Στο ελληνικό αντιφασιστικό κίνημα, υπάρχουν δυο βασικά πεδία αντιπαράθεσης . Το πρώτο είναι : ο φασισμός σταματιέται θεσμικά, επικοινωνιακά, εκπαιδευτικά,  και γενικώς από τα πάνω, με ένα «δημοκρατικό τόξο» ή με την μαχητική κινηματική δράση των από κάτω; Πρόκειται για το θέμα που κυρίως απασχολεί την πλειοψηφία  των αριστερών, δημοκρατών και αντιφασιστών της κοινωνίας. Μέσα στο στρατόπεδο των υποστηρικτών της μαχητικής από τα κάτω δράσης, υπάρχει κι ένα δεύτερο πεδίο αντιπαράθεσης: μαζικό κίνημα, που χωρίς να «καταδικάζει τη βία» γενικώς, δίνει έμφαση στη μαζική κινητοποίηση και στην  εμπλοκή κοινωνικών και πολιτικών φορέων ή αποφασισμένες μειοψηφίες «πεισμένων» που με θαρραλέες συγκρούσεις θα «ανοίγουμε τα κεφάλια των ναζί όπου τους βρούμε»;
Αυτό το ερώτημα απασχολεί πιο μειοψηφικά κομμάτια της κοινωνίας, αλλά τα πιο κινηματικά και μαχητικά, και ως εκ τούτου η απάντησή του είναι το ίδιο σημαντική, αφού προσανατολίζει το αντιφασιστικό κίνημα στη μία ή στην άλλη κατεύθυνση. Στη δεύτερη απάντηση προσανατολίζονται τμήματα του antifa και αντιεξουσιαστικού κινήματος.
Εμείς σήμερα θα απαντήσουμε στο δεύτερο ερώτημα, διαλέγοντας την πρώτη απάντηση. Γι’ αυτή μας την απάντηση είναι συχνό στην επαφή μας με άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου να κατηγορούμαστε σαν νομιμόφρονες, θεσμολάγνοι και «κότες» . Ωστόσο το ζήτημα από τη μεριά μας δεν μπαίνει με το πόσο «ατρόμητοι» ή «ήρωες» είμαστε, αλλά στο πώς εμείς αναλύουμε το σύστημα, το ρατσισμό, το φασισμό, και άρα στο κατά πόσο –με βάση την ανάλυσή μας- είμαστε αποτελεσματικοί απέναντί τους. Σε μια απάντησή του ο Ράντεκ το 1922 προς το Ιταλικό ΚΚ που διαλέγει τον «αποφασιστικό» και όχι το μαζικό δρόμο απέναντι στους φασίστες προειδοποιεί  : « Αν οι Ιταλοί Κομμουνιστές φίλοι μας θέλουν να έχουν ένα μικρό και καθαρό κόμμα, είμαι υποχρεωμένος να τους πω ειλικρινά ότι ένα μικρό και καθαρό κόμμα μπορεί πρόθυμα να φιλοξενηθεί στη φυλακή». Σύντομα η προειδοποίηση επιβεβαιώνεται τραγικά, με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία και το πογκρόμ εις βάρος των κομμουνιστών, κάτι που δείχνει ότι αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα κάθε άλλο παρά συμβαδίζουν υποχρεωτικά…

Ο καπιταλισμός βασίζεται στην εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των άλλων υποτελών τάξεων και πληθυσμιακών ομάδων. Για να εδραιώσει την κυριαρχία του προωθεί την ανταγωνιστικότητα μεταξύ μερίδων του πληθυσμού, στρέφει κομμάτια των εργαζομένων το ένα έναντι του άλλου, διαιρεί τεχνητά τους εργαζόμενους και καλλιεργεί τον «κοινωνικό αυτοματισμό». Δημόσιοι εναντίον ιδιωτικών, μόνιμοι εναντίον συμβασιούχων,stage, «ενοικιαζόμενων», νέοι και παλιοί εργαζόμενοι, πρωτευουσιάνοι και επαρχιώτες,άντρες και γυναίκες, στρέιτ και γκέι. Σε αυτήν την προσπάθεια εξέχουσα θέση παίζει ο εθνικός, θρησκευτικός και φυλετικός ρατσισμός. Λέει ο Μαρξ για τη χρήση του ρατσισμού από τους «από πάνω» πριν από 150 χρόνια:

«Κάθε βιομηχανικό και εμπορικό κέντρο στην Αγγλία τώρα έχει μια εργατική τάξη διχασμένη σε δύο εχθρικά στρατόπεδα, τους Άγγλους προλετάριους και τους Ιρλανδούς προλετάριους. Ο μέσος Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη σαν ανταγωνιστή που ρίχνει το επίπεδο διαβίωσής του. Απέναντι στον Ιρλανδό εργάτη θεωρεί τον εαυτό του μέλος του κυρίαρχου έθνους και σαν αποτέλεσμα γίνεται όργανο των Άγγλων αριστοκρατών και καπιταλιστών ενάντια στην Ιρλανδία, ενισχύοντας έτσι την κυριαρχία τους πάνω στον ίδιο. Αποδέχεται τις θρησκευτικές, κοινωνικές και εθνικές προκαταλήψεις ενάντια στον Ιρλανδό εργάτη. Ο Ιρλανδός τον πληρώνει με το δικό του νόμισμα. Βλέπει στον Άγγλο εργάτη τον συνεργάτη και το ηλίθιο όργανο των Άγγλων αφεντικών στην Ιρλανδία.Αυτός ο ανταγωνισμός είναι το μυστικό της ανικανότητας της αγγλικής εργατικής τάξης, παρά την οργάνωσή της. Είναι το μυστικό με το οποίο η καπιταλιστική τάξη διατηρεί τη δύναμή της. Και η τελευταία το ξέρει καλά αυτό».

Σε περίοδο κρίσης, όπως η σημερινή, οι θεσμοί και τα παραδοσιακά κόμματα καταρρέουν, ο κόσμος της δουλειάς χάνει τα πάντα, εξοργίζεται και εισβάλλει στην πολιτική σκηνή, αλλάζει  ραγδαία πολιτικές απόψεις, βγαίνει στους δρόμους και εξωθείται στην άμεση δράση ενάντια στο σύστημα. Οι από πάνω ξέρουν ότι το κοινωνικό εκκρεμμές κινδυνεύει να πάει αριστερά, με ένα μαζικό κίνημα φτωχών και καταπιεσμένων που τείνει να απειλήσει το συσσωρευμένο πλούτο τους και το σύστημα που διαιωνίζει την κυριαρχία τους. Απέναντι σε αυτό το φόβο έχουν πάντα ως εφεδρεία, ενισχύουν και χρησιμοποιούν στη δόση που χρειάζεται τους φασίστες, για να αναχαιτίσουν τον κίνδυνο της μαζικής ανατροπής τους από τους «ξεβράκωτους».
Τι χαρακτηριστικά έχουν οι φασίστες;
  • Είναι «λαϊκοί», χρησιμοποιούν ακόμη και –φαινομενικά- αριστερά αιτήματα και ατάκες, στρεφόμενοι ενάντια στους «τοκογλύφους», στις «πολυεθνικές»,  τους «Αμερικάνους».
  • Έχουν «αντισυστημικό» προφίλ. Παριστάνουν πως δεν τους νοιάζουν οι θεσμοί,  δε βάζουν «νερό στο κρασί τους», δίνουν έμφαση στους δρόμους και στα τάγματα εφόδου, παρουσιάζονται σαν «διωκόμενοι από το Κράτος και το Παρακράτος της Αριστεράς», αναλαμβάνουν άμεση δράση.

Αυτά είναι δυο ουσιώδη χαρακτηριστικά του φασισμού, που μπορούν να τον καταστήσουν ΜΑΖΙΚΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, και γι αυτό μπορεί να παίξει για τον καπιταλισμό το ρόλο που κανένα άλλο αστικό πολιτικό εργαλείο δεν μπορεί να παίξει. Πρόκειται για ένα κίνημα φτωχών και εξοργισμένων εθελοντών, που λειτουργεί ως στρατός ενάντια στον αγώνα των εργαζομένων στο δρόμο τους για την απελευθέρωση από τα αφεντικά τους. Έχει πλεονεκτήματα που οι κλασικοί αστικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί (στρατός, αστυνομία, μπράβοι) δεν έχουν: τη λαϊκότητα (που μπορεί να διαβρώσει τη λαϊκή βάση της αριστεράς), τον εθελοντισμό, και τη μαζικότητα. Αν οι αστοί επιστράτευαν μόνο το στρατό και την αστυνομία απέναντι στους επαναστατημένους, θα διακινδύνευαν να στραφεί όλος ο κόσμος εναντίον τους, και επιπροσθέτως να προκληθουν φαινόμενα μαζικής ανταρσίας μέσα στις δυνάμεις καταστολής. Στην πραγματικότητα αυτό έγινε το 1917-1920 κι έγιναν εφικτές οι επαναστάσεις σε πολλές χώρες διεθνώς, και αυτό ήταν που γέννησε την ανάγκη στους αστούς να επινοήσουν το φασισμό. Ο φασισμός λοιπόν είτε λειτουργεί συμπληρωματικά στις δυνάμεις καταστολής, είτε –εφόσον αναπτυχθεί- αναλαμβάνει ο ίδιος τον κεντρικό ρόλο στην καταστολή και στην καταστροφή των συλλογικοτήτων και των αγώνων των φτωχών ενάντια στα αφεντικά τους. Στο δρόμο για την επίτευξη αυτού του στόχου, που είναι κοινός για τον καπιταλισμό και το φασισμό, οι φασίστες αξιοποιούν τον προϋπάρχοντα εθνικισμό και ρατσισμό που η άρχουσα τάξη έχει φροντίσει να φυτέψει στα μυαλά της πλειοψηφίας των ανθρώπων σε καιρούς «ειρήνης και ανάπτυξης». Έτσι οι φασίστες,  με τις πλάτες της άρχουσας τάξης, προσπαθούν να βαθύνουν τη διαίρεση και τον ανταγωνισμό των καταπιεσμένων, την άμβλυνση της ταξικής συνείδησης για να πετύχουν το βασικό στόχο τους, που είναι να μην ενωθούν ποτέ οι από κάτω και να εμποδιστεί ο χειρότερος εφιάλτης  τους, που είναι ο πόλεμος «τάξης εναντίον τάξης».  Αν δεν έχουμε αυτά υπόψη μας, δε θα μπορέσουμε να δώσουμε και σωστή απάντηση στο πώς καταπολεμείται ο φασισμός.
Κάποιος Βρετανός αντιφασίστας που πρωταγωνίστησε στο νικηφόρο αντιφασιστικό κίνημα τη δεκαετία του 70 στην Αγγλία, είπε: «Γύρω από το σκληρό πυρήνα των νεοναζί, συγκεντρώνονται ρατσιστές, οργισμένοι νέοι, χούλιγκανς, και το ζήτημα είναι να μάθουμε να τους διαχωρίζουμε και η δράση μας να τους αποσυσπειρώνει, να απομακρύνει την «πλατιά βάση» και να απομονώνει το σκληρό πυρήνα». Έτσι ακριβώς είναι. Η κοινωνία δε χωρίζεται σε δυο στρατόπεδα σαφώς διαχωρισμένα, τους ναζί και τους αντιφασίστες. Η κοινωνική βάση των Ναζί είναι φτωχοί και βίαια φτωχοποιημένοι, οργισμένοι, στην ελληνική περίπτωση αντιμνημονιακοί. Πολιτικά, ταξικά και κοινωνικά επικοινωνούν με μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας που φτάνουν μέχρι τις παρυφές της αριστεράς. Αυτή είναι η -όποια- δύναμή τους, και όχι οι ξυρισμένοι φουσκωτοί τους. Εμείς, για να είμαστε αποτελεσματικοί αντιφασίστες, πρέπει :
  • να αποδεικνύουμε ότι οι Ναζί στην πραγματικότητα είναι μπράβοι και τσιράκια του συστήματος, με τα αφεντικά, και τα μνημόνια.
  • να είμαστε πολύ πιο συνεπείς αντισυστημικοί και αντικαπιταλιστές απο ταξική σκοπιά, βοηθώντας σε επίπεδο λόγων και πρακτικής τους από κάτω να συσπειρωθούν σε ταξική-αντιφασιστική βάση. Να συνδυάζουμε απαραίτητα την αντιφασιστική δουλειά και προπαγάνδα με την αντιμνημονιακή πολιτική, περνώντας πλατιά το μήνυμα ότι φασίστες και μνημόνια πάνε μαζί, αντιφασιστικός και αντιμνημονιακός αγώνας είναι άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους.
  • να επιδιώκουμε τη μέγιστη δυνατή μαζικότητα των δικών μας κινητοποιήσεων με αυτό το περιεχόμενο. Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος, άλλωστε, για να περιφρουρήσουμε τις πλατείες μας, τα σχολεία μας, τις γειτονιές μας, τους χώρους δουλειας μας.Οι φασίστες στρατολογούν, πείθοντας με το σύνθημα «είμαστε δυνατοί». Το αντιφασιστικό κίνημα χρειάζεται να αποδεικνύει διαρκώς ότι οι φασίστες είναι λίγοι και αδύναμοι, μια μειοψηφία που έχει απέναντί της μεγάλες δυνάμεις της κοινωνίας.

Με αυτούς τους τρόπους κερδίζουμε τη μέγιστη δυνατή υποστήριξη στο πλευρό μας, τη μικρότερη δυνατή περιθωριοποίηση, την ελαχιστοποίηση της επίδρασης της «θεωρίας των δυο άκρων» στα μυαλά των ανθρώπων», την ταξική υπονόμευση της κοινωνικής βάσης των φασιστών και την αποθάρρυνση-αποσυσπείρωση του χαλαρού μαζικού περίγυρού τους, αυτού δηλαδή που τους δίνει τη δύναμη να τραμπουκίζουν. Αφού το πετύχεις αυτό,  είναι πιο εύκολο μετά «να τους σπάσεις το κεφάλι».
Αντίθετα, η πρακτική, που απλά στρατιωτικοποιεί την αντιπαράθεση, είναι εντελώς αναποτελεσματική. Κάνει την αντιφασιστική πάλη «μονοπώλιο» των «αποφασισμένων» και των «μάχιμων», αποκλείοντας τη μεγάλη πλειοψηφία των αντιφασιστών. Δίνει την εικόνα του «συμμοριτοπολέμου» και βοηθά στην εμπέδωση της θεωρίας των δυο άκρων, με κίνδυνο να μας αποκόψει από τα ευρύτερα αντιφασιστικά ακροατήρια  και να μας στερήσει το μεγάλο όπλο της μαζικότητας. Αυτό όχι μόνο δεν πετυχαίνει το στόχο της διάλυσης των φασιστο-ομάδων, αλλά πολλές φορές καταλήγει να συσπειρώνει το σκληρό πυρήνα τους και παράλληλα να αυξάνει τη συμπάθεια ενός κόσμου που τους βλέπει σαν «ήρωες». Οι βίαιες συγκρούσεις στο δρόμο είναι βασικό «περιεχόμενο» των φασιστών, πάνω σε αυτό στρατολογούν και «χτίζουν» τα μέλη τους. Και όταν ο απέναντί τους είναι μερικές εκατοντάδες αναρχικοί ή αριστεροί, μπορούν να το αξιοποιήσουν για να τονωθεί η αυτοπεποίθηση των μελών τους, λέγοντας «είμαστε δυνατοί», «μας φοβούνται», να παρουσιαστούν ως ρεύμα με δυναμική στην κοινωνία, που απέναντί του στέκονται μόνο «τα αναρχοκομούνια».  Επιπλέον, ακόμα και στρατιωτικά να το δούμε, οι λίγες εκατοντάδες ή χιλιάδες «μαχιμοι αντιφασίστες» μακροπρόθεσμα δεν έχουμε καμιά ελπίδα απέναντι στους Ναζί, αφού συνήθως είναι στρατιωτικά εκπαιδευμένοι και πληρωμένοι μπράβοι με εμπειρία στους τραμπουκισμούς, οπλοφορούν πάντα –συνήθως παράνομα- με την κάλυψη της αστυνομίας και έχουν πίσω τους όποτε χρειάζεται όλο το αστικό κράτος (μπάτσους, δικαστήρια, στρατό, ΜΜΕ, εκκλησιαστική μερίδα, επιχειρηματικούς χορηγούς κλπ). Στην πραγματικότητα, όσοι ακολουθούν την τακτική της «ένοπλης-συγκρουσιακής» άμεσης δράσης , αν έμεναν έστω και για λίγες ημέρες μόνοι, απέναντι στους φασίστες, τους καπιταλιστές και τον κρατικό μηχανισμό, θα συντρίβονταν σαν το καλάμι. Η δυνατότητά τους να επιβιώνουν οφείλεται όχι στη δική τους δυναμική, αλλά στην πραγματική δύναμη του μαζικού κινήματος, του μόνου παράγοντα που φοβίζει και περιορίζει κάθε φορά τις κυρίαρχες δυνάμεις.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ιστορία επιβεβαιώνει αυτές μας τις σκέψεις. Όπου το κίνημα απάντησε «καθαρότητα, βία και ηρωισμούς», υποτιμώντας το μαζικό κίνημα, το πλήρωσαν και οι μάχιμοι αντιφασίστες και όλη η εργατική τάξη με αίμα: π.χ. Ιταλία 1922, Γερμανία 1933. Η επιτυχημένη για τους καπιταλιστές «στρατηγική της έντασης» τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία, στην οποία στο πλευρό της κρατικής καταστολής αξιοποιήθηκαν και οι φασίστες, ήταν επιλογή της άρχουσας τάξης απέναντι στις ριζοσπαστικές κινητοποιήσεις της περιόδου. Η λογική της ήταν οι διαδηλώσεις να φτάσουν να γίνουν «επικίνδυνες» σε τέτοιο βαθμό, που να αποκλείουν τη συμμετοχή του κόσμου. Σημαντικό τμήμα της ιταλικής αριστεράς τσίμπησε στο δόλωμα, αποκόπηκε κι απομονώθηκε και τελικά τσακίστηκε.
Όπου το κίνημα πέτυχε την αναχαίτιση του φασισμού, το έκανε μέσα από μια επίπονη καμπάνια που κατάφερε να κινητοποιήσει μετριοπαθείς και «συμβιβαστικές» πτέρυγες του κινήματος και εκατοντάδες χιλιάδες ,απλούς και καθημερινούς δημοκράτες και αντιφασίστες, ενάντια στον κοινό εχθρό: π.χ. Βρετανία το 1936 και το 1977-1981. Από τη δράση της Αντιναζιστικής Λίγκας ΑΝL (1977-1981), στην ιστορία έχουν μείνει οι δυναμικές αντισυγκεντρώσεις που οργάνωνε. Δικαιολογημένα, καθώς κάποιες από αυτές, που έκλεισαν το δρόμο στις παρελάσεις του φαισιστικού FN, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να αντιστραφεί το κλίμα φόβου και να συζητιούνται μέχρι σήμερα στην Αγγλία. Όμως η επιτυχία της ANL στηρίχτηκε στη συγκλονιστική μαζικότητα των αντισυγκεντρώσεων (όπου κινητοποιούνταν δεκάδες χιλιάδες Άγγλοι και μετανάστες), αλλά και στην καθημερινή της δράση. Οι αντιρατσιστικές συναυλίες της πρωτοβουλίας Rock Against Racism, η συμμετοχή των κοινοτήτων των μεταναστών στις κινητοποιήσεις, η ένταξη στην ANL χιλιάδων αγωνιστών που ήθελαν να παλέψουν το φασισμό και το ρατσισμό, η στήριξη αντιφασιστικών κινητοποιήσεων από σωματεία και ιδιαίτερα από χώρους που βρίσκονταν σε απεργίες.
Η δύναμη λοιπόν του φασισμού είναι ότι μπορεί να γίνει ένα μαζικό κίνημα με ρυθμούς που δεν μπορούμε να φανταστούμε, όπως στη Γερμανία που οι Ναζί από συμμορία το 1928 έφτασαν να έχουν εκατομμύρια μέλη , να παίρνουν στις εκλογές 40% και να γίνονται κυβέρνηση αρχές του 1933. Και σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν προϋποθέσεις κι ενδείξεις για μια τέτοια δυναμική (βαθια οικονομική και πολιτική κρίση , η Χρυση Αυγή πήγε μέσα σε λίγους μήνες από το 0,25% στο 7% πέρυσι και σήμερα στα γκάλοπ δείχνει  ακόμα πιο ενισχυμένη), αν δεν κάνει το αντιφασιστικό κίνημα καλά τη δουλειά του.
ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αυτά επιβεβαιώνει και η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Όταν μέχρι πρότινος οι φασίστες ήταν μερικές δεκάδες ξυρισμένοι ψυχοπαθείς, ο εκατονταπλάσιος αντιεξουσιαστικός χώρος τους είχε σπάσει ουκ ολίγες φορές τα κεφάλια. Αυτό δεν εμπόδισε σήμερα να έχουν καθιερωθεί στη συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας σαν «κόμμα». Μάλιστα οι Ναζί ξεκίνησαν να κάνουν (πάντα με τις ευλογίες του κράτους) τη μαζική δουλειά που το αντιφασιστικό κίνημα δεν έκανε (είτε γιατί σνόμπαρε τη μαζική δουλειά , είτε γιατί υποτιμούσε τους φασίστες). Δουλειά στους γηπεδικούς συνδέσμους, «επιτροπή κατοίκων» στον Άγιο Παντελεήμονα, με δουλειά πόρτα-πόρτα εκμεταλλευόμενοι τη χρόνια ανυπαρξία του κινήματος και της Αριστεράς, δουλειά σε εργασιακές ομάδες μη προνομιακές για την Αριστερά, όπως οι μπάτσοι, οι ταξιτζήδες, οι μικροπωλητές, καμπάνιες και διαδηλώσεις για το «έθνος» και την «πατρίδα» ή για Έλληνες-θύματα των «λαθρομεταναστών» . Το Δεκέμβρη του 2008 πλασαρίστηκαν ως «οι υπερασπιστές της περιουσίας των Ελλήνων νοικοκυραίων» , και στις πλατείες ως το πιο «πατριωτικό κομμάτι» τους. Κινήθηκαν με τη λογική του χτισίματος στέρεων και ριζωμένων πυρήνων σε κάποιες περιοχές, τις οποίες θα προσπαθούσαν να χρησιμοποιούν σαν ορμητήρια για να εξαπλώσουν το «μοντέλο» τους.
