29 Μαΐου 2013

Κριτικές σημειώσεις πάνω στις Θέσεις της ΚΣΕ για την Β' Πανελλαδικη Συνδιασκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ [Του Σταμάτη Χονδρογιάννη]


Κριτικές σημειώσεις πάνω στις Θέσεις της ΚΣΕ για την Β' Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
1. Για την ανάλυση της κρίσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής σε διεθνές επίπεδο.
Σωστά στη Θέση 3 αναφέρεται ότι για να επιτευχθεί η έξοδος του Κεφαλαίου από την κρίση απαιτείται ένα νέο υπόδειγμα διευρυμένης κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής, το οποίο θα σηματοδοτηθεί από δύο στοιχεία:
1. Ένα νέο κοινωνικό, τεχνολογικό και οργανωτικό υπόδειγμα της εργασίας, καθώς και της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
2. Μια νέα ιεραρχία στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στους διεθνείς συσχετισμούς μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών κέντρων
Κάθε εποχή κρίσης σηματοδοτούνταν από τα δύο παραπάνω. Π.χ. Η μετάβαση στον στάδιο του ιμπεριαλισμού, σηματοδοτήθηκε από την κυρίαρχη δύναμη των μονοπωλίων και τη σύμφυσή τους με το πιστωτικό σύστημα, τον φορντισμό, και μετέπειτα το κράτος πρόνοιας από την μια, και από την άλλη την ανάδυση της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ ως ηγεμονικές καπιταλιστικές δυνάμεις.

Μία αντίστοιχη κίνηση βλέπουμε και σήμερα με μία σοβαρή μετακίνηση οικονομικής δύναμης από τις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές δυνάμεις της “Δύσης” προς τις νέες δυνάμεις Κίνας, Ρωσίας κτλ. Η επισήμανση αυτή έχει πολιτική σημασία διότι:
1. Αποκρούει μία τάση υπερεκτίμησης της καπιταλιστικής κρίσης, ως κρίσης που ενδεχομένως θα φέρει την “κατάρρευση” του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (θεωρία που αναπτύχθηκε στο παρελθόν πίσω από τις αναρχίστικες αντιλήψεις για τις “νησίδες”). Υπάρχουν σημαντικότατες εκτατικές -και εντατικές- δυνατότητες επέκτασης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής σε χώρες όπως Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κτλ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξει καταστροφή μέρους των ήδη υπαρχόντων κεφαλαίων που παρασιτούν. Η διαδικασία αυτή (επέκταση σε νέες χώρες και τομείς) αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς μηχανισμούς αντιρρόπησης της καπιταλιστικής κρίσης υπερσσυσώρευσης. Πόσο δε που στην προκειμένη περίπτωση συνδυάζεται με ένα παγκόσμιο “ντάπινγκ” μείωσης της τιμής της εργατικής δύναμης και υπερεκμετάλλευσης της φύσης.
2. Δίνει μια πιο σφαιρική αντίληψη που χτυπάει τον ιδιάζοντα πολιτισμικό σοβινισμό της μαρξιστικής αριστεράς στην Δύση . Π.χ. στη χώρα μας η ανάλυση των συνολικών τάσεων του καπιταλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, περιορίζεται κυρίως στο επίπεδο των εξελίξεων εντός της ΕΕ ή στην καλύτερη των περιπτώσεων στη ενδο-ιμπεριαλιστική διαπάλη μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Η τέτοια θεώρηση φτάνει μέχρι τον εκχυδαϊσμένο αντι-ιμπεριαλισμό τύπου Τράγκα, στις αναβίωση των πλέον χοντροκομμένων “θεωριών εξάρτησης” που συνοψίζονται στην άποψη περί Ελλάδας-γερμανικό προτεκτοράτο (και τις αντίστοιχες εθνικοπατριωτικές αταξικές λαϊκομετωπικές προτάσεις). Το σημαντικό είναι ότι η διαδεδομένη αυτή πεποίθηση αναιρείται από στοιχεία της πραγματικότητας, όπως την προσπάθεια μαζικής εισόδου κινέζικων και ρώσικων κεφαλαίων στην εγχώρια αγορά παρά και ενάντια στο γερμανικό κεφάλαιο.
2. Μεθοδολογικές σημειώσεις
Η εκπόνηση της πολιτική μας γραμμής θα πρέπει να είναι παράγωγο δύο αναλύσεων:
1. Ανάλυση της αντικειμενικής κατάστασης ιδιαίτερα όσον αφορά την αντιπαράθεση παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων
2. Ανάλυση της κίνησης της συνείδησης του συνόλου της κοινωνίας με ιδιαίτερη έμφαση στην εργατική τάξη, την νεολαία και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
3. Για την αντικειμενική κατάσταση – ζητήματα στρατηγικής
Σωστά στις Θέσεις αναφέρεται ότι η παρούσα κρίση υπερσυσσώρευσης δεν μπορεί να ξεπεραστεί χωρίς καταστροφή κεφαλαίων. Η Θέση, όμως, αυτή (11) είναι μερικώς σωστή, καθώς αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον αστικό τρόπο ξεπεράσματος της κρίσης. Τι γίνεται, όμως, με την εργατική στρατηγική, η οποία έχει ως κεντρικό στοιχείο την βίαιη απαλλοτρίωση του κεφαλαίου;
Δεδομένης της “χρηματιστικοποίησης” και παρασιτισμού του σύγχρονου καπιταλισμού, η βίαιη απαλλοτρίωση του κεφαλαίου θα σημάνει μεγάλη καταστροφή κεφαλαίου, νοούμενου ως δύναμη κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων. Κοινώς, για μία επαναστατική, αντικαπιταλιστική Ελλάδα -και κάθε άλλη χώρα- ο συσσωρευμένος πλούτος σε χρεόγραφα, μετοχές, καταθέσεις του εξωτερικού κτλ. θα είναι εν πολλοίς άχρηστος. Η πράξη της αντικαπιταλιστικής επανάστασης θα είναι και η πράξη καταστροφής αυτού του κεφαλαίου άμεσα.
