Χρήστος Επαμ. Κυργιάκης, αριστερό blog
Από
τη μέρα που η πρώην υπουργός παιδείας κυρία Άννα Διαμαντοπούλου
επανέφερε στην ημερήσια διάταξη τις, από τη δεκαετία του ’90, εντολές
του ΟΟΣΑ για θέσπιση της αξιολόγησης σε όλες τις βαθμίδες της
εκπαίδευσης, χύθηκαν τόνοι από μελάνι, ξεδιπλώθηκαν χιλιόμετρα από
χαρτί, παρήχθησαν εκατοντάδες κιλά σάλιου και διατέθηκε αμέτρητος
τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός χρόνος σε μια προσπάθεια να πειστεί η
ελληνική κοινωνία για την αναγκαιότητα της αξιολόγησης.
Φυσικά,
η πρώην υπουργός δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει για τον εαυτό της την
πρωτιά και την «καινοτομία». Αρκετοί προκάτοχοί της είχαν προσπαθήσει να
θεσπίσουν το θεσμό της αξιολόγησης αποτυγχάνοντας παταγωδώς, ο ένας
μετά τον άλλον.
Αρσένης, Κοντογιαννόπουλος, Ευθυμίου, Γιαννάκου και πάει λέγοντας.
Αυτό
που έκανε επιπλέον η κυρία Διαμαντοπούλου είναι το ότι εκτός από την
επιμονή της στην θέσπιση της αξιολόγησης, προχώρησε σε μία, άνευ
προηγουμένου ανατροπή προς το χειρότερο, σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης
και σε όλους τους τομείς που σχετίζονται με αυτή.
Συγχωνεύσεις,
καταργήσεις, δαπάνες, ενισχυτική διδασκαλία, μεταθέσεις, αποσπάσεις,
διορισμοί, ωράριο διδασκαλίας, όλα μπήκαν στη λογική του εξορθολογισμού
της εκπαίδευσης του οποίου τις τραγικές συνέπειες βιώνουμε σήμερα.
Τα
«αθώα» επιχειρήματα, τα ερωτήματα των «αφελών» και των «ανήξερων», οι
«αδιάψευστες» συγκρίσεις με τις «προηγμένες» χώρες, μπήκαν στην ημερήσια
διάταξη τόσο στις συζητήσεις των γνωστών παπαγάλων-προπαγανδιστών
μεταξύ των συναδέλφων, όσο και στα άρθρα-αναλύσεις των γυαλιστερών,
τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών δημοσιογράφων.
Ας θυμηθούμε μερικά…
«Ρε
παιδιά», έλεγαν πριν από τρία χρόνια με περισσή αθωότητα ορισμένοι
διευθυντές, στην προσπάθειά τους να πείσουν τους διδάσκοντες να δεχτούν
οικειοθελώς την αυτοαξιολόγηση των σχολικών τους μονάδων, «τι πειράζει
να δοκιμάσουμε μια χρονιά την αξιολόγηση και αν δεν μας κάνει να το
απορρίψουμε; Πώς απορρίπτουμε κάτι χωρίς να το δοκιμάσουμε πρώτα στην
πράξη;»
«Τυπικό θα είναι το θέμα. Χαρτούρα και γραφειοκρατία. Δεν έχει να κινδυνέψει κανένας».
«Γιατί να μην αξιολογηθούν και οι εκπαιδευτικοί; Αυτοί πώς έχουν το δικαίωμα και αξιολογούν τους μαθητές;»
«Παντού, σε όλες τις χώρες γίνεται αξιολόγηση».
«Όσοι είναι καλοί, δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Ίσα-ίσα, αυτοί θα έχουν όφελος».
«Πολύς ντόρος για το τίποτα. Εδώ είναι Ελλάδα. Μη φοβάστε τίποτα. Απλώς κάτι πρέπει να δείξουμε στην τρόικα».
«Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα γιατί αξιολογούνται συνεχώς και οι τεμπέληδες εκπαιδευτικοί να μην αξιολογούνται;»
«Εγώ
δεν έχω να φοβηθώ τίποτα από την αξιολόγηση. Είμαι συνεπής με τη
δουλειά μου. Το πρόβλημα το έχουν όσοι δεν είναι εντάξει. Άλλωστε, το
έχουν αποφασίσει και δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα».
Σίγουρα
όλοι μας έχουμε ακούσει ή διαβάσει κάτι από τα παραπάνω και
ενδεχομένως, κάποια από αυτά να τα έχουμε ισχυριστεί και εμείς οι ίδιοι.
Αν
και φαίνεται ότι η εκπαιδευτική κοινότητα έχει απορρίψει την
αξιολόγηση, αξίζει να σταθούμε σε ορισμένα ζητήματα, καθώς οι
κυβερνώντες τα τέσσερα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι δεν έχουν ξεχάσει
διόλου τις αρχικές τους προθέσεις.
Οι αρχικοί ισχυρισμοί περί επιφανειακής και χωρίς επιπτώσεις αξιολόγηση έχουν διαψευστεί από την ίδιες τις εξελίξεις.
Όποιος
δεν περνάει την αξιολόγηση θα μένει στάσιμος βαθμολογικά και
μισθολογικά και, αν αυτό συμβεί δύο φορές, η λαιμητόμος της απόλυσης τον
περιμένει σύμφωνα με το νέο κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων.
Σε
επίπεδο σχολικών μονάδων, με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης τα
οποία θα σχετίζονται με τις επιδόσεις των μαθητών, θα δημιουργηθούν οι
γνωστοί πίνακες κατάταξης των σχολικών μονάδων. Οι σχολικές μονάδες που
θα είναι στις τελευταίες θέσεις του πίνακα θα στραγγίξουν από μαθητές
καθώς οι γονείς, είτε με τη μορφή κουπονιού είτε με τη μορφή της
ελεύθερης επιλογής σχολείου, θα διαλέγουν τα «τοπ» σχολεία του σχετικού
πίνακα όπως άλλωστε συμβαίνει σε περιορισμένη κλίμακα, «άτυπα» και τώρα
σε όλες τις περιοχές της χώρας.
Αναπόφευκτα,
τα σχολεία αυτά θα κλείνουν είτε λόγω μειωμένης χρηματοδότησης αφού δεν
υπήρξαν παραγωγικά είτε λόγω έλλειψης μαθητών, και οι εκπαιδευτικοί,
λόγω κατάργησης των οργανικών τους θέσεων θα μένουν μετέωροι, με την
πόρτα της απόλυσης να τους ανοίγεται διάπλατα.
Εκτός
αν, βρεθεί κάποιος καλός άνθρωπος-επιχειρηματίας που θα θελήσει να
επενδύσει αγοράζοντας το σχολείο και προσφέροντας εργασία, με όρους
σκλαβιάς στους μετέωρους εκπαιδευτικούς.
Όποιος
από μας νομίζει ότι δεν πρόκειται να βρεθεί ποτέ σε μια τέτοια θέση, ή
κοιμάται τον ύπνο του δικαίου ή τον ύπνο του δικαίου κοιμάται.
Ας περάσουμε λίγο στο αν η εκπαιδευτική διαδικασία μπορεί να μετρηθεί.
Η
αξιολόγηση εμπεριέχει, αν δεν προϋποθέτει, τη μέτρηση είτε την ποσοτική
είτε την ποιοτική η οποία όμως τελικά πρέπει να έχει και ποσοτική
αποτίμηση.
Κατή
τη γνώμη μου, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν μπορεί να μετρηθεί διότι,
μέτρηση σημαίνει σύγκριση με κάποιο άλλο ομοειδές μέγεθος που θεωρείται
μονάδα μέτρησης.
Υπάρχει μονάδα μέτρησης στην εκπαιδευτική διαδικασία; Προσωπικά δεν γνωρίζω να υπάρχει.
Γι΄αυτό
η αξιολόγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας συνδέεται αναπόφευκτα με τις
επιδόσεις των μαθητών σε διάφορες εξεταστικές διαδικασίες. Αυτές μπορεί
να είναι οι πανελλαδικές και ενδοσχολικές εξετάσεις ή κάποια τεστ
γνώσεων και δεξιοτήτων τα οποία θα δημιουργούνται από ειδικό σώμα
αξιολογητών. Το κόστος της αμοιβής των αξιολογητών και της δημιουργίας
των κατάλληλων και αντικειμενικών τεστ δεν θα είναι βέβαια αμελητέο
αλλά, το πιο επικίνδυνο είναι ότι κάτι τέτοιο θα εκφυλίσει την
καθημερινή εκπαιδευτική διαδικασία αφού ο εκπαιδευτικός, ως πρώτο του
μέλημα θα έχει το πώς θα εκπαιδεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα τους
μαθητές του στα τεστ αξιολόγησης και όχι στο πώς θα τους προσφέρει τις
απαραίτητες γνώσεις και δεξιότητες.
Παράλογο; Όχι. Απολύτως λογικό.
Από
τη στιγμή που οι επιδόσεις των μαθητών στα τεστ αυτά θα καθορίζει το αν
θα μειωθεί ή όχι ο μισθός του, το αν θα εξακολουθεί να λειτουργεί ή όχι
το σχολείο και εν τέλει το αν θα έχει δουλειά και την επόμενη χρονιά, η
αποκλειστική ενασχόληση του εκπαιδευτικού με τα τεστ δεν είναι επιλογή
του αλλά μονόδρομος.
Αλήθεια, ποιος γονιός θα ήθελε κάτι τέτοιο για το παιδί του;
Τα παραπάνω δεν είναι υποθέσεις αλλά τα αποτελέσματα της εφαρμογής της αξιολόγησης τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ.
Ειδικά
στις ΗΠΑ, η ίδια η υφυπουργός παιδείας της χώρας, πρώην υπέρμαχος της
αξιολόγησης, παραδέχτηκε, δέκα χρόνια μετά την εφαρμογή της πως η
αξιολόγηση απέτυχε ή μάλλον πέτυχε ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που
υποσχόταν πριν την εφαρμογή της.
Ξοδεύτηκαν
εκατομμύρια δολάρια για την αμοιβή διαφόρων επιτροπών και παραεπιτροπών
που είχαν ως μέλημα την εφαρμογή της αξιολόγησης και τη δημιουργία
κατάλληλων και αντικειμενικών τεστ και το αποτέλεσμα, τελικά, ήταν η
δραματική υποβάθμιση και όχι η αναβάθμιση της εκπαίδευσης.
Όμως,
ακόμη και αν δεχτούμε ότι η επίδοση ενός μαθητή σχετίζεται με τον ίδιο
τον εκπαιδευτικό, θα πρέπει επίσης να δεχτούμε ότι ο εκπαιδευτικός δεν
είναι ο μόνος παράγοντας που επηρεάζει την επίδοση του μαθητή.
Η
ποιότητα αλλά και η ποσότητα στην πρόσληψη και την αφομοίωση της γνώσης
από κάποιον μαθητή επηρεάζεται καθοριστικά και από μια σειρά άλλων
παραγόντων όπως οι κοινωνικές, οικονομικές και μορφωτικές συνθήκες στις
οποίες αυτός μεγαλώνει αλλά και από τα ερωτήματα που τον ταλαιπωρούν για
το αν η επιλογή τού να σπουδάσει, οδηγεί τελικά σε επαγγελματική
αποκατάσταση ή όχι.
Τα
απλανή βλέμματα των μαθητών που συναντάμε μέσα στις τάξεις τα τελευταία
χρόνια και τα οποία επιμελώς αποφεύγουμε να συναντούμε δυστυχώς, δεν
προσμετρούνται στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την
αξιολόγηση εκ μέρους των αξιολογητών.
Τώρα, σε σχέση με την πονεμένη ιστορία της αντιπαράθεσης ιδιωτικού και δημόσιο τομέα.
