πηγή, mao.gr
«Αν δεν έρθετε για δουλειά την Κυριακή, μην μπείτε στον κόπο να
έρθετε τη Δευτέρα». Αυτή την επιγραφή αναρτούσαν κάθε απόγευμα Σαββάτου
στα 500 εργοστάσια ενδυμάτων που λειτουργούσαν στη Νέα Υόρκη στις αρχές
του 20ού αιώνα, όπως αναφέρει ο Χάουαρντ Ζιν στο μνημειώδες έργο του Ιστορία του λαού των Ηνωμένων Πολιτειών
(σελ. 361). Μάλιστα, τα παιδιά που εργάζονταν εκεί έβαζαν τα κλάματα
μόλις έβλεπαν αυτή την επιγραφή η οποία, όπως θυμάται μια εργάτρια,
«γκρέμιζε τα όνειρά μας για μια ημέρα αργίας…» Τότε άντρες, γυναίκες και
παιδιά εργάζονταν 60-70 ώρες την εβδομάδα.
«Είμαστε ελεύθεροι άνθρωποι», έλεγε σήμερα το πρωί ο υπουργός
Ανάπτυξης Κ. Χατζηδάκης στην εκπομπή του Mega, μιλώντας για την
κατάργηση της κυριακάτικης αργίας. «Δεν μπορεί το κράτος να μας
υπαγορεύει τα πάντα!», εννοώντας το πότε θα κλείσουμε ή θα ανοίξουμε τα
μαγαζιά μας. Ο ίδιος επανέλαβε το επιχείρημα ότι με το νέο μέτρο θα
δημιουργηθούν 30.000 νέες θέσεις εργασίας και είπε ότι έτσι θα
ζωντανέψει το κέντρο της πόλης, θα «επανακαταληφθεί το κέντρο της
πόλης». «Ακόμα και αν μια οικογένεια δεν έχει χρήματα να ψωνίσει, θα
κάτσει σε ένα καφέ, θα πάρει μια σοκολάτα από το περίπτερο», πρόσθεσε.
Είναι ολοφάνερο ότι το άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή σημαίνει
ότι οι υπάλληλοι ή και οι μικροκαταστηματάρχες θα δουλεύουν
περισσότερες ώρες με ελάχιστη ή και με καθόλου πρόσθετη αμοιβή. Αν δεν
έρθεις την Κυριακή, μην μπεις στον κόπο να έρθεις τη Δευτέρα, είναι η
σιωπηρή απειλή. Όμως να βαφτίζεται ο καταναγκασμός «ελευθερία» είναι
ύβρις για δεκάδες χιλιάδες βιοπαλαστές, μια ύβρις που φανερώνει
περιφρόνηση για το λαό και άγνοια της ιστορίας.
Όσο για τους τουρίστες που έρχονται στην Ελλάδα και δεν βρίσκουν
ανοιχτά μαγαζιά για να αφήσουν τα χρήματά τους, έχουμε την εντύπωση ότι
δεν είναι όλη η Ελλάδα Σύνταγμα και Ακρόπολη, ότι δεν έρχονται και τόσοι
πολλοί τουρίστες στη Λάρισα, στην Αμφιλοχία, στην Κυψέλη.
Το σίγουρο είναι ότι το κυριακάτικο άνοιγμα δεν είναι το αντίδοτο στο
λουκέτο, αλλά οδηγεί στην εξουθένωση των εργαζομένων και των
μικροκαταστηματαρχών, διαλύει την οικογενειακή ζωή.
Περίπου την ίδια εποχή που οι εργοδότες είχαν επιβάλει την
κυριακάτικη εργασία, δεκάδες χιλιάδες παιδιά που δούλευαν σε
υφαντουργεία στη Φιλαδέλφεια κατέβηκαν σε απεργία, γράφει και πάλι ο Ζιν
(σελ. 384). «Τα πλακάτ που κρατούσαν έγραφαν: ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΠΑΜΕ ΣΧΟΛΕΙΟ!
και 55 ΩΡΕΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ Ή ΚΑΘΟΛΟΥ!»
Αλήθεια, τι θα κάνουν τα παιδιά των υπαλλήλων τις Κυριακές; Μήπως θα
λειτουργήσουν κυριακάτικοι παιδικοί σταθμοί; Είναι και τα παιδιά
υπεράριθμα, πλεονάζοντα, περιττά; Μήπως πρέπει να μπουν σε καθεστώς
κινητικότητας κι αυτά; Να πάνε να μείνουμε σε παιδουπόλεις;
Στη σημερινή πορεία των σωματείων των εμποροϋπαλλήλων θα υπάρχει ένας
μεγάλος απών, ένας μεγάλος ριγμένος: το παιδί που θα βλέπει τους γονείς
του ακόμα λιγότερο και που θα τους βλέπει ακόμα πιο κουρασμένους και
αγχωμένους…