Το γεγονός αυτό αποτελεί θεμέλια διαπίστωση για κάθε προσπάθεια στρατηγικού επανεξοπλισμού της επαναστατικής εργατικής πολιτικής. Συγχρόνως, το αντικειμενικό αυτό γεγονός αποτελεί ένα από το βαθιά θεμέλια της αστικής ηγεμονίας και της (παγκόσμιας) ροπής προς τον οπορτουνισμό.
Η διαφορά μιας εργατικής και μιας αστικής στρατηγικής ξεπεράσματος της κρίσης δεν έγκειται στο ότι η μεν πρώτη θα διασώσει το συσσωρευμένο κεφάλαιο μέσω της κοινωνικοποίησής του, ενώ η δεύτερη λόγω των εγγενών αντιφάσεων της θα οδηγηθεί σε καταστροφή μεγάλου μέρους αυτού. Και οι δύο, θα οδηγηθούν αναπόφευκτα σε μεγάλη καταστροφή κεφαλαίου. Ο παρασιτισμός του σύγχρονου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής αποτελεί ταυτοχρόνως μια από τις μεγαλύτερες αδυναμίες του για την διευρυμένη αναπαραγωγή του, αλλά συγχρόνως και ένα από τα μεγαλύτερα όπλα του ενάντια στην ιστορική κίνηση για την επαναστατική κοινωνικοποίηση της παραγωγής.
Η διαφορά μεταξύ της αστικής και της εργατικής στρατηγικής για την “λύση” της κρίσης μπορεί να οριοθετηθεί στα κάτωθι:
  • Το είδος του κεφαλαίου που κάθε στρατηγική θα προσπαθήσει κατά βάση να διασώσει: Η αστική το κυρίαρχο στον σημερινό καπιταλισμό χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, ενώ η εργατική τη ζωντανή εργασία και τις παραγωγικές δυνάμεις οι οποίες σχετίζονται άμεσα με την υλική παραγωγή
  • Στην τιμή της εργατικής δύναμης και το μέρος του κοινωνικού πλούτου που λαμβάνει η εργατική τάξη
  • Τον τρόπο οργάνωσης της εργασίας, την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, τον κοινωνικό ρόλο της εργασίας
  • Τις προοπτικές των εκμεταλλευόμενων στρωμάτων πέραν της εργατικής τάξης, καθώς και των ραγδαία υποβιβαζόμενων σήμερα μικροαστών
  • Το δικαίωμα αυτοκυβερνησίας/αυτοπροσδιορισμού της κοινωνικής πλειοψηφίας
  • Τις σχέσεις ανθρώπου-φύσης
Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποια βασικά σημεία για την εκπόνηση μιας σύγχρονης εργατικής στρατηγικής και τακτικής:
  1. Είναι αφελές να πιστεύει η αριστερά ότι θα διαχωριστεί και θα ηγεμονεύσει έναντι της αστικής πολιτικής πρεσβεύοντας μία γενική κι αόριστη “παραγωγική ανασυγκρότηση”. Και η αστική πολιτική μέσω της “δημιουργικής καταστροφής” προωθεί ένα νέο υπόδειγμα αναπαραγωγής της κοινωνίας. Το ερώτημα, η διαχωριστική γραμμή, είναι όχι απλά ποια τάξη θα ωφελείται από την παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και ποια κατά βάση θα την διευθύνει.
  2. Σε πολιτικό επίπεδο, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ μιας επαναστατικής αριστεράς έναντι των δυνάμεων του ρεφορμισμού/οπορτουνισμού (αλλά και έναντι “εθνικο-ανεξαρτησιακών” μικροαστικών ρευμάτων) είναι ότι η μεν πρώτη παλεύει κυρίως για έναν άλλο τρόπο παραγωγής, ενώ οι δεύτερες πρεσβεύουν κατά κύριο λόγο την αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου.
  3. Οι 3 “οικονομικές” κατευθύνσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω έχουν άμεσες αντιστοιχίσεις με το πολιτικό “επικοδόμημα” το οποίο θα τις εφαρμόσει:
  • Η αστική στρατηγική συνδυάζεται κυρίως με τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό – και δευτερευόντως στα πιο ριζοσπαστικά (μικροαστικά) ρεύματα με την επιβολή μιας δικτατορικής εξουσίας
  • Η ρεφορμιστική πολιτική επιδίωξης της αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου εντός των ορίων του συστήματος, καταλήγει το ίδιο αποτυχημένα στο πολιτικό επίπεδο στην υπεράσπιση και των “εκδημοκρατισμό” της σαπίζουσας αστικής δημοκρατίας.
  • Η παραγωγική ανασυγκρότηση προς όφελος (και από την) εργατική τάξη μπορεί τόσο μερικά, πόσο δε ολοκληρωμένα, να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω οργάνων εργατικής δημοκρατίας.
4. Για το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα
Κατά την άποψή μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι ούτε οι παλινωδίες όσον αφορά την “μετωπική πολιτική”, ούτε ο χειροτεχνισμός της οργανωτικής της λειτουργίας. Είναι του πώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σαν λειτουργών σύνολο αντιλαμβάνεται το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Και, δυστυχώς, η απάντηση είναι σαν ένα τυχαία ριγμένο αριθμό “σημείων”. Δεν υπάρχει στίγμα, δεν υπάρχει κυρίαρχη κατεύθυνση.
Το ερώτημα είναι απλό: Τι σηματοδοτεί, σε τι κυρίως αποσκοπεί το πρόγραμμά μας; Κατά κύριο λόγο στην αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου οι οποία (ορθά) προϋποθέτει την έξοδο από Ευρώ και (ίσως;) την ΕΕ; Ή κατά κύριο λόγο την επιβολή κατ' αρχήν μέτρων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της παραγωγής τα οποία εκ των πραγμάτων επιτάσσουν πολιτικά την άμεση έξοδο από το Ευρώ και την ΕΕ;
Είναι εμφανές από τα παραπάνω ότι μόνο η δεύτερη επιλογή αποτελεί μία επαναστατική επιλογή. Μετατόπιση προς την πρώτη κατεύθυνση ή συνέχιση της ασάφειας και του “ισορροπισμού”/κεντρισμού φέρνουν πλέον ορατό το ενδεχόμενο μετατροπής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από δύναμη της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε ένα ριζοσπαστικό αστικοδημοκρατικό πολιτικό μόρφωμα στο αριστερό άκρο ενός πολιτικού “συνεχούς” που θα ξεκινάει από την ίδια, θα περνάει στο “Plan B” και θα καταλήγει (γιατί όχι αλήθεια;) στο ΕΠΑΜ και το Κόμμα-Κατσανέβα. Το ζήτημα δεν είναι να διατηρήσουμε την “επαναστατική ψυχή μας”. Είναι, εν τέλει, αν είμαστε πολιτικά συνεπής με την θεωρητική εκτίμηση ότι δεν υπάρχει σήμερα αντικειμενική δυνατότητα μιας ρεφορμιστικής πολιτικής αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου, ήτοι μιας πολιτικής που δεν θα αγγίζει τα θέσφατα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, τόσο μέσα στην ΕΕ, όσο και έξω από αυτήν.
Κεντρική ιδέα του αντικαπιταλιστικού προγράμματός είναι η μεταβατικότητά του. Ωστόσο, πρέπει να εστιάσουμε σε τι ακριβώς συνίσταται αυτή η μεταβατικότητα. Κυρίαρχη αντίληψη σε πολλούς εκλεκτούς συντρόφους είναι ότι η μεταβατικότητα του προγράμματος εστιάζεται στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας. Από εδώ και η προσχώρηση σε αντιλήψεις ανάγκης υποστήριξης στον προγραμματικό μας λόγο μιας αριστερής/εργατικής κυβέρνησης η οποία θα προκύψει μέσα από αστικο-κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Οι παραλλαγές του χαρακτήρα μιας τέτοιας κυβέρνησης είναι πολυποίκιλες – αποτελεί ωστόσο υπαρκτό πρόβλημα για τους υποστηρικτές της ότι όλες της οι μορφές γίνονται αντιληπτές από τις ευρύτερες μάζες, σαν μία και μόνο μία: Μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις καλές προθέσεις αυτό το σύνθημα, κάθε μέρα, κάθε φορά που προβάλλεται, δεν στρέφει τις μάζες σε επαναστατική κατεύθυνση, αλλά στην ακριβώς αντίθετη. Θυμίζει το ανέκδοτο ότι αν υπερασπιστείς την πραγματική αλλαγή θα ηγεμονεύσεις έναντι της απλής αλλαγής...
Το βασικό πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι ενώ η λύση για την πολύπλευρη κοινωνική κρίση από την σκοπιά της εργαζόμενης πλειοψηφίας είναι ο επαναστατικός μετασχηματισμός προς σοσιαλιστική/κομμουνιστική κατεύθυνση, ακριβώς αυτή η κοινωνική πλειοψηφία αρνείται να προσεγγίσει με μαζικούς όρους την λύση. Το πρόβλημα της εξουσίας είναι παράγωγο του προβλήματος, όχι η αιτία του.
Το μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα, αντιθέτως, θα πρέπει να προωθεί αξιακές/ιδεολογικές μετατοπίσεις στις εργατικές μάζες μέσα από την ίδια τους την πάλη για τις καθημερινές ανάγκες της επιβίωσης και της αξιοπρεπούς ζωής, με ένα συνδυασμό της ίδιας της πείρας των εργαζομένων, και της συνειδητής θεωρητικής παρέμβασης της (στην πράξη) πολιτικής πρωτοπορίας.
Πού λοιπόν (πρέπει να) έγκειται η μεταβατικότητα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος; Στο ότι ενώ προτείνει μέτρα σοσιαλιστικού μετασχηματισμού στο επίπεδο κύρια της παραγωγής, όπως εθνικοποίηση τραπεζών, εργατικός έλεγχος, απαλλοτρίωση και κοινωνικοποίηση επιχειρήσεων που κλείνουν και στρατηγικών τομέων της οικονομίας, δεν προτείνει τον ίδιο τον σοσιαλισμό σαν άμεση πρόταση. Κεντρικό βάθρο του είναι η έκδηλη αποτυχία των αστών να διαχειρίζονται τις παραγωγικές δυνάμεις, και όχι η γενικευμένη άρνηση της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από τους αστούς.