Το αντιφασιστικό κίνημα έκανε όψιμα μεγάλες κινητοποιήσεις στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά όχι με όρους τοπικότητας και συστηματικότητας, με αποτέλεσμα οι Ναζί να γίνονται οι «τοπικοί ήρωες» που έχουν απέναντί τους «εισβολείς». Έτσι απέτυχε να τους ξεριζώσει από το αρχικό και ισχυρότερό τους ορμητήριο.
Υπάρχουν δυο περιστατικά που ταιριάζουν στην περίπτωσή μας, και δείχνουν ότι με τη λογική των «αποφασισμένων» χωρίς τακτική και στόχο για το κέρδισμα της τοπικής κοινωνίας, δεν μπορεί να έρθει η νίκη. Το πρώτο είναι το 2006, με το βιασμό Βουλγάρας μαθήτριας από «ελληνόπουλα» στην Αμάρυνθο Ευβοίας. Η τοπική κοινωνία κάλυψε τους βιαστές. Με ανύπαρκτο τοπικό δίκτυο υποστήριξης και απόντα κάποιον για να το χτίσει, ο αντιεξουσιαστικός χώρος ανέλαβε επιχείρηση «κομάντο», με πανελλαδική κινητοποίηση στην Αμάρυνθο, με πρακτικές και συνθήματα επιθετικά που ουσιαστικά απομονώνονταν από τον τοπικό κόσμο, κατηγορώντας τους κατοίκους ως ρατσιστές, νοικοκυραίους , ότι κάνουν πλάτες στους βιαστές.Το αποτέλεσμα ήταν να τους πάρουν στο κυνήγι και στο ξύλο κάτοικοι–φασίστες,  με τη στενή ή την ευρεία έννοια του όρου-  με τη σιωπηλή στήριξη της πλειοψηφίας, και τα δικαστήρια δικαίωσαν φυσικά τα «ελληνόπουλα»-βιαστές. Το 2012 η Αμάρυνθος «ψήφισε» Χρυσή Αυγή κατά περίπου το 11% , πάνω από το μέσο όρο 8,5% της Εύβοιας.
Το άλλο είναι η απεργία των Αιγύπτιων μεταναστών ψαράδων στη Μηχανιώνα, το 2010. Οι Αιγύπτιοι διαμαρτύρονταν ενάντια στις περικοπές που αποφάσισαν οι ντόπιοι καραβοκύρηδες. Την απεργία οργάνωσε το ΚΚΕ κάνοντας μαζικές «αποβάσεις» στη Μηχανιώνα και η απεργία τράβηξε μέχρι το τέλος. Στις κινητοποιήσεις οι καραβοκύρηδες είχαν στο πλευρό τους μπράβους, μπάτσους και φασίστες, ενώ υπήρχαν και φαινόμενα προπηλακισμών και χειροδικίας σε βάρος αγωνιστών.Η κοινωνία εν πολλοίς αντιμετώπισε και πάλι το κίνημα, ως «ξένους» και εισβολείς. Από το ταξικό-αντιρατσιστικό στρατόπεδο έλλειψαν η τοπική δουλειά και οι απαραίτητες συμμαχίες με κατάληξη τη συντριβή των Αιγυπτίων και την άρον-άρον φυγή από την  Ελλάδα.
