03 Μαΐου 2013

Η ΚΑΛΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΙΚΙΑ: ΣΩΦΡΟΝΙΣΜΟΣ, ΒΙΟΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΘΑΝΑΤΟΠΟΛΙΤΙΚΗ



feretroΟ λόγος που ξαναγυρνάω σ’ εκείνες τις φωτογραφίες, δεν είναι μόνο που ακόμα δεν λένε να κοπάσουν ούτε η οργή ούτε το σοκ. Ο λόγος είναι ότι, δύο μήνες μετά, είναι καιρός να ξανασκεφτούμε τι ήταν ακριβώς αυτό που μας έδειχναν οι φωτογραφίες των συλληφθέντων της Κοζάνης.  Η πρώτη ανάγνωση βγήκε αντανακλαστικά: οι φωτογραφίες ανεδείκνυαν την αστυνομική βία που υποτίθεται μεταμφίεζαν· εδειχναν ότι η κρατική βία δεν ενδιαφέρεται και πολύ να κρυφτεί – θέλει, άλλωστε, «να παραμένει αναγνωρίσιμη». Βία, ωμότητα, ηλιθιότητα: αναγνωρίσιμες κι επιχρωματισμένες. Όμως δεν ήταν μόνο αυτό. ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ.
Ο λόγος που ξαναγυρνάω σ’ εκείνες τις φωτογραφίες, είναι γιατί δεν προσέξαμε πόσο μοιάζανε με φωτογραφίες νεκρών – φωτογραφίες με το φτηνό φώτοσοπ που βλέπεις στα νεκροταφεία, πρόσωπα με το φτηνό μακιγιάζ που βλέπεις στις βιτρίνες των γραφείων κηδειών ή στη σειρά Six Feet Under. Δεν προσέξαμε πώς, καθώς καλλώπιζαν χτυπημένα πρόσωπα, οι φωτογραφίες αυτές μιμούνταν ταυτόχρονα και το θάνατο και τη «σωστή ζωή» (δείχνανε, δηλαδή, πώς θα ’πρεπε να είναι τα «αναγνωρίσιμα» στην εξουσία πρόσωπα), όσο κι αν το έκαναν αδέξια. Και δεν προσέξαμε πόσο όλα αυτά συνδέονταν, πολύ πιο έντεχνα απ’ ό,τι το κακό φώτοσοπ μας έκανε να υποψιαστούμε.

Ο σωφρονισμός και η καταστολή, η βασική δηλαδή αφήγηση αυτών των φωτογραφιών, συνδέονταν ανεξίτηλα με τη ρητορική της «καλής ζωής» και τη ρητορική του θανάτου. Οι συλληφθέντες στο Βελβεντό ήταν αναγνωρίσιμοι ως έγχρωμα ευτυχείς, ως νεκροζώντανοι και ως δαρμένοι· ταυτόχρονα. Αν σας σοκάρουν ακόμα αυτές οι φωτογραφίες, είναι μάλλον γιατί αισθάνεστε ότι σε μια παρόμοια θέση σας έχουν τοποθετήσει κι εσάς.
Γιατί δεν χρειάζεται και πολλά πολλά για να καταλάβει κανείς ότι ένα μείγμα σωφρονισμού, εικόνων καλής ζωής και εικόνων θανάτου, είναι αυτό που προσφέρεται ως «νοικοκύρεμα» στην Ελλάδα του Μνημονίων σήμερα. Από τη μια, οι μηχανισμοι επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής του κράτους εντείνονται, με μια μάλιστα αυτοαναφορικότητα (Δένδιας!), που αν δεν είχε και τα κωμικά της στοιχεία θα ήταν απλώς τραγική. Από την άλλη, την ίδια στιγμή, εικόνες «καλής ζωής» κατακλύζουν τους δέκτες μας. Είτε ως υποσχέσεις μελλοντικής ευημερίας (Σαμαράς!) είτε ως προτάσεις σωφροσύνης «μέχρι να περάσει η κρίση». Ακόμα και οι πολύ γενικές εκσυγχρονίζουσες κορώνες του «επιτέλους» (επιτέλους θα μειωθεί το κράτος, επιτέλους νοικοκύρεμα κ.τ.ό.), κι αυτές εντάσσονται στη λογική της υπόσχεσης καλής ζωής. Επιτήρηση, έλεγχος και εικόνες καλής ζωής δεν είναι όμως παρά καθημερινές εκφορές αυτού που ονομάζουμε βιοπολιτική, ένα είδος εξουσίας που σ’ όσους ορίζει τη ζωή την ορίζει πια με κάθε λεπτομέρεια, ενώ τους υπόλοιπους τους αφήνει να πεθάνουν.
Κι εδώ έρχεται να συμπορευθεί η παραπληρωματική της βιοπολιτικής στρατηγική: η θανατοπολιτική. Όπως ο ρόλος της βιοπολιτικής είναι να οργανώνει, στη λεπτομέρειά της, τα σώματα που «μετράνε» και να αφήνει απ’ έξω όσα προγράφονται ως νεκρά, ο ρόλος της θανατοπολιτικής είναι να οργανώνει την εικόνα των νεκρών ή των οιονεί νεκρών. Αν η καταστολή και η κλασική βιοπολιτική προσπαθεί να σε πείσει να αφήσεις το πάνω χέρι στην εξουσία «που θα σε φροντίσει» και να κλειστείς μέσα στο σπίτι σου, κυριολεκτικά και μεταφορικά (να κλειστείς στην παραδοσιακή οικογένεια, στην πολιτική παθητικότητα, στην κοινωνική αφασία και στον οικονομικό ετεροκαθορισμό), η θανατοπολιτική, ως η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος, προσπαθεί συνεχώς να σου θυμίζει ότι έξω από το περίκλειστο τείχος που σου εξασφαλίζουν για να ζεις, κυκλοφορούν νεκροζώντανοι, κυκλοφορούν ζόμπι. Γι’ αυτό τόσο πολύ ο Άλλος στην εποχή της Κρίσης παρουσιάζεται πλέον ως οιονεί νεκρός· «κυκλοφορεί εκεί έξω», κι είτε μας λένε ότι μας απειλεί με θάνατο (θυμηθείτε το σκάνδαλο με τις ιερόδουλες, που ονομάστηκαν «υγειονομικές βόμβες»), είτε θυμίζει θάνατο (τα ταλαιπωρημένα σώματα ζητιάνων, τα σημαδεμένα σώματα θυμάτων ρατσιστικής βίας), είτε, ενώ συγκεκριμένες πολιτικές τον αφήνουν να πεθάνει (π.χ. άρνηση υγειονομικής περίθαλψης σε μετανάστες), προβάλλεται ως ήδη νεκρός.
Το σύστημα αυτό –καταστολή/βιοπολιτική/θανατοπολιτική– έχει έναν προφανή στόχο. Αυτό το «κλειστείτε μέσα» συγκρατεί και συγκροτεί έναν ομοιογενή πληθυσμό προορισμένο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, να υποστεί ένα πείραμα. Εξελίσσεται σε «πείραμα της Νότιας Ευρώπης» και είναι, ουσιαστικά, μια προσπάθεια δημιουργίας αποικιοκρατικών συνθηκών εντός του ίδιου γεωγραφικού χώρου και της ίδιας πολιτικής οντότητας με την αποικιοκρατική εξουσία. Αν δηλαδή παλιότερα η αποικιοκρατία χαρακτηριζόταν από γεωγραφική απόσταση (η αποικία ήταν μακριά από το ηγεμονικό κέντρο), σήμερα αποικία και ηγεμονικό κέντρο μαθαίνουν να συγκατοικούν. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς είναι δυνατόν υπάλληλοι φορέων όπως η Ευρωπαϊκή επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κ.τ.ό., να εργάζονται ώστε να επιβάλλουν σε χώρες όπως η Ελλάδα την άρση βασικών εργασιακών δικαιωμάτων τα οποία οι ίδιοι, ως υπάλληλοι (κάποιοι από αυτούς μάλιστα έλληνες υπάλληλοι), απολαμβάνουν; Πώς είναι δυνατόν κάποιος να σκέφτεται τη σχετικοποίηση και την άρση ενός δικαιώματος, το οποίο ο ίδιος απολαμβάνει; Είναι, βεβαίως, δυνατόν, και ιστορικά ξέρουμε πώς μπορεί και ιδεολογικά να συγκροτηθεί ως αφήγημα. Αρκεί να λειτουργήσει η κλασική τριπλή διαφοροποίηση η οποία συγκροτούσε ανέκαθεν την αποικιοκρατική λογική: φυλετική διαφοροποίηση, πολιτική διαφοροποίηση, χρονική διαφοροποίηση. Ο αποικιοκρατούμενος νοείται ως φυλετικά διαφορετικός από τον αποικιοκράτη, καθίσταται πολιτικά αμέτοχος στην εξουσία που τον ορίζει, και παρουσιάζεται σαν να κατοικεί σε έναν άλλον χρόνο (εγκλωβισμένος σε ένα αρχαϊκό παρελθόν, ασύμπτωτο με τη νεωτερικότητα του αποικιοκράτη).
Δεν είναι μακριά αυτό που επιβάλλεται στις χώρες του Νότου, με πρώτη την Ελλάδα, σήμερα. Ο έλληνας εργαζόμενος παρουσιάζεται ολο και περισσότερο ως διαφορετικός από τον ευρωπαίο, με «φυλετικού τύπου» στρατηγικές (είναι τεμπέλης, είναι υπεράριθμός, είναι κλεφτοκοτάς, είναι πονηρός). Καθίσταται πολιτικά διαφορετικός (δεν ξέρει να ψηφίζει, δεν πρέπει να ψηφίζει, δεν μπορεί να ψηφίσει). Και είναι, πλέον, και κάτοικος μιας άλλης χρονικής σφαίρας από τον ευρωπαίο πολίτη: ο Έλληνας, προς το παρόν, καταδικάζεται να κατοικεί στο χρόνο του τετελεσμένου μέλλοντα – σε ένα σημείο στο μέλλον του υπόσχονται ότι θα έχει ξαναμπεί στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, θα έχει ξαναμοιραστεί την κεντροευρωπαϊκή μοντερνικότητα· από την οποία όμως, προς το παρόν, έχει αποκλειστεί.
Επιβάλλεται έτσι μια τριπλή σχάση, φυλετική, πολιτική και χρονική, για να δημιουργήσει, με αρχή την Ελλάδα, ευρωπαίους πολίτες όχι δεύτερης, αλλά διαφορετικής κατηγορίας. Κι αυτή η επιβολή, βεβαίως, βαφτίζεται «τήρηση της νομιμότητας». Όμως αυτό δεν φτάνει. Μπορεί η τριπλέτα καταστολή-βιοπολιτική-θανατοπολιτική να οργανώνει έναν πληθυσμό ο οποίος, στο όνομα της «νομιμότητας», μεταμορφώνεται σε αποικιοκρατούμενο. Χρειάζονται όμως και εξελιγμένες στρατηγικές που θα τον κάνουν να μη βλέπει τι του συμβαίνει.
Κι έτσι ερχόμαστε στη βαθιά, συγκροτησιακή, εργαλειακή χρήση του ρατσισμού. Αν η Κίρκη μεταμορφώνει τα θύματά της σε γουρούνια, μια από τις βασικές της τεχνικές είναι να τα κάνει να θεωρούν ότι γουρούνια γίνονται μόνο οι άλλοι. Για να διατηρηθεί η επίφαση της «κανονικότητας», για να κρυφτεί το γεγονός ότι εμείς είμαστε αυτοί που μεταμορφωνόμαστε στους ‘Αλλους μιας κεντρικής εξουσίας στην οποία πλέον δεν έχουμε πολιτική συμμετοχή, χρειάζεται να λειτουργεί σαν βηματοδότητης ένας εσωτερικός ρατσισμός, ο οποίος, μάλιστα, να διατρέχει την καθημερινότητά μας και να φυσικοποιείται όλο και περισσότερο.
Με άλλα λόγια: Καθώς ακούς στη λαϊκή τον μικροπωλητή να λέει ότι «θα κάνουμε τους μετανάστες σαπούνια», καθώς βλέπεις τον αθλητή, τον βουλευτή ή τη θεούσα να χαιρετάνε φασιστικά, μπορεί να εξεγείρεσαι. Ταυτόχρονα όμως συνηθίζεις και στην ιδέα ότι κάποιοι άλλοι, διαφορετικοί από εσένα και άτυχα θύματά όλων αυτών, ενδεχομένως να πεθάνουν στη γενικευμένη κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όσο εσύ «σώζεσαι». Μπορείς, την ίδια στιγμή, ανετότατα να εξανίστασαι στη θέα της ρατσιστικής βίας· όπως ανετότατα μπορείς να καταδικάζεις και τα φασιστικά σύμβολα. Όμως αυτό δεν αλλάζει το αποτέλεσμα. Και το αποτέλεσμα είναι ότι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, φυσικοποιείται η εργαλειακή τριπλέτα καταστολή/βιοπολιτική/θανατοπολιτική. Αν στα ψηλά μπαλκόνια της πολιτικής ρητορικής τη δικαιολογεί και την επικροτεί η επίκληση της «νομιμότητας» και της «κανονικότητας», στα βρωμόνερα της καθημερινότητας τη φυσικοποιεί, ως συγκολλητική ουσία, ο ρατσισμός και η λογιστική του, αυτό το «κάτι μυρίζει, μάλλον θα ’ναι ο Άλλος που, ως άτυχος νεκρός, έχει ήδη αρχίσει να σήπεται».
Ο αναγκαίος ρατσισμός. Που όσο καλά τον υπηρετεί στη σωφρονιστική του εκδοχή η επίσημη πολιτική, άλλο τόσο καλά τον υπηρετεί στην ολοκληρωτική, και παραπληρωματική του εκδοχή η Χρυσή Αυγή. Η αναγκαία, ως εκ τούτου, Χρυσή Αυγή. Την οποία, ας το καταλάβουμε επιτέλους, ο νεοφιλελεύθερος που παιανίζει νομιμότητα και κανονικότητα, όσο κι αν λέει ότι τη σιχαίνεται, την έχει ανάγκη για να του κάνει τις βρωμοδουλειές. Μπορεί σε πρώτο επίπεδο αυτός να εργάζεται στην υπηρεσία της βιοπολιτικής (κλειστείτε μέσα κι εγώ θα σας φροντίσω). Μπορεί σε πρώτο επίπεδο το κράτος να εργάζεται στην υπηρεσία της καταστολής (όποιον βγει εκτός τον δέρνω). Μπορεί η Χ.Α. σε πