Αναγνωστάκης Αλέξανδρος, Κοσμάς Πάνος, Μάρκου Κώστας
«Στρατηγική με τακτικούς ελιγμούς είναι ο μόνος δρόμος για τη νίκη·
τακτικοί ελιγμοί χωρίς στρατηγική είναι ο μεγάλος θόρυβος πριν από τη σίγουρη ήττα»
Σουν Τζου
Είναι
γνωστό ότι η πολιτική είναι η συμπύκνωση της οικονομίας. Αυτή η
κρυμμένη αλήθεια επικαλύπτεται εντούτοις συχνά από την αυταπάτη ότι η
πολιτική είναι η συμπύκνωση των εκλογών. Η αυταπάτη όμως είναι μέρος της
πραγματικότητας. Αυτής της πραγματικότητας που λόγω της καπιταλιστικής
κρίσης και της αστικής πολιτικής που τη συνοδεύει για άντληση υπεραξίας
και την υπεραντιδραστική μετεξέλιξη της αστικής δημοκρατίας, ωθεί
ταυτόχρονα την εργατική τάξη στο ζήτημα της εκμετάλλευσης, δηλαδή στο
πρόβλημα της οικονομίας, στο κοινωνικό ζήτημα και δι αυτού στον πυρήνα
της εργατικής πολιτικής. Έτσι η διαδρομή συνεχίζεται - και θα
συνεχίζεται - ανάμεσα στο αντικειμενικά αναγκαίο και φαινομενικά εφικτό,
ανάμεσα στο ρεαλιστικό και ουτοπικό με συγκεχυμένα τα όρια τους. Ώσπου η
πράξη να επαληθεύσει ότι πραγματικά επαληθεύεται.
Εντός
αυτής της πραγματικότητας τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ένα
ανερχόμενο, πολυδαίδαλο εργατικό και λαϊκό ρεύμα πολιτικής διεκδίκησης
και απονομιμοποίησης της αστικής πολιτικής. Το ρεύμα αυτό διαμορφώνεται
κυρίως με βάση την χρόνια και ραγδαία επιδείνωση της κατάστασης της
εργατικής τάξης, της εργαζόμενης και σπουδάζουσας νεολαίας. Αυτό το εν
δυνάμει ανατρεπτικό ρεύμα τείνει να διαχωρίζεται αλλά και να
επανασυνδέεται πολύπλευρα με την κυρίαρχη αστική λογική του κοινωνικού
τρόμου και της πρωτόγνωρης ανθρωπιστικής κρίσης. Ξεκινάει αναγκαστικά
από χαμηλή ιστορική πολιτική βάση. Διαθέτει όμως υπέρτερη
αντικειμενική προοπτική με βάση την απογείωση των θεμελιακών ταξικών
αντιθέσεων του καπιταλισμού. Είναι ένα κοινωνικό ρεύμα που δυσκολεύει,
καθυστερεί την υλοποίηση της προωθούμενης αστικής λαίλαπας, φθείρει
κυβερνήσεις. Αδυνατεί όμως ακόμη να ανατρέψει την ικανότητα του
καπιταλισμού να ανασυγκροτείται σε αντιδραστικότερη κατεύθυνση. Ένα
ρεύμα που είναι αναγκασμένο να δοκιμάζει ξανά και να συμπυκνώνει στον
ιστορικό χρόνο εργατικές εμπειρίες και κυρίως να τις συνδυάζει με τις
εκρηκτικές ανάγκες και τις μεγάλες δυνατότητες μιας εξαιρετικά
πρωτότυπης εποχής. Αυτού του ρεύματος εκδήλωση ήταν η ανολοκλήρωτη
άνοιξη των αγώνων του 2010 – 2012, που τώρα φαντάζει σαν φθινόπωρο.
Στο «φθινόπωρο» όμως που ζούμε, ο ζευγάς της ταξικής πάλης έχει ήδη
σπείρει πάνω στο ακόμη χιονισμένο αλλά γόνιμο έδαφος της καπιταλιστικής
οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, για μια επερχόμενη –
ενδεχόμενη εκρηκτική νέα ανατρεπτική άνοιξη. «Μεγάλες διαδηλώσεις θα
εκδηλωθούν, η πολιτική τάξη θα απονομιμοποιηθεί και η επανάσταση μπορεί
να ξεσπάσει», επαναλαμβάνει στο νέο του βιβλίο ο γάλλος αστός Ζακ Αταλί.
Η κρίσιμη συνισταμένη αυτού του ελπιδοφόρου αντιφατικού ρεύματος είναι η
διατηρούμενη ακόμη στρατηγική και πολιτική ανεπάρκεια του, όσον αφορά
στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό του, στην στρατηγική συγκρότησή
του, στην ενίσχυση της ενωτικής αγωνιστικής αλληλεπίδρασής του με
κατεπείγουσες και συνολικές ανάγκες της εργαζόμενης πλειονότητας.
Εντός
αυτών των ορίων κινείται η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Κινείται όμως στηριγμένη σε αυτό
το κοινωνικό ρεύμα που την αναζωογονεί, τη διατηρεί και απρόσμενα την
προστατεύει απαιτώντας την ανατροφοδότησή της από μια ανάλογης ποιότητας
προσωπική, μετωπική και συλλογική στράτευση για να μπορέσει να
αναπτυχθεί η ίδια ποιοτικά.
Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, πολιτικές συλλογικότητες της Αριστεράς, το ταξικό εργατικό
κίνημα, ανιχνεύουν και έχουν ανάγκη από ένα εξελισσόμενο
αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, που κινείται εκ διαμέτρου αντίθετα με το
πρόγραμμα του κεφαλαίου με κρίκο τα αιτήματα που συμπυκνώνονται στο
σύνθημα «την κρίση να πληρώσει το κεφάλαιο που τη δημιούργησε». Με
συνειδητή επιδίωξη, δηλαδή με νου και σχέδιο, πως η πάλη για το
μεροκάματο και τα «δημόσια αγαθά», δηλαδή για την οικονομία,
συμπυκνώνεται τελικά (τελικά και όχι με βάση τη φλύαρη επαναστατική
λογοκοπία) στην πάλη για τη δημοκρατία, δηλαδή στην πάλη γύρω από το
κράτος, γύρω από την αληθινή εξουσία. Το εργατικό και λαϊκό κίνημα
καλείται να ανατρέψει, όχι γενικά την «επίθεση», αλλά συγκεκριμένα, μια
ποιοτικά νέα, βάρβαρη επιδρομή του κεφαλαίου. Όπως ακριβώς η
επαναστατική κομμουνιστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά, οι πρωτοπόρες
ταξικές δυνάμεις της εργασίας και των σύμμαχων λαϊκών δυνάμεων,
καλούνται να επαναστατήσουν, όχι ενάντια στον «καπιταλισμό που
γνωρίσαμε» με εφόδιο τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε», αλλά ενάντια στον
καπιταλισμό της εποχής μας με εφόδιο τόσο την εμπειρία από τη νίκη και
ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης, όσο κυρίως τις σύγχρονες υλικές τάσεις
για τον «κομμουνισμό της εποχής μας».
Όποιος
δε βλέπει τη νέα εποχή της ταξικής πάλης και όποιος δεν υπολογίζει τους
ρυθμούς και τις απρόβλεπτες στροφές στα πλαίσιά της, μπορεί κάλλιστα να
νομίζει ότι με μια αυθόρμητη εξέγερση «όπου να ‘ναι και τους φάγαμε» ή
να πιστεύει ότι χορεύει κομματικό πυρρίχιο ή κυβερνητικό πεντοζάλη, τη
στιγμή που χορεύει συγκαθιστό.
Για μια αποφασιστική «πορεία προς το μέτωπο»
Λοιπόν
τι ΑΝΤΑΡΣΥΑ θέλουμε; Ότι σωστά λένε οι Θέσεις αλλά ταυτόχρονα, σε
περίπτωση κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα συμμετέχει σε αυτήν; Δεν θα
συμμετέχει αλλά θα την στηρίζει; Θα την στηρίζει κριτικά; Ή, όπως
υποστηρίζουμε, ανεξάρτητη ΑΝΤΑΡΣΥΑ της Αριστερής Αντικαπιταλιστικής
Αντιπολίτευσης στο πεζοδρόμιο, στο εργοστάσιο, στο γραφείο, στις σχολές
και στο χωράφι;
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
σαν αυτή που περιγράφουν οι Θέσεις, αλλά ταυτόχρονα και ΑΝΤΑΡΣΥΑ -
αριστερότερος ΣΥΡΙΖΑ, ή ΑΝΤΑΡΣΥΑ που θα συμβάλλει στην στρατηγική
ανασυγκρότηση της Αριστεράς;
ΑΝΤΑΡΣΥΑ
αποκλειστική πρωτοπορία των «1000 αποφασισμένων» που θα υποκαθιστούν «α
λα Μπρέζνιεφ» την εργατική τάξη; ΑΝΤΑΡΣΥΑ ιδιότυπη σέχτα περικυκλωμένη α
λα ΚΚΕ από οπορτουνιστές;
Ή,
όπως υποστηρίζουμε, ΑΝΤΑΡΣΥΑ – ηγεμόνα, της αυτοπεποίθησης, της
τολμηρής αναζήτησης, των μετωπικών κινήσεων, της γόνιμης αντιπαράθεσης,
ακόμη και πολεμικής; ΑΝΤΑΡΣΥΑ που μπορεί να ενώνει επί της ουσίας στο
δύσκολο δρόμο της πάλης για την καθημερινότητα με επιδίωξη την
επανάσταση και τον κομμουνισμό του 21ου αιώνα ως Πράξη της αγωνιζόμενης εργατικής τάξης και των σύμμαχων στρωμάτων με καθοριστικό το ρόλο της πρωτοπορίας;
Αυτοτελή
ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκροτημένη, με ώριμα βήματα σε ολοένα και ανώτερο σύγχρονο
εργατικό αντικαπιταλιστικό μέτωπο, ή διαχυμένη στις δραματικά αναγκαίες
συμπορεύσεις, συμπαρατάξεις, συσπειρώσεις και συμμαχίες; Λέμε καθαρά
«ναι» στη μετωπική συμπόρευση. Αλλά για ποιο σκοπό; Μετωπική συμπόρευση
για μια άλλη διαχείριση ή όπως σωστά επιδιώκουμε για μια άλλη
Αριστερά, της ανατροπής της αστικής λαίλαπας, για να «φάει ο εργάτης
ψωμί», για ένα σύγχρονο πόλο της ανατρεπτικής, σκεπτόμενης και βαθιά
δημοκρατικής Αριστεράς ως σταθερό σκοπό και αταλάντευτο στόχο; Πόλος με
ηγεμονία των μαχητικών ρεφορμιστικών ιδεών ή των αντικαπιταλιστικών
επαναστατικών ιδεών, στον οποίο, οι εγωισμοί, η ιδιοκτησιακή λογική της
παντογνωσίας, ο εκφυλισμός, οι συκοφαντίες αγωνιστών θάχουν δώσει τη
θέση τους στη συντροφική πορεία για το Άλλο;
Είναι
γόνιμες οι αναζητήσεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ευρύτερα στην μαχόμενη
ανατρεπτική Αριστερά για το «ζήτημα της εξουσίας και κυβέρνησης». Γιατί
επιχειρούν την ανίχνευση ενός σύγχρονου εργατικού δρόμου επιβολής
ουσιαστικών και κατεπειγόντων αιτημάτων για την επιβίωση του Λαού,
κατάκτησης της εξουσίας- κυβέρνησης από την εργατική τάξη και τα σύμμαχα
λαϊκά στρώματα.
