Σήμερα το μεσημεράκι στη δουλειά έπεσε το μάτι μου σε νέο
άρθρο-κόλαφο του Θάνου Τζήμερου. Δεν μπορούσα να μην το διαβάσω. Αφού
εξομολογήθηκα την αμαρτία μου στον θεό της παραγωγικότητας και της
ανταγωνιστικότητας, ρίχτηκα στη μάχη με τη λογική διαβάζοντας
γραμμή-γραμμή το απαύγασμα της πολιτικής σκέψης του μεγάλου αδικημένου
ηγέτη της νέας Ελλάδας.
Πάμε να το πάρουμε το κείμενο παράγραφο-παράγραφο και να σχολιάσουμε:
Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια, από τη μέρα που βρόντηξα πίσω
μου για τελευταία φορά τη βαριά πόρτα του αμφιθεάτρου της ΑΣΟΕΕ,
αποφασίζοντας να μην ξαναπατήσω σ’ αυτό το ευαγές ίδρυμα, ό,τι και να
μου κόστιζε αυτή η επιλογή.
Καταρχάς είχα πάντα την αίσθηση ότι τα Πανεπιστήμια δεν είχαν βαριές
πόρτες για να μπαινοβγαίνει όποιος θέλει. Ελεύθερη διακίνηση νομίζω
λεγόταν παλιά. Αν υπήρχε μια πόρτα την έκλεινε ο επιστάτης και όχι ο
κάθε φοιτητής. Μήπως ο Θάνος ήταν επιστάτης τελικά γι’ αυτό δεν πήρε
ποτέ πτυχίο; Εντάξει, ξέρω ότι ο Θάνος αρέσκεται να δίνει λογοτεχνικό
ύφος στα γραπτά του, οπότε το ξεπερνάω και πάω στο ουσιαστικό: Τι,
αλήθεια σου κόστισε αγαπητέ Θάνο αυτή η επιλογή; Έγινες, όπως
διατείνεσαι, επιτυχημένος επιχειρηματίας, έβγαλες λεφτά, έγινες μέχρι
και πρόεδρος κόμματος. Μέχρι και στον Κωστόπουλο βγήκες. Τι άλλο ήθελες
από τη ζωή σου και δεν σου το πρόσφερε το ευαγές ίδρυμα;
Είχα μόλις αποφύγει να πιαστώ στα χέρια, καθώς τη στιγμή που η
αδρεναλίνη χτυπούσε κόκκινο, ο άλλος, ο αποστασιοποιημένος μου εαυτός,
που πάντα διάγει τον δικό του, ανεξάρτητο από τα ανθρώπινα πάθη βίο, με
συμβούλεψε να φύγω, γιατί: «και να πλακωθείς τι θα βγει; Η βλακεία είναι
ανίκητη».
Από αυτή την παράγραφο κρατάω δύο πράγματα: Το ένα είναι ότι
παραδέχεσαι ότι είσαι διχασμένη προσωπικότητα και ότι έχεις έναν
αποστασιοποιημένο εαυτό. Το δεύτερο, σύμφωνα με την τελευταία σου φράση,
είναι ότι ήσουν σίγουρος ότι θα κερδίσεις.
Κάναμε, νομίζω, μακροοικονομία όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και
ένας «σύντροφος» με δυο πυρετώδικα ημίτρελα μάτια που μόλις ξεχώριζαν
ανάμεσα σε μαλλιά και μούσια διατάσσει καθηγητή και φοιτητές:
«Συνάδελφοι, το μάθημα διακόπτεται – θα κάνουμε συνέλευση!» Δεν ήταν η
πρώτη φορά που συνέβαινε. Οποιαδήποτε στιγμή, οποιαδήποτε φοιτητική
παράταξη ή και παρέα ακόμα, έμπαινε με το «έτσι το θέλω» σε μια αίθουσα
αγνοώντας το τι συμβαίνει εκεί και έκανε «συνέλευση».