Είναι και αυτά παραδείγματα που δείχνουν ότι η πολιτική του αντιφασιστικού κινήματος δε γίνεται να μην έχει στόχο την τοπικοποίηση, την πλατύτητα και τη δυνατότητα μαζικής κινητοποίησης, αν θέλει να είναι νικηφόρο. Στα δυο περιστατικά οι οργανωμένοι χρυσαυγίτες είχαν ενδεχομένως επουσιώδη ή μηδενικό ρόλο, αλλά έτσι αποδεικνύεται πως ο φασισμός είναι κοινωνικό φαινόμενο των καιρών, που γεννιέται και αναπαράγεται από τη σαπίλα του ίδιου του συστήματος.

Οι φασίστες, αμέσως μετά τις εκλογές του 2012 και την είσοδό τους στη Βουλή, ξεσάλωσαν και ξεκίνησαν να προκαλούν, με ενθουσιασμό και ορμητικότητα, εις βάρος ντόπιων και μεταναστών. Ήθελαν να δείξουν στα αφεντικά τους πόσο χρήσιμοι θα τους είναι ενάντια στο κίνημα και την Αριστερά. Οι εκατοντάδες αντιφασιστικές επιτροπές που ξεπήδησαν από το Σεπτέμβρη σε όλη την Ελλάδα βοήθησαν στο να κοπεί εν μέρει ο τσαμπουκάς τους , και οι αφέντες τους τους μάζεψαν λίγο τα λουριά, γυρνώντας στην παλιά μουλωχτή και θρασύδειλη δουλειά τους, τύπου «αρχαίας σπαρτιάτικης κρυπτείας» κι αφήνοντας κατά μέρος «φαντεζί» ενέργειες τύπου «Θέατρο Χυτήριο». Αυτό πρέπει να είναι το δικό μας μοντέλο.Μεγαλύτερη δικτύωση και κλιμάκωση των επιτροπών και των δράσεών μας, ρίζωμα σε γειτονιές και χώρους σπουδών και δουλειάς, μεγαλύτερη συστηματικότητα, τοπικό και πανελλαδικό συντονισμό. Να μην αφήνουμε τους Ναζί να σταθούν πουθενά, να τους σβήνουμε από τους δρόμους, να κερδίζουμε όλο και περισσότερα κομμάτια με το μέρος μας, να τους σπάμε το ηθικό. Με την πλατύτερη δυνατή συνεργασία από τα κάτω.

ΑΝΑΓΚΗ ΑΥΤΟΑΜΥΝΑΣ


Σε καμία περίπτωση δεν τα λέμε όλα αυτά γιατί «φοβόμαστε» τους φασίστες και τις συγκρούσεις μαζί τους. Ξέρουμε πολύ καλά ότι τους δυναμώνει ο φόβος, και ξέρουμε επίσης πολύ καλά ότι έτσι κι αλλιώς αυτό είναι ενδεχόμενο που πολλές φορές δεν μπορεί να αποφευχθεί. Στις κινητοποιήσεις μας για να τους φράξουμε το δρόμο, στις περιφρουρήσεις απεργιών και καταλήψεων, στα φεστιβάλ και στις συγκεντρώσεις μας υπάρχει πλέον ξεκάθαρη ανάγκη επαγρύπνησης και περιφρούρησης, για να προστατεύσουμε τον κόσμο μας και την τάξη μας από τις κρατικές και τις φασιστικές επιθέσεις. Π.χ. η περιφρούρηση μιας απεργίας μπορεί να χρειαστεί βία. Ο Τρότσκι γράφει το 1938 (στο «Μεταβατικό πρόγραμμα»):  «Οι απεργιακές φρουρές αποτελούνε το βασικό πυρήνα του προλεταριακού στρατού. Αυτή είναι η αφετηρία μας. Σε σύνδεση με κάθε απεργία και με κάθε εκδήλωση στους δρόμους, είναι επιτακτικό να προπαγανδίζουμε την ανάγκη της δημιουργίας εργατικών ομάδων αυτοάμυνας. …». Κάποιες στιγμές το σύστημα θα επιλέγει να κλιμακώσει την αντιπαράθεση, και θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι να απαντήσουμε, παρόλο που αυτό αναγκαστικά θα γίνει με κόστος εις βάρος του παράγοντα της μαζικότητας-πρόκειται για αναγκαστική επιλογή. Αυτού του τύπου οι μάχες όμως, που αναπόφευκτα θα δοθούν, αφενός θα είναι όσο το δυνατόν μαζικές και πολιτικές από τη μεριά μας (δεν είναι μεμονωμένες,  κι άρα όσο πιο δύσκολο γίνεται να