Τα
εργατικά δικαιώματα - αιτήματα και ανάγκες συγκρούονται αντικειμενικά
με την οικονομική δύναμη των σύγχρονων πολυκλαδικών πολυεθνικών
μονοπωλίων η οποία αντλείται από την υπερεκμετάλλευση εκατομμυρίων
εργαζομένων και μετατρέπεται σε ανάλογη πολιτική δύναμη. Το κεφάλαιο
επεμβαίνει πλέον άμεσα και ευέλικτα στην άσκηση πολιτικής. Αυτό που
μένει στο κοινοβούλιο είναι η εκπροσώπηση και προώθηση των
επιχειρηματικών συμφερόντων, τα διαρκή αντεργατικά, ακόμη και
αντισυνταγματικά πραξικοπήματα. Η τέταρτη μεγαλύτερη κρίση στην Ιστορία
του καπιταλισμού και η υπεραντιδραστική αστική πολιτική που τη συνοδεύει
ενισχύουν ποιοτικά αυτό το φαινόμενο. Το σύγχρονο μονοπώλιο, ήδη από τη
δεκαετία του 80, λειτουργεί «εξωθεσμικά», «εξωκοινοβουλευτικά»,
«αντισυνταγματικά». Συγκροτεί, εντός - εκτός του κράτους και των
υπερεθνικών σχηματισμών, ένα επιπλέον άτυπο, «ιδιωτικό κράτος», με
δικούς του μηχανισμούς, μέσα ενημέρωσης, ακόμη και ιδιωτικούς στρατούς.
Με πυρήνα το κοινωνικό ολοκαύτωμα των μισθών και των ιστορικών εργατικών
κατακτήσεων που εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, όλα τα πολιτικά χρώματα
της αστικής τάξης, μπλε πράσινα ροζ, ξεπλυμένα ή μη, ακόμη και ο Πολ
Κρούγκμαν, επιδιώκουν μια «συλλογικά συμφωνημένη μείωση των μισθών (η
περίφημη «εσωτερική υποτίμηση» του Στρος Καν)» που συνοδεύεται από
αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση της εργασίας και της αστικής δημοκρατίας. Η
διαφορά είναι ως προς το ύψος, «το μίγμα πολιτικής» και τα μέσα. Αυτό
το σύγχρονο αστικό πολιτικό σύστημα και κράτος, ο «αστικός συνασπισμός
εξουσίας», αντιδραστικότερα και με νέους όρους, αλλαγμένος και
ενισχυμένος παράλληλα και όχι αντίθετα προς τους υπερεθνικούς
σχηματισμούς (Ευρωπαϊκή Ένωση, G 20, G27, ΔNT), υπηρετεί και εξυπηρετεί
την εξέλιξη και μετατροπή του κοινωνικού πολέμου σε έναν ιδιόμορφο, πολιτικό και κατασταλτικό εμφύλιο.
Το πολιτικό ένστικτο της αστικής τάξης διακρίνει πιο έγκαιρα τις
επερχόμενες μεγάλες και βαθιές πολιτικές αναστατώσεις και παίρνει μέτρα.
Ένα
φιλολαϊκό και επομένως αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα δεν μπορεί να το
εφαρμόσει μια διαχειριστική κυβέρνηση. Γιατί ολόκληρο το σημερινό
πολιτικό σύστημα, το κράτος και ο αστικός συνασπισμός εξουσίας, που
ελέγχουν και ποδηγετούν κάθε διαχειριστική κυβέρνηση, είναι μηχανισμοί
υποταγμένοι στο σύγχρονο «επιχειρηματικό κράτος», που είναι και ο
βασικός παράγοντας διαφθοράς και διαπλοκής τόσο στο δημόσιο όσο και στον
ιδιωτικό τομέα. Γι αυτό, όπως έδειξε η εμπειρία, κάθε επίδοξος
διαχειριστής, κάθε κυβέρνηση, ακόμη και κατ’ όνομα αριστερή,
μετατρέπεται τελικά σε όργανο αυτής της ιδιωτικο-κρατικής συμμαχίας.