«Πυρετωδικά, ημίτρελα μάτια» μα καλά που τα βρίσκεις; Αν αυτός ήταν ο
λόγος για τον οποίο παράτησες τις σπουδές σου τότε πρέπει να αισθάνεσαι
μοναδικός. Αν αυτό όπως λες συνέβαινε συχνά, τότε γιατί ενοχλούσε μόνο
εσένα; Μήπως τελικά το πρόβλημα το είχες εσύ;
Συνήθως ο καθηγητής υπάκουε πειθήνια και οι υπόλοιποι φοιτητές
αποχωρούσαν εκόντες άκοντες, χωρίς αντιδράσεις – από τότε είχε αρχίσει η
νομιμότητα να σκύβει το κεφάλι… Δεν είχε τίποτε ιδιαίτερο εκείνη η
μέρα, το ίδιο θα συνέβαινε, κάποιοι είχαν σηκωθεί να αποχωρήσουν, όταν
μου ήρθε η ξαφνική έμπνευση. Σηκώθηκα επάνω και τον ρώτησα: «Και ποιο
είναι το τόσο επείγον θέμα για το οποίο θα πρέπει να διακόψουμε;»
Ξαφνιάστηκε και επακολούθησε ένας διάλογος κάπως έτσι:
Έλα πες αλήθεια, ήθελες να γλείψεις τον καθηγητή σου παίζοντας τον καλό και επιμελή φοιτητή ε;
- Δεν κατάλαβα, συνάδελφε, εννοείς ότι για πλάκα τις κάνουμε τις συνελεύσεις;
- Για όποιον λόγο και να τις κάνετε, εγώ ήρθα εδώ για να παρακολουθήσω μάθημα. Αν θες να κάνεις συνέλευση να βρεις μια κενή ώρα.
- Άντε ρε που θα μου πεις πότε θα κάνω συνέλευση (ήταν στέλεχος, βλέπετε, του φοιτητικού κινήματος και το έπαιρνε προσωπικά το θέμα).
- Κάνε όποτε γουστάρεις! Όχι όμως τώρα. Τώρα κάνουμε μάθημα.
- Είσαι σοβαρός, ρε;
- Όσο δεν φαντάζεσαι! Αυτό το αστειάκι “όποτε μου κα….σει, μπουκάρω σε μια αίθουσα και τους πετάω όλους έξω, θα τελειώσει. Και θα τελειώσει από αυτή τη στιγμή. Λοιπόν πολύ σε ανεχτήκαμε. Τέλος χρόνου. Μεταβολή και φεύγεις.
- Για όποιον λόγο και να τις κάνετε, εγώ ήρθα εδώ για να παρακολουθήσω μάθημα. Αν θες να κάνεις συνέλευση να βρεις μια κενή ώρα.
- Άντε ρε που θα μου πεις πότε θα κάνω συνέλευση (ήταν στέλεχος, βλέπετε, του φοιτητικού κινήματος και το έπαιρνε προσωπικά το θέμα).
- Κάνε όποτε γουστάρεις! Όχι όμως τώρα. Τώρα κάνουμε μάθημα.
- Είσαι σοβαρός, ρε;
- Όσο δεν φαντάζεσαι! Αυτό το αστειάκι “όποτε μου κα….σει, μπουκάρω σε μια αίθουσα και τους πετάω όλους έξω, θα τελειώσει. Και θα τελειώσει από αυτή τη στιγμή. Λοιπόν πολύ σε ανεχτήκαμε. Τέλος χρόνου. Μεταβολή και φεύγεις.
Ομολογώ ότι με εντυπωσιάζει η ικανότητά σου να θυμάσαι με κάθε
λεπτομέρεια κάθε λέξη που ειπώθηκε εκείνη τη μέρα. Τελικά αφού ήσουν
τόσο δυναμικός και σήκωσες το ανάστημα της νομιμότητας, γιατί τελικά εσύ
τα παράτησες και η συνέλευση έγινε; Είναι απολαυστικό πάντως το γεγονός
ότι όλως τυχαίως στον διάλογο που θυμάσαι εσύ είχες ατράνταχτα
επιχειρήματα και ο αντίπαλός σου ήταν αγενής και έλεγε ό,τι ήθελε.
