του Γιάννη Ελαφρού, εφημ. "Πριν"
Η προκλητική και πρωτοφανής πολιτική επιστράτευση των καθηγητών,
ακόμα και πριν από την κήρυξη της απεργίας τους, από την τρικομματική
κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ δεν αποτελεί ένα τυχαίο γεγονός, κάποια
υπερβολή ή εκτροπή. Θα πρέπει κανείς να δει όλη την εικόνα: Επιστράτευση
άλλων δύο πολυήμερων απεργιών, που έτειναν να διαμορφώσουν μια αιχμή
στο υπογάστριο της τρικομματικής «χούντας» (Μετρό και ναυτεργάτες).
Δικαστική απόφαση για παύση των απεργιών στην ΕΡΤ που εκδηλώνονται εδώ
και καιρό και απαγόρευση οποιασδήποτε απεργίας στο μέλλον, με το ίδιο
αίτημα! Διώξεις (π.χ. Μετρό) και καταδίκες (π.χ. ΟΤΑ) κατά
συνδικαλιστών, με το ερώτημα της απόλυσης να επικρέμαται. Μετατροπή των
ΜΑΤ σε στρατό κατοχής στη Χαλκιδική και σε ιδιωτική σεκιούριτι στην
Μεβγάλ, πάντα στην υπηρεσία μεγάλων ή πολύ μεγάλων καπιταλιστικών
συμφερόντων και πάντα με στόχο το σπάσιμο λαϊκών ή εργατικών αγώνων.
Μετατροπή ακόμα και του αστικού κοινοβουλίου σε απλό γκισέ, όπου
πρωτοκολλούνται οι διαταγές της τρόικας και του κεφαλαίου, των ντόπιων
και ξένων δυναστών του λαού μας. Πρόκειται για συνολικά μια νέα
κατάσταση, ένα νέο πολιτικό καθεστώς, μια δημοκρατία στο χακί ή μια
δικτατορία με πολιτικά! Ένας σύγχρονος αστικός κοινοβουλευτικός
ολοκληρωτισμός.
Η κυβέρνηση Σαμαρά και προσωπικά ο ίδιος ο πρωθυπουργός έχει επιλέξει
ένα συγκεκριμένο πολιτικό προφίλ, που συμπυκνώνεται στη λογική του
«νόμου και της τάξης», στην επιβολή του αντιδημοκρατικού νόμου με κάθε
τίμημα για τη δημοκρατία και τα δικαιώματα. Είναι το προφίλ του
κοινοβουλευτικού δικτατορίσκου, που με ύφος ανθυπο-Μουσολίνι επιχαίρει
ότι ο «κυβερνητικός τσαμπουκάς περνά» και ότι η «διαχείριση κρίσεων» με
το ρόπαλο των ΜΑΤ, τη δικαστική ρομφαία και το μικρόφωνο των ΜΜΕ,
γίνεται αποτελεσματικά για την άρχουσα τάξη. Τα οφέλη για την κυβέρνηση
δεν είναι αμελητέα: Καταρχάς, ανεβάζει την αξία χρήσης της από το ντόπιο
και ξένο κεφάλαιο, από τη συντεχνία των εργοδοτών και από τη συμμορία
του ευρώ. Όλοι αυτοί δείχνουν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από τις επιδόσεις
της κυβέρνησης Σαμαρά (και των μαζορετών Βενιζέλου και Κουβέλη) όπως το
αφεντικό από τα τσοπανόσκυλά του. Ελπίζει λοιπόν βάσιμα ο Σαμαράς και
το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ ότι μπορούν να παραμείνουν αυτό που είναι
σήμερα: Ο βασικός πολιτικός πυλώνας για να περάσει η ισοπεδωτική επίθεση
κεφαλαίου – ΕΕ – ΔΝΤ και η υπεραντιδραστική καπιταλιστική
ανασυγκρότηση. Με αυτό τον τρόπο, ο Σαμαράς απορροφά την εναπομείνασα
επιρροή του ΠΑΣΟΚ, ειδικά στην ευρύτερη αστική τάξη και την ανώτερη
υπαλληλία, στρώματα στα οποία περιορίζει και τη ΔΗΜΑΡ. Έτσι από
εκφραστής της αντιμνημονιακής Δεξιάς, μετατρέπεται σε βασικό πολιτικό
εκφραστή της μνημονιακής μπότας (χρήσιμο αυτό ως συμπέρασμα και για
άλλες περιπτώσεις). Βεβαίως, ειδικός στόχος του επιτελείου Σαμαρά είναι
να εμφανιστεί ως εκφραστής της ακραιφνούς Δεξιάς, που τελικά – τελικά
έχει σαν αιχμή του δόρατος την ακροδεξιά. Γι’ αυτό και τα μπουμπούκια
του ΛΑΟΣ (Βορίδης – Γεωργιάδης) έχουν μετατραπεί σε βασικούς
κοινοβουλευτικούς και τηλεοπτικούς εκφραστές της ΝΔ, γι’ αυτό και η
πιθανή επιστροφή Καρατζαφέρη. Το κυβερνητικό στρατόπεδο θέλει βεβαίως με
την επίδειξη σιδηράς πυγμής κατά του κινήματος και με τον επίσημο
ρατσισμό και τραμπουκισμό της (Δ)ένδειας δημοκρατίας να περιορίσει
αρχικά τις απώλειες προς τη Χρυσή Αυγή και στη συνέχεια να προσπαθήσει
να ενσωματώσει τμήμα της επιρροής της (γιατί όχι και στελεχών της) στον
ευρύτερο χώρο της Δεξιάς που υλοποιεί την κοινωνική αντεπανάσταση.
Η επίδειξη όμως ωμού αυταρχισμού από την κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ
δεν αποσκοπεί μόνο να συσπειρώσει το στρατόπεδο της αντίδρασης, αλλά να
αποσυσπειρώσει, να σπείρει την απογοήτευση και να αποδυναμώσει το
στρατόπεδο του λαού, υπό το βάρος της ανημπόριας. Όλοι καταλαβαίνουμε
ότι ειδικά σε εποχές κρίσης και μεγάλης ανασφάλειας, αποκτά πλεονέκτημα
όποια κοινωνική και πολιτική δύναμη φαίνεται ως πιο δυνατή, ότι μπορεί
να ακουμπήσει πάνω της η αποκαμωμένη κοινωνία. Ο Σαμαράς και το
επιτελείο του μεταχειρίζονται αυτό το όπλο, αξιοποιώντας το φόβο όχι
μόνο όσον αφορά τις «καταστροφικές συνέπειες» που μπορεί να έχει η
επιλογή ενός δρόμου αντικαπιταλιστικής ανατροπής έξω από το ευρώ και την
ΕΕ, αλλά και σε σχέση με τους αγώνες: Παραλυτικός ο φόβος εκείνων που
δεν αγωνίζονται γιατί θεωρούν ότι σίγουρα θα ηττηθούν, με επιπλέον
βέβαιες τις συνέπειες της νέας τρομοκρατικής νομοθεσίας. Σε πολιτικό
επίπεδο, η θωράκιση του συστήματος και η διαμόρφωση μιας αντιλαϊκής και
αντιδημοκρατικής τάφρου γύρω από τους αγώνες τους, επιχειρούν να
στρέψουν τη δυσαρέσκεια και την αντίδραση του λαού στη μόνη «νόμιμη»
διέξοδο, στην εκλογική αναμονή. Ακόμα όμως και για τους οπαδούς αυτής
της λογικής, ακόμα και για όσους περιμένουν μια κυβέρνηση κάποιας
«σωτηρίας», όπως αυτή που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ, τα πράγματα δεν μπορούν να
εξελιχθούν θετικά. Γιατί στο έδαφος ενός ηττημένου κινήματος, σε μια
έρημο αντιστάσεων και πνεύματος ανατροπής και αισιοδοξίας, πολύ πιο
εύκολα μπορούν να φυτρώσουν τα «άνθη του κακού», είτε του φασισμού είτε
της επίσημης φασίζουσας Δεξιάς των μνημονίων.
Το πιο σοβαρό που πρέπει να πάρουμε υπόψη μας όμως είναι ότι αυτές οι
υπεραντιδραστικές επιλογές της κυβέρνησης Σαμαρά δεν αποτελούν
συγκυριακές πολιτικές επιλογές, ούτε τακτικίστικες κινήσεις που
υπαγορεύονται απλώς από τρέχουσες πολιτικές ανάγκες και από ένα
ακροδεξιό πολιτικό επιτελείο (που όντως υπάρχει) όπως φαίνεται να
πιστεύει η κυρίαρχη αντίληψη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και ευρύτερα της Αριστεράς.