Το αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα είναι πάνω απ' όλα κατεύθυνση δράσης. Κύρια εδώ θα έπρεπε να είναι:
Α. Μερική υλοποίηση στοιχείων του προγράμματος μπορούν -και πρέπει να επιδιώκεται να επιβληθούν μέσα από τον μαζικό λαϊκό εκβιασμό. Έχουμε ήδη παραδείγματα, δυστυχώς χωρίς την κατεύθυνση να καθορίσουν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στις περισσότερες περιπτώσεις. Απόπειρες (μερικής ακόμα) απαλλοτρίωσης παραγωγικών μονάδων και λειτουργίας τους υπό εργατικό/κοινωνικό έλεγχο έχουν σημειωθεί (ΒΙΟΜΕΤ, αγώνας στην Δωδώνη). Σε μεγαλύτερο βαθμό έχει σημειωθεί -έστω και αμυντική- μερική άρνηση του διευθυντικού δικαιώματος των αστών στις δυνάμεις παραγωγής (αγώνες ενάντια στις απολύσεις που θέτουν ζητήματα εναλλακτικών δυνατοτήτων για τις παραγωγικές μονάδες, αγώνες ενάντια σε περιβαλλοντικές καταστροφές από το κεφάλαιο, μερική άρνηση όπως εκδηλώθηκε με τα χαράτσια, διόδια κτλ. του αστικού κράτους να καθορίζει την ανακατανομή του κοινωνικού πλούτου υπέρ του κεφαλαίου)
Β. Πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο ότι τέτοιες κινήσεις θα εκδηλωθούν κατ' αρχήν στη βάση άμεσων “οικονομικών” αναγκών, και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Βασικό για τις δυνάμεις μας είναι κατ' αρχήν να πρωτοστατούν οργανωτικά στην εκδήλωση, και στήριξη τέτοιων κινήσεων, πράγμα που αρνούμαστε να κάνουμε οργανωμένα και με σχέδιο – και λόγω της μεγάλης κατανομής δυνάμεων στο “κεντρικο-πολιτικό”. Το κατά πόσο, ωστόσο, θα ξεπεράσουν τον στενό οικονομικό ορίζοντα εξαρτάται από τη συνειδητή πολιτική και ιδεολογική μας παρέμβαση. Αυτό, προφανώς, δεν σημαίνει να προπαγανδίζουμε τον σοσιαλισμό ως λύση διά πάσαν νόσον. Σημαίνει, ωστόσο, δύο βασικά: 1) Σε κάθε αγώνα, κίνηση και μέτωπο πάλης να προβάλουμε την ανάγκη σύνδεσης με άλλα αγωνιζόμενα τμήματα της κοινωνίας, ως βασική προϋπόθεση έστω και μερικής επιτυχίας. 2) Η εμβάθυνση/μετατροπή του χαρακτήρα του αγώνα από αμυντική κίνηση υπεράσπισης κατά βάση οικονομικών αιτημάτων, σε επιθετική κίνηση αμφισβήτησης της ικανότητας και άρα του δικαιώματος του κεφαλαίου και του κράτους του να ελέγχουν την αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής, κατ' αρχήν στο μερικό αντικείμενο του αγώνα. (Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εκπόνηση ενός σχεδιαγράμματος του “πώς θέλουμε να ζούμε” που προβάλουν πολλοί σύντροφοι μπορεί να παίξει καταλυτικό ρόλο)
Γ. Η δράσης μας πρέπει να αποτιμάται από το κατά πόσο μένουν μόνιμα οργανωτικά αποκρυσταλλώματα σε κινηματικό και πολιτικό επίπεδο από όλη αυτή την κίνηση. Εν τέλει αυτός είναι και ο καθοριστικός δρόμος τόσο για την εμφάνιση εν δυνάμει οργάνων εργατικής εξουσίας, όσο και του απαραίτητου Πόλου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Αριστεράς.
Δ. Πρέπει να έχουμε ξεκάθαρο -και να το λέμε ανοιχτά- ότι το σύνολο του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος δεν μπορεί να εφαρμοστεί παρά μόνο υπό εργατική εξουσία. Πρόπλασμα, “προ-απεικόνιση” της είναι ακριβώς τα σχηματιζόμενα εν δυνάμει όργανά της και κυρίως η οργανωτική και πολιτική ενοποίησή τους.
Ε. Το πρόβλημα με το σύνθημα της “εργατικής κυβέρνησης” δεν είναι μόνο ότι προβάλει ιδιαίτερα επικίνδυνες αυταπάτες για τη δυνατότητα προώθησης θεμελιακών αλλαγών υπό αστική εξουσία στα μέσα παραγωγής και στο μεγαλύτερο κομμάτι του κράτους (αστυνομία, επιτελικός κρατικός μηχανισμός, δικαστήρια κτλ.) Το πρόβλημα είναι κυρίως, ότι προπαγανδίζει -και μάλιστα σαν ο “κρίκος” που θα “ξεκλειδώσει” το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα της εποχής μας- λάθος κατεύθυνση και μέσα στις λαϊκές μάζες και μέσα στο πρωτοπόρο δυναμικό που σχηματίζεται μέσα στην ταξική πάλη. Εν τέλει, αν οι υποστηρικτές της εντός της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ήθελαν να είναι θεωρητικά συνεπείς μέχρι τέλους, θα έπρεπε να υποστηρίξουν ότι η “εργατική κυβέρνηση” δεν θα είναι η πρόταση μεταβατικής εξουσίας μιας πολιτικής δύναμης, αλλά πρόταση των ίδιων των οργάνων της εν δυνάμει εργατικής εξουσίας στα οποία θα στηριχτεί και θα προωθήσει η τέτοια κυβέρνηση. Αλλιώς, οδηγούμαστε ξανά στη διάσπαση οικονομικού και πολιτικού αγώνα, στην υποκατάσταση της τάξης από το κόμμα.