Δεν περίμενε, φαίνεται, τέτοια… αντεπαναστατική ενέργεια. Και
κινήθηκε, εντελώς δημοκρατικά, εναντίον μου. Ήδη τα πνεύματα είχαν
οξυνθεί. Στην αίθουσα υπήρχαν και άλλοι “συνοδοιπόροι” που είχαν αρχίσει
να φωνάζουν. Καταλάβαμε ότι το επείγον θέμα ήταν ακόμα ένα ψήφισμα για
τους Σαντινίστας, τους επαναστάτες της Νικαράγουα. Το αστείο είναι ότι
κι εγώ συμπαθούσα τους Σαντινίστας, καθώς είχαν ανατρέψει τη δικτατορική
δυναστεία των Σομόζα. Αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί για να βγει
ένα ψήφισμα συμπαράστασης στους Σαντινίστας θα έπρεπε να μη γίνει
μάθημα. Και τα δύο μαζί ήταν… τεχνικά αδύνατον;
Απ’ ό,τι διαπίστωσα συμφωνούσαν κι άλλοι με την άποψή μου,
οπότε βρήκαν την ευκαιρία να εκδηλωθούν. Προμηνυόταν σύρραξη. Ο
καθηγητής απλώς κοίταζε. Οι κουβέντες άρχισαν να ξεφεύγουν. Ήδη είχαν
αρχίσει να πέφτουν αγκωνιές. Και τότε άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη
“φασίστα!” να εκτοξεύεται σε μένα. Ο σύντροφος – σφουγγαρίστρα και μια
άλλη έξαλλη συντρόφισσα με το ταγάρι, με είχαν αρπάξει από το πουκάμισο,
με ταρακουνούσαν και με έβριζαν γιατί επέμενα να μη δέχομαι παραβίαση
του χώρου και του χρόνου που ήταν αφιερωμένος στο μάθημα. Ενώ οι
τσαμπουκαλοκαταληψίες / δάρτες ήταν δημοκράτες! Τότε, η πλάστιγγα
έγειρε. Σκέφτηκα πως “δεν είχε πλοίο για με δεν είχε οδό” εκεί μέσα.
Ενδεχομένως ούτε και έξω, με πολιτικούς όρους. Όταν στο πανεπιστήμιο οι
έννοιες έχουν αντιστραφεί κατά 180 μοίρες, τι περιμένεις να συμβεί στην
κοινωνία;
Το περίεργο της υπόθεσης είναι ότι συμπαθούσες τους Σαντινίστας.
Προφανώς επειδή έκαναν διαδηλώσεις πάνω στο πεζοδρόμιο χωρίς να
καταλάβουν το οδόστρωμα, σε ώρες που δεν ενοχλούσαν την απρόσκοπτη
λειτουργία των μαγαζιών ε;
Και κάπου εκεί κάποιος σε είπε φασίστα! Μα γιατί; Εσύ που δεν μας
έχεις συνηθίσει στις φασιστικής νοοτροπίας απόδοσης χαρακτηρισμών όπως
«σύντροφος-σφουγγαρίστρα»! Όχι Θάνο, δεν είσαι φασίστας. Όλοι οι άλλοι
είναι. Εσύ είσαι απλά οπαδός της νομιμότητας όπως ήταν και τα SS. Αλλά
λύσε μου μια απορία: Επειδή πολλοί από εμάς έχουμε περάσει από
πανεπιστήμια και έχουμε βιώσει στιγμές που διακόπταμε το μάθημα για να
γίνει συνέλευση, θέλεις να πιστέψουμε στ’ αλήθεια ότι μόνος σου
κατάφερες να παρεμποδίσεις τη διακοπή; Σε μια εποχή που το φοιτητικό
κίνημα ήταν στα καλύτερά του, ένας φοιτητής με πουκάμισο τους εμπόδισε
και τους ανάγκασε να χρησιμοποιήσουν βία; Σαν να ακούγεται λίγο
υπερβολικό δεν νομίζεις;
Έφυγα λοιπόν αφήνοντάς τους στην επαναστατική τους φενάκη, και
έτσι το «φασίστα» δεν το ξανάκουσα για πολύ καιρό. Μέχρι που, επειδή
φαίνεται ότι πάλι το ποτήρι ξεχείλισε, μια παρόμοια παρόρμηση, σαν
εκείνη της ΑΣΟΕΕ, με έκανε να διατυπώσω τις ίδιες απλές, θεμελιώδεις
ερωτήσεις, στο πολιτικό, πλέον, αμφιθέατρο, εδώ κι έναν περίπου χρόνο.