Στο «σήμερα», αυτό που τίθεται στην ημερήσια διάταξη, είναι η συγκέντρωση δυνάμεων σε ένα μεγάλο εργατικό, λαϊκό, αντικαπιταλιστικό μέτωπο με στόχο την ανατροπή της σαρωτικής επίθεσης.
Είναι η συγκέντρωση ταξικών δυνάμεων σε όλα τα επίπεδα, στο μαζικό
πρωτίστως κίνημα, στην πολιτική και στη θεωρία, πάνω σε ένα αντικαπιταλιστικό πολιτικό πρόγραμμα
που θα αναχαιτίσει, θα προκαλέσει ρήγματα και θα ανατρέψει τη βάρβαρη
επιδρομή του κεφαλαίου, των κυβερνήσεων, της ΕΕ και του ΔΝΤ. Κέντρο
αυτής της πολιτικής είναι το ταξικά ανασυγκροτούμενο εργατικό κίνημα. Το
κίνημα στο οποίο οι συνελεύσεις θα έχουν τον πρώτο και τελευταίο λόγο
στον αγώνα. Το διοικητικό συμβούλιο θα παίζει συντονιστικό ρόλο. Τα
αιτήματα, μερικά και συνολικά, θα οδηγούν στην αντιστροφή της σχέσης
μισθών κερδών υπέρ των μισθών. Θα διεκδικεί κατοχυρωμένο το δικαίωμα στη
συνδικαλιστική δράση. Θα εκφράζει ισχυρά την ταξική αλληλεγγύη καθώς
και τον εργατικό διεθνισμό. Θα είναι διαχωρισμένο και απέναντι από τον
εργοδοτικό και αστικοποιημένο συνδικαλισμό, τη ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Θα
συγκροτεί, τελικά, το οργανωμένο «αντίπαλο δέος» στο κεφάλαιο, τις
κυβερνήσεις, την ΕΕ και το ΔΝΤ.
Ο
στόχος της κατάκτησης της εξουσίας και της κυβέρνησης ως υποσύνολό της
θα τεθεί αργά ή γρήγορα στην ημερήσια διάταξη. Θα τεθεί, όμως, μέσα στις
επιδιωκόμενες αλλά αντικειμενικά τελικά υπάρχουσες μελλοντικές
επαναστατικές καταστάσεις. Και εκεί, στην εξέλιξη των συνθηκών προς την
επαναστατική κρίση και τη «δυαδική εξουσία», το αγωνιστικό μέτωπο ρήξης
και ανατροπής θα μετασχηματίζεται σε έναν εργατικό - λαϊκό συνασπισμό εξουσίας
που θα συγκρούεται με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας και το κράτος της.
Θα αναδείξει τα όργανα υποδοχής της εξουσίας (φύτρα τους εμφανίζονται
κατά καιρούς στις επιτροπές αγώνα των απεργών και καταληψιών εργατών,
υπαλλήλων, αγροτών, φοιτητών) και δημιουργίας της κυβέρνησής τους, η
οποία θα διασχίζει, θα υπερβαίνει και ανατρέπει τον αστικό
κοινοβουλευτικό ορίζοντα των κυβερνήσεων διαχείρισης κάθε μορφής.
Το
στρατηγικό - πολιτικό σύνθημα, «για την εξουσία και κυβέρνηση του
οργανωμένου και αγωνιζόμενου λαού», ως προπαγανδιστικό σύνθημα
στρατηγικής, ζύμωσης και διευκόλυνσης στην ανάπτυξη του κινήματος, για
την επικοινωνία με μάζες που θέλουν να αγωνιστούν για την ανατροπή αλλά
με κοινοβουλευτικές αυταπάτες, μπορεί ίσως να τεθεί. Να τεθεί όμως
συλλογικά και με ανάλογη προετοιμασία και επεξεργασία, με επαναστατικό
προσανατολισμό έτσι ώστε να μην υποτάσσει τις ταξικές επαναστατικές και
αντικαπιταλιστικές δυνάμεις στην κοινοβουλευτική διαχείριση. Με κριτήριο
την ενίσχυση της συγκέντρωσης δυνάμεων σε ένα ανεξάρτητο, εργατικό και
λαϊκό μέτωπο ανατροπής και επαναστατικής προοπτικής.