5. Για την κίνηση της κοινωνικής συνείδησης
Μεγάλο μέρος, δυστυχώς, του δυναμικού μας προσεταιρίστηκε την άποψη αμέσως μετά τις εκλογές της 17 Ιούνη ότι είχαμε μια σοβαρή μετατόπιση της ελληνικής κοινωνίας προς τα αριστερά. Ελάχιστες φωνές αντιπαρατέθηκαν σε αυτή την αντίληψη προβάλλοντας την πιο ισορροπημένη άποψη ότι, αντ' αυτού, οι εκλογές έδειξαν σοβαρές κατ' αρχήν τάσεις πολιτικής πόλωσης. Οι Θέσεις ναι μεν δεν αναπαράγουν την αφελή αισιοδοξία εντός του κόσμου της αριστεράς που κυριάρχησε μετά τις 17 Ιούνη, αλλά από την άλλη δεν κάνουν και μια σαφή εκτίμηση πια από τις δύο τάσεις άρχισε να παίρνει το πάνω χέρι.
Ένα σχεδόν χρόνο μετά, μία νηφάλια αποτίμηση, κατά την άποψή μου, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουμε μία σαφή και σημαντική συντηρητική αξιακή/ιδεολογική μετατόπιση. Επιχειρήματα:
  • Η σταθερότητα της Συγκυβέρνησης, παρά τις αφελείς εκτιμήσεις μεγάλου τμήματος της αριστεράς
  • Η σοβαρή ανθεκτικότητα και ενίσχυση της Χ.Α. και του ευρύτερου εθνικιστικού/φασιστικού ρεύματος (το οποίο συμπεριλαμβάνει τις “Πατριωτικές Κινήσεις”, την ομάδα του Στόχου, πολιτικές πρωτοβουλίες υψηλόβαθμων αποστράτων κ.α.). Θα αποτελέσει εγκληματική αβλεψία η υπερεκτίμηση του γεγονότος ότι οι φασίστες δεν έχουν κερδίσει την μάχη του δρόμου. Αποτελεί ιδιαίτερα προβληματικό γεγονός ότι οι ιδεολογικές/αξιακές τους αναφορές διαδίδονται και “νομιμοποιούνται” σε μεγάλα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας τραβώντας το “μέσο πολιτισμικό κέντρο” προς τα δεξιά. Υπάρχει πλέον και πολιτική έκφραση αυτής της ιδεολογικής κίνησης: Η πρόταση από το ακροδεξιό τμήμα της Ν.Δ. για μια “νέα δεξιά ηγεμονία” μέσω μιας πολιτικής συμμαχίας με την Χ.Α.
  • Η κινηματική νηνεμία, παρά το γεγονός ότι πέρασαν σημαντικότατα τμήματα της αντιλαϊκής επίθεσης με κορυφαίο την κατάργηση των κλαδικών συμβάσεων, απέναντι στην οποία δεν είχαμε καν την εκδήλωση οικονομικών κινητοποιήσεων
  • Η ευκολία με την οποία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κατέπνιξε αγωνιστικές διαθέσεις τμημάτων της εργατικής τάξης. Το παράδειγμα των καθηγητών αποτελεί κορυφαίο παράδειγμα. Το κυρίως πρόβλημα δεν είναι ότι η γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ έσπασε την απεργία. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι το δέχτηκε με ελάχιστες αντιδράσεις -πλην του δυναμικού των Παρεμβάσεων- η μεγάλη πλειονότητα του κλάδου. Είναι ότι οι κύριοι πολιτικοί υπερασπιστές της τελικής απεργοσπασίας δεν ήταν ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ, αλλά οι δυνάμεις της κοινοβουλευτικές αριστεράς, χωρίς θεαματικές μετατοπίσεις προς τα αριστερά των οπαδών τους.
  • Η τρομερή ενίσχυση των εκλογικών αυταπατών (ή της θεολογικής αποκάλυψης της “Λαϊκής Εξουσίας” για το τμήμα της εργατικής τάξης το οποίο αναφέρεται στο ΚΚΕ). Δεν είναι απλά -ή στην τελική κυρίως- οι ηγεσίες, αλλά ο κόσμος της αριστεράς ο οποίος πηγαίνει προς τα δεξιά μαζί με την υπόλοιπη κοινωνία.
Αποδεικνύεται ότι οι εκλογές της 17 Ιούνη αποτέλεσαν ένα σημείο καμπής για τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές τις ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Το κύριο τελικά, δεν ήταν η απεμπλοκή σοβαρών τμημάτων κυρίως από το ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ, έναν πολιτικό χώρο ο οποίος έστεκε προς τα αριστερά του, αλλά:
  • H ανάδειξη ενός ακροδεξιού ιδεολογικού ρεύματος, το οποίο πλέον συμπεριλαμβάνει ανοιχτά μεγάλο κομμάτι της παραδοσιακής δεξιάς κοινωνικής αναφοράς
  • Η συντριπτική ηγεμόνευση του ευρω-ρεφορμιστικού ιδεολογικού ρεύματος έναντι της κομμουνιστικής αναφοράς αριστεράς
Τι έφταιξε και η μεγάλη πλειοψηφία του δυναμικού της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν μπόρεσε όχι μόνο να μην διακρίνει αυτές τις τάσεις έγκαιρα, αλλά πολύ περισσότερο ένα μειοψηφικό, αλλά σημαντικό κομμάτι της να θεωρεί ιδιαίτερα θετικές τις εξελίξεις-και ως ένα σημείο να συμπράττει σε αυτές; Κατά την άποψή μου, είναι δύο:
  • H περιχαράκωση του πνευματικού ορίζοντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποκλειστικά εντός του κόσμου της αριστεράς
  • Η μηχανιστική αντίληψη οι οποία ταυτίζει τις πολιτικές μετατοπίσεις, με τις ιδεολογικές/αξιακές εντός του κοινωνικού σώματος.
Δυστυχώς, τα συγκεκριμένα προβλήματα διαπερνούν απ' άκρη σε άκρη το κείμενο των Θέσεων.
Κατ' αρχήν, οι Θέσεις δεν καταπιάνονται με την ανάλυση της όλης κοινωνικής συνείδησης μέσα στις αντιφάσεις και τις αντιθέσεις της. Αντιθέτως, έχουμε έναν αχταρμά ετεροβαρών και ασύνδετων επισημάνσεων. Μια αναφορά στο κίνημα των εργαζομένων, λίγο από Χρυσή Αυγή και την άνοδο του φασισμού και μπόλικη ανάλυση για την αριστερά. Βγάζει μάτι η απουσία ενός από τα πλέον βασικά αξιακά, ιδεολογικά και πολιτικά ρεύματα που διαπερνά αυτή την στιγμή την ελληνική κοινωνία: Το ρεύμα που στρατεύεται ή δείχνει έστω θετική ουδετερότητα απέναντι στην αστική στρατηγική. Αποτελεί αμελητέα ποσότητα, ένα κατασκεύασμα των ΜΜΕ και του Κεφαλαίου; Αντιθέτως, το ίδιο το γεγονός του περάσματος της τρίχρονης αντιλαϊκής επίθεσης, και κυρίως η συνέχιση της ηγεμονίας των βασικών αστικών ιδεολογημάτων (ανταγωνιστικότητα, εθνική ανάπτυξη, μάχη για την επιβίωση του ικανότερου κτλ.) αποδεικνύουν ότι υπάρχουν σοβαρές και ευρείς κοινωνικές δυνάμεις που στηρίζουν την αστική στρατηγική. Το κυριότερο: Δεν αποτελούν μία οριοθετημένη κοινωνική ομάδα, αλλά επηρεάζουν και “διαχέονται” σε μεγάλα τμήματα των εργατικών και λαϊκών μαζών.
Κατά δεύτερο, στις Θέσεις κατασκευάζεται ένα λίγο-πολύ ενιαίο “αντι-μνημονιακό ρεύμα” και τίθεται ως κεντρική ιδέα της πολιτικής τακτικής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ η μετατόπιση του προς αντι-Ευρώ, αντι-ΕΕ θέσεις. Πρόκειται για μία βαθιά μηχανιστική θέση. Το ζήτημα δεν είναι απλά να αναλυθούν οι διάφορες ιδεολογικές τάσεις οι οποίες ενυπάρχουν μέσα στο “αντι-μνημονιακό ρεύμα”, αν και ούτε αυτό γίνεται με επάρκεια μέσα στις Θέσεις. Αυτό που έχει πολιτική σημασία είναι να καθοριστούν σε ποια ιδεολογικά/αξιακά στοιχεία μπορεί να πατήσει η προσπάθεια για την οικοδόμηση του Πόλου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Αριστεράς, και ποια θα πρέπει να αντιπαλέψει. Πόσο δε, που μία τέτοια διαλεκτική ενότητας-αντιπαράθεσης δεν αναφέρεται κατά βάση σε κάθετες ομαδοποιήσεις όπως αυτές σχηματοποιούνται στους διάφορους πολιτικούς σχηματισμούς (όπως εν πολλοίς κάνει η Θέση 38), αλλά στις διάφορες ιδεολογικές/αξιακές τάσεις που διαχωρίζουν οριζόντια το κοινωνικό σώμα, συμπεριλαμβανομένων των διάφορων πολιτικών ομαδοποιήσεων.
Πιο συγκεκριμένα. Στο “αντι-μνημονιακό ρεύμα” συνυπάρχουν: Η επιθυμία επιστροφής στα “καλά χρόνια” πριν τα Μνημόνια με την επίγνωση ενός μειοψηφικού ακόμα, αλλά διευρυνόμενου, τμήματος ότι επιστροφή στο παρελθόν δεν μπορεί να υπάρξει. Η επιθυμία αντίστασης απέναντι στους ιμπεριαλιστές με την επιδίωξη υπεράσπισης των εθνικών συμφερόντων, ακόμα και όταν αυτά έχουν ιμπεριαλιστικό/επεκτατικό χαρακτήρα. Η ιδιαίτερα ασαφής επιθυμία λαϊκής κυριαρχίας (μέσα στην ΕΕ;, μέσα στο ΝΑΤΟ; μέσα στον ΠΟΕ; αλλά με το ίδιο αστικό κράτος), με την εξαιρετικά συγκεχυμένη αναζήτηση μίας πιο συμμετοχικής “πραγματικά” δημοκρατικής διαχείρισης των δημόσιων πραγμάτων. Η στόχευση μίας παραγωγικής ανασυγκρότησης που θα προσφέρει αξιοπρεπή εργασία για όλους με την επιδίωξη μιας ανταγωνιστικής οικονομίας πλήρως ενταγμένης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και τους νόμους του καπιταλισμού. Το αρνητικό αίσθημα απέναντι στις πολυεθνικές και τα μονοπώλια με την υπόγεια υπεράσπιση του “δικαιώματος” των μικροαστών στις επιδοτήσεις του ΕΣΠΑ και την εισφοροδιαφυγή. Η διεθνιστική αναζήτηση συμμάχων στους λαούς άλλων (κατά βάση ευρωπαϊκών) χωρών με σοβαρά στοιχεία ξενοφοβίας (βλ. ΕΠΑΜ). Η περιβαλλοντική ευαισθησία με την προσδοκία εκμετάλλευσης του (μυθολογικά αμύθητου) ορυκτού πλούτου στο υπέδαφος της χώρας. Η άρνηση των χαρατσιών με την αναγνώριση της αναγκαιότητας ύπαρξης επενδυτικών διευκολύνσεων στις ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Δεδομένης της βαθιάς αντιφατικότητας του “αντι-μνημονιακού ρεύματος” το οποίο φτάνει στο βαθμό σοβαρών αξιακών αντιθέσεων στο εσωτερικό του, μία επαναστατική πολιτική τακτική παρέμβασης σε αυτό θα πρέπει:
  • Να ακολουθεί μία διαλεκτικής ενότητας-αντιπαράθεσης στην οποία η αντιπαράθεση θα παίζει τον ηγεμονικό ρόλο. Αυτό αφορά πρωτίστως την ιδεολογική/αξιακή μάχη, αλλά αναπόφευκτα θα αφορά πολιτικά και τα ασυνεπή/οπορτουνιστικά ρεύματα που εκφράζουν αντίστοιχες αξίες.
  • Η συγκεκριμένη διαλεκτική θα πρέπει να αποσκοπεί σε μία σύνθεση στην οποία ναι μεν θα εμπεριέχονται και μη καθαρά αντικαπιταλιστικά αιτήματα (όπως λαϊκή κυριαρχία, αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, αντι-ιμπεριαλιστικοί στόχοι πάλης), αλλά με ξεκάθαρη ηγεμονία των αντικαπιταλιστικών αιτημάτων. Μία αντίστροφη τακτική που θα βασίζεται στην επίλυση κάποιας “δεσπόζουσας” αντίθεσης (είτε είναι η εθνική ανεξαρτησία, είτε η νομισματική αλλαγή) το μόνο που θα καταφέρει είναι να επιτείνει την σύγχυση και την αντιφατικότητα εντός του “αντιμνημονιακού ρεύματος”
6. Για την προτεινόμενη πολιτική τακτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Συνοψίζοντας όλα τα παραπάνω, οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ μιας επαναστατικής έναντι μιας οπορτουνιστικής/νεο-ρεφορμιστικής κατεύθυνσης μέσα στην αριστερά, συμπεριλαμβανομένης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορούν να συνοψιστούν (κατ' ανάγκη σχηματικά) στον κάτωθι Πίνακα.



Παράγοντας προς εξέταση
Επαναστατική κατεύθυνση
Οπορτουνιστική κατεύθυνση
Αντικειμενική διαπάλη παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων
Μεταβατικό αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα το οποίο στοχεύει κυρίως στην αγωνιστική, εν δυνάμει επαναστατική, επιβολή μέτρων σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της παραγωγής
Ριζοσπαστικό αστικοδημοκρατικό μεταβατικό πρόγραμμα το οποίο στοχεύει κυρίως στην αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου μέσω μίας “παραγωγικής ανασυγκρότησης” η οποία αφήνει ανέπαφους τους βασικούς μηχανισμούς της κεφαλαιοκρατικής αναπαραγωγής
Κίνηση της κοινωνικής συνείδησης
Διαλεκτική ενότητας-αντιπαράθεσης με ηγεμονικό τον ρόλο της αντιπαράθεσης και στόχο:
Α. Την ιδεολογική/αξιακή κατίσχυση των εν δυνάμει αντικαπιταλιστικών τάσεων μέσα στο σώμα της κοινωνικής διαμαρτυρίας απέναντι στην αστική πολιτική
Β. Ενσωμάτωση δευτερευόντων, μη καθαρά αντικαπιταλιστικών αιτημάτων υπό την σαφή ηγεμονία της βασικής κατεύθυνσης του αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος
Γ. Βασικός πολιτικός στόχος η οικοδόμηση, εμβάθυνση και μαζική επιρροή του Πόλου της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Αριστεράς
Μηχανιστική αντίληψη “συνεχούς” του “αντι-μνημονιακού ρεύματος” και προσπάθεια μετακίνησής του “1 κλικ αριστερά” προς αντι-Ευρώ, αντι-ΕΕ θέσεις. Σε ιδεολογικό/αξιακό επίπεδο ηγεμονικός ο ρόλος της ενότητας.

Νεκρανάσταση του θεωρητικού σχήματος περί βασικής και “δεσπόζουσας” αντίθεσης.

Βασικός πολιτικός στόχος η συγκρότηση ενός Μετώπου της “ριζοσπαστικής” (sic!) αριστεράς πάνω στη λύση της “δεσπόζουσας” αντίθεσης

Ζήτημα της εξουσίας
Επιβολή μέρους, και εν μέρει, αιτημάτων του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος μέσω του μαζικού εργατικού και λαϊκού εκβιασμού.

Συγκρότηση οργάνων εργατικής πολιτικής μέσω της πάλης.

Πλήρης εφαρμογή των αιτημάτων του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος δυνατή μόνο μέσω της αντικαπιταλιστικής επανάστασης και της οικοδόμησης της εργατικής εξουσίας
Εφαρμογή του ριζοσπαστικού αστικοδημοκρατικού μεταβατικού προγράμματος κυρίως μέσω μιας εργατικής/αριστερής κυβέρνησης.

Ο ρόλος των λαϊκών “αντιθεσμών” “αντι-εξουσίας” είναι κυρίως η στήριξη της εργατικής/αριστερής κυβέρνησης.

Η εργατική/αριστερή κυβέρνηση με την εφαρμογή του μεταβατικού προγράμματος υποβοηθά την συγκρότηση λαϊκών “αντιθεσμών” (πώς αλήθεια;)
Δυστυχώς, οι Θέσεις κινούνται σαφώς προς την δεύτερη, την οπορτουνιστική/νεο-ρεφορμιστική κατεύθυνση, τόσο μέσω της ασάφειάς τους, όσο κυρίως με την πρόταση για “μετωπική πολιτική συμπόρευση” με μη αντικαπιταλιστικές δυνάμεις, η οποία -για να μην κάνουμε συνδικαλισμό στο εσωτερικό μας- σημαίνει κοινή εκλογική κάθοδο σε επερχόμενες κεντρικές πολιτικές μάχες.
