«Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης
γυναίκας περίπου 35 ετών μεταφέρεται στο νεκροτομείο από τον Σταθμό
Πρώτω ν Βοηθειών. Το συνοδευτικό έγγραφο πληροφορεί πως παραλήφθηκε από
το «σφαγείο» του ξενοδοχείου Κρυστάλ και η έκθεση του ιατροδικαστή
πιστοποιεί φριχτές παραμορφώσεις και κακώσεις στο σώμα και στο κεφάλι
απο μαστίγιο και άλλα όργανα, «συνέπεια των οποίων επήλθε ο θάνατος».
Πριν η Σήμανση εξακριβώσει την ταυτότητα της νεκρής, η ΚΟΑ ήδη γνώριζε
πως είχε χάσει ένα απο τα μαχητικότερα στελέχη της, την Ηλέκτρα
Αποστόλου, μέλος της Ε.Π. και υπεύθυνη για την διαφώτιση όλης της
Αθήνας, που είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης στην διασταύρωση
Ιθάκης και Γ’ Σεπτεμβρίου από την ομάδα Παρθενίου της Ειδικής Ασφάλειας.
Το επόμενο διάστημα ένα πρωτοφανές κύμα εκτελέσεων σάρωνε την πόλη.
Μέσα σε μία μόνο εβδομάδα (1-7 Αυγούστου) 50 άτομα έχασαν την ζωή τους
σε διάφορα σημεία της Αθήνας , χτυπημένα από αόρατους εκτελεστές της
ΟΠΛΑ. Ήταν «ο λαός της Αθήνας που εκδικήθηκε το μαρτυρικό θάνατο της
Ηλέκτρας τιμωρώντας παραδειγματικά τους βασανιστές της». Πάνω στα
πτώματα βρίσκονταν μικρά σημειώματα με το όνομα «Ηλέκτρα» και έναν
διαφορετικό κάθε φορά αριθμό που αντιπροσώπευε αυτό που και οι λιγότερο
οξυδερκείς του κατοχικού στρατοπέδου ως πληρωμή για το θάνατο ενός
πρωτοκλασάτου στελέχους του ΚΚΕ. Ανώτερα ή μεσαία στρατιωτικά στελέχη,
χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες βρίσκονταν δολοφονημένοι, οι
περισσότεροι σε συνοικίες που είχαν τη φήμη «κομμουνιστικών προπυργίων»
στην πρωτεύουσα: Συνταγματάρχης Χωροφυλακής Ευθύμιος Σιδεράτος,
αντι-συνταγματάρχης Πυροβολικού Σωτήριος Κασίμης (Παγκράτι, 2
Αυγούστου), αξιωματικός αεροπορίας Κωνσταντίνος Λέων (Καισαριανή, 5
Αυγούστου), ταγματάρχης Πεζικού Σταμάτης Μαυρομάτης, ταγματάρχης
Διαχείρισης Ιωάννης Καπράλος, αξιωματικός Γεώργιος Διακάκης (Καισαριανή,
6 Αυγούστου), ανθυπολοχαγός Κωνσταντίνος Κοντονίκας (Καισαριανή ?, 27
Ιουλίου), ενωμοτάρχης Στέλιος Κοτσυφάκης (Νέα Σμύρνη, 29 Ιουλίου),
υπενωμοτάρχης Νικόλαος Δάρας (28 Ιουλίου), Κωνσταντίνος Κορίλης (Νέα
Σμύρνη, 29 Ιουλίου), Μαρίνος Τσέλιος (5 Αυγούστου), λοχαγός Πυροβολικού
Ιωάννης Αποστολίδης (6 Αυγούστου), ανθυπασπιστές Δημήτρης Κυπριωτάκης
(30 Ιουλίου), Νίκος Καναλοπίτης (31 Ιουλίου), Παναγιώτης Κανελλόπουλος
(1η Αυγούστου), εύζωνοι Σπύρος Βασιλόπουλος (3 Αυγούστου),
Δημήτρης Αηδόνης (5 Αυγούστου), Αλέξανδρος Μαύρος (Καλλιθέα, 6
Αυγούστου), χωροφύλακες Κωνσταντίνος Μιχαηλίδης (28 Ιουλίου),
Κωνσταντίνος Μάλλιος (31 Ιουλίου), Στέλιος Κυριακάκης (Κάτω Πετράλωνα, 1η Αυγούστου),
Γιώργος Πρέσβελης (Γκύζη, 4 Αυγούστου), υπάλληλος παθητικής αεράμυνας
Θανάσης Μιχαηλίδης (Νέα Σφαγεία, 6 Αυγούστου). Όλο το μίσος στρεφόταν
πια εναντίον της Ειδικής, ‘στα μπουντρούμια’ της οποίας ‘κόβουν σε
γυναίκες τα στήθη, από ζωντανούς κόβουν τα γεννητικά όργανα, τους
ανοίγουν το σώμα και το αλατίζουν [...] όλα αυτά τα εγκλήματα [είναι]
συνέχεια του Διστόμου’. Η τιμωρητική εκστρατεία ήταν μεθοδική: στις 30
Ιουλίου ένα επίλεκτο απόσπασμα ΕΛΑΣιτών απο το Τάγμα Νέου Κόσμου, με
επικεφαλής τον καπετάνιο Γιάννη Κυριακίδη, επιχείρησε τον επικεφαλής της
Ειδικής Ασφάλειας στη «σφηκοφωλιά» των Πατησίων, Ευάγγελο Χανιώτη
(λανθασμένα αναφέρεται σε ΕΑΜικές πηγές ως ‘Χασιώτης’) ανοίγοντας πυρ
μέσα στην ταβέρνα που βρισκόταν στο τέρμα Πατησίων. Η απόπειρα απέτυχε
με την απώλεια του Αρμένιου μαχητή Σαρκίς Φόγκα, ενώ η επέμβαση μιας
ομάδας Γερμανών που περιπολούσε σε παρακείμενο αλσύλλιο έσωσε τον
Χανιώτη, ο οποίος διακομίστηκε σοβαρά τραυματισμένος σε νοσοκομείο. Στις
4 Αυγούστου ένα «κουρσάκι» με 5 άγνωστους επιβάτες σταμάτησε στην
πλατεία του Γκύζη και άρχισε να πραγματοποιεί έλεγχο ταυτοτήτων υπό την
απειλή όπλων στην ταβέρνα κάποιου Αλιφέρη. Ξαφνικά όλοι έστρεψαν τα
αυτόματα τους και πυροβόλησαν εναντίον ενός ατόμου – προφανώς αυτού που
αναζητούσαν – και ο οποίος αναγνωρίστηκε ως ο χωροφύλακας της Ειδικής
Ασφάλειας Γιώργος Πρέσβελης.
Ο κύκλος του αίματος μόλις άνοιγε. Από την πρώτη μέρα του Αυγούστου
μάχες και συμπλοκές σε Αθήνα και Πειραιά βρίσκονταν στην ημερήσια
διάταξη με τα Τάγματα να πληθαίνουν τις επιδρομές και τους μαχητές του
ΕΛΑΣ να επιδεικνύουν πρωτοφανή αυτοθυσία. Την πρώτη μέρα του μήνα, μια
περιπολία Ευζώνων στο συνοικισμό της Νέας Εφέσσου, στην Καισαριανή,
κατέληξε σε ανοιχτή μάχη με αποτέλεσμα τον τραυματισμό τριών Ευζώνων και
τον θάνατο δύο μαχητών του ΕΛΑΣ. Πολλοί κάτοικοι τραυματίστηκαν επίσης,
όταν δέκα σπίτια του συνοικισμού παραδόθηκαν στις φλόγες κατά τη
διάρκεια της μάχης. Δύο ημέρες αργότερα δύο 18χρονοι μαχητές του ΕΛΑΣ
Κατσιποδίου κλείστηκαν σε ένα σπιτάκι της οδού Αιγαίου και σκοτώθηκαν
πολεμώντας υπέρτερες δυνάμεις των Γερμανών. Την επομένη ένας 18χρονος
του ΕΛΑΣ Γούβας, ο Γιάννης (Τζώνης) Φραγκονικολόπουλος, εγκλωβίστηκε σε
μία ταράτσα στη Νέα Ελβετία, και αυτοκτόνησε με το πιστόλι του για να
μην πέσει στα χέρια των τσολιάδων. Ακόμη και για τους πλέον αμέτοχους,
εκείνος ο Αύγουστος απέπνεε μια τρομακτικά πολεμική ατμόσφαιρα. ‘Ζω σε
μια πολιτεία που έχει πάθει ένα είδος αμόκ. Στην περιφέρεια της Αθήνας
κάθε βράδυ γίνονταν μάχες σωστές ανάμεσα στο ΕΑΜ και στα σώματα
ασφαλείας. Στο κέντρο της πόλης γίνονται συνεχώς δολοφονίες. Παράξενο
μας φαίνεται όταν δεν ακούγονται πυροβολισμοί’ (Γ. Θεοτοκάς).»
από το «Το Τιμωρό Χέρι του λαού: η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην
κατεχόμενη πρωτεύουσα, 1942-1944.» Ιάσονας Χανδρινός, σελ. 237 – 241.
Συμπληρώνονται σήμερα 69 χρόνια από τον θάνατο της Ηλέκτρας και είπα
να κάνω αυτή την ανάρτηση. Τόσο γιατί πολλοί/ες, μεταξύ των οποίων κι
εγώ, αγνοούμε κόμβους αυτού που γενικώς κι αφηρημένα ονομάζουμε
(υμνούμε/ ασκούμε κριτική) ως ‘εμφύλιο πόλεμο’ στην ελλάδα, όσο και
γιατί καλό είναι να γνωρίζουμε την ιστορία του ντόπιου αντιφασισμού. Λέω
‘εμφύλιο πόλεμο’ παρόλο που τα γεγονότα διαδραματίστηκαν στα 1944,
αφενός, γιατί η Ηλέκτρα συνελήφθη, βασανίστηκε, εξορίστηκε και
δολοφονήθηκε από έλληνες, αφετέρου, γιατί αποδέχομαι το σχήμα που
αναζητά τις αρχές του ελληνικού εμφυλίου πολύ πριν οργανωθεί ως ένοπλη
σύγκρουση, αποδεχόμενος εν μέρει της παραδοχές τούτου εδώ του εγχειρήματος.
Υπάρχουν κι άλλοι λόγοι να μιλήσει κανείς σήμερα για τις Ηλέκτρες.
Προσπαθούν δήμαρχοι, νομάρχες, υπουργοί και ακαδημία να τις παρουσιάσουν
σαν «εθνικές ηρωίδες». Το τραγικό (εντάξει, όχι και για κλάμματα πλέον,
μιας και είναι συνηθισμένος κανείς στο νομοταγή χαρακτήρα του κόμματος)
είναι ότι ακόμη και οι πρώην σύντροφοι/ισσες και το κόμμα στο οποίο
ανήκαν τέτοιοι ανθρώποι προσπαθεί πάνω απ’ όλα να τις παρουσιάσει σαν
«πατριώτισσες». Έτσι ώστε να ‘ναι συνεπείς με την μεταπολιτευτική τους
αφήγηση για την ήττα του εμφυλίου. Έτσι ώστε να μπορούσαν να
διεκδικήσουν, στην μεταπολίτευση, ή γενικά μετά τον εμφύλιο, μια
πρόσβαση στην εξουσία, αναγνωριζόμενοι ως κομμάτι της εθνικής
αντίστασης. Όχι ότι δεν χωρούσαν από πλευράς των υποκείμενων αυτών
τέτοιες ταμπέλες σε καιρούς ναζιστικής παρουσίας στην ελλάδα και στα
πλαίσια εθνικοαπελευθερωτικής αντίστασης, αλλά αν προσέξει κανείς
/καμιά, από τους απολογισμούς και τις νεκρολογίες της Ηλέκτρας και της
κάθε Ηλέκτρας απουσιάζει εντέχνως πάντοτε «το ποιος ακριβώς ήταν ο
αντίπαλος» πέρα από τους γερμανούς (οι άλλοι μισοί έλληνες!!!), αλλά
απουσιάζει και όλη η θέρμη και η ποσότητα της βίας του εμφυλίου πολέμου
που κατευθύνθηκε εναντίον των αντιφασιστών και των όποιων «άλλων»
βρέθηκαν στο πέρασμα γερμανών και ελλήνων φασιστών. Δεν χωράει αυτή η
θέρμη να μπει στις επίσημες νεκρολογίες και τους απολογισμούς γιατί
τέτοια πράγματα ίσως σκαλίσουν παλιά πάθη.
Βλέπω ότι έχουμε δύο επιλογές μέσα σε αυτό το εθνικά συνεπές ιστορικό
συνεχές: να σκαλίσουμε τα παλιά πάθη, να τα ξεσκεπάσουμε, ή να φάμε
αμάσητες τις λειψές αφηγήσεις που μας παρουσίασαν κατά καιρούς (π.χ. στο
σχολείο ως μαθητές, στο κόμμα ως πρόβατα ή ακόμη και ως χαζοχαρούμενοι
αναρχικοί που μόλις ανακάλυψαν τον Άγι Στίνα) και να γίνουμε σαν τα
μούτρα αυτών που μας σερβίρουν ιστορία.
Η Ηλέκτρα Αποστόλου γεννήθηκε το 1912 στην Αθήνα. Έμενε στο Ηράκλειο
Αττικής. Ήταν αδερφή του στελέχους του ΚΚΕ Λευτέρη Αποστόλου. Σε ηλικία
13 ετών μπήκε στην ΟΚΝΕ και έπειτα στο ΚΚΕ. Ανέλαβε την καθοδήγηση στην
ΟΚΝΕ και έγινε μέλος της κεντρικής επιτροπής. Συνελήφθη και πέρασε
βασανιστήρια από το μεταξικό καθεστώς. Το 1939 συλλαμβάνεται εκ νέου και
στέλνεται, στην εξορία, στην Ανάφη. Εκεί γέννησε την κόρη της, Αγνή.
Δραπέτευσε. Ήταν μέλος της οργάνωσης ‘Λεύτερη Νέα’, ευαισθητοποιημένη
πάνω στο γυναικείο ζήτημα. Έπειτα έγινε υπεύθυνη της διαφώτισης των
κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ στην Αθήνα. Ο σύζυγος της, Γιάννης
Σιδερίδης, επίσης στέλεχος του ΚΚΕ, πέθανε στην εξορία το 1943. Στις 25
Ιουλίου 1944 συνελήφθη από την Αστυνομία Πόλεων, το τμήμα Ειδικής
Ασφάλειας. Οδηγήθηκε στο ξενοδοχείο Κρυστάλ (οδός Ελπίδος, αριθμός 3),
στην σημερινή πλατεία Βικτωρίας, όπου βασανίστηκε φριχτά με μαστίγιο
(«Κατά τα κατώτερα των κνημών και άκρους πόδας, παρατηρείται εξοίδωσις
κυανού βαθμού. Αι εκχυμώσεις αύται ως και οι των βραχιόνων, παρήχθησαν
κατόπιν δράσεων σκληρών και αμβλέων οργάνων (μαστιγίων, βουνεύρων,
πλεκτού σύρματος, σχοινίου, αλύσεως κλπ.), βιαιότατα κατενεχθέντων»),
κρέμασμα («Φαίνεται ότι το σώμα της θανούσης απαιωρήθη εν ζωή διά των
μασχαλών»), καψίματα από τσιγάρα («Κατά τη ραχιαίαν επιφάνειαν του
αριστερού άκρου του ποδός παρατηρείται έγκαυμα δευτέρου βαθμού εκτάσεως
ταλλήρου. Κατά τη μετατάρσιον χώραν του αυτού ποδός έτερον έγκαυμα δίδον
όμως τους χαρακτήρας του μετά θάνατον γενομένου»), σκίσιμο τριχών από
όλο της το σώμα («Το τριχωτόν της κεφαλής έχει αποκοπή ατέχνως και
ανωμάλως διά μαχαιριδίου», «Το τριχωτόν του εφηβαίου παρουσιάζει φρύξιν
των τριχών» ) και ανελέητο ξύλο («Από της ρινός και του στόματος
φαίνεται έρευσεν αίμα»).
Πετάξαν το πτώμα της, την άλλη μέρα, από την ταράτσα του Κρυστάλ στο οδόστρωμα.
Στα 1947, το Ειδικό Δικαστήριο απαλλάσσει τον διαβόητο Παρθενίου, δολοφόνο της Ηλέκτρας Αποστόλου.
Η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Ηλέκτρα», έγραψε γι’ αυτήν: «… Όλες
τις χαρές δεν τις χορτάσαμε: Το ψωμί, τον έρωτα, τη μητρότητα, τη
γαλήνη, τη λευτεριά, τη δημοκρατία… Όλα μας τ’ αρπάζουν από τα χέρια,
απ’ το στόμα, απ’ την καρδιά. Την πίστη μας όμως, αυτή κανένας δεν
μπόρεσε να μας την αρπάξει. Κι αυτή η πίστη έχει χέρια δημιουργού και τα
ξαναφτιάχνει όλα … απ’ την αρχή όλα.»
Stepanyan TSP, 26 – 07 – 2013
υγ. η φωτό δείχνει την οδό Ελπίδος σήμερα, την οδό Ελπίδος που τότε
φιλοξενούσε το ‘σφαγείο’ Κρυστάλ της Ειδικής Ασφάλειας και όπου
πετάχτηκε το βασανισμένο πτώμα της Ηλέκτρας. Ο δήμος Αθηναίων, επί
Κακλαμάνη, αρνήθηκε να μετονομαστεί ο δρόμος αυτός σε οδό Ηλέκτρας
Αποστόλου.