Και οι επίγονοι της «σφουγγαρίστρας» βρήκαν ποιον θα στολίζουν με τον
αγαπημένο τους χαρακτηρισμό. Χθες, πληκτρολόγησα στο google τις λέξεις
Τζήμερος – φασίστας. Βρήκα μερικές χιλιάδες λήμματα. Ως κάτοχος λοιπόν
του… τίτλου μπορώ άφοβα να διατυπώνω τις…φασιστικές μου προτάσεις και
περιμένω τις, δημοκρατικές, δικές σας:
Ως επίγονος της σφουγγαρίστρας, αφημένος στην επαναστατική μου
φενάκη, σηκώνω το γάντι για να αναμετρηθώ με τις φασιστικές σου
προτάσεις και να καταθέσω στη θέση τους μια αντίστοιχη δημοκρατική:
- Τα κόμματα παίρνουν επιχορήγηση από τον δικό μου και τον δικό σου φόρο. Ο νόμος προβλέπει έλεγχο σε κάθε κόμμα από ορκωτούς λογιστές. Έχουν, λοιπόν, διπλή υποχρέωση, και έναντι του νόμου και έναντι του φορολογούμενου πολίτη, που είναι εξαναγκασμένος να τα χρηματοδοτεί (χωρίς κανένας να τον ρωτήσει) να δέχονται έλεγχο στα οικονομικά τους. Φασιστική πρόταση Νο 1: Κόμμα που δεν δέχεται ελεγχο, του κόβεται “μαχαίρι” η κρατική επιχορήγηση, τουλάχιστον. Κανονικά θα έπρεπε να ανασταλεί η λειτουργία του. Φωτογραφίζω το ΚΚΕ; Ναι, φωτογραφίζω το ΚΚΕ.
Οι επιχειρήσεις που παίρνουν επιχορήγηση από το δικό μου και τον δικό
σου φόρο να παρέχουν τις υπηρεσίες και τα προϊόντα τους δωρεάν. Επίσης
να φροντίζουν οι μισθοί των εργαζόμενων σε αυτές να επαρκούν για να ζουν
όπως θέλουν. Να τηρείται η πολυπόθητη νομιμότητα σε κάθε τους κίνηση
και να ελέγχονται σε κάθε τους βήμα από το κράτος. Αλλιώς να
αναστέλλεται η λειτουργία τους και οι υπεύθυνοι επιχειρηματίες να
πηγαίνουν φυλακή. Πάει;
2. Ο συνδικαλιστής είναι εξ ορισμού κοινωνικός αντίπαλος με τον
εργοδότη, σωστά; Άρα απαγορεύεται οποιαδήποτε οικονομική στήριξη του
εργοδότη προς τον συνδικαλιστή διότι έτσι, έμμεσα, ο εργοδότης τον
καθιστά υποχείριό του.
Με ποια λογική οι συνδικαλιστές του Δημοσίου, α) απαλλάσσονται
από την εργασία, β) κάνουν τις συνελεύσεις τους εν ώρα εργασίας
σταματώντας τα σχολεία, τα λεωφορεία, το μετρό; Φασιστική πρόταση Νο 2:
Κανένας συνδικαλιστής δεν απαλλάσσεται από την εργασία του. Εργάζεται
κανονικά, πλήρες ωράριο, για να έχει και επαφή με το πεδίο της μάχης
όπως αυτοί που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί. Το ενδιαφέρον για τα κοινά θα
το δείχνει διαθέτοντας από τον προσωπικό του χρόνο. Όλες οι
συνδικαλιστικές δραστηριότητες θα γίνονται εκτός ωραρίου εργασίας. Ναι,
μιλάω για κατάργηση του νόμου 1264/82, αυτού του πασοκικού εκτρώματος
που εξέθρεψε γενιές συνδικ-αλητών.
Στο πρώτο θα συμφωνήσω απόλυτα. Απαγορεύεται ή πρέπει να απαγορεύεται
οποιαδήποτε οικονομική στήριξη του εργοδότη προς τον συνδικαλιστή.
Χαίρομαι, λοιπόν, που τάσσεσαι κι εσύ με το σύνθημα: Συνδικάτα ταξικά κι
όχι εργοδοτικά. Πάμε μαζί να ρίξουμε την ξεπουλημένη ηγεσία της ΓΣΕΕ
και της ΑΔΕΔΥ που κατάντησαν τον συνδικαλισμό πασοκικό έκτρωμα!
3. Η απεργία, ειδικά στον δημόσιο τομέα, δεν στρέφεται κατά του
εργοδότη αλλά κατά του κοινωνικού συνόλου, διότι αυτό θα υποστεί την
ταλαιπωρία από τις κινητοποιήσεις (της ακινησίας) κι αυτό, τελικά, θα
πληρώσει τις όποιες “κατακτήσεις” των απεργών. Ταυτόχρονα, το Δημόσιο
είναι θεωρητικά ο εγγυητής της νομιμότητας, αυτός δηλαδή που θα
προστατέψει τους απεργούς από τον κακό εργοδότη.
Αντιφατικό, κατ’ αρχήν. Όμως υπάρχει περίπτωση, ειδικά στην
Ελλάδα που το Δημόσιο φέρεται πρόστυχα σε όλους τους Έλληνες, να φερθεί
πρόστυχα και στους υπαλλήλους του. Άρα, η απεργία, έτσι όπως είμαστε,
μπορεί και να έχει νόημα. Φασιστική πρόταση Νο 3: για να κηρυχθεί μια
απεργία θα πρέπει να υπερψηφισθεί από το 50% + 1 των εγγεγραμένων μελών
των πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Φωτογραφίζω τη διγλωσσία
της κυβέρνησης που από τη μια επιστρατεύει τους απεργούς κι από την άλλη
δεν προχωράει σε νομική ρύθμιση για να τελειώνουμε μια και καλή από τον
εκβιασμό του κομματικού συνδικαλισμού.
Εσύ αγόρι μου έπρεπε να γίνεις φωτογράφος! Τέλος πάντων! Προφανώς δεν
επιθυμείς οι εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα να απολαμβάνουν έναν
ικανοποιητικό μισθό ή καλές συνθήκες ζωής μην τυχόν και ζηλέψουν και οι
εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα και σου ζητάνε τα ίδια. Αλλά ακόμα και
στη δική σου τη λογική, αυτή των οικονομολόγων που θεοποιούν την αγορά,
πες μου αν δεν υπάρχουν καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι τότε πως θα
έρχονται να αδυνατίσουν στις επιχειρήσεις που διαφημίζεις; Πώς θα ζήσεις
εσύ;
Πάμε στην δημοκρατική αντιπρόταση: Να γίνει υποχρεωτικός ο
συνδικαλισμός και να μην τρομοκρατείτε εσείς τα αφεντικά τους
εργαζόμενους ότι θα απολυθούν αν συνδικαλιστούν. Ίσως έτσι επιτέλους
αποκτήσουν περισσότερη μαζικότητα οι συνελεύσεις των εργαζομένων.
4. Ακροτελεύτιο, που λέει και το Σύνταγμα, για σήμερα.
Υποτίθεται ότι όσοι συμμετέχουν στον κοινοβουλευτισμό σέβονται τους
κανόνες του. Και δέχονται επίσης πως όταν δε μας αρέσουν αυτοί οι
κανόνες, τους αλλάζουμε με τις διαδικασίες που ο κοινοβουλευτισμός
ορίζει. Όχι επειδή “έτσι γουστάρω”. Αλλιώς, ο νόμος της ζούγκλας θα
είναι το επόμενο, σίγουρο, βήμα.
Ο κοινοβουλευτισμός λοιπόν ψηφίζει νόμους, με τους οποίους
κάποιοι συμφωνούν, κάποιοι όχι. Και οι μεν και οι δε είναι υποχρεωμένοι
να τους εφαρμόζουν, υπάρχει αντίρρηση; Φασιστική πρόταση Νο 4:
κοινοβουλευτικός ανήρ ή γυνή που προτρέπει σε ανυπακοή και απειθαρχία ή
εκθειάζει παράνομες πράξεις εκπίπτει αυτομάτως του αξιώματός του. Ναι,
φωτογραφίζω και τη Χρυσή Αυγή και τον Σύριζα.
Ακροτελεύτιο, λοιπόν. Σε μια παράγραφο στην οποία υποτίθεται ότι
αναφέρεσαι στη λειτουργία του πολιτεύματος, κρατάς μόνο τον
κοινοβουλευτισμό και εξαφανίζεις τη δημοκρατία. Μάλλον κι εσύ κατανοείς
ή τουλάχιστον υπαινίσσεσαι ότι ο κοινοβουλευτισμός δεν είναι και πολύ
δημοκρατικός. Ρε μπας και ήσουν εσύ ο σύντροφος σφουγγαρίστρα και τώρα
ξύπνησε η άλλη σου προσωπικότητα; Δημοκρατική αντιπρόταση νο. 4: Να
ξεμπερδεύουμε με τον κοινοβουλευτισμό μπας και βρούμε την πραγματική
δημοκρατία, που sorry που στο χαλάω αλλά δεν πολυταιριάζει με την αγορά.
Ξέρεις, αυτήν την λέξη που βρήκατε για να την αντικαταστήσετε με την
λέξη καπιταλισμός που θα ‘λεγε και μια ψυχή με ταγάρι!
Αρκετά συνηθίσαμε να μασάμε τα λόγια μας σ’ αυτή τη χώρα. 40
χρόνια τώρα, οποιαδήποτε παρανομία, παλιανθρωπιά, έγκλημα του κοινού
ποινικού κώδικα, φορούσε έναν πολιτικό μανδύα και γίνονταν, όπως στα
παραμύθια, αόρατο. Αυτό το παραμύθι, όμως, οδήγησε την Ελλάδα στον
όλεθρο. Τα ίδια τα κόμματα, από παράγοντες νομιμότητας (που όφειλαν αν
είναι) κατάντησαν εκκολαπτήρια παρανόμων, φροντιστήρια εγκλήματος.
Μέχρι, οι πολίτες, να αποκτήσουμε δύναμη να τα ξεριζώσουμε από
το σώμα της κοινωνίας μας, ας κάνουμε το πρώτο βήμα: να λέμε τα πράγματα
με το όνομά τους. Ακόμα κι αν οι βιαστές της Δημοκρατίας μάς αποκαλούν
φασίστες.
Αρκετά συνηθίσαμε τόσα χρόνια. 40 χρόνια τώρα, οποιοσδήποτε
παράνομος, παλιάνθρωπος, εγκληματίας του κοινού ποινικού κώδικα αν είχε
καράβια ή εργοστάσια βαφτιζόταν ευεργέτης και του χάριζαν εκατομμύρια.
Αυτό το παραμύθι οδήγησε τον λαό στις αυτοκτονίες, στα συσσίτια, στα
παγκάκια.
Μέχρι ο λαός να αποκτήσει δύναμη και να ξεμπερδεύει με τα παράσιτα
της κοινωνίας, αυτούς που του πίνουν το αίμα και τον καταδικάζουν στην
εξαθλίωση, ας λέμε τα πράγματα με το όνομά τους: Αν έστω και εν είδη
αυτοσαρκασμού αποκαλείς τον εαυτό σου φασίστα, τότε δεν μπορείς να
πείσεις ότι δεν είσαι!