαρξ πορνείο του καπιταλισμού, δηλαδή το χρηματιστήριο,
και πιο ειδικά ο Ντάου Τζόουνς, είχε άνοδο 9,4%, ενώ μικρότερη άνοδο
είχε και ο ευρύτερος δείκτης, αποκρύπτουν όλα τα παραπάνω. Αποκρύπτουν
δηλαδή το γεγονός ότι ο δείκτης του τζόγου μπορεί να αυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα -ή ακόμη και χάρη στο γεγονός ότι- επιδεινώνεται δραματικά η κατάσταση ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Η λύση λοιπόν απέναντι στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση δεν είναι η
εναντίωση στην ιμπεριαλιστική πολιτική του γερμανικού κεφαλαίου, με την
προσκόλληση, τη μίμηση ή και τη συμμαχία με τον αμερικάνικο, αγγλικό ή
ρώσικο ιμπεριαλισμό, όπως μας προτρέπουν να πράξουμε ακόμη και αντι-ευρώ
αναλυτές, αλλά η συνολική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και βεβαίως με το ντόπιο κεφάλαιο.
Δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 28/4/2013