Κώστας Σπυριδάκης
Δεν είναι καινούργια η κριτική στον τρόπο που λειτουργούν τα κόμματα και τα συνδικάτα. Ωστόσο, τα γεγονότα που επακολούθησαν την πρόταση της ΟΛΜΕ για απεργία στις πανελλαδικές, ανέδειξε με εκκωφαντικό τρόπο τα σημάδια μιας χρεοκοπίας: Της χρεοκοπίας του συνδικαλισμού των συνδικάτων του Δημοσίου που ακολούθησε τη χρεοκοπία του ίδιου του Δημοσίου, καθώς η εφαρμογή του μνημονίου προελαύνει μετά τις περικοπές στους μισθούς και στις εργασιακές σχέσεις. Τι βρήκε απέναντι της η επίθεση της κυβέρνησης στον κλάδο των εκπαιδευτικών;
Από
τη μια πλευρά, στην ηγεσία της ΟΛΜΕ, μια πλειοψηφία παρατάξεων χτισμένη
πάνω στις πελατειακές σχέσεις κόμματων που οδήγησαν το ελληνικό κράτος
στη χρεοκοπία. Των κομμάτων που τώρα διαχειρίζονται την ενσωμάτωση της
ελληνικής κοινωνίας σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που εξυπηρετεί τα
συμφέροντα των δανειστών και που διατηρούν το πελατειακό τους δίκτυο με
νέου τύπου παροχές (προστασία από απόλυση, μετάταξη, μετάθεση κλπ)
Από
την άλλη πλευρά, βρήκε τις συνδικαλιστικές παρατάξεις μιας
κατακερματισμένης αριστεράς να απευθύνονται σε ένα πολιτικό ακροατήριο
με στόχο να ενισχύσουν τα επιχειρήματα υπέρ του ενός ή του άλλου
πολιτικού σχεδίου, αναπαράγοντας στον συνδικαλισμό κομματικές
αντιπαραθέσεις, αντί να συμφωνήσουν και να συγκροτήσουν ένα κοινό μέτωπο
υπεράσπισης των εργαζομένων.
Ανάμεσα
στους δυο παραπάνω, βρέθηκε η μεγάλη μάζα των εκπαιδευτικών της Μέσης
Εκπαίδευσης, σε ένα πολυπληθή κλάδο εργαζομένων που παρουσιάζει
εσωτερικές ταξικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις, ανισότητες και
ιεραρχίες, ανάλογες με εκείνες της ελληνικής κοινωνίας.
Στην
ανώτερη βαθμίδα βρίσκονται τα στελέχη της εκπαίδευσης και οι
αρχαιότεροι μόνιμοι που έχουν κατακτήσει ένα υψηλό βιοτικό επίπεδο στην
πρό-μνημονίου εποχή, κατά πολύ υψηλότερο από τη γενιά των γονέων τους
ενώ σε κατώτερη βαθμίδα βρίσκονται οι νεότεροι μόνιμοι που ξεκινούν την
επαγγελματική τους σταδιοδρομία σε συνθήκες κρίσης και εργασιακής
ανασφάλειας και ακόμα πιο χαμηλά οι αναπληρωτές και οι ωρομίσθιοι που
ακροβατούν ανάμεσα στην επισφάλεια της δημόσιας και της ιδιωτικής
εκπαίδευσης.
Στο
πολιτικό επίπεδο υπάρχει μια διαβάθμιση εξουσίας και επιρροής που
αντανακλά αλλά δεν επικαλύπτεται πλήρως από την παραπάνω διάρθρωση. Ο
μεγάλος αριθμός συμμετοχής στο συνδικαλιστικό σωματείο είναι
παραπλανητικός καθώς πρόκειται για μια περίπου υποχρεωτική συμμετοχή.
Μια μερίδα καθηγητών απέχει μόνιμα ή συμμετέχει συγκυριακά στις
συνδικαλιστικές διαδικασίες, μια άλλη δραστηριοποιείται με όρους
συνδιαλλαγής και μια μικρότερη δραστηριοποιείται είτε με όρους πατρωνίας
είτε με όρους μειοψηφικής πρωτοπορίας σε σχέση με μια «μη
συνειδητοποιημένη» πλειοψηφία. Αυτή η διαβάθμιση έχει σαν αποτέλεσμα, το
πιο αμεσοδημοκρατικά οργανωμένο συνδικάτο του δημοσίου όπου οι Γενικές
Συνελεύσεις είναι το ανώτατο όργανο, να παρουσιάζει μια εικόνα στρεβλής
και ελλειμματική εκπροσώπησης των εργαζομένων. Σε κανονικές συνθήκες,
γενικές συνελεύσεις, των είκοσι-τριάντα ατόμων αποφασίζουν ερήμην της
πλειοψηφίας, στο όνομα της δημοκρατίας των παρόντων, πράγματα για τα
οποία είναι απαραίτητη η εμπλοκή των απόντων με αποτέλεσμα να μην
υλοποιούνται ποτέ.
Πρόκειται
για συνελεύσεις όπου κυριαρχεί με την παρουσία, τον ρόλο και το λόγο,
ένας στενός κύκλος ανθρώπων που αναλαμβάνουν, συνειδητά ή μη, να
εκπροσωπήσουν τα συμφέροντα της πλειοψηφίας και απαρτίζουν τις ηγεσίες,
τις «πεφωτισμένες πρωτοπορίες» στις κάθε είδους επιτροπές και
συντονιστικά όργανα. Συχνά χρησιμοποιούν έναν παραφορτωμένο πολιτικό
λόγο και καταθέτουν προς επικύρωση προγράμματα δράσης και αιτιολογήσεις
που αξιώνουν, αυτάρεσκα, την υιοθέτηση του δικού τους ευρύτερου
ιδεολογικού-πολιτικού πλαισίου, ακόμα και για περιορισμένης εμβέλειας
ζητήματα. Τελικά, παρ’ όλο οι ίδιοι συχνά παραπονιούνται για την έλλειψη
διάθεσης των υπολοίπων είναι εκείνοι που αναπαράγουν διαδικασίες και
μορφές οργάνωσης αποτρέπουν τη μεγαλύτερη συμμετοχή. Είναι εκείνοι που
με τη στάση τους απωθούν όσους αισθάνονται ως ανάγκη και καθήκον την
συμμετοχή στα κοινά αλλά δεν ζουν ούτε «από», ούτε «για» την πολιτική
και τον συνδικαλισμό και ιεραρχούν διαφορετικά τις προτεραιότητες τους
ως προς τη διαχείριση του χρόνου και της ενέργειας τους. Είναι εκείνοι
που ελέγχουν τους διαύλους επικοινωνίας μεταξύ του σώματος των
εργαζόμενων και των οργάνων λήψης συλλογικών αποφάσεων, και τελικά την
έκφραση της βούλησής του.
Παρ’
όλα αυτά, στις σημερινές συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης,
ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι πολιτικοποιούνται και αντιλαμβάνονται
την ανάγκη μαζικοποίησης των οργανώσεων ως προϋπόθεση για τη βελτίωση
των συνθηκών της ατομικής τους ζωής. Όμως αυτή η μαζικοποίηση δεν μπορεί
να επιτευχθεί με την προσκόλληση σε παρελθοντικούς όρους κοινωνικής
ζωής, σε συλλογικότητες, ταυτότητες και πρότυπα πολιτικοποίησης μια
προηγούμενης εποχής. Με τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές διαδικασίες έχουν
παγιωθεί ανισότητες πρόσβασης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων τη
στιγμή που η εξουσία και η ευθύνη, η πληροφορία και η γνώση, μπορεί και
πρέπει να διαχυθεί σε ένα μεγαλύτερο αριθμό ατόμων.
Ίσως
έφτασε η στιγμή να ακολουθήσουμε την προτροπή των Χαρντ και Νέγκρι, «να
κάψουμε τις εκκλησίες της αριστεράς»*, εκτός από τα κόμματα και τις
συνδικαλιστικές παρατάξεις που συνδέονται οργανικά με αυτά, για να τα
αντικαταστήσουμε με νέες μορφές οργανώσεις περισσότερο ευέλικτες και
οριζόντιες όπου θα αποφασίζουμε όλο και περισσότεροι και θα δεσμευόμαστε
να υλοποιήσουμε οι ίδιοι τις αποφάσεις μας, χωρίς να τις αναθέτουμε σε
άλλους .
Να
χρησιμοποιήσουμε το διαδίκτυο για την ενημέρωση, τη συζήτηση και την
λήψη αποφάσεων όχι για να υποκαταστήσουμε αλλά για να συντονίσουμε και
να διαχειριστούμε ορθολογικά το χρόνο που απαιτεί τη φυσική μας
παρουσία. Είναι παράδοξο η αριστερά που πατάει στον Μαρξ ο οποίος έθεσε
ως προϋπόθεση της χειραφέτησης του ανθρώπου την ανάπτυξη των παραγωγικών
δυνάμεων, να επιδεικνύει τέτοια τεχνοφοβική συμπεριφορά απέναντι στο
διαδίκτυο, να το αντιμετωπίζει μόνο ως ένδειξη αλλοτρίωσης.
Χρειάζεται
να επανεφέυρουμε τους κώδικες επικοινωνίας για να μπορέσουν να
συνεννοηθούν μεταξύ τους όσοι μοιράζονται κοινές ιδέες και αξίες, χωρίς
να τίθεται ως προαπαιτούμενο η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης αφήγησης για
το παρελθόν ή μια συγκεκριμένη ερμηνεία για το μέλλον. Να κρίνουμε τις
προτάσεις και τις πράξεις όχι με βάση μια ρητορική της ταυτότητας αλλά
με βάση τα αποτελέσματά και τις συνέπειες της εφαρμογής τους σε υπαρκτές
συνθήκες.
Να
καταλήξουμε σε ένα ελάχιστο κοινό παρανομαστή στόχων που είναι δυνατόν
να πραγματοποιηθούν με τα μέσα που διαθέτουμε τώρα και όχι μετά την
κατάκτηση της κεντρικής κρατικής εξουσίας, κοινοβουλευτικά ή κινηματικά.
Όποιος ονειρεύεται μια «άλλη κοινωνία», μια «άλλη εκπαίδευση» στο
μέλλον θα πρέπει να αρχίσει να τη χτίζει στο παρόν.
Στόχους για ένα τέτοιο συνδικαλιστικό κίνημα θα μπορούσαν να αποτελέσουν:
α)
Η υπεράσπιση του εκπαιδευτικού ως μισθωτού υπάλληλου του δημοσίου, με
αιτήματα την αξιοπρεπή διαβίωση, τη διαφάνεια και την ισονομία στις
υπηρεσιακές μεταβολές (μεταθέσεις, αποσπάσεις, θέσεις στελεχών). το
σχολείο ως κοινό αγαθό
β)
Η υπεράσπιση του σχολείου ως κοινού αγαθού απέναντι στις κυβερνητικές
πολιτικές που ακολουθούν τις λογικές της αγοράς (π.χ. αξιολόγηση
εκπαιδευτικών) αλλά και απέναντι σε επιμέρους συμφέροντα εκπαιδευτικών
που προωθούνται με λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένο τρόπο εις βάρος της
λειτουργίας του σχολείου.
γ)
Η υπεράσπιση της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μέσα στο
σχολείο απέναντι στον αυταρχισμό τις διακρίσεις και το ρατσισμό απέναντι
σε κυβερνητικές πολιτικές ή τη δράση πολιτικών κομμάτων.
Τέλος,
είναι απαραίτητο να αναζητηθούν νέες μορφές αγώνα και κινητοποιήσεων
πέρα από τις καθιερωμένες απεργίες και πορείες που τείνουν να αποκτήσουν
τελετουργικό χαρακτήρα με προκαθορισμένα αποτελέσματα που θα έχουν
στόχο την μεγαλύτερη δυνατή υποστήριξη εκ μέρους της σχολικής κοινότητας
και της ευρύτερης κοινωνίας που θα ασκούσε πίεση στην κυβέρνηση. Μια
τέτοια θα ήταν π.χ. Οι καταλήψεις σχολείων από τους εκπαιδευτικούς και η
ανάληψη της ευθύνης για την διεξαγωγή της εκπαιδευτικής πράξης με πλήρη
ανυπακοή στους νόμους της κυβέρνησης που διέπουν τη διεξαγωγή της αλλά
σε συμφωνία με τους μαθητές και τους γονείς (πόσοι γονείς θα είχαν
αντίρρηση σε τέτοιες κινητοποιήσεις αν τους προτείνονταν, έστω και
επικοινωνιακά, ένα εναλλακτικό, ολοήμερο ωρολόγιο πρόγραμμα που θα
καθιστούσε περιττή την προσφυγή στην φροντιστηριακή εκπαίδευση;)
Η
προληπτική αντισυνταγματική επιστράτευση που επέβαλε η κυβέρνηση για
την απεργία στις πανελλαδικές εξετάσεις προκάλεσε τη συσπείρωση του πιο
δυναμικού τμήματος του κλάδου των εκπαιδευτικών της Μέσης Εκπαίδευσης.
Αυτό ήταν το πρώτο βήμα. Ας κάνουμε το επόμενο.
*Ένας κρατικοδίαιτος κοινωνιολόγος-εκπαιδευτικός