Πάλι
η ζωή έδωσε, δυστυχώς, απαντήσεις σε όλους εκείνους που συνειδητά ή
ασυνείδητα υποστήριζαν, πριν από τέσσερα χρόνια, πως ο ιδιωτικός τομέας
δεν θα υποστεί τις συνέπειες της κρίσης, αν μειωθούν οι μισθοί και
κοπούν τα δώρα στον δημόσιο τομέα.
Όχι μόνο δεν γλύτωσαν οι μισθοί και τα δώρα στον ιδιωτικό τομέα αλλά η ανεργία έχει χτυπήσει κόκκινο πλησιάζοντας το 30%.
Από
τη στιγμή που οι εργασιακές σχέσεις και οι οικονομικές απολαβές στο
δημόσιο τομέα δέχτηκαν ανελέητο χτύπημα, ήταν ολοφάνερο ότι ο ιδιωτικός
τομέας, ως πιο ευάλωτος στις εργοδοτικές πιέσεις, θα δεχόταν το χτύπημα
με πολλαπλάσια ένταση.
Όμως,
η παραπληροφόρηση, η κυβερνητική προπαγάνδα και η έλλειψη ταξικής
συνείδησης είχαν ως αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα, αντί
να βρίσκονται στο πλευρό των συναδέλφων τους στο δημόσιο τομέα, βρέθηκαν
απέναντί τους, στερώντας, ουσιαστικά, και από τους εαυτούς τους
οποιοδήποτε σπίθα ελπίδας θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αναχαίτιση της
αντεργατικής επίθεσης στο δημόσιο τομέα.
Τέλος,
όσον αφορά στους συναδέλφους που πιστεύουν πως είναι τόσο καλοί ώστε να
μπορέσουν να περάσουν με επιτυχία τις συμπληγάδες της αξιολόγησης, θέλω
να μιλήσω πρώτα από καρδιάς και μετά με βάση τη λογική.
Ειλικρινά,
πιστεύω πως όποιος από μας θεωρεί τον εαυτό του καλύτερο από τους
άλλους δεν θα έπρεπε να κάνει τη δουλειά που κάνει. Ο Αϊνστάιν έλεγε πως
το «εγώ» είναι αντιστρόφως ανάλογο της γνώσης. Στην καλύτερη των
περιπτώσεων, όποιος έχει μια τέτοια άποψη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί
ως αδαής. Στη χειρότερη, ως ψώνιο.
Το
πόσοι θα είναι οι «καλύτεροι» θα καθορίζεται κάθε φορά με υπουργική
απόφαση όπως καθορίζονταν με υπουργική απόφαση το πόσοι ήταν κάθε φορά
οι «καλύτεροι» στους διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ όταν έβγαιναν τα συναδελφικά
μαχαίρια για το ποιοι είναι οι «καλύτεροι» να διδάξουν στα σχολεία.
Και
ανέφερα παρά πάνω πόσοι «ήταν», γιατί πλέον ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ
έγινε μια ανάμνηση του παρελθόντος χωρίς παρόν και φυσικά χωρίς μέλλον.
Αλήθεια!
Εξαφανίστηκαν οι «καλύτεροι», οι «ικανοί» και οι «άριστοι» που θα
πετύχαιναν στον ΑΣΕΠ και θα ήταν απαραίτητοι για να διδάξουν στα
σχολεία;
Όχι
βέβαια. Εξακολουθούν να υπάρχουν, μόνο που οι κυβερνητικές πολιτικές
των τελευταίων χρόνων τους εξαφάνισαν από το εκπαιδευτικό τοπίο.
Το
ίδιο θα συμβεί και στους μόνιμους εκπαιδευτικούς αν καταφέρουν να μας
χωρίσουν σε «κακούς» και «καλούς», για το απλούστατο λόγο ότι μετά θα
ακολουθήσει ο διαχωρισμός ανάμεσα σε «καλούς» και «άριστους», με
μοναδικό κριτήριο, όχι βέβαια τα προσόντα των εκπαιδευτικών, αλλά την
ένταση και τη συνέχεια της αντίστασης που θα προβάλλουμε ως κλάδος της
εκπαίδευσης.
Όσο περισσότερο αντισταθούμε, τόσο λιγότερο θα πονέσουμε…