Το ακροδεξιό πολιτικό προσωπικό ανασύρθηκε από τα λαγούμια των
εθνικιστικών δικτύων και ανέλαβε το κοουτσάρισμα της ΝΔ γιατί ταιριάζει
γάντι με τη γενικότερη εποχή και τις ανάγκες της. Σε μια νέα εποχή των
άκρων, σε μια εποχή που εφαρμόζεται παγκόσμια και ειδικά στην Ευρώπη και
τον ευρωπαϊκό Νότο η πιο άγρια αντεπανάσταση, τα αστικά κυβερνητικά
κόμματα δεν μπορούν παρά να κυβερνούν με ακροδεξιό τρόπο. Είναι το
ακραίο «κέντρο» που λέει ο Ταρίκ Αλί, που εφαρμόζει τις ακραίες
αντεργατικές και αντιλαϊκές τομές με το χρίσμα της Κομισιόν, της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της οικονομικής ορθοδοξίας.
Αλλά είναι και κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Είναι πια η διαμόρφωση ενός
συνολικού υπεραντιδραστικού καθεστώτος, για το ξεπέρασμα της κρίσης με
τη γενοκτονία των εργατικών δικαιωμάτων. Που ξεκινά από το επίπεδο της
παραγωγής, με την κατάργηση των τελευταίων δικαιωμάτων της εργασίας,
όπως για παράδειγμα των συλλογικών συμβάσεων. Επεκτείνεται στο πεδίο των
διεθνών σχέσεων, με τη μετατροπή της Ελλάδας (με την ενεργητική
συμμετοχή της ντόπιας αστικής τάξης) σε Ειδική Οικονομική Ζώνη για τα
πολυεθνικά πολυκλαδικά μονοπώλια (Ευρωπαϊκά, κινεζικά, ρωσικά) και
υποθηκευμένη ολιγαρχία χρέους, υπό την επιτροπεία Βερολίνου και
Βρυξελλών. Και εκφράζεται στην αναίρεση και ουσιαστική κατάργηση των πιο
στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων, από το δικαίωμα στον αγώνα, στην
απεργία, στην έκφραση, στην ενημέρωση. Τελικά στο θεμελιώδες δικαίωμα
του λαού να αποφασίζει για το μέλλον του, με χρήση κάθε μέσου, μέχρι και
το δικαίωμα στην επανάσταση. Αυτό το νέο καθεστώς, αυτή η μεταλλαγμένη
αστική δημοκρατία της εποχής μας, εκτρέφει το φασισμό, το ρατσισμό και
το νεοναζισμό και χρησιμοποιεί όλα αυτά τα αποβράσματα ενάντια στον
εχθρό λαό, το κίνημα και την Αριστερά, ειδικά την ανατρεπτική.
Εάν η μαχόμενη Αριστερά και οι πρωτοπόρες τάσεις του κινήματος
συνειδητοποιήσουν ότι πλέον είμαστε σε μια νέα κατάσταση, που δεν «θα
περάσει» εάν δεν την ανατρέψουμε, θα θέσουν το πλαίσιο για να απαντήσουν
στις προκλήσεις της εποχής. Γιατί τότε οι λογικές που θέλουν την
Αριστερά αγωνιστική και τίμια πτέρυγα ενός ηττημένου, αναχρονιστικού και
συμβιβασμένου τελικά συνδικαλιστικού κινήματος δεν πάνε μακριά. Ούτε οι
λογικές που νομίζουν ότι αναβάλλουν τις συγκρούσεις για να τις δώσουν
τελικά με διαρκώς χειρότερους όρους. Ή εκείνες που θεωρούν ως ιδανικό
πλαίσιο για την εκδήλωση της λαϊκής θέλησης μια αστική δημοκρατία του
παρελθόντος και μια κοινοβουλευτική – εκλογική αναμέτρηση, χωρίς να
συνειδητοποιούν το νέο πλαίσιο και τις μεγάλες συγκρούσεις που απαιτεί.
Ούτε βέβαια όσοι βλέπουν σαν διέξοδο την κατάκτηση της κυβέρνησης,
υποτιμώντας τους σύγχρονους τρόπους με τους οποίους διακλαδώνεται η
εξουσία του κεφαλαίου, με κατασταλτικούς, ευρύτερα πολιτικούς αλλά και
ιδεολογικούς μηχανισμούς, σε σύνδεση με τους υπερεθνικούς οργανισμούς
του κεφαλαίου. Σε καμία περίπτωση βέβαια δεν αποτελεί απάντηση η λογική
του περίκλειστου φρουρίου του Περισσού, εχθρικού πιο πολύ απέναντι στους
φίλους παρά στους εχθρούς, που με παρόμοια φοβική αντίληψη αρνείται
κάθε αναμέτρηση και σύγκρουση σήμερα. Είναι και γι’ αυτούς τους λόγους
που η ανάγκη για μια αντικαπιταλιστική, επαναστατική και ανατρεπτική
Αριστερά έρχεται στο προσκήνιο.