Ο
κόσμος που αντιστέκεται αναζητάει στήριξη για τις μάχες του. Ο Λέανδρος
Μπόλαρης αναδεικνύει το ρόλο και τις ευθύνες της αντικαπιταλιστικής
αριστεράς.
Το 1897 ο Μαρκ Τουέιν, ο φημισμένος Αμερικάνος συγγραφέας, έδωσε την
εξής πνευματώδη απάντηση στο ρεπορτάζ μιας εφημερίδας που τον
παρουσίαζε πεθαμένο: «Πολύ φοβούμαι ότι η είδηση του θανάτου μου είναι
υπερβολική». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν διαθέτει το συγγραφικό ταλέντο ενός Τουέιν
όμως αποδεικνύει ότι όχι μόνο «πεθαμένη» δεν είναι, αλλά αντίθετα τα
πανιά της φουσκώνουν απ’ τον αέρα της ανταρσίας που φυσάει στην εργατική
τάξη, στην νεολαία, στην ίδια την Αριστερά. Αυτό το γεγονός θα
αναδειχτεί ακόμα πιο έντονα καθώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα προχωράει στη Δεύτερη
Πανελλαδική Συνδιάσκεψή της.
Οι εκδηλώσεις που κάνει το τελευταίο διάστημα η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε μια σειρά γειτονιές και πόλεις είναι ένας τρόπος να μετρήσουμε την απήχησή της. Μερικά παραδείγματα από το τέλος του Φλεβάρη και τις πρώτες μέρες του Μάρτη. Στην Πάτρα στις 27/2 περισσότεροι από τριακόσιοι αγωνιστές και αγωνίστριες συμμετείχαν σε εκδήλωση που οργάνωσε η Τοπική Επιτροπή, την ίδια μέρα πάνω από πενήντα συμμετείχαν στην εκδήλωση που οργάνωσε η Τοπική Επιτροπή Ν. Φιλαδέλφειας-Ν. Ιωνίας. Την 1 Μάρτη στην Καλαμάτα οι συμμετέχοντες έφτασαν τους εξήντα. Στις 6 Μάρτη η εκδήλωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Θεσσαλονίκης είχε γύρω στα 120 άτομα συμμετοχή.
Όποιο κι αν είναι το θέμα της εκδήλωσης ή οι ομιλητές, ο κόσμος που συμμετέχει ανοίγει όλη τη γκάμα των ζητημάτων που απασχολούν το κίνημα αυτή την περίοδο. Εργαζόμενοι, φοιτητές, άνεργοι, συνταξιούχοι, οργανωμένοι σε κόμματα της αριστεράς και ανοργάνωτοι, κόσμος που έχει γυρίσει την πλάτη στο ΠΑΣΟΚ και αναζητάει απαντήσεις για τους αγώνες και την προοπτική τους. Που βαδίζει πραγματικά η οικονομία πέρα από τις ψεύτικες καθησυχαστικές δηλώσεις των Σαμαράδων, σε τι φάση βρίσκονται οι αγώνες ενάντια στα μνημόνια και οι απεργίες, ποιες δυνατότητες έχει η Αριστερά, και τι πρέπει να κάνει.
Στους μήνες που έχουν περάσει από τις διπλές εκλογές του Μάη-Ιούνη οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Η κυβέρνηση δοκιμάζει όλο και πιο συχνά τη λύση της καταστολής αλλά αυτό που καταφέρνει είναι να βγάζει το κίνημα στο δρόμο, με απεργίες και διαδηλώσεις. Οι εργάτες και η νεολαία που έδωσαν στην Αριστερά το 30% το έκαναν με ελπίδα και με την αυτοπεποίθηση των προηγούμενων γύρων αγώνων. Σ’ αυτό το σημείο, το τι κάνει η αριστερά, ποιες επιλογές μας πάνε μπροστά και ποιες πίσω, είναι πλέον συζήτηση που απασχολεί μαζικά τμήματα αυτού του αριστερού ρεύματος.
Η αντικαπιταλιστική και η επαναστατική αριστερά στην Ελλάδα έχει μια ευκαιρία που δεν την είχε ποτέ σε προηγούμενες φάσεις. Ακόμα και στην περίοδο της Μεταπολίτευσης με τους θυελλώδεις αγώνες και τη μαζική ριζοσπαστικοποίηση στην εργατική τάξη και τη νεολαία, ήταν πολύ πιο αδύνατη πολιτικά και οργανωτικά από σήμερα.
Σε ένα κίνημα που φουσκώνει και δεν ηττάται, σε μια περίοδο που οι ελπίδες της εργατικής τάξης στρέφονται προς την Αριστερά, έχει και τον όγκο και την εμπειρία να παίξει ηγετικό ρόλο. Να γίνει η ατμομηχανή που τραβάει όλο το κίνημα προς τα αριστερά, χωρίς ενδιάμεσους σταθμούς μέχρι την επανάσταση.
Στην πρώτη γραμμή
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αυτή τη δυνατότητα, πρώτον γιατί ο ρόλος που παίζει στην ταξική πάλη, στις μάχες που δίνει το κίνημα είναι πολύ μεγαλύτερος και κρίσιμος απ’ ό,τι μπορεί να δείχνουν τα εκλογικά ποσοστά της.
Ένα ζήτημα που αυτός ισχυρισμός επιβεβαιώνεται διά γυμνού οφθαλμού είναι η πάλη ενάντια στον ρατσισμό και στους φασίστες. Ο Σαμαράς έχει κάνει σημαία του μαζί με τις πιο ωμές ιδεολογικές επιθέσεις στην Αριστερά και τον πιο εμετικό ρατσισμό. Η άνοδος των φασιστών μέσα απ’ αυτό το θερμοκήπιο που τους προσέφεραν και τους προσφέρουν κυβέρνηση και άρχουσα τάξη βρίσκει απέναντί της ένα μαζικό κίνημα που αναπτύσσεται διαρκώς.
Αυτό το κίνημα δεν ξεπήδησε από μόνο του. Αν θυμηθούμε τις παραμονές των εκλογών του Ιούνη και την επίθεση του Κασιδιάρη στις βουλευτίνες της Αριστεράς Λ. Κανέλλη και Ρ. Δούρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ αντέδρασαν με δηλώσεις στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Την επόμενη μέρα, το αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό συλλαλητήριο που είχε καλέσει η ΚΕΕΡΦΑ και κοινότητες μεταναστών συσπείρωσε χιλιάδες κόσμο.
Από τότε δεν έχει περάσει ούτε μια φασιστική πρόκληση ούτε ένα ρατσιστικό έγκλημα της αστυνομίας του Δένδια που να μην έχει πάρει μια μαζική απάντηση σε πόλεις και γειτονιές, σχολές, σχολεία, χώρους δουλειάς. Οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που συσπειρώνονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος.
Το πανελλαδικό συλλαλητήριο της 19 Γενάρη έδειξε και τη ζωτικότητα αυτού του κινήματος, και το εύρος του, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζουν οι επαναστάτες και οι αντικαπιταλιστές σ’ αυτό. Πρωταγωνιστικό και στο επίπεδο της οργάνωσης αλλά και της πολιτικής. Το συλλαλητήριο ήταν αιχμηρό πολιτικά: δίπλα στο “έξω οι φασίστες” κεντρική θέση είχαν τα συνθήματα για τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, για την ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά, ενάντια στην κυβέρνηση του μνημονίου και του ρατσισμού.
Περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας και παρακολούθησαν την συναυλία στο Σύνταγμα μέχρι αργά το βράδυ. Μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κατάφερε στο τέλος να τραβήξει όλη την Αριστερά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάλεσε τις τελευταίες μέρες τον κόσμο του να συμμετέχει. Η μετατόπιση αφορά ακόμα και το ΚΚΕ. Την προηγούμενη μέρα η Κομματική Οργάνωση Αττικής του ΚΚΕ είχε οργανώσει μια μαζική πορεία στους δρόμους των Πετραλώνων ενάντια στη δολοφονία του Λουκμάν με σύνθημα «έξω οι φασίστες από τις γειτονιές» και την ίδια τη μέρα του συλλαλητηρίου, συνεργεία μελών του μοίραζαν προκηρύξεις στα μπλοκ της Πακιστανικής Κοινότητας.
Το ίδιο ρόλο μπορεί να παίξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τις μάχες. Το 1% των εκλογών του Μάη μπορεί να τραβάει το 30% και να δημιουργεί πλειοψηφικά ρεύματα όχι μόνο στις κάλπες αλλά και στο δρόμο, στις σχολές και τα σχολεία, στα εργοστάσια και σε όλους τους χώρους δουλειάς. Δεν πρόκειται για ευσεβείς πόθους.
Το «Σχέδιο Αθηνά» για τη διάλυση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συμπυκνώνει όλες τις επιθέσεις των μνημονίων και ενός συστήματος σε κρίση σε όλη την παιδεία. Η κυβέρνηση πάει να το παρουσιάσει ως «νοικοκύρεμα» αλλά υπάρχουν χιλιάδες φοιτητές, εκπαιδευτικοί που ξέρουν καλά ότι αυτή η μάχη είναι η συνέχεια του αγώνα ενάντια στην κατάργηση του Άρθρου 16 και στο νόμο-πλαίσιο. Και οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρωταγωνιστούν και αυτή τη φορά.
Το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο της 2 Μάρτη στην Αθήνα ήταν αποκαλυπτικό για τις διαθέσεις αυτού του κόσμου. Χιλιάδες δάσκαλοι, καθηγητές, φοιτητές και μαθητές πλημμύρισαν το κέντρο της Αθήνας με τα πανό και τα συνθήματά τους. Μπροστά στους δασκάλους του συλλόγου «Αριστοτέλης» διαδηλωτές κρατούσαν σε πικέτες γράμματα που σχημάτιζαν το σύνθημα «Όλα Δημόσια» -και η παιδεία, και κάθε τι που θέλει να ξεπουλήσει η κυβέρνηση στα λαμόγια της αγοράς. «Δημόσια Παιδεία δημοκρατική, όχι στην κατήχηση την ναζιστική» έγραφε το πανό της ΕΛΜΕ Δυτ. Αττικής-Ελευσίνας.
Η πρωτοβουλία και το πλαίσιο για αυτό το συλλαλητήριο ξεκίνησε από 26 πρωτοβάθμιους συλλόγους δασκάλων, 11 ΕΛΜΕ και 4 εκπαιδευτικών φορέων που συντονίστηκαν και ανάγκασαν τις ηγεσίες της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ να καλύψουν το συλλαλητήριο. Πάλι τον αποφασιστικό ρόλο τον έπαιξαν οι αγωνιστές και αγωνίστριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δρουν μέσα από τα σχήματα των Παρεμβάσεων. Στα Πανεπιστήμια οι φοιτητές-τριες των ΕΑΑΚ ανοίγουν το δρόμο των συνελεύσεων και των καταλήψεων.
Η αντίσταση στα νοσοκομεία είναι ένα άλλο καυτό μέτωπο. Στις εκλογές στην ΕΙΝΑΠ που έγιναν στα τέλη Φλεβάρη οι δυνάμεις της αριστεράς πήραν σχεδόν τις μισές έδρες στο ΔΣ και το άθροισμα τους είναι το παραπάνω από το μισό των ψηφισάντων. Δεύτερη δύναμη αναδείχτηκε το Ενωτικό Κίνημα Ανατροπής, που συσπείρωσε τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα νοσοκομεία (η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τρίτη και του ΚΚΕ τέταρτη). Το αποτέλεσμα ήρθε σαν επιβράβευση δυο επιλογών των αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς: οργάνωση από τα κάτω των αγώνων, και συντονισμός των κομματιών που αγωνίζονται στην πράξη, με την προοπτική της κλιμάκωσης των αγώνων.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει αυτή τη δυνατότητα, πρώτον γιατί ο ρόλος που παίζει στην ταξική πάλη, στις μάχες που δίνει το κίνημα είναι πολύ μεγαλύτερος και κρίσιμος απ’ ό,τι μπορεί να δείχνουν τα εκλογικά ποσοστά της.
Ένα ζήτημα που αυτός ισχυρισμός επιβεβαιώνεται διά γυμνού οφθαλμού είναι η πάλη ενάντια στον ρατσισμό και στους φασίστες. Ο Σαμαράς έχει κάνει σημαία του μαζί με τις πιο ωμές ιδεολογικές επιθέσεις στην Αριστερά και τον πιο εμετικό ρατσισμό. Η άνοδος των φασιστών μέσα απ’ αυτό το θερμοκήπιο που τους προσέφεραν και τους προσφέρουν κυβέρνηση και άρχουσα τάξη βρίσκει απέναντί της ένα μαζικό κίνημα που αναπτύσσεται διαρκώς.
Αυτό το κίνημα δεν ξεπήδησε από μόνο του. Αν θυμηθούμε τις παραμονές των εκλογών του Ιούνη και την επίθεση του Κασιδιάρη στις βουλευτίνες της Αριστεράς Λ. Κανέλλη και Ρ. Δούρου. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ αντέδρασαν με δηλώσεις στις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα. Την επόμενη μέρα, το αντιρατσιστικό-αντιφασιστικό συλλαλητήριο που είχε καλέσει η ΚΕΕΡΦΑ και κοινότητες μεταναστών συσπείρωσε χιλιάδες κόσμο.
Από τότε δεν έχει περάσει ούτε μια φασιστική πρόκληση ούτε ένα ρατσιστικό έγκλημα της αστυνομίας του Δένδια που να μην έχει πάρει μια μαζική απάντηση σε πόλεις και γειτονιές, σχολές, σχολεία, χώρους δουλειάς. Οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που συσπειρώνονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη αυτού του κινήματος.
Το πανελλαδικό συλλαλητήριο της 19 Γενάρη έδειξε και τη ζωτικότητα αυτού του κινήματος, και το εύρος του, αλλά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο που παίζουν οι επαναστάτες και οι αντικαπιταλιστές σ’ αυτό. Πρωταγωνιστικό και στο επίπεδο της οργάνωσης αλλά και της πολιτικής. Το συλλαλητήριο ήταν αιχμηρό πολιτικά: δίπλα στο “έξω οι φασίστες” κεντρική θέση είχαν τα συνθήματα για τη νομιμοποίηση όλων των μεταναστών, για την ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά, ενάντια στην κυβέρνηση του μνημονίου και του ρατσισμού.
Περισσότεροι από είκοσι χιλιάδες διαδήλωσαν στο κέντρο της Αθήνας και παρακολούθησαν την συναυλία στο Σύνταγμα μέχρι αργά το βράδυ. Μια πρωτοβουλία που ξεκίνησε από το χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς κατάφερε στο τέλος να τραβήξει όλη την Αριστερά. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κάλεσε τις τελευταίες μέρες τον κόσμο του να συμμετέχει. Η μετατόπιση αφορά ακόμα και το ΚΚΕ. Την προηγούμενη μέρα η Κομματική Οργάνωση Αττικής του ΚΚΕ είχε οργανώσει μια μαζική πορεία στους δρόμους των Πετραλώνων ενάντια στη δολοφονία του Λουκμάν με σύνθημα «έξω οι φασίστες από τις γειτονιές» και την ίδια τη μέρα του συλλαλητηρίου, συνεργεία μελών του μοίραζαν προκηρύξεις στα μπλοκ της Πακιστανικής Κοινότητας.
Το ίδιο ρόλο μπορεί να παίξει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε όλα τις μάχες. Το 1% των εκλογών του Μάη μπορεί να τραβάει το 30% και να δημιουργεί πλειοψηφικά ρεύματα όχι μόνο στις κάλπες αλλά και στο δρόμο, στις σχολές και τα σχολεία, στα εργοστάσια και σε όλους τους χώρους δουλειάς. Δεν πρόκειται για ευσεβείς πόθους.
Το «Σχέδιο Αθηνά» για τη διάλυση της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης συμπυκνώνει όλες τις επιθέσεις των μνημονίων και ενός συστήματος σε κρίση σε όλη την παιδεία. Η κυβέρνηση πάει να το παρουσιάσει ως «νοικοκύρεμα» αλλά υπάρχουν χιλιάδες φοιτητές, εκπαιδευτικοί που ξέρουν καλά ότι αυτή η μάχη είναι η συνέχεια του αγώνα ενάντια στην κατάργηση του Άρθρου 16 και στο νόμο-πλαίσιο. Και οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς πρωταγωνιστούν και αυτή τη φορά.
Το πανεκπαιδευτικό συλλαλητήριο της 2 Μάρτη στην Αθήνα ήταν αποκαλυπτικό για τις διαθέσεις αυτού του κόσμου. Χιλιάδες δάσκαλοι, καθηγητές, φοιτητές και μαθητές πλημμύρισαν το κέντρο της Αθήνας με τα πανό και τα συνθήματά τους. Μπροστά στους δασκάλους του συλλόγου «Αριστοτέλης» διαδηλωτές κρατούσαν σε πικέτες γράμματα που σχημάτιζαν το σύνθημα «Όλα Δημόσια» -και η παιδεία, και κάθε τι που θέλει να ξεπουλήσει η κυβέρνηση στα λαμόγια της αγοράς. «Δημόσια Παιδεία δημοκρατική, όχι στην κατήχηση την ναζιστική» έγραφε το πανό της ΕΛΜΕ Δυτ. Αττικής-Ελευσίνας.
Η πρωτοβουλία και το πλαίσιο για αυτό το συλλαλητήριο ξεκίνησε από 26 πρωτοβάθμιους συλλόγους δασκάλων, 11 ΕΛΜΕ και 4 εκπαιδευτικών φορέων που συντονίστηκαν και ανάγκασαν τις ηγεσίες της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ να καλύψουν το συλλαλητήριο. Πάλι τον αποφασιστικό ρόλο τον έπαιξαν οι αγωνιστές και αγωνίστριες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που δρουν μέσα από τα σχήματα των Παρεμβάσεων. Στα Πανεπιστήμια οι φοιτητές-τριες των ΕΑΑΚ ανοίγουν το δρόμο των συνελεύσεων και των καταλήψεων.
Η αντίσταση στα νοσοκομεία είναι ένα άλλο καυτό μέτωπο. Στις εκλογές στην ΕΙΝΑΠ που έγιναν στα τέλη Φλεβάρη οι δυνάμεις της αριστεράς πήραν σχεδόν τις μισές έδρες στο ΔΣ και το άθροισμα τους είναι το παραπάνω από το μισό των ψηφισάντων. Δεύτερη δύναμη αναδείχτηκε το Ενωτικό Κίνημα Ανατροπής, που συσπείρωσε τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα νοσοκομεία (η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν τρίτη και του ΚΚΕ τέταρτη). Το αποτέλεσμα ήρθε σαν επιβράβευση δυο επιλογών των αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής αριστεράς: οργάνωση από τα κάτω των αγώνων, και συντονισμός των κομματιών που αγωνίζονται στην πράξη, με την προοπτική της κλιμάκωσης των αγώνων.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που έχει διατυπώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τής δίνει δύναμη να παίζει αυτό το ρόλο στους αγώνες. Δεν την περιορίζει στην σεκταριστική απομόνωση – μια συχνή κατηγορία που ακούγαμε τους προηγούμενους μήνες από διάφορες κατευθύνσεις. Αντίθετα, της δίνει και τη σταθερότητα και την ευλυγισία για να παίξει πρωτοπόρο και ενωτικό ρόλο.
Αυτά τα δυο πάνε μαζί. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν η πρώτη δύναμη στην Αριστερά που έβαλε ξεκάθαρα το αίτημα της διαγραφής του χρέους (χωρίς να το χωρίζει σε επαχθές και μη). Επιμείναμε απ’ την αρχή ότι οι εργάτες και η νεολαία δεν πρέπει να αφήσουν τις ζωές τους να γίνουν κόλαση για να παίρνουν τα τοκοχρεολύσιά τους οι ντόπιοι και διεθνείς τραπεζίτες. Το αίτημα της διαγραφής του χρέους θωρακίζει πολιτικά κάθε αγώνα που υφίσταται τους εκβιασμούς του κάθε λογής υποστηρικτή των μνημονίων περί «χρεοκοπίας ενόψει» για την ανάγκη «θυσιών για την εθνική προσπάθεια». Όταν το έθετε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμοιαζε μια μοναχική φωνή. Σήμερα αυτό το αίτημα το αγκαλιάζουν πολύ ευρύτερα κομμάτια της Αριστεράς και του κινήματος.
Η διαφορετική διαδρομή, να βρούμε τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή σε φόρμουλες περί «διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» έχουν οδηγήσει τους εμπνευστές τους να κυνηγάνε από πίσω την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που τρέχει προς τα δεξιά. Το ίδιο και στο θέμα της εξόδου από το ευρώ και της αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής ρήξης με την ΕΕ. Ποια άποψη στενεύει τη δυναμική του κινήματος, εκείνη που λέει ότι η ΕΕ μπορεί να βαδίσει στα χνάρια του… Ομπάμα ή ότι δεν είναι αυτό το «κυρίαρχο» ζήτημα ή εκείνη που επιμένει σε γραμμή σύγκρουσης με μια από τις βασικότερες επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού;
Ο εργατικός έλεγχος είναι η κόκκινη γραμμή που διαπερνάει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Σηματοδοτεί καταρχήν την στρατηγική προοπτική των αγώνων μας, την προοπτική της ανατροπής που έρχεται «από τα κάτω» και δεν περιορίζει το κίνημα στο ρόλο του υποστηρικτή μιας αριστερής ή «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης που καταφέρνει να πάρει την πλειοψηφία στη βουλή. Εργατικός έλεγχος στην αναπτυγμένη του μορφή σημαίνει ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας στο εργοστάσιο και την κοινωνία, που είτε θα πάει μπροστά στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας απ’ τους εργάτες ή θα τσακιστεί.
Όμως, ταυτόχρονα, το σύνθημα στις αφίσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «εργατικός έλεγχος παντού» είναι και απάντηση στα άμεσα πιεστικά προβλήματα των εργατών σήμερα. Σημαίνει ότι οι εργάτες που παλεύουν ενάντια στα κλεισίματα και τις απολύσεις μπορούν να δώσουν πιο αποτελεσματικά τη μάχη διεκδικώντας κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση για τα αφεντικά, για να μείνει ανοιχτή η επιχείρηση αλλά με τον έλεγχο στα χέρια τους ώστε να μην φορτωθούν το βάρος της διάσωσης αυτοί αλλά οι πραγματικοί αίτιοι. Σημαίνει απάντηση στη τρομοκρατική προπαγάνδα ότι θα μείνουμε χωρίς καύσιμα και τρόφιμα αν βγούμε από το ευρώ: οι εργάτες και οι εργάτριες που παράγουν και διακινούν τον πλούτο της κοινωνίας, μπορούν να αποκρούσουν καλύτερα από κάθε καλοπροαίρετο τεχνοκράτη τα κόλπα, τις κερδοσκοπίες και τις απατεωνιές των αφεντικών.
Επίσης, αυτό το κομμάτι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος γενικεύει και αναδεικνύει τις εμπειρίες σειράς μεγάλων και «μικρών» αγώνων της περιόδου που ζούμε. Η κατάληψη του Άλτερ και η προσπάθεια των εργαζόμενων σ’ αυτόν να το λειτουργήσουν σαν το κανάλι των απεργιών και των αγώνων, τα απεργιακά φύλλα των εργαζόμενων της Ελευθεροτυπίας ήταν αγώνες ενάντια στις απολύσεις αλλά και «γεύσεις» του τι θα σημαίνει μια ελεύθερη ενημέρωση σε μια κοινωνία που δεν κυριαρχεί το κέρδος και τα «κονέ» των βαρόνων των ΜΜΕ με το κράτος και τους υπόλοιπους καπιταλιστές.
Σ’ αυτή τη μάχη οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν πολλά να κάνουν ακόμα. Αλλά έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε μπροστά και να τραβήξουμε όλο το κίνημα σ’ αυτή την κατεύθυνση. «Η …ΑΝΤΑΡΣΥΑ (!) κατεστάλη» έγραφε η Δημοκρατία, η δεξιά φυλλάδα στις 26/1 μετά από την επιστράτευση των απεργών του μετρό. Μπορεί το λογοπαίγνιο να είχε στόχο να παρουσιάσει τους απεργούς ως υποκινούμενους από τους «αναρχοαριστεριστές». Όμως, είναι και μια έμμεση επιβεβαίωση ότι στο νου των πιο μαχητικών εργατών η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταυτίζεται με την ανταρσία, με τη διάθεση για κλιμάκωση και συνέχεια μέχρι την νίκη.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα που έχει διατυπώσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τής δίνει δύναμη να παίζει αυτό το ρόλο στους αγώνες. Δεν την περιορίζει στην σεκταριστική απομόνωση – μια συχνή κατηγορία που ακούγαμε τους προηγούμενους μήνες από διάφορες κατευθύνσεις. Αντίθετα, της δίνει και τη σταθερότητα και την ευλυγισία για να παίξει πρωτοπόρο και ενωτικό ρόλο.
Αυτά τα δυο πάνε μαζί. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ήταν η πρώτη δύναμη στην Αριστερά που έβαλε ξεκάθαρα το αίτημα της διαγραφής του χρέους (χωρίς να το χωρίζει σε επαχθές και μη). Επιμείναμε απ’ την αρχή ότι οι εργάτες και η νεολαία δεν πρέπει να αφήσουν τις ζωές τους να γίνουν κόλαση για να παίρνουν τα τοκοχρεολύσιά τους οι ντόπιοι και διεθνείς τραπεζίτες. Το αίτημα της διαγραφής του χρέους θωρακίζει πολιτικά κάθε αγώνα που υφίσταται τους εκβιασμούς του κάθε λογής υποστηρικτή των μνημονίων περί «χρεοκοπίας ενόψει» για την ανάγκη «θυσιών για την εθνική προσπάθεια». Όταν το έθετε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμοιαζε μια μοναχική φωνή. Σήμερα αυτό το αίτημα το αγκαλιάζουν πολύ ευρύτερα κομμάτια της Αριστεράς και του κινήματος.
Η διαφορετική διαδρομή, να βρούμε τον ελάχιστο κοινό παρανομαστή σε φόρμουλες περί «διαγραφής του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» έχουν οδηγήσει τους εμπνευστές τους να κυνηγάνε από πίσω την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που τρέχει προς τα δεξιά. Το ίδιο και στο θέμα της εξόδου από το ευρώ και της αντικαπιταλιστικής, διεθνιστικής ρήξης με την ΕΕ. Ποια άποψη στενεύει τη δυναμική του κινήματος, εκείνη που λέει ότι η ΕΕ μπορεί να βαδίσει στα χνάρια του… Ομπάμα ή ότι δεν είναι αυτό το «κυρίαρχο» ζήτημα ή εκείνη που επιμένει σε γραμμή σύγκρουσης με μια από τις βασικότερες επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού;
Ο εργατικός έλεγχος είναι η κόκκινη γραμμή που διαπερνάει το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Σηματοδοτεί καταρχήν την στρατηγική προοπτική των αγώνων μας, την προοπτική της ανατροπής που έρχεται «από τα κάτω» και δεν περιορίζει το κίνημα στο ρόλο του υποστηρικτή μιας αριστερής ή «αντιμνημονιακής» κυβέρνησης που καταφέρνει να πάρει την πλειοψηφία στη βουλή. Εργατικός έλεγχος στην αναπτυγμένη του μορφή σημαίνει ένα καθεστώς δυαδικής εξουσίας στο εργοστάσιο και την κοινωνία, που είτε θα πάει μπροστά στην κατάληψη της πολιτικής εξουσίας απ’ τους εργάτες ή θα τσακιστεί.
Όμως, ταυτόχρονα, το σύνθημα στις αφίσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «εργατικός έλεγχος παντού» είναι και απάντηση στα άμεσα πιεστικά προβλήματα των εργατών σήμερα. Σημαίνει ότι οι εργάτες που παλεύουν ενάντια στα κλεισίματα και τις απολύσεις μπορούν να δώσουν πιο αποτελεσματικά τη μάχη διεκδικώντας κρατικοποίηση χωρίς αποζημίωση για τα αφεντικά, για να μείνει ανοιχτή η επιχείρηση αλλά με τον έλεγχο στα χέρια τους ώστε να μην φορτωθούν το βάρος της διάσωσης αυτοί αλλά οι πραγματικοί αίτιοι. Σημαίνει απάντηση στη τρομοκρατική προπαγάνδα ότι θα μείνουμε χωρίς καύσιμα και τρόφιμα αν βγούμε από το ευρώ: οι εργάτες και οι εργάτριες που παράγουν και διακινούν τον πλούτο της κοινωνίας, μπορούν να αποκρούσουν καλύτερα από κάθε καλοπροαίρετο τεχνοκράτη τα κόλπα, τις κερδοσκοπίες και τις απατεωνιές των αφεντικών.
Επίσης, αυτό το κομμάτι του αντικαπιταλιστικού προγράμματος γενικεύει και αναδεικνύει τις εμπειρίες σειράς μεγάλων και «μικρών» αγώνων της περιόδου που ζούμε. Η κατάληψη του Άλτερ και η προσπάθεια των εργαζόμενων σ’ αυτόν να το λειτουργήσουν σαν το κανάλι των απεργιών και των αγώνων, τα απεργιακά φύλλα των εργαζόμενων της Ελευθεροτυπίας ήταν αγώνες ενάντια στις απολύσεις αλλά και «γεύσεις» του τι θα σημαίνει μια ελεύθερη ενημέρωση σε μια κοινωνία που δεν κυριαρχεί το κέρδος και τα «κονέ» των βαρόνων των ΜΜΕ με το κράτος και τους υπόλοιπους καπιταλιστές.
Σ’ αυτή τη μάχη οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχουν πολλά να κάνουν ακόμα. Αλλά έχουμε τη δυνατότητα να μπούμε μπροστά και να τραβήξουμε όλο το κίνημα σ’ αυτή την κατεύθυνση. «Η …ΑΝΤΑΡΣΥΑ (!) κατεστάλη» έγραφε η Δημοκρατία, η δεξιά φυλλάδα στις 26/1 μετά από την επιστράτευση των απεργών του μετρό. Μπορεί το λογοπαίγνιο να είχε στόχο να παρουσιάσει τους απεργούς ως υποκινούμενους από τους «αναρχοαριστεριστές». Όμως, είναι και μια έμμεση επιβεβαίωση ότι στο νου των πιο μαχητικών εργατών η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ταυτίζεται με την ανταρσία, με τη διάθεση για κλιμάκωση και συνέχεια μέχρι την νίκη.
Μέτωπα ή ενιαία μέτωπα;
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι ένα άθροισμα «μίνιμουμ» αιτημάτων που κάποια παίρνουν εξειδίκευση και κάποια μπορούν να μπουν στο συρτάρι χάρη της ευρύτερης ενότητας. Είναι ενωτικό, αλλά και αιχμηρό. Σ’ αυτό το σημείο ανοίγει η συζήτηση για το πώς γίνεται αυτό. Ιστορικά στην Αριστερά έχουν διαμορφωθεί δυο παραδόσεις, από τη δεκαετία του ’20 και του ’30. Έχει σημασία να εξετάσουμε την ιστορία αυτών των δυο παραδόσεων, όχι για να αναζητήσουμε βιβλία συνταγών, αλλά για να μην επαναλάβουμε λάθος επιλογές.
Στη δεκαετία του ’30 η συντριπτική υπεροχή στο κίνημα ανήκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Για ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Αριστεράς, εκείνη είναι η περίοδος που κοιτάει για έμπνευση και διδάγματα. Για την Ελλάδα, η στροφή στη πολιτική του Λαϊκού Μετώπου θεωρείται ο πρόλογος της μεγάλης εκτίναξης του ΚΚΕ μέσα από το ΕΑΜ και την Αντίσταση στη Κατοχή.
Τα «Λαϊκά Μέτωπα» ήταν η επιλογή των Κομμουνιστικών Κομμάτων να χτίσουν μεγάλες συμμαχίες όχι μόνο με την Σοσιαλδημοκρατία αλλά και με «προοδευτικά» αστικά κόμματα, πάνω σε μίνιμουμ πρόγραμμα: την υπεράσπιση της δημοκρατίας απέναντι στο φασισμό μέσω και της συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση και κάποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις για την ανακούφιση από τις επιπτώσεις της κρίσης (αν και αυτές πάντοτε ήταν όσο πιο μετριοπαθείς και ασαφώς διατυπωμένες γινόταν).
Με μια πρώτη ματιά, αυτή η στροφή έλυσε τα χέρια της Αριστεράς. Στα συνδικάτα μπορούσε να συμμαχήσει με τα πιο προοδευτικά τμήματα των ηγεσιών και να χτίσει την επιρροή της μέσα στους αγώνες που αναπτύσσονταν. Ο αντιφασισμός έδινε τη δυνατότητα για τις πιο πλατιές συνεργασίες, με «κάθε δημοκράτη» με εντυπωσιακές επιτυχίες πχ στους κύκλους των καλλιτεχνών, των διανοούμενων. Στην Αμερική οι κομμουνιστές το συνδύασαν αυτό με την πάλη ενάντια στο ρατσισμό, τις διακρίσεις και τα πογκρόμ ενάντια στους Μαύρους. Το Χάρλεμ της Ν. Υόρκης έστελνε ένα μαύρο κομμουνιστή στο δημοτικό συμβούλιο (μέσα από το ψηφοδέλτιο των Δημοκρατικών).
Πόσο μπορεί ένα τέτοιο μοντέλο να είναι οδηγός για την Αριστερά του σήμερα; Το πρόβλημα είναι ότι εκείνη η στρατηγική οδήγησε σε ήττες. Γιατί η βασική πολιτική επιλογή ήταν η διαχείριση ενός συστήματος σε βαθιά κρίση κι όχι η ανατροπή του. Το κορυφαίο παράδειγμα είναι ο Ισπανικός Εμφύλιος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα έλεγε ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι στην ατζέντα και ότι «πρώτα θα κερδίσουμε τον πόλεμο και μετά μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλισμό». Επέβαλε αυτή την πολιτική με τη δύναμη των όπλων βάζοντας τέρμα στην Επανάσταση. Και έχασε τον πόλεμο.
Οι στρατηγικές επιλογές, μεταρρύθμιση ή επανάσταση, χτίζονται στα καθημερινά βήματα του κινήματος. Στη διάρκεια των καταλήψεων των εργοστασίων στη Γαλλία τον Μάη του 1936, ο Μορίς Τορέζ, ο γραμματέας του ΚΚ είπε την περίφημη φράση ότι οι κομμουνιστές πρέπει να «ξέρουν πότε να σταματήσουν μια απεργία». Έχει ενδιαφέρον για τα σημερινά ο τρόπος που δικαιολόγησε αυτή τη θέση. Αφού «δεν τίθεται ζήτημα εξουσίας αλλά προοδευτικής ανάπτυξης της συνείδησης και της οργάνωσης των μαζών» τότε, θα ήταν τυχοδιωκτισμός να συνεχιστούν οι απεργίες απ’ την στιγμή που τα αφεντικά έκαναν τόσο μεγάλες υποχωρήσεις -40ωρο, πληρωμένες άδειες. Το κίνημα φρενάρισε περιμένοντας τη συνέχεια από την «δική του» κυβέρνηση. Δυο χρόνια μετά, όλες οι κατακτήσεις του είχαν γίνει στάχτη.
Στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το καλοκαίρι του 1935 την εισήγηση που καθιέρωνε επίσημα την στροφή την έκανε ο γραμματέας της, ο Γκεόργκι Δημητρόφ. Εκεί υποστήριξε τη «δυνατότητα» των κομμουνιστικών κομμάτων να συμμετέχουν ή να στηρίξουν μια «κυβέρνηση του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου» σαν να πηγάζει από την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που είχε διατυπώσει η Διεθνής στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το Λαϊκό Μέτωπο παρουσιάστηκε ως διεύρυνση του ενιαίου μετώπου με τα «μεσαία στρώματα» και ως επικαιροποίησή του.
Στην πραγματικότητα ο Δημητρόφ έκανε λαθροχειρίες. Παρουσίαζε το ενιαίο εργατικό μέτωπο σαν να αφορά απλά την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος –μέχρι το 1934 τα ΚΚ ήταν υπέρ των «κόκκινων συνδικάτων». Και το Λαϊκό Μέτωπο δεν διεύρυνε, αλλά απέκλινε ριζικά από το ενιαίο μέτωπο.1
Η Διεθνής με την επιμονή του Λένιν και του Τρότσκι είχε επιμείνει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να πρωταγωνιστούν στην ενωτική δράση με ρεφορμιστικές οργανώσεις για φλέγοντα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που αφορούν την εργατική τάξη. Στη διάρκεια της κοινής δράσης πρέπει να διατηρούν την ανεξαρτησία τους. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αποδείξουν στους εργάτες που παλεύουν ότι οι επαναστάτες είναι οι καλύτεροι αγωνιστές για το σήμερα και να τους πείσουν για την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Στην Ρώσικη Επανάσταση οι μπολσεβίκοι συμμετείχαν στο μεγαλύτερο ενιαίο μέτωπο που έχει χτιστεί –στα σοβιέτ. Δεν έκαναν απλή προπαγάνδα για την ανάγκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οργάνωναν καθημερινά τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο, για τον εργατικό έλεγχο που θα αντιμετώπιζε τις απολύσεις και την πείνα, μαζί με χιλιάδες εργάτες και φαντάρους που ανήκαν σε άλλα αριστερά κόμματα ή δεν ανήκαν σε κανένα. Αλλά ταυτόχρονα διατήρησαν πεισματικά την πολιτική ανεξαρτησία τους και δεν δίσταζαν να ασκούν την πιο ανελέητη κριτική στην ηγεσία των σοβιέτ ακόμα και όταν συνεργαζόταν μαζί της στα «τεχνικά» καθήκοντα της απόκρουσης του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ τον Αύγουστο.2
Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο για τους αγώνες και για όλο το κίνημα με την προϋπόθεση ότι θα χτίζει τα ενιαία μέτωπα για δράση δυναμώνοντας μέσα σε αυτά την ακτινοβολία της ανεξάρτητης πολιτικής προοπτικής της, αντί να αναζητάει τη σκιά κάποιου φανταστικού μεγάλου, λαϊκού μετώπου.
Τον Μάη και τον Ιούνη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άντεξε στις πιέσεις να εξαφανιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στο «πλατύ αντινεοφιλελεύθερο» μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Αν είχε υποκύψει θα ήταν μεγάλο πλήγμα όχι μόνο για την υπόθεσή της, αλλά και για τους χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που υφίστανται τα απανωτά σοκ της «βίαιης προσαρμογής» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά. Τώρα έχει τη δυνατότητα να κερδίσει χιλιάδες στις γραμμές της και στην προοπτική της.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ίδια ένα μέτωπο, αποτελείται από οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές. Είναι η απόδειξη ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να είναι ενωτική, χωρίς να κρύβει τις διαφορές της κάτω από το χαλί. Η συζήτηση που θα αναπτυχθεί στις γραμμές της στην πορεία προς και στην ίδια την Δεύτερη Συνδιάσκεψή της θα συμβάλει στο ξεκαθάρισμα, το δυνάμωμα και την εξωστρέφειά της.
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι ένα άθροισμα «μίνιμουμ» αιτημάτων που κάποια παίρνουν εξειδίκευση και κάποια μπορούν να μπουν στο συρτάρι χάρη της ευρύτερης ενότητας. Είναι ενωτικό, αλλά και αιχμηρό. Σ’ αυτό το σημείο ανοίγει η συζήτηση για το πώς γίνεται αυτό. Ιστορικά στην Αριστερά έχουν διαμορφωθεί δυο παραδόσεις, από τη δεκαετία του ’20 και του ’30. Έχει σημασία να εξετάσουμε την ιστορία αυτών των δυο παραδόσεων, όχι για να αναζητήσουμε βιβλία συνταγών, αλλά για να μην επαναλάβουμε λάθος επιλογές.
Στη δεκαετία του ’30 η συντριπτική υπεροχή στο κίνημα ανήκε στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Για ένα μεγάλο μέρος της σημερινής Αριστεράς, εκείνη είναι η περίοδος που κοιτάει για έμπνευση και διδάγματα. Για την Ελλάδα, η στροφή στη πολιτική του Λαϊκού Μετώπου θεωρείται ο πρόλογος της μεγάλης εκτίναξης του ΚΚΕ μέσα από το ΕΑΜ και την Αντίσταση στη Κατοχή.
Τα «Λαϊκά Μέτωπα» ήταν η επιλογή των Κομμουνιστικών Κομμάτων να χτίσουν μεγάλες συμμαχίες όχι μόνο με την Σοσιαλδημοκρατία αλλά και με «προοδευτικά» αστικά κόμματα, πάνω σε μίνιμουμ πρόγραμμα: την υπεράσπιση της δημοκρατίας απέναντι στο φασισμό μέσω και της συμμαχίας με τη Σοβιετική Ένωση και κάποιες φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις για την ανακούφιση από τις επιπτώσεις της κρίσης (αν και αυτές πάντοτε ήταν όσο πιο μετριοπαθείς και ασαφώς διατυπωμένες γινόταν).
Με μια πρώτη ματιά, αυτή η στροφή έλυσε τα χέρια της Αριστεράς. Στα συνδικάτα μπορούσε να συμμαχήσει με τα πιο προοδευτικά τμήματα των ηγεσιών και να χτίσει την επιρροή της μέσα στους αγώνες που αναπτύσσονταν. Ο αντιφασισμός έδινε τη δυνατότητα για τις πιο πλατιές συνεργασίες, με «κάθε δημοκράτη» με εντυπωσιακές επιτυχίες πχ στους κύκλους των καλλιτεχνών, των διανοούμενων. Στην Αμερική οι κομμουνιστές το συνδύασαν αυτό με την πάλη ενάντια στο ρατσισμό, τις διακρίσεις και τα πογκρόμ ενάντια στους Μαύρους. Το Χάρλεμ της Ν. Υόρκης έστελνε ένα μαύρο κομμουνιστή στο δημοτικό συμβούλιο (μέσα από το ψηφοδέλτιο των Δημοκρατικών).
Πόσο μπορεί ένα τέτοιο μοντέλο να είναι οδηγός για την Αριστερά του σήμερα; Το πρόβλημα είναι ότι εκείνη η στρατηγική οδήγησε σε ήττες. Γιατί η βασική πολιτική επιλογή ήταν η διαχείριση ενός συστήματος σε βαθιά κρίση κι όχι η ανατροπή του. Το κορυφαίο παράδειγμα είναι ο Ισπανικός Εμφύλιος. Το Κομμουνιστικό Κόμμα έλεγε ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι στην ατζέντα και ότι «πρώτα θα κερδίσουμε τον πόλεμο και μετά μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλισμό». Επέβαλε αυτή την πολιτική με τη δύναμη των όπλων βάζοντας τέρμα στην Επανάσταση. Και έχασε τον πόλεμο.
Οι στρατηγικές επιλογές, μεταρρύθμιση ή επανάσταση, χτίζονται στα καθημερινά βήματα του κινήματος. Στη διάρκεια των καταλήψεων των εργοστασίων στη Γαλλία τον Μάη του 1936, ο Μορίς Τορέζ, ο γραμματέας του ΚΚ είπε την περίφημη φράση ότι οι κομμουνιστές πρέπει να «ξέρουν πότε να σταματήσουν μια απεργία». Έχει ενδιαφέρον για τα σημερινά ο τρόπος που δικαιολόγησε αυτή τη θέση. Αφού «δεν τίθεται ζήτημα εξουσίας αλλά προοδευτικής ανάπτυξης της συνείδησης και της οργάνωσης των μαζών» τότε, θα ήταν τυχοδιωκτισμός να συνεχιστούν οι απεργίες απ’ την στιγμή που τα αφεντικά έκαναν τόσο μεγάλες υποχωρήσεις -40ωρο, πληρωμένες άδειες. Το κίνημα φρενάρισε περιμένοντας τη συνέχεια από την «δική του» κυβέρνηση. Δυο χρόνια μετά, όλες οι κατακτήσεις του είχαν γίνει στάχτη.
Στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το καλοκαίρι του 1935 την εισήγηση που καθιέρωνε επίσημα την στροφή την έκανε ο γραμματέας της, ο Γκεόργκι Δημητρόφ. Εκεί υποστήριξε τη «δυνατότητα» των κομμουνιστικών κομμάτων να συμμετέχουν ή να στηρίξουν μια «κυβέρνηση του αντιφασιστικού λαϊκού μετώπου» σαν να πηγάζει από την πολιτική του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου που είχε διατυπώσει η Διεθνής στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Το Λαϊκό Μέτωπο παρουσιάστηκε ως διεύρυνση του ενιαίου μετώπου με τα «μεσαία στρώματα» και ως επικαιροποίησή του.
Στην πραγματικότητα ο Δημητρόφ έκανε λαθροχειρίες. Παρουσίαζε το ενιαίο εργατικό μέτωπο σαν να αφορά απλά την ενότητα του συνδικαλιστικού κινήματος –μέχρι το 1934 τα ΚΚ ήταν υπέρ των «κόκκινων συνδικάτων». Και το Λαϊκό Μέτωπο δεν διεύρυνε, αλλά απέκλινε ριζικά από το ενιαίο μέτωπο.1
Η Διεθνής με την επιμονή του Λένιν και του Τρότσκι είχε επιμείνει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να πρωταγωνιστούν στην ενωτική δράση με ρεφορμιστικές οργανώσεις για φλέγοντα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που αφορούν την εργατική τάξη. Στη διάρκεια της κοινής δράσης πρέπει να διατηρούν την ανεξαρτησία τους. Μόνο έτσι θα μπορέσουν να αποδείξουν στους εργάτες που παλεύουν ότι οι επαναστάτες είναι οι καλύτεροι αγωνιστές για το σήμερα και να τους πείσουν για την ανάγκη της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού.
Στην Ρώσικη Επανάσταση οι μπολσεβίκοι συμμετείχαν στο μεγαλύτερο ενιαίο μέτωπο που έχει χτιστεί –στα σοβιέτ. Δεν έκαναν απλή προπαγάνδα για την ανάγκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Οργάνωναν καθημερινά τους αγώνες ενάντια στον πόλεμο, για τον εργατικό έλεγχο που θα αντιμετώπιζε τις απολύσεις και την πείνα, μαζί με χιλιάδες εργάτες και φαντάρους που ανήκαν σε άλλα αριστερά κόμματα ή δεν ανήκαν σε κανένα. Αλλά ταυτόχρονα διατήρησαν πεισματικά την πολιτική ανεξαρτησία τους και δεν δίσταζαν να ασκούν την πιο ανελέητη κριτική στην ηγεσία των σοβιέτ ακόμα και όταν συνεργαζόταν μαζί της στα «τεχνικά» καθήκοντα της απόκρουσης του πραξικοπήματος του Κορνίλοφ τον Αύγουστο.2
Η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να παίξει προωθητικό ρόλο για τους αγώνες και για όλο το κίνημα με την προϋπόθεση ότι θα χτίζει τα ενιαία μέτωπα για δράση δυναμώνοντας μέσα σε αυτά την ακτινοβολία της ανεξάρτητης πολιτικής προοπτικής της, αντί να αναζητάει τη σκιά κάποιου φανταστικού μεγάλου, λαϊκού μετώπου.
Τον Μάη και τον Ιούνη η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άντεξε στις πιέσεις να εξαφανιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα στο «πλατύ αντινεοφιλελεύθερο» μέτωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Αν είχε υποκύψει θα ήταν μεγάλο πλήγμα όχι μόνο για την υπόθεσή της, αλλά και για τους χιλιάδες αγωνιστές και αγωνίστριες που υφίστανται τα απανωτά σοκ της «βίαιης προσαρμογής» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς τα δεξιά. Τώρα έχει τη δυνατότητα να κερδίσει χιλιάδες στις γραμμές της και στην προοπτική της.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι η ίδια ένα μέτωπο, αποτελείται από οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές. Είναι η απόδειξη ότι η αντικαπιταλιστική αριστερά μπορεί να είναι ενωτική, χωρίς να κρύβει τις διαφορές της κάτω από το χαλί. Η συζήτηση που θα αναπτυχθεί στις γραμμές της στην πορεία προς και στην ίδια την Δεύτερη Συνδιάσκεψή της θα συμβάλει στο ξεκαθάρισμα, το δυνάμωμα και την εξωστρέφειά της.
Δημοσιεύθηκε στο 'Σοσιαλισμός από τα Κάτω', Τεύχος 97