Στις
σημερινές συνθήκες δεν είναι τυχαίο ότι στο κέντρο του πλούσιου
διαλόγου που αναπτύχθηκε, τέθηκε η μετωπική πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ο
διάλογος αυτός εκφράζει την αναζήτηση εκείνου του περιεχομένου και των
μετωπικών μορφών ώστε στο εργατικό και λαϊκό κίνημα να μπορούμε «να
βαδίζουμε χώρια» με τις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς, αλλά «μαζί να
χτυπάμε» και, πάνω από όλα, μαζί να νικάμε τον κοινό αντίπαλο.
Σε
αυτές τις αναζητήσεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να αναλάβει τις
ιστορικές ευθύνες που της αναλογούν, οι οποίες ξεπερνούν κατά πολύ τα
εκλογικά ποσοστά της. Να τεθεί επικεφαλής μιας αντίστροφης
διαρκούς «πορείας προς το μέτωπο», της δημιουργίας ενός διαρκώς
εξελισσόμενου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου της νίκης και της
ανατροπής. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρά τις αντιφάσεις της, είναι η πιο οργανωμένη
και μαζική δύναμη της ανατρεπτικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με τις ενωτικές αποφάσεις της 2ης Συνδιάσκεψής της μπορεί να δώσει ελπίδα και αυτοπεποίθηση για ένα αντικαπιταλιστικό μετωπικό σχέδιο νίκης και ανατροπής.
Καθοριστική για τη συγκρότηση ενός εργατικού και λαϊκού μετώπου ανατροπής είναι η συγκέντρωση πολιτικών δυνάμεων σε ένα μαζικό μετωπικό πόλο. Εκεί θα βρίσκει γόνιμο έδαφος και το σύγχρονο κομμουνιστικό κόμμα. Εκεί
θα συναντηθούν οι αντικαπιταλιστικές δυνάμεις επαναστατικής και
κομμουνιστικής αναφοράς με τις ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις της
αριστερής ανατροπής. Αυτός ο μαζικός πόλος - μέτωπο είναι έργο μακράς
πνοής. Απαιτεί παράλληλα ριζοσπαστικές μετατοπίσεις μαζών προς τα
αριστερά. Θα πραγματοποιείται σε αλληλοτροφοδότηση με ισχυρά εργατικά
και λαϊκά ξεσπάσματα. Η συνολική ενδυνάμωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (σε αριθμό
μελών, σε βαθύτερο πρόγραμμα και αυτοτελή μετωπική δημοκρατική
λειτουργία) είναι στοιχείο αποφασιστικό καθώς στο εξελισσόμενο
μέτωπο-πόλο, αντικειμενικά θα διεξάγεται μια έντονη αντιπαράθεση για τον
προσανατολισμό του. Έτσι θα προωθείται και ενισχύεται τόσο το
Αγωνιστικό Μέτωπο Ρήξης και Ανατροπής όσο και η υπόθεση της Άλλης
Αριστεράς.
Σε
αυτή την κατεύθυνση μετά τη Συνδιάσκεψη πρέπει να αναληφθούν με
αυτοπεποίθηση πολιτικές πρωτοβουλίες. Έχουν δημιουργηθεί προϋποθέσεις
για τη συγκέντρωση πολιτικών δυνάμεων που μαζί με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορούν
να συστρατευθούν σε έναν μετωπικό πολιτικό αγώνα, πάνω σε ένα συνεκτικό
πρόγραμμα ανατροπής της επίθεσης. Είναι οι μαχόμενοι αριστεροί και
ανεξάρτητοι κομμουνιστές. Είναι οι δυνάμεις του Σχεδίου Β’- ΜΑΑ, οι
οποίες δοκιμάστηκαν και συγκρούστηκαν με τη διαχειριστική γραμμή του
ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνάμεις κομμουνιστικής αναφοράς του Εργατικού Αγώνα. Οι
δυνάμεις της Αριστεράς που έχουν επαναστατικό και αντιιμπεριαλιστικό
προσανατολισμό, όπως η ΚΟΑ, το ΕΕΚ, το ΚΚΕ (μ-λ) και το ΜΛ ΚΚΕ, η ΟΚΔΕ –
Εργατική Πάλη κ.α., με τις οποίες αγωνιζόμαστε μαζί σε πολλά μέτωπα εδώ
και χρόνια. Μια μαχόμενη συνάντηση αυτών των δυνάμεων μπορεί να δώσει
ελπίδα, να εμπνεύσει, να στρατεύσει και να αλλάξει το συσχετισμό υπέρ
μιας άλλης Αριστεράς της νίκης και της ανατροπής. Για τη συστράτευση
αυτή, για το ενωτικό προωθητικό και αναγκαίο περιεχόμενό της, για την
επαλήθευσή της στην πράξη, ευθύνη επωμίζονται αντικειμενικά και
ελέγχονται για τις διακηρύξεις τους, όχι μόνο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και
αντίστροφα, αυτές οι δυνάμεις.
Η
Συνδιάσκεψη πρέπει να συζητήσει κυρίως για το χαρακτήρα, το πολιτικό
πρόγραμμα και τη μορφή που θα πάρει ο κοινός πολιτικός αγώνας των
δυνάμεων που καλούμε να συμφωνήσουν. Η συνάντηση αυτών των δυνάμεων
πρέπει να έχει το χαρακτήρα μιας μαχόμενης τακτικής πολιτικής συμφωνίας
με στόχο τη ρήξη και την ανατροπή της σαρωτικής επέλασης, της ΕΕ και
του ΔΝΤ και της τρικομματικής κυβέρνησης Ν.Δ. ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ. Το πρόγραμμά
της να είναι συνεκτικό. Οι δυνάμεις που συμμαχούν, θα δοκιμαστούν
δίνοντας από κοινού τις μεγάλες κινηματικές, πολιτικές και εκλογικές
μάχες. Θα διατηρούν την αυτοτέλεια και τις στρατηγικές στοχεύσεις τους
αλλά δεν θα τις βάζουν συνολικά ως προϋπόθεση για τη μετωπική συμπόρευσή
τους.
Η
ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την πολιτική της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής» μπορεί να
συμβάλει καθοριστικά σε αυτή την ελπιδοφόρα αριστερή μετωπική συμπόρευση
για την ανατροπή. Γιατί το πρόγραμμα της εμπεριέχει τον εργατικό και λαϊκό αγώνα για την επιβίωση,
τον συνδέει με τα αιτήματα της κατάργησης των μνημονίων, της διαγραφής
του χρέους και της ανατροπής των κυβερνήσεων, του δίνει χαρακτήρα
πολιτικού αγώνα. Εμπεριέχει και δεν αποκλείει τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα για λαϊκή κυριαρχία. Του δίνει βαθύτερο αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο. Εμπεριέχει τον αγώνα για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Του δίνει αντικαπιταλιστική διεθνιστική προοπτική. Εμπεριέχει και δεν αποκλείει τον αγώνα για τη δημοκρατία, του δίνει βαθύτερο εργατικό και σύγχρονο λαϊκό περιεχόμενο. Εμπεριέχει τον αγώνα ενάντια στα πολυεθνικά – πολυκλαδικά μονοπώλια.
Του δίνει το αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο της εθνικοποίησης –
κρατικοποίησης και του εργατικού ελέγχου στην προοπτική της
κοινωνικοποίησής τους. Εμπεριέχει και αναβαθμίζει τον επαναστατικό δρόμο και μια νέα σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική.