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί κάτι. Γενικά κι αόριστα η τακτική συμμαχία συνεπών κομμουνιστικών δυνάμεων με ασυνεπείς/οπορτουνιστικές δεν είναι λάθος. Ωστόσο, ειδικά και συγκεκριμένα είναι λάθος, δεδομένης της σύγχυσης που ενυπάρχει ακόμα και στο πλέον πρωτοπόρο δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, αυτό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τόσο όσον αφορά την κατεύθυνση του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος, όσο και την κίνηση της κοινωνικής συνείδησης. Στο υπαρκτό ερώτημα εμβάθυνση ή διεύρυνση, η απάντηση πρέπει να είναι ολοκλήρωση της εμβάθυνσης ως βασική προϋπόθεση για να γίνει οποιοσδήποτε λόγος για διεύρυνση. Δύο ακόμα επισημάνσεις:
Εξαιρετικοί σύντροφοι προτάσσουν ακριβώς μια “πλατιά ενωτική” πολιτική τακτική ακριβώς πάνω στη συνειδητοποίηση ότι διερχόμαστε από μία φάση της ταξικής πάλης η οποία χαρακτηρίζεται από την σχετική ενδυνάμωση της αστικής στρατηγικής και την άμεση απειλή μιας ιστορικής ήττας της εργατικής τάξης. Με όλο το σεβασμό, μία τέτοια αιτιολόγηση μοιάζει με το “ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται”. Και είναι βέβαιο ότι οι μάζες ούτε ακολούθησαν ποτέ, ούτε και πρόκειται να ακολουθήσουν πνιγμένους (τα αποτελέσματα της 17 Ιούνη ήταν αρκετά αποκαλυπτικά...)
Άλλοι, επίσης, εξαιρετικοί σύντροφοι πρεσβεύουν την ανάγκη μιας τακτικής στην οποία θα συνυπάρχουν και η εμβάθυνση και η διεύρυνση. Πρόκειται, κατά την άποψή μου για μία αφελή, με όλο το σεβασμό, άποψη διότι δεν εμπεριέχει καθόλου την έννοια των συσχετισμών:
  • Αναγνώσκει τελείως μηχανιστικά τους συσχετισμούς περιορίζοντάς τους αποκλειστικά στο πολιτικό επίπεδο, με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ να αποτελεί τον μεγαλύτερο οργανωμένο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Παραγνωρίζει παντελώς, τους δεξιόστροφους ιδεολογικούς/αξιακούς συσχετισμούς ακόμα και μέσα στον κόσμο της αριστεράς.
  • Σε συνάφεια με το παραπάνω σημείο, παραγνωρίζεται πλήρως η δύναμη της αστικής ιδεολογίας και των μηχανισμών της, π.χ. ΜΜΕ, στην προώθηση οπορτουνιστικών ιδεών μέσα στο σώμα (και της αντικαπιταλιστικής) αριστεράς. Έχουν σημειωθεί ήδη πολλά κρούσματα. Και δυστυχώς, πολλοί από τους προτεινόμενους πολιτικούς συμμάχους έχουν δείξει μία ιδιαίτερη τάση να αντιλαμβάνονται την πολιτική με καθαρά αστικούς όρους.
  • Βασίζεται σε μία αφελή αντίληψη ότι εάν δείξουμε “καλή καρδιά”, τότε οι υπαρκτές ιδεολογικο-πολιτικές διαφορές οι οποίες οδηγούν σε αποκλίνοντα σχέδια ως διά μαγείας θα οδηγήσουν σε μια νέα σύνθεση. Καθώς, ωστόσο, απουσιάζει πλήρως από αυτή την θεώρηση η έννοια της ηγεμονίας, το περιεχόμενο της “σύνθεσης” αναπότρεπτα θα είναι πάντα ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής.
  • Εν απουσία μίας συγκροτημένης πολιτικής πολεμικής που θα προωθείται ενιαία και με συνέπεια, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφανίζεται ως “συνεχές” με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού (έστω και στο επίπεδο των συμβολισμών), πράγμα που το έχει ήδη πληρώσει πολύ ακριβά. Αρκεί κανείς να θυμηθεί την τουλάχιστον ατυχή επίσκεψη αντιπροσωπείας της ΚΣΕ στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές της 6 Μάη...
Όλα τα παραπάνω πιθανόν να θεωρηθούν μία “σεχταριστική” και “αριστερίστικη” τοποθέτηση. Προσωπική μου άποψη, ωστόσο, είναι ότι αν πάσχουμε ως πολιτικός οργανισμός από κάτι είναι η βρεφονηπιακή ασθένεια του βολονταρισμού των καλών προθέσεων και των μεγαλεπήβολων πολιτικών κινήσεων. Αντιθέτως, αν επιδιώκουμε να παρέμβουμε κατά κύριο λόγο στις μάζες και όχι στον μικρόκοσμο (των στελεχών) της αριστεράς, απαιτείται η μέγιστη προσπάθεια για θεωρητική σαφήνεια και ψυχρή, αντικειμενική εκτίμηση των ιδεολογικών και πολιτικών συσχετισμών. Τα “και από τα πάνω” και “από τα κάτω” χωρίς ιεράρχηση και συνεκτικό σχέδιο, το μόνο που θα καταφέρουν (για ακόμα μία φορά) θα είναι “και πάλι προς το πουθενά”.

Χονδρογιάννης Σταμάτης,
μέλος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ Μαγνησίας
 

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *