Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου.
Η νέα κυπριακή τραγωδία έφερε με τον πιο δραματικό τρόπο στην
ημερήσια διάταξη το πρόβλημα των διεθνών συμμαχιών μιας κυβέρνησης που
θα τολμήσει να έρθει σε ρήξη με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο- όχι γιατί
θα επιδιώξει τη ρήξη για τη ρήξη, αλλά γιατί μόνο έτσι θα έχει ελπίδες
να δημιουργήσει στοιχειώδεις προϋποθέσεις κοινωνικής σωτηρίας και λαϊκής
κυριαρχίας.
Οι δυνάμεις της εσωτερικής τρόικα στην Ελλάδα, που δεν χάνουν
ευκαιρία να κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τις λέξεις «έθνος» και
«πατρίδα», δεν μπορούσαν να κρύψουν τη χαρά τους για το Βατερλώ της
Κύπρου, καθώς σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν
στην εξουσία ούτε μία εβδομάδα ακόμη. «Που είναι η Μόσχα που θα μας
έσωζε;», είναι το λάιτ- μοτίφ στα χείλη όλων όσοι υποστηρίζουν χαιρέκακα
πως όποιο κεφάλι βγαίνει από τη μνημονιακή τρύπα του, είναι μοιραίο να
κόβεται.
Βεβαίως, οι πάντες γνωρίζουν ότι το «ρωσικό κόμμα» έχει προ πολλού
εκλείψει από τον ελληνικό πολιτικό χάρτη, κι αν υπάρχουν νοσταλγοί του
«ξανθού γένους», αυτοί μάλλον δεν βρίσκονται στον ευρύτερο χώρο της
Αριστεράς-το ΚΚΕ χαρακτηρίζει, πολύ ορθά, τη σημερινή Ρωσία ως
ιμπεριαλιστική δύναμη- αλλά στην εθνικιστική Δεξιά και στον αστερισμό
των τηλεοπτικών Δελαπατρίδηδων. Αντιθέτως, το ερώτημα που μας θέτουν οι
αντίπαλοί μας γίνεται πολύ λογικό αν τους το αντιστρέψουμε: «Που είναι η
Βρετανία που θα μας έσωζε;»- γιατί, την τελευταία φορά που κοιτάξαμε,
στο Ακρωτήρι και στη Δεκέλεια υπήρχαν βρετανικές βάσεις και όχι ρωσικές.
«Που είναι η Αμερική που θα μας έσωζε;»- γιατί, αν δεν μας απατά η
μνήμη μας, ο δεξιός Αναστασιάδης δεσμεύθηκε να δρομολογήσει τη σταδιακή
ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ και όχι σε κάποιο αμυντικό σύμφωνο με τη
Ρωσία. Κι ακόμη, «που είναι το Ισραήλ που θα μας έσωζε;», αφού η Κύπρος
είχε κρεμάσει τις ελπίδες της για την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων
και την ασφάλειά της στον Νετανιάχου κι όχι στον Πούτιν.
Δυστυχώς, εκφοβιστική επιχειρηματολογία- άλλης ποιότητας και άλλης
κατεύθυνσης- αναπαράγεται και από μερίδες της δογματικά «φιλοευρωπαϊκής»
Αριστεράς. Αντί να βγάλουν τα σωστά συμπεράσματα για το τι είδους
διαπραγματευτικά περιθώρια (δεν) έχει μια ριζοσπαστική, αριστερή
κυβέρνηση μέσα σε μια ευρωζώνη, η οποία μετατρέπεται σε «θάλαμο
βασανιστηρίων του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε» (η έκφραση είναι αρθρογράφου των
Financial Times), βιάζονται να συμπεράνουν από το κυπριακό δράμα ότι δεν
μπορεί να αναζητηθεί κανένα στήριγμα εκτός ευρώ και ότι όποιον βγαίνει
από το μαντρί, τον τρώει ο λύκος.
Η ενοχλητική, για τους φίλους μας αυτούς, αλήθεια είναι ότι το ίδιο
επιχείρημα θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς όχι μόνο για την προοπτική
εξόδου από το ευρώ, αλλά και για τη μονομερή άρση του μνημονίου και τη
διαγραφή του χρέους ή έστω του μεγαλύτερου μέρους του. Αν λοιπόν δεν
μπορούμε ούτε καν να σκεφτόμαστε το ενδεχόμενο ρήξης με την ευρωζώνη,
τότε θα πρέπει να πούμε ανοιχτά ότι δεν μπορούμε ούτε καν να
καταργήσουμε το μνημόνιο κι ότι το μόνο που φιλοδοξούμε, στην
πραγματικότητα, είναι να αποδειχθούμε πιο «επιδέξιοι» διαπραγματευτές
των όρων της υποταγής μας από τον Βενιζέλο και το Σαμαρά. Αλλά τότε, πού
διαφέρουμε, ουσιωδώς, από τη ΔΗΜΑΡ, εκτός από τους όρους νομής της
κυβερνητικής εξουσίας;
Η ιδεοληπτικά ευρωπαϊκή- ή μάλλον δυτικοευρωπαϊκή- μονομέρεια
αναφορικά με την αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων, υπήρξε χαρακτηριστικό
τμήματος (όχι όλου) του παραδοσιακού ευρωκομουνισμού και του Σημιτικού
ΠΑΣΟΚ. Ωστόσο, οι αστικές τάξεις των ηγετικών χωρών της Ε.Ε. δεν υπήρξαν
ποτέ μονόπλευρα «ευρωκεντρικές»- αρκεί να παρατηρήσει κανείς με τι
σοβαρότητα προσπαθούν να ενισχύσουν τους δεσμούς τους οι Γάλλοι
ιμπεριαλιστές με όλες τις γαλλόφωνες χώρες του κόσμου και με τι πάθος
προσπαθούν να συντηρήσουν οι Βρετανοί την Κοινοπολιτεία τους. Μόνο η
δική μας, επαρχιώτικη ολιγαρχία, με την υπερβολή μιας Μαντάμ Σουσού,
μπορεί να «σνομπάρει» αφ' υψηλού τον Μεσογειακό, Αραβικό και Βαλκανικό
μας περίγυρο ή και τις εκτός Ε.Ε. αναδυόμενες δυνάμεις του σύγχρονου
κόσμου.
Στοιχειώδης πολιτικός ρεαλισμός επιβάλλει στην ελληνική Αριστερά να
ξεκινήσει την όποια αναζήτηση διεθνών ερεισμάτων από μια θεμελιώδη
παραδοχή: ότι μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ και τη στροφή της Κίνας δεν
υπάρχουν, σε παγκόσμια κλίμακα, στρατηγικοί σύμμαχοι μεγάλης ισχύος για
μια αυριανή αριστερή- εργατική κυβέρνηση, η οποία θα θελήσει να αλλάξει
και όχι να διαχειριστεί το υπάρχον σύστημα. Υπάρχουν μόνο συγκρουόμενα
οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα μεταξύ εδραιωμένων και αναδυόμενων
ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αντιθέσεις που μπορεί να ανοίξουν κάποια
παράθυρα ευκαιρίας για τακτικούς ελιγμούς και πρόσκαιρους, σχετικά
ευνοϊκούς συμβιβασμούς στις μαχόμενες αριστερές δυνάμεις.
Μια παρόμοια, επαναστατικά ρεαλιστική, βασισμένη στα πραγματικά
δεδομένα και τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων, προσέγγιση θα μας
προστατεύσει από ολέθριους συναισθηματισμούς και φαντασιώσεις- όπως,
π.χ., τη φαντασίωση ότι η Μόσχα θα σπεύσει να σώσει τη Λευκωσία από το
Βερολίνο, φλεγόμενη για τους κυπριακούς υδρογονάνθρακες. Κι αυτό, παρότι
οι τελευταίοι αντιστοιχούν μόλις στο... 0,1% των παγκοσμίων αποθεμάτων,
ενώ η Ρωσία κατέχει το 27% και από αυτό διοχετεύει το... 40% στην
Ευρώπη, πρωτίστως στη Γερμανία!
Από την άλλη πλευρά, γεγονός είναι ότι η «στιγμή» της αμερικανικής
και κατά προέκταση της Δυτικής μονοκρατορίας, που προέκυψε μετά την
κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτος της Ανατολικής Ευρώπης
αποτελεί καιρό τώρα παρελθόν. Η ανάδυση νέων κέντρων οικονομικής και
πολιτικής ισχύος στην Άπω Ανατολή, τη Νότια Ασία και τη Λατινική Αμερική
δημιουργεί δυνατότητες αναζήτησης εναλλακτικών στηριγμάτων στην
προοπτική μιας λαϊκής, δημοκρατικής ανατροπής στην Ελλάδα, έστω κι αν θα
πρόκειται για πρόσκαιρες, ετεροβαρείς συμμαχίες, οι οποίες προφανώς θα
έχουν το τίμημά τους.
Χτυπητό παράδειγμα αποτελεί η ανάδυση των λεγόμενων BRICS- Κίνα,
Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία, Νότια Αφρική- που αντιστοιχούν στο 40% του
παγκόσμιου πληθυσμού και στο 17% του παγκόσμιου εμπορίου. Την περασμένη
εβδομάδα, οι πέντε αυτές μεγάλες χώρες πραγματοποίησαν σύνοδο κορυφής
στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής, όπου αποφάσισαν να δημιουργήσουν κοινή,
αναπτυξιακή τράπεζα, με κεφάλαια της τάξης των 50 δις- μια τράπεζα, η
οποία θα μπορούσε να λειτουργήσει ως «δανειστής ύστατης καταφυγής»
χρεωμένων χωρών, προσφέροντάς τους μια εναλλακτική λύση έναντι του
Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι ισχυρά πλεονασματικές αυτές χώρες έχουν
συσσωρεύσει τεράστια αποθέματα ξένου συναλλάγματος, της τάξης των 4,5
τρισ δολαρίων. Το γεγονός αυτό αφήνει ανοικτή την προοπτική διμερών
συμφωνιών με χώρες όπως η Ρωσία και η Κίνα για την εξυπηρέτηση του
ελληνικού ελλείμματος μετά από την αναπόφευκτη ρήξη με τις κυρίαρχες
δυνάμεις της ευρωζώνης, μέχρις ότου σταθεροποιηθεί η ελληνική οικονομία,
όπως και για μεγάλα επενδυτικά προγράμματα, για παράδειγμα στον τομέα
της ενέργειας ή της πολεμικής βιομηχανίας. Ανάλογες συμφωνίες με χώρες
όπως η Ινδία και η Βραζιλία- από τους παγκόσμιους πρωταθλητές στην
παραγωγή γενόσημων φαρμάκων- θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν μια
ριζοσπαστική κυβέρνηση της Ελλάδας φθηνά, αξιόπιστα φάρμακα τη δύσκολη
μεταβατική περίοδο. Η πολύ σημαντική απόφαση της Ινδίας, στις αρχές της
βδομάδας, να αγνοήσει τις πιέσεις της Novartis και άλλων πολυεθνικών
αναφορικά με τα «πνευματικά δικαιώματα» στο χώρο του φαρμάκου διευρύνει
σοβαρά αυτές τις δυνατότητες.
Σε αντίθεση με τις αστικές κυβερνήσεις του «ανήκομεν εις την Δύσιν»,
που ακολουθούν δουλικά τις επιλογές Ουάσιγκτον και Βρυξελλών, αυξάνοντας
την ενεργειακή εξάρτηση της Ελλάδας από Τουρκία και Ισραήλ, μια
ριζοσπαστική, αριστερή κυβέρνηση θα διέθετε μεγάλα περιθώρια
διαφοροποίησης των πηγών ενεργειακού ανεφοδιασμού. Ακόμη και η Τουρκία,
μια χώρα- μέλος του ΝΑΤΟ και στρατηγικός σύμμαχος των Αμερικανών στη
Μέση Ανατολή, αγνοεί τις κυρώσεις Ουάσιγκτον και Βρυξελλών και συνεχίζει
να προμηθεύεται από την Τεχεράνη το 20% των αναγκών της σε φυσικό
αέριο. Μια κυρίαρχη και ανεξάρτητη Ελλάδα θα μπορούσε να πράξει κάτι
ανάλογο, με ακόμη περισσότερο ευνοϊκούς όρους, δεδομένων των παραδοσιακά
φιλικών σχέσεων ανάμεσα στην Αθήνα και την Τεχεράνη. Η Ρωσία, η
Βενεζουέλα, η Αίγυπτος και άλλες χώρες εντάσσονται επίσης στους
υποψήφιους προμηθευτές μιας νέας Ελλάδας, φιλικής με όλους τους λαούς,
αλλά όχι «δεδομένης» για οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη.
Η κυριότερη εφεδρεία μιας νέας, λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα θα ήταν
οι λαοί που υποφέρουν, αγωνίζονται και ελπίζουν- ιδιαίτερα στην
περιφέρεια της ευρωζώνης, την ευρωπαϊκή και αραβική Μεσόγειο και τα
Βαλκάνια. Μια Ελλάδα που θα τολμήσει να έρθει σε σύγκρουση με την
πολιτική της Δρακόντειας λιτότητας που επιβάλλει ο υπό γερμανική
ηγεμονία ευρωπαϊκός Βορράς, μπαίνοντας στις αχαρτογράφητες θάλασσες της
αλληλεγγύης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι βέβαιο ότι θα κέρδιζε
αμέσως τη συμπάθεια των λαών, πυροδοτώντας ντόμινο προοδευτικών
ανατροπών στο γεωγραφικό και οικονομικό της περίγυρο. Για καλή μας τύχη,
οι χώρες του Νότου που αποτελούν αυτή τη στιγμή τους αδύναμους, από
οικονομική άποψη, κρίκους της ευρωζώνης, υπήρξαν ιστορικά οι αδύναμοι
κρίκοι της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας και από πολιτική άποψη- και ήδη
έχουν αρχίσει να ξαναγίνονται, όπως μαρτυρά η άνοδος της Αριστεράς στην
Ελλάδα, η αφύπνιση του πνεύματος της «Επανάστασης των γαρυφάλλων» στην
Πορτογαλία, η ανοιχτή πολιτική κρίση στην Ιταλία και πάει λέγοντας. Ζώνη
αμερικανοβρετανικής συγκυριαρχίας μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η
Μεσόγειος μπορεί να γίνει η δική μας θάλασσα της κοινωνικής εξέγερσης,
της ελπίδας και της ελευθερίας.
Πηγή: iskra.gr