Εμπεριέχει τον κοινό αγώνα για την επιβίωση της εργατικής τάξης με
όπλο το ταξικά ανασυγκροτούμενο εργατικό κίνημα, το συντονισμό των
σωματείων, τις αριστερές ριζοσπαστικές πολιτικοσυνδικαλιστικές
συσπειρώσεις, την προσπάθεια για μια ανεξάρτητη εργατική ταξική κίνηση. Με βάση αυτή την πολιτική, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί και πρέπει να παρουσιάσει ενωμένη την πρότασή της στις άλλες δυνάμεις και αγωνιστές για την ισότιμη διαμόρφωση της αναγκαίας πολιτικής.
Ωριμάζει μια κορυφαία καμπή του ταξικού αγώνα
Η
σημερινή κρίση αποτελεί μια πρώτη εκδήλωση ενός ανώτερου κύκλου
ιστορικής κρίσης του «ολοκληρωτικού» καπιταλισμού της εποχής μας,
κλονισμού του ρόλου της «ανταλλακτικής αξίας» και του χρήματος, της
καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας. Ανεξάρτητα από τις πολλαπλές
σκοπιμότητες των αστικών εξαγγελιών, η κρίση με την σημερινή έκφρασή
της σταδιακά πρόκειται να ξεπερασθεί μόνο και μόνο για να επιστρέψει με
νέες μορφές και με μεγαλύτερη ένταση στα πλαίσια αυτού του νέου
ιστορικού κύκλου. Οι τάσεις αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής
ανάπτυξης της εργατικής αντίστασης και πάλης δεν εξαρτώνται αυτόματα από
την βασική οικονομική πλευρά της κρίσης. Συνδέονται καθοριστικά με την
εξέλιξη της ταξικής πάλης, τη συνειδητή παρέμβαση του επαναστατικού
υποκειμενικού παράγοντα.
Οι
κληρονομημένοι συσχετισμοί, ο κοινωνικός φόβος και η αγωνία της
απότομης επιδείνωσης βαραίνουν σε πρώτο επίπεδο, μέχρις ότου
διαμορφωθούν οι συνθήκες «του δεν πάει άλλο» που σφραγίζουν κατά κανόνα
τα μακρά κύματα των οικονομικών και δομικών κλονισμών σαν κι’ αυτό που
ξετυλίγεται μπροστά στα έκθαμβα μάτια της σημερινής κοινωνίας. Η
σημερινή κρίση μπορεί να μετατραπεί σε κρίση της αστικής πολιτικής
ηγεμονίας και κυριαρχίας, δομικής αποσταθεροποίησης των κυρίαρχων
κοινωνικών σχέσεων. Των καπιταλιστικών σχέσεων που δεν χωράνε την
εκτίναξη των κατακτήσεων του κοινωνικού πολιτισμού, , τις ανώτερες, εν
δυνάμει, πολιτικές και πολιτιστικές ανάγκες και δυνατότητές της ποιοτικά
και ποσοτικά σύγχρονης ανεπτυγμένης εργατικής τάξης.
Από
αυτές ακριβώς τις δυνάμεις και αντικειμενικές υλικές δυνατότητες αντλεί
την ποίηση του ο «τρίτος γύρος» των επαναστάσεων και του κομμουνισμού.
Σε αυτά τα πλαίσια ωριμάζει μια κορυφαία καμπή στην ιστορία των ταξικών
αγώνων. Μια ιστορική αναμέτρηση ανοιχτή σε πολλαπλές και απρόβλεπτες
παραλλαγές, αλλεπάλληλα αγωνιστικά επεισόδια και μεταστροφές. Βίαιες
καπιταλιστικές επιθέσεις και ενδιάμεσες ανακωχές που θα περιστρέφονται
αμείλικτα γύρω από δύο βασικά, αντίθετα και ασυμφιλίωτα ενδεχόμενα. Είτε
μια νέα εργατική επανάσταση προς τον κομμουνισμό που θα ξεπερνάει και
θα ολοκληρώνει όλες τις μέχρι τώρα επαναστάσεις, είτε μια, αδύνατον να
υπολογισθεί σήμερα, καταστροφική πορεία της ανθρωπότητας και του
κοινωνικού ανθρώπου που θα ξεπερνάει όλες τις μέχρι τώρα καταστροφές
και όλες τις ήττες.