11 Απριλίου 2013

H κυριαρχία της αγοραίας εκπαίδευσης: μια εμπειρία από την Ολλανδία

Συλλογικό κείμενο , αριστερό blog
 
 Τον τελευταίο 1.5 χρόνο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ (Vrije Universiteit Amsterdam) έχει μπει στη δίνη των περικοπών. Η 3μελής διοίκηση του πανεπιστημίου (ένα μέλος της οποίας είναι πρώην διευθυντής ναυπηγείων και ένα άλλο πρώην διευθυντικό στέλεχος τράπεζας) ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα περικοπών ύψους 33 εκατομμυρίων ευρώ που θα στοιχίσει τη δουλειά σε 500-600 εργαζόμενους (καταργούνται 350 πλήρεις θέσεις απασχόλησης). Επίσης, οι περικοπές θα οδηγήσουν ανεπιφύλακτα στην κατάργηση πολλών μικρών εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μαθημάτων. Οι αντιδράσεις των εργαζομένων οδήγησαν τη διοίκηση σε μερική αναδίπλωση τον περασμένο Νοέμβρη. Παρόλα αυτά, πρόσφατα, μια επιτροπή αξιολόγησης διαπίστωσε ότι η πολιτική της διοίκησης οδηγεί στην υποβάθμιση της ποιότητας της εκπαίδευσης στο πανεπιστήμιο. Αυτό οδήγησε τη διοίκηση σε ρήξη με το συμβούλιο των κοσμητόρων και τον πρύτανη σε παραίτηση. Το παρακάτω άρθρο γνώμης γράφτηκε από εργαζόμενους στο πανεπιστήμιο και δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα NRC Handelsblad τη Δευτέρα, 8 Απρίλη 2013. Το άρθρο θέτει το θέμα των περικοπών στο πανεπιστήμιο σε ευρύτερη κλίμακα και αναζητεί τους πραγματικούς λόγους της κρίσης της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ολλανδία αλλά και ευρύτερα.
Η κρίση στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ είναι σύμπτωμα της κυριαρχίας της ‘αγοραίας εκπαίδευσης’

 Το ζήτημα που έχει ανακύψει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ αφορά όλα τα πανεπιστήμια. Σύμφωνα με την πλατφόρμα των ‘Ανήσυχων εργαζόμενων του Ελεύθερου Πανεπιστήμιου’, η παρούσα διαχειριστική κρίση δεν αφορά μόνο το πανεπιστήμιό τους. Η εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας έχει πάρει ακραίο χαρακτήρα  και επιδρά αρνητικά σε όλα τα ολλανδικά πανεπιστήμια.
Το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο αντιμετωπίζει διαχειριστική κρίση, σύμφωνα με το φύλλο της NRC Handelsblad  την Πέμπτη 28 Μαρτίου. Δύο ημέρες αργότερα, η ίδια εφημερίδα δημοσίευσε ένα άρθρο σχετικά με την  9-μηνη σύγκρουση της διοίκησης με το συμβουλευτικό όργανο των εργαζόμενων (Works Council), τα συνδικάτα, το Συμβούλιο των Κοσμητόρων και της   πλατφόρμας  των ‘ανήσυχων εργαζόμενων του  Ελεύθερου Πανεπιστημίου’.  Μετά τη δημοσίευση αυτών των άρθρων, ο Πρύτανης Lex Bouter υπέβαλε την παραίτησή του. Επειδή σαν πλατφόρμα  των ‘ανήσυχων εργαζόμενων’  έχουμε παίξει ρόλο σε αυτή την κρίση, θεωρούμε σκόπιμο να εκφράσουμε δημόσια την άποψή μας.
Σε γενικές γραμμές,  η ανάλυση των προβλημάτων του Ελεύθερου Πανεπιστημίου που παρουσιάζεται στα δύο άρθρα μας βρίσκει σύμφωνους. Παρόλα αυτά, θεωρούμε λυπηρό να βγει από αυτή την υπόθεση το συμπέρασμα πως το επίπεδο της διδασκαλίας και της έρευνας στο πανεπιστήμιό μας είναι χαμηλής ποιότητας. Θεωρούμε επίσης λυπηρό, το να πανηγυρίζουν κρυφά οι συνάδελφοί μας από τα άλλα ολλανδικά πανεπιστήμια για αυτή την αρνητική δημοσιότητα των  «ανταγωνιστών» τους στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Το πρώτο συμπέρασμα απλά δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, ενώ το δεύτερο  είναι ένα λαμπρό παράδειγμα της κουλτούρας που θέλουμε να πολεμήσουμε.
Τα  προβλήματα που καταγγείλαμε το προηγούμενο διάστημα δεν αφορούν μόνο το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο. Επίσης, τα προβλήματα αυτά δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα κάποιων απερίσκεπτων σχεδιασμών ή ακόμα και της συνολικής αποτυχίας της διοίκησης του πανεπιστημίου. Αυτή η κρίση αποκαλύπτει ένα ευρύτερο και συνολικότερο ζήτημα: την ακραία εμπορευματοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και της έρευνας, καθώς και την επιβολή του μοντέλου του Πανεπιστημίου των μάνατζερ. Εμείς από τη μεριά μας, προφανώς και παλεύουμε ενάντια στις εκδηλώσεις αυτού του φαινόμενου στο δικό μας πανεπιστήμιο. Όμως, αυτά τα ζητήματα ανακύπτουν σε όλα τα ολλανδικά πανεπιστήμια (ακόμη και σε ολόκληρη την Ευρώπη).
Η πολιτική της εμπορευματοποίησης του πανεπιστημίου που ξεκίνησε πριν περίπου είκοσι χρόνια, βασίζεται σε τρεις πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας είναι η εισαγωγή ενός επιχειρηματικού μοντέλου διοίκησης, το οποίο επισημοποιήθηκε με τον νόμο του εκσυγχρονισμού της Διοίκησης των Ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (MUB) το 1998. Αυτός ο νόμος έβαλε την θηλιά στο λαιμό της αυτονομίας των σχολών και της ανεξαρτησίας των πανεπιστημιακών και των φοιτητών. Το πανεπιστήμιο έπεσε έτσι στα χέρια ενός νέου στρώματος μάνατζερ, που έχουν εκπαιδευτεί στη φιλοσοφία της λεγόμενης Νέας Δημόσιας Διοίκησης. Το σημείο εκκίνησης για αυτούς είναι ότι ένα πανεπιστήμιο λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί και μια επιχείρηση. Οι φοιτητές έγιναν πελάτες, τα διπλώματα προϊόν, ενώ οι ερευνητές και το διδακτικό προσωπικό μετατράπηκαν σε προσωπικό της αλυσίδας παραγωγής.
Ο δεύτερος πυλώνας είναι η δημιουργία μιας αγοράς για την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, ιδίως μέσα από ένα σύστημα χρηματοδότησης που ανταμείβει τα πανεπιστήμια σύμφωνα με τον αριθμό των πτυχίων που χορηγούνται. Με αυτό τον τρόπο, τα πανεπιστήμια ενθαρρύνονται για να προσελκύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους φοιτητές οι οποίοι πρέπει να αποφοιτήσουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες επικοινωνίας και μάρκετινγκ έγιναν όλο και πιο σημαντικοί για την παρακολούθηση των «ανταγωνιστών» αλλά και για την προσεκτική διατήρηση του καλού ονόματος του ίδιου του πανεπιστημίου στην αγορά. Οι συνάδελφοί μας σε άλλα πανεπιστήμια μετατράπηκαν ξαφνικά σε ανταγωνιστές.
Ο τρίτος πυλώνας είναι ίσως ο λιγότερο ορατός, αλλά ταυτόχρονα και ο πιο ύπουλος: είναι η είσοδος των πανεπιστημίων στις χρηματαγορές και η υιοθέτηση των πρακτικών τους. Η στρατηγική αυτή σημαίνει εν συντομία ότι, όλο και περισσότερο, τα πανεπιστήμια δανείζονται στην αγορά κεφαλαίου (π.χ. για την κατασκευή νέων κτηρίων). Επομένως, οι τράπεζες μετατράπηκαν, από την πίσω πόρτα, σε βασικούς χρηματοδότες των πανεπιστημίων.
Προφανώς οι υποστηρικτές αυτής της πολιτικής αναμένουν μόνο θετικά αποτελέσματα: τα πανεπιστήμια θα γίνουν καλύτερα και πιο ανταγωνιστικά. Όμως, κάθε νηφάλιος και ρεαλιστής παρατηρητής, μπορεί να συμπεράνει ότι οι συνέπειες αυτών των αλλαγών είναι καταστροφικές. Για τους μάνατζερς που βλέπουν το πανεπιστήμιο ως εταιρεία, το κρίσιμο ζήτημα δεν είναι η ποιότητα της εκπαίδευσης αλλά η απόδοση και η ανταγωνιστικότητα. Το αποτέλεσμα είναι εντατικοποίηση της εκπαίδευσης, η αύξηση της κλίμακας (μεγάλη αύξηση του αριθμού των φοιτητών ανά διάλεξη, η μείωση της εργασίας των φοιτητών σε μικρές ομάδες, η δημιουργία εξαιρετικά ευρέων εκπαιδευτικών προγραμμάτων με πολλά υποσχόμενους τίτλους αλλά με ελάχιστη ουσία) καθώς και τη μείωση του κόστους εργασίας (η πρόσληψη νέων άπειρων διδασκόντων – cc. χωρίς διδακτορικό –με συμβάσεις ορισμένου χρόνου). Η επίδραση της λειτουργίας του πανεπιστημίου ως οφειλέτη δεν θα πρέπει να υποτιμάται εδώ: τα πανεπιστήμια πρέπει να λαμβάνουν τώρα υπόψη την πιστοληπτική ικανότητα τους, η οποία όπως ήδη γνωρίζουμε, εξαρτάται από την αξιολόγηση της πολιτικής που εφαρμόζουν. Έτσι, πολλά μικρά και εξειδικευμένα εκπαιδευτικά προγράμματα βαφτίζονται ‘ζημιογόνα’.
Επιπλέον, η χρηματοδότηση των πανεπιστημίων με βάση τα ποσοστά επιτυχίας των φοιτητών, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι ένα εξαιρετικά διεστραμμένο κίνητρο: δημιουργεί μια συστηματική πίεση σε όλους για να ‘περνάνε’ οι φοιτητές. Σε κάποια περιπτώσεις, στην αξιολόγηση των διατριβών εφαρμόζεται η αρχή no-cure-no-pay: αν ο φοιτητής αποτύχει να τελειώσει την διατριβή του στην ώρα του και να αξιολογηθεί με τη βάση, οι ώρες επίβλεψης του καθηγητή δεν πληρώνονται. Ευτυχώς, η συντριπτική πλειοψηφία των διδασκόντων  έχει ανεπτυγμένη επαγγελματική δεοντολογία και συνεχίζει να προσπαθεί να εγγυηθεί την ποιότητα των διατριβών. Παρόλα αυτά αυτό το στρατηγικό λάθος καθιστά τα πράγματα πολύ δύσκολα.
Τελικά, στο χώρο εργασίας, οι μάνατζερς αποξενώνονται όλο και περισσότερο από το επιστημονικό προσωπικό. Η πιο υψηλά εκπαιδευμένη ομάδα εργαζομένων στην Ολλανδία αντιμετωπίζεται πλέον ως ανταλλάξιμη εργατική δύναμη και αντιμετωπίζει  όλο και περισσότερο την τυποποίηση, την πειθάρχηση και μερικές φορές ακόμη και ολοκληρωτική επιτήρηση. Πολλοί εργαζόμενοι την ώρα του καφέ μιλούν με τον απαραίτητο κυνισμό και κοροϊδία για τους μάνατζερς, για την γελοία τους διάλεκτο, την καταστροφική παρέμβαση τους στην εκπαίδευση και στην έρευνα καθώς και για τις αφελείς διαφημιστικές εκστρατείες τους. Δυστυχώς, μας λείπουν οι πόροι, ο χρόνος και ενέργεια για να κάνουμε κάτι για αυτή την κατάσταση.
Η διαχειριστική κρίση στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Άμστερνταμ που έχει προκληθεί εν μέρει από εμάς του ίδιους, πρέπει να ερμηνευθεί ως θετική δημοσιότητα. Είναι ένα σημάδι ότι οι εργαζόμενοι έχουν αποτινάξει τη λογική της κυνικής παραίτησης και θέλουν να δοθεί το πανεπιστήμιο πίσω στους επιστήμονες, στο διοικητικό προσωπικό και στους φοιτητές. Η πολιτική του ανταγωνισμού που ξεκίνησε πριν 20 χρονιά στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν επέφερε τίποτα καλό στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι μάνατζερς που έχουν επωφεληθεί από αυτή την πολιτική, φαίνεται ότι βρίσκονται ακόμα στη φάση της άρνησης των προβλημάτων. Πάντως, οι εργαζόμενοι του Πανεπιστημίου δεν πιστεύουν πια σε αυτούς. Ελπίζουμε, λοιπόν, ότι αυτή η διαχειριστική κρίση δεν θα κατευναστεί με τη ‘θυσία’ του Πρύτανη, αλλά θα αποτελέσει μια αρχή για ριζική αλλαγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, τη διοικητική δομή και την κουλτούρα  του πανεπιστημίου. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση. Αυτή η λύση δε θα έρθει από την κυβέρνηση. Γι 'αυτό καλούμε όλους τους εργαζόμενους στα πανεπιστήμια της Ολλανδίας να σκεφτούν και να συνεργαστούν μαζί μας.
Jan Abbink, Donya Alinejad, Ellen Bal, Femke Brandt, Lenie Brouwer, Elise Dijkstra, Bertie Kaal, Elly Pauelsen, Dimitris Pavlopoulos, Mark Peters, Marina de Regt, Jeroen Rodenberg, Arjan de Rooy, Matthias van Rossum, Ida Sabelis, Josephien Sierag, Boris Slijper, Bert van der Spek, Houkje Vlietstra, Hans de Waardt, Pieter Wagenaar
Οι συγγραφείς του άρθρου είναι διδάσκοντες, ερευνητές και διοικητικοί υπάλληλοι του πανεπιστημίου. Όλοι τους δραστηριοποιούνται στην πλατφόρμα ‘Ανήσυχοι Εργαζόμενοι του Ελεύθερου Πανεπιστημίου’. Την Πέμπτη 25 Απριλίου, η πλατφόρμα οργανώνει στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο ένα συμπόσιο με τίτλο ‘Το πανεπιστήμιο των μάνατζερ σε πτώχευση: Είναι ώρα για αλλαγή!’

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *