πηγή, εφημ. "Ριζοσπάστης"
Στο
επίκεντρο του ενδιαφέροντος κυβέρνησης και ΕΕ βρίσκεται η επαγγελματική
εκπαίδευση και κατάρτιση, και συγκεκριμένα ο στόχος να συνδεθεί
στενότερα με τις επιχειρήσεις αλλά και να αυξηθεί ο αριθμός των νέων που
στρέφονται, πριν ολοκληρώσουν τη βασική εκπαίδευση, σε αυτή. Τα
συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης εξασφαλίζουν εργατική δύναμη που
καταρτίζεται και προσαρμόζεται στις ανάγκες της «αγοράς» σε σύντομο
χρονικό διάστημα, ενώ διοχετεύουν στις επιχειρήσεις φθηνούς και χωρίς
δικαιώματα εργαζόμενους κάτω από τον τίτλο της μαθητείας και της
πρακτικής άσκησης. Παράλληλα, η επαγγελματική εκπαίδευση αξιοποιείται ως
«ενεργητική πολιτική απασχόλησης» και προβάλλεται ως απάντηση στα υψηλά
ποσοστά ανεργίας των νέων, μέσα από τα διάφορα προγράμματα κατάρτισης
και επανακατάρτισης αλλά και μέσα από την αύξηση της κινητικότητας
εργαζομένων και ανέργων από επιχείρηση σε επιχείρηση, από κλάδο σε
κλάδο, από χώρα σε χώρα.
Ο στόχος να ενισχυθεί η επαγγελματική
εκπαίδευση σχετίζεται με την προσπάθεια της ΕΕ να αντιμετωπίσει την
αναντιστοιχία που εντοπίζει ανάμεσα στις διαθέσιμες επαγγελματικές
δεξιότητες του εργατικού δυναμικού και στις δεξιότητες που απαιτούν οι
θέσεις εργασίας, όχι μόνο οι σημερινές αλλά και όσες εκτιμά πως θα
δημιουργηθούν στο μέλλον. Η «αναντιστοιχία» αυτή μπορεί να αφορά τόσο
στην έλλειψη των απαιτούμενων επαγγελματικών προσόντων, όσο και στην
ύπαρξη περισσότερων προσόντων από όσα είναι απαραίτητα για μια δεδομένη
θέση εργασίας. Το φαινόμενο αυτό αποτελεί πηγή ανησυχίας, καθώς η ΕΕ
εκτιμά ότι μειώνει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της και
επιχειρεί να το αντιμετωπίσει μέσα από τη βελτίωση της επαγγελματικής
εκπαίδευσης και την αύξηση της κινητικότητας των εργαζομένων.
Εξάλλου,
πηγή της αναντιστοιχίας που διαπιστώνουν ΕΕ και κυβέρνηση ανάμεσα στις
ανάγκες της παραγωγής και στα αποτελέσματα της εκπαίδευσης είναι οι
ίδιοι οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας. Οσο η παραγωγή εξακολουθεί
να είναι άναρχη και να έχει στόχο το κέρδος του καπιταλιστή, το
πρόβλημα θα παραμένει και η επαγγελματική εκπαίδευση θα χρησιμοποιείται
ως εργαλείο για να γεφυρώνονται αποσπασματικά και προσωρινά τα κενά και
οι ελλείψεις, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των μονοπωλιακών ομίλων. Μόνο με
τον κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, στο πλαίσιο της εργατικής
εξουσίας, με κοινωνικοποιημένα τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα
παραγωγής, θα βρεθούν η παραγωγή και η εκπαίδευση σε αντιστοιχία, όχι
μόνο μεταξύ τους αλλά και με τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας.
«Μάθηση στο χώρο εργασίας»
Την
ανάγκη τα κράτη - μέλη της ΕΕ να αναδιαρθρώσουν τα εκπαιδευτικά τους
συστήματα και τα συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης, ώστε να γίνουν
πιο ευέλικτα και ανοιχτά στη «μάθηση στο χώρο εργασίας», επισήμανε το
πρόσφατο συνέδριο του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την προώθηση της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (CEDEFOP)
(12-13 Ιούνη). Η αύξηση των προγραμμάτων και των θέσεων μαθητείας
συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της ΕΕ, ενώ σύμφωνα με το CEDEFOP «η
μάθηση κατά την εργασία, τα συστήματα εναλλασσόμενης
εργασίας-εκπαίδευσης και τα προγράμματα μαθητείας συμβάλλουν στην ένταξη
των νέων στην αγορά εργασίας». Με πρωτοβουλία της Γερμανίας, που
εφαρμόζει ένα τέτοιο «μοντέλο» επαγγελματικής εκπαίδευσης, συγκροτήθηκε
το Δεκέμβρη του 2012 η «Ευρωπαϊκή Συμμαχία για τη Μαθητεία», στην οποία
το CEDEFOP ανέλαβε συντονιστικό ρόλο. Η εκκίνηση των δράσεων αυτής της
«Ευρωπαϊκής Συμμαχίας» έχει προγραμματιστεί για τον Ιούλη. Στο πλαίσιο
του συνεδρίου του CEDEFOP, η αρμόδια επίτροπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,
Α. Βασιλείου, αναφέρθηκε σε αυτή, παρουσίασε τις θέσεις μαθητείας ως
«αμοιβαία επωφελείς» για τους εργοδότες και τους νέους και κάλεσε τα
κράτη - μέλη, τους «κοινωνικούς εταίρους» και τις επιχειρήσεις να
συμβάλουν ώστε να πολλαπλασιαστούν οι θέσεις αυτές στην ΕΕ.
Αξίζει
να σημειωθεί πως το «γερμανικό μοντέλο», που αποτελεί οδηγό για την
προσπάθεια της ΕΕ, αντιπροσωπεύει ένα ιδιαίτερα ταξικό σύστημα
εκπαίδευσης, καθώς τερματίζει τη σχολική εκπαίδευση για χιλιάδες παιδιά,
που προέρχονται από λαϊκές οικογένειες, από την ηλικία των 15 ετών. Στο
πλαίσιό του οι νέοι περνούν 1-2 μέρες στο σχολείο ενώ τις υπόλοιπες 3-4
μέρες της βδομάδας εργάζονται ως μαθητευόμενοι σε επιχειρήσεις. Οι
επιχειρήσεις και τα Επιμελητήρια εμπλέκονται ενεργά στην επαγγελματική
εκπαίδευση, αφού διαμορφώνουν τις ειδικότητες και το περιεχόμενο σπουδών
και παρέχουν την πιστοποίηση των επαγγελματικών προσόντων στους
αποφοίτους.
Αλλαγές σε Επαγγελματικά Λύκεια, Επαγγελματικές Σχολές και ΙΕΚ
Τον
ίδιο προσανατολισμό υιοθετεί και η ελληνική κυβέρνηση και σε αυτή την
κατεύθυνση σχεδιάζει αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση, σε
Επαγγελματικά Λύκεια, Επαγγελματικές Σχολές και ΙΕΚ. Στο μήνυμά του στη
συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Διά Βίου Μάθησης και Σύνδεσης με την
Απασχόληση (28 Μάη), ο υπουργός Παιδείας, Κ. Αρβανιτόπουλος, αναφέρθηκε
στην επικείμενη κατάθεση σχεδίου νόμου, δίνοντας το στίγμα των αλλαγών
στο τεχνολογικό λύκειο: «Σε ό,τι αφορά το τεχνολογικό λύκειο,
βασιζόμενοι στο θεσμό της μαθητείας, πρωτοπορούμε με το δυαδικό σύστημα,
με στόχο τη διαμόρφωση ενός πλαισίου τεχνικής εκπαίδευσης που να
ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της χώρας».
Οι αλλαγές που
δρομολογούνται στα δημόσια ΙΕΚ, τα οποία περνούν πλέον (από τις 30
Ιούνη) στην ευθύνη των Περιφερειών, δεν είναι άσχετες με το παραπάνω
πλαίσιο. Στόχος της «αποκέντρωσης» είναι η στενότερη σύνδεση με τις
«αναπτυξιακές δυνατότητες» της κάθε Περιφέρειας, ο προσδιορισμός δηλαδή
των ειδικοτήτων και των προγραμμάτων σπουδών με βάση τις επιχειρήσεις
που δραστηριοποιούνται στην κάθε περιοχή και τις ανάγκες τους. Με βάση
όσα αναφέρονται στο προσχέδιο του Κανονισμού Λειτουργίας των ΙΕΚ, η
διαμόρφωση των ειδικοτήτων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την «αναπτυξιακή
στρατηγική» της Περιφέρειας, τη «διερεύνηση και διάγνωση των αναγκών της
αγοράς εργασίας σε τοπικό επίπεδο». Το δρόμο για την πιο ενεργή εμπλοκή
των επιχειρήσεων ανοίγει ο κανονισμός με όσα προβλέπει για τη θέση του
διευθυντή. Οχι μόνο δίνει τη δυνατότητα να είναι ιδιώτης αλλά
προσδιορίζει ως κριτήριο για την επιλογή του την καλή γνώση σχετικά με
«τις αναπτυξιακές δυνατότητες αλλά και τις ανάγκες εργασίας της
περιοχής», και τη «σχετική τεχνογνωσία από τη συμμετοχή στην παιδαγωγική
- παραγωγική - επιχειρηματική δραστηριότητα του τόπου του». Ακόμα,
δίνεται έμφαση στη συμμετοχή των σπουδαστών σε «προγράμματα
κινητικότητας», με σκοπό είτε την κατάρτιση είτε την πρακτική άσκηση σε
επιχειρήσεις σε άλλες χώρες της ΕΕ. Μπροστά σε δυσάρεστες εκπλήξεις θα
βρεθούν, κατά πάσα πιθανότητα, οι σπουδαστές από τη νέα χρονιά και όσον
αφορά στο κόστος των σπουδών, αφού ο Κανονισμός παρέχει τη δυνατότητα να
διαφοροποιείται το ποσό των διδάκτρων ανάλογα με την Περιφέρεια, την
ειδικότητα και το εξάμηνο σπουδών.
Επίθεση στο δικαίωμα στη μόρφωση και τη δουλειά
Οσον
αφορά στην Ελλάδα, η συζήτηση για την επαγγελματική εκπαίδευση και τις
αλλαγές που σχεδιάζονται συνοδεύεται από τη διαπίστωση πως τα ποσοστά
των νέων που στρέφονται σε αυτή είναι υποδιπλάσια από τα αντίστοιχα
ποσοστά στην ΕΕ. Η «ψαλίδα» αυτή παρουσιάζεται μάλιστα ως παράγοντας που
ευθύνεται για την υψηλή ανεργία των νέων. Στο στόχαστρο μπαίνουν τα
«στρεβλά πρότυπα» που υποτίθεται πως κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία, η
αρνητική στάση που υπάρχει, όπως ισχυρίζονται, απέναντι στις
επαγγελματικές δεξιότητες και η προσπάθεια κάθε οικογένειας να
κατευθύνει τα παιδιά της στην ανώτατη εκπαίδευση. Οι λαϊκές οικογένειες
κατηγορούνται πως συμβάλλουν στη διόγκωση των ποσοστών της ανεργίας,
αποτρέποντας τα παιδιά τους να ακολουθήσουν ένα τεχνικό επάγγελμα, ενώ
τα ίδια τα παιδιά ενοχοποιούνται πως αν και «δεν παίρνουν τα γράμματα»,
δεν επιλέγουν την επαγγελματική εκπαίδευση!
Ολα αυτά, τη στιγμή
που χιλιάδες νέοι και νέες που ακολουθούν την επαγγελματική εκπαίδευση
αντιμετωπίζουν την υποβάθμιση των σχολών, τις ελλείψεις σε εργαστήρια,
τα κενά σε καθηγητές, αναγκάζονται να κάνουν μάθημα χωρίς βιβλία,
εξοπλισμό και αναλώσιμα. Αντιμετωπίζουν ακόμα την ανασφάλιστη δουλειά,
με μισθό - ψίχουλα, κάτω από το πρόσχημα της μαθητείας και της πρακτικής
άσκησης, αν και πολύ συχνά η δουλειά αυτή είναι άσχετη με την τέχνη και
το επάγγελμα που σπουδάζουν. Αφού τελειώσουν τη σχολή, και μάλιστα
αρκετοί από αυτούς αφού ολοκληρώσουν περισσότερες από μια ειδικότητες,
καταλήγουν στην ανεργία, στις ίδιες ουρές του ΟΑΕΔ με τους αποφοίτους
των πανεπιστημίων.
Για την ανεργία δεν ευθύνονται οι αντιλήψεις
των μαθητών και των γονιών τους. Ούτε μπορεί να δοθεί λύση με τις
πολιτικές που διώχνουν πρόωρα από το σχολείο τα παιδιά της εργατικής -
λαϊκής οικογένειας και τα στρέφουν σε μια «επαγγελματική εκπαίδευση»,
που ισοδυναμεί στην πράξη με δουλειά χωρίς δικαιώματα. Τόσο οι
απόφοιτοι Πανεπιστημίων και ΤΕΙ, όσο και οι νέοι που ολοκληρώνουν τις
σχολές της επαγγελματικής εκπαίδευσης, δεν είναι σήμερα άνεργοι κατά
χιλιάδες επειδή περισσεύουν οι επιστήμονες ή οι τεχνίτες. Το αντίθετο
μάλιστα, την ίδια στιγμή που δεν έχουν δουλειά οι ανάγκες της κοινωνίας
εξακολουθούν να υπάρχουν και μάλιστα αυξάνονται.
Σήμερα υπάρχουν
όλες οι προϋποθέσεις για να ζήσουν ο λαός και η νεολαία καλύτερα, όλες
οι δυνατότητες για να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες,
στην ολόπλευρη μόρφωση, στην υγεία, στον αθλητισμό και τον πολιτισμό,
στην ξεκούραση και την ψυχαγωγία. Είναι δυνατό όλα τα παιδιά να
σπουδάζουν έως τα 18 τους χρόνια σε ένα ενιαίο σχολείο. Να έχουν στη
συνέχεια τη δυνατότητα να σπουδάσουν σε ένα ενιαίο σύστημα
επαγγελματικής εκπαίδευσης, με έναν τύπο σχολής για κάθε ειδικότητα,
χωρίς τον κατακερματισμό και την πολυδιάσπαση που κυριαρχεί σήμερα. Σε
μια τέτοια κοινωνία κανένας νέος, είτε επιστήμονας είτε τεχνίτης, δε θα
περισσεύει, αλλά θα εξασφαλίζεται σε όλους σταθερή δουλειά με
δικαιώματα, χωρίς ανεργία και ανασφάλεια.
Ε. Χ.