χαρακτηριστούν «συμμοριτοπόλεμος»), και αφετέρου θα πρέπει να έχουν ΚΑΘΑΡΑ ΑΜΥΝΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ, δηλαδή χαρακτήρα «νόμιμης αυτοάμυνας», όχι για το νομικό κομμάτι της υπόθεσης (κάθε άλλο, νόμος είναι το δίκιο του …φασίστα), αλλά καθαρά γι αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι στόχος είναι να κερδηθεί η πλειοψηφία της κοινωνίας, η «κοινή γνώμη», που είναι αυτή που μπορεί και να προστατεύσει και να τροφοδοτήσει το αντιφασιστικό κίνημα. Αυτό φαίνεται από πλείστες περιπτώσεις που το αντιφασιστικό κίνημα κάνει μαζική και «ειρηνική» δουλειά. Το Σεπτέμβρη του 2012 οι φασίστες στην Κοζάνη αποφάσισαν να κάνουν παρέλαση στην πόλη με αφορμή τα εγκαίνια των γραφείων τους. Αντιφασίστες αποφασίσανε να τους φράξουνε το δρόμο. Πριν καλά-καλά προλάβουν να στήσουν τη μικροφωνική και να συγκεντρωθούν, μπάτσοι τους περικύκλωσαν και εκβίαζαν για διάλυση της συγκέντρωσης. Με τη μαζικοποίηση της συγκέντρωσης και το κέρδισμα της αλληλεγγύης από τον κόσμο της πλατείας που στράφηκε ενάντια στην αστυνομία, η πορεία των Ναζί ακυρώθηκε. Αν οι λίγοι αντιφασίστες έσπευδαν να συγκρουστούν, όπως ήταν η άποψη μιας μερίδας τους, το αποτέλεσμα πιθανότατα θα ήταν διαφορετικό. Όταν αντίθετα οι αντιφασίστες στην ίδια πόλη έδειξαν πολύ πιο μειωμένα αντανακλαστικά στις 25/3/2013, όντας ελάχιστοι να διαμαρτυρηθούν ενάντια στην κατάθεση στεφάνου από Χρυσαυγίτη, έγιναν εύκολη τροφή για την αστυνομία, ασκήθηκε βία, έγιναν και προσαγωγές αντιφασιστών και το στεφάνι κατατέθηκε κανονικά.
Είναι σημαντικό, μέχρι να κερδίσουμε μαζικές πλειοψηφίες στο δρόμο του αγώνα,  να φαίνεται και στους «δικούς μας» και στους «γύρω μας» ότι η βία είναι η έσχατη λύση επειδή δε μας δίνει περιθώριο διαφορετικής επιλογής ο αντίπαλος. Είναι τελείως διαφορετική υπόθεση από όλες τις παραπάνω το οργανωμένο κατέβασμα μικρών ομάδων με «επιχειρησιακό πλάνο» και «πλήρη εξάρτυση», με αποκλειστικό στόχο τη σύγκρουση.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε με τους συντρόφους-συντρόφισσες του αντιεξουσιαστικού χώρου κι άλλους αγωνιστές-αγωνίστριες με τις παραπάνω «συγκρουσιακές» απόψεις, ίσα-ίσα που αποδεικνύονται σε πάμπολλες περιπτώσεις οι πιο ανιδιοτελείς και συνεπείς αγωνιστές και παίζουν σε αρκετές περιπτώσεις το ρόλο της «κορμοστασιάς» του αντιφασιστικού κινήματος, όταν η πλειοψηφία της Αριστεράς ακόμα και σήμερα (!) υποτιμά την ανάγκη για μαζική αντιφασιστική κινητοποίηση. Είναι κόσμος με τον οποίο έχουμε έρθει πολύ κοντά στους δρόμους, και εκ των πραγμάτων θα βρεθούμε ακόμα πιο κοντά το επόμενο διάστημα, όσο ο φασιστικός κίνδυνος μεγαλώνει. Ωστόσο η πολιτική συζήτηση για το «τι να κάνουμε» είναι απαραίτητη μεταξύ όλων των μερίδων του κινήματος, και βεβαίως με χαρά θα ακούσουμε και τον αντίλογο. Εφόσον συμφωνούμε ότι πρέπει να «τσακίσουμε τους φασίστες σε κάθε γειτονιά, πόλεις και χωριά», τα υπόλοιπα ζητήματα θα λυθούν στο μετερίζι του αγώνα, δοκιμάζοντας, απολογίζοντας και συζητώντας για το πώς πάμε παρακάτω.