ΚΚΕ: Κακόβουλη κριτική, υποτίμηση των αγώνων
Η
Κομμουνιστική Επιθεώρηση (4/13) και ο Ριζοσπάστης (14/7) αφιέρωσαν
αρκετές σελίδες κριτικής στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ, στην τακτική και τη
στρατηγική μας. Στην κριτική αυτή, δεσπόζει η μεταφυσική μονομέρεια, ο
δογματισμός, ο σεχταρισμός.
Μονότονα
ανακυκλούμενα σχήματα, σοφιστική συλλογιστική, εξυπνακίστικη χωρίς
γείωση στη σύνθετη, αντιφατική, κινούμενη πραγματικότητα. Ας προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε αυτή τη λογική: «Αντικειμενικά,
η οριοθέτηση ως άμεσου πολιτικού στόχου της ανατροπής της κυβέρνησης
δίνει αέρα στα πανιά του ΣΥΡΙΖΑ στην προοπτική ανάδειξης του σε
κυβέρνηση, καθιστώντας όσες δυνάμεις το υιοθετούν όπως και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ
δορυφόρο του ενός πόλου».
Η
προβολή τον συνθήματος «μπορούμε να τους ρίξουμε» αντικειμενικά
καταλήγει -κατά το ΚΚΕ- στην υποστήριξη της εναλλαγής τον κυβερνητικού
διαχειριστή. Σύμφωνα μάλιστα με τους αναλυτές του ΚΚΕ, αυτή η πολιτική
είναι απότοκη του αντικαπιταλιστικού προγράμματος των ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΝΑΡ. Το
πρόγραμμα αυτό, αφού για την υλοποίηση του δεν απαιτείται η ανατροπή
της εξουσίας των μονοπωλίων, «στρώνει χαλί για την κυβέρνηση στο έδαφος
της αστικής εξουσίας που θα το υλοποιήσει». Θεωρητική
βάση αυτής της κριτικής αποτελεί η ακρογωνιαία αντίληψη του ΚΚΕ ότι οι
μεταβατικοί-ανατρεπτικοί στόχοι, όπως αυτοί που περιλαμβάνει το
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι δυνατοί μόνο με την
κατάκτηση της εξουσίας.
Πρώτο: Η
άποψη που υποστηρίζει ότι ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΣΥΡΙΖΑ συγκλίνουν στην προώθηση
της κυβερνητικής προοπτικής του δεύτερου, παραπέμπει στο γνωστό σόφισμα
που ταυτίζει μπουζούκι και αστυφύλακα, επειδή κι οι δύο είναι όργανα..
Ταυτίζει, δηλαδή, δύο ολότητες με τη σύμπτωση τους σ' ένα δευτερεύον
στοιχείο τους. Θαυμάστε λογική!
Αποκλείεται
άραγε κάποιος που αγωνίζεται για την ανατροπή μιας αστικής κυβέρνησης
να είναι αντίπαλος μιας άλλου τύπου αστικής κυβέρνησης και να έχει ως
γνώμονα τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που και η μια και η άλλη
αστική διαχείριση αντιστρατεύεται; Μπορούν
να σκεφτούν ότι με τους λαϊκούς αγώνες που θα αναπτυχθούν για την
ανατροπή της κυβέρνησης και της πολιτικής της μπορεί να προκύψει μια
ισχυρή λαϊκή αντικαπιταλιστική δυναμική (με την κοινή δράση των
αντικαπιταλιστικών κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, θα δημιουργήσει
ρωγμές στο σύστημα θα αποσπάσει παραχωρήσεις από τη διάδοχο αστική
κυβέρνηση, θα ανοίξει δρόμο προς τη ρήξη και την ανατροπή;
Το ΚΚΕ, δέσμιο του
γραφειοκεντρισμού του, εξετάζει την εναλλαγή των αστικών κυβερνήσεων
μόνον καθ' εαυτήν και όχι κύρια από την άποψη των δυνατοτήτων για το
κίνημα.
Παραπέμπουμε στη στάση του Λένιν σε παρόμοιες ψευτοδιλημματικές καταστάσεις: «Παλεύουμε κατά του Κορνίλοφ, ακριβώς όπως κάνουν τα στρατεύματα του Κερένσκι, αλλά δεν υποστηρίζουμε τον Κερένσκι»...
Στις
αναλύσεις του ΚΚΕ υποβόσκει η δογματική αντίληψη ότι ακόμη και
ανατρεπτικοί στόχοι όταν υλοποιούνται στο πλαίσιο του σημερινού
κοινωνικοπολιτικού συστήματος, τότε εκφυλίζονται σε καπιταλιστικές
ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα το ίδιο το ΚΚΕ να αυτοαναιρείται.
Δεύτερο: Η
προηγούμενη ανάλυση δεν θα χρειαζόταν, αν το ΚΚΕ καλοπροαίρετα
αναγνώριζε ότι άξονας πάλης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ (σύμφωνος με τη
γραμμή Λένιν), χωρίς την παραμικρή παρέκκλιση, είναι η ανατροπή της
συγκυβέρνησης, αλλά και της κάθε κυβέρνησης ή συγκυβέρνησης με το όποιο
πρόσημα που θα διαχειρίζεται την επίθεση του κεφαλαίου.
Τρίτο: Η
ουσία της κριτικής του συνίσταται στο ότι το μεταβατικό πρόγραμμα της
ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι ριζοσπαστικό, γιατί δεν συνδέεται με (δεν
προϋποθέτει) τη λύση του ζητήματος της εξουσίας και της ιδιοκτησίας των
μέσων παραγωγής.
Θεωρεί
ότι χωρίς αυτό το πλαίσιο το μεταβατικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του
ΝΑΡ απλώς «εντάσσεται σε ένα άλλο μίγμα διαχείρισης της κρίσης».
Αναλύοντας
τους στόχους του μεταβατικού προγράμματος, σύμφωνα με το παραπάνω
σκεπτικό «αποδεικνύουν» ότι δεν είναι στόχοι αντικαπιταλιστικοί, αλλά
συστημικοί, εφαρμόσιμοι από ένα μίγμα αστικής διαχείρισης.
Η συγκεκριμένη ανάλυση των μεταβατικών στόχων είναι άκρως στρεβλωτική. Αναλυτική αναφορά σε μια τέτοια κριτική παρέλκει.
Ενδεικτικά αναφέρουμε την άποψη του αρθρογράφου της ΚΟΜΕΠ για «την παντελή απουσία αναφοράς στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής» (σ.
55), ενώ στην ίδια σελίδα και στην προηγούμενη εκθέτοντας τους στόχους
του μεταβατικού προγράμματος αυτοανασκευάζεται, παρουσιάζοντας δύο
θέσεις από το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που αναφέρονται στην εθνικοποίηση
των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό - λαϊκό έλεγχο,
χωρίς αποζημίωση, στην υπεράσπιση των συλλογικών παραγωγικών
δυνατοτήτων, για να μείνουν ανοιχτές επιχειρείς και εργοστάσια με
εργατικό έλεγχο, για να ζήσουν τα αυτοαπασχολούμενα λαϊκά στρώματα με
τους συνεταιρισμούς τους.
Με απουσία λογικού ειρμού, ενώ μετά βδελυγμίας ελεεινολογεί «την απουσία αναφοράς στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», από την άλλη, την απαξιώνει, θεωρώντας
την απλώς μορφή καπιταλιστικής ρύθμισης, χωρίς να την διφοροποιεί από
τις ιδιωτικοποιήσεις, που εξυπηρετεί σε κάθε περίπτωση τα συμφέροντα των
μονοπωλιακών ομίλων.
Πέρα
όμως από τις στρεβλώσεις και τις παιδαριώδεις αντιφάσεις, σε αυτές τις
αναλύσεις υποβόσκει η δογματική αντίληψη ότι ακόμη και ανατρεπτικοί
στόχοι, όταν πραγματοποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος εκφυλίζονται
σε καπιταλιστικές ρυθμίσεις. Έτσι, όμως, το ΚΚΕ αυτοαναιρείται, γιατί
και οι αμυντικοί αγώνες (εισοδηματικοί κυρίως) στους οποίους
ειδικεύεται, όταν επιτυγχάνουν, θεσμοποιούνται από το κράτος που (την
ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενο) τους ιδιοποιείται επιχειρώντας να εξωραΐσει
τη φυσιογνωμία του.
Το κυριότερο: Ο χαρακτήρας των αλλαγών δεν
καθορίζεται μόνο ή και κύρια από το οικονομικοπολιτικό σύστημα. Αλλά
κύρια και από το συσχετισμό δυνάμεων στους αγώνες και από το ποιος
ηγεμονεύει στις πραγματοποιούμενες αλλαγές.
Έτσι, ακόμη και επουσιώδεις στην κοινωνική κλίμακα παράγοντες, όπως η αύξηση της τιμής των εισιτηρίων στη Βραζιλία, μπορεί σε συνθήκες οξυμένων κοινωνικών αντιθέσεων να πυροδοτήσουν εξεγέρσεις. Το πιο χαρακτηριστικό ιστορικά παράδειγμα: Οι στόχοι του κεντρικού συνθήματος των μπολσεβίκων «ψωμί, γη, ειρήνη» κάλλιστα μπορούσαν να εκπληρωθούν στο πλαίσιο του ρωσικού καπιταλισμού.
Όμως
η οξυδέρκεια και η διαλεκτική εικονοκλαστική σκέψη του Λένιν διείδε σε
αυτά τα προβλήματα την αδυναμία της εξουσίας στη συγκεκριμένη ιστορική
συγκυρία να λύσει αυτά και παρόμοια προβλήματα και την εκρηκτική
επενέργεια αυτής της εκκρεμότητας στις μάζες.
Θα
μπορούσαν βέβαια οι θεωρητικοί του ΚΚΕ να αντιστρέψουν το επιχείρημα
και να ισχυριστούν ότι αυτά τα προβλήματα λύθηκαν, επειδή συνδέθηκαν με
την επανάσταση. Συνέβη το εκ διαμέτρου αντίθετο. Οι μπολσεβίκοι δεν περίμεναν την επανάσταση για να αρχίσουν να λύνουν τα οξυμένα προβλήματα. Απεναντίας,
τα μετέτρεψαν σε πολιορκητικό κριό της ταξικής πάλης, που οδήγησε στην
επανάσταση και τη νίκη της. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Απρίλιο του
1917 ο Λένιν μιλώντας για το αγροτικό ζήτημα, καλούσε τους αγρότες «να
εφαρμόσουν την αγροτική μεταρρύθμιση αμέσως οι ίδιοι και να
απαλλοτριώσουν αμέσως τα τσιφλίκια με αποφάσεις των τοπικών αντιπροσώπων
των αγροτών».
Οι μπολσεβίκοι, αντίθετα με το ΚΚΕ, δεν περίμεναν την επανάσταση. Την προετοίμαζαν δημιουργώντας
σοβιέτ, προωθώντας τον επαναστατικό ντεφετισμό στο στρατό, ενισχύοντας
τα σοβιέτ των στρατιωτών, θέτοντας τα εργοστάσια υπό τον έλεγχο των
εργατών (ενώ σύμφωνα με την ΚΟΜΕΠ, σ. 57 «οι φράσεις περί εργατικού - λαϊκού ελέγχου είναι κενές περιεχομένου όταν κυριαρχεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία»!!! (Καημένε Λένιν)...
Πώς όμως εξηγείται αυτός ο συντηρητισμός των κομμουνιστικών κομμάτων και των συνδεδεμένων με τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» αλλά και των ευρωκομμουνιστικών, η απεμπόληση της επαναστατικής παράδοσης, των ανατρεπτικών και ρηξιακών στόχων, των εξεγέρσεων;
Σε μια απόπειρα ερμηνείας καθοριστικό ρόλο έπαιξε η αυτονόμηση του κόμματος από την εργατική τάξη και την κοινωνία, η απολυτοποίηση της διατήρησης του, η αύξηση της δύναμης του, χωρίς επιλογές με διακύβευμα.
Συγκεκριμένα, ο
περιορισμός σήμερα του ΚΚΕ σε αμυντικούς στόχους και στην περιχαράκωση
εκφράζει ακριβώς την απροθυμία για οξυμένη και ανατρεπτική πάλη, το φόβο
για το επαναστατικό διακύβευμα, τον αυτοεγκλεισμό του σ' έναν αμυντικό
ρεφορμισμό, που είναι κραυγαλέα αναντίστοιχος στις αγωνιστικές
απαιτήσεις ενός υπεραντιδραστικού ολοκληρωτικού καπιταλισμού και που
αποκλείεται να ανυψωθεί σε επαναστατικό υποκείμενο.
Η όξυνση της επίθεσης του καπιταλισμού ενάντια στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα δεν συνάδει με την επικέντρωση μόνο στα άμεσα ζητήματα (αποδοχές, συνθήκες εργασίας) αλλά στα μεταβατικά - προωθημένα ζητήματα, που
η επίλυση τους κλονίζει τον καπιταλισμό και συγκεντρώνει τις δυνάμεις
της επαναστατικής μετάβασης. Ακόμη και τα άμεσα προβλήματα αποκτούν την
όξυνση μεταβατικών στόχων.
Δεν
είναι άμοιρη αυτού του κλίματος η απόφαση ενός όχι ριζοσπαστικού κλάδου
(καθηγητές Δημοσίου) να υιοθετήσει μια δυναμική μορφή πάλης (απεργία
διαρκείας).
Δεν
είναι τυχαίο, επίσης, που το ΚΚΕ με τη συντηρητική οπτική του και το
φόβο μιας «ανεξέλεγκτης» έκρηξης του κινήματος, χαρακτήρισε την απεργία
τους τυχοδιωκτισμό... (ΚΟΜΕΠ, σ. 64).
Δημήτρης Γρηγορόπουλος, εφημερίδα ΠΡΙΝ, 21/7/13
ΠΗΓΗ: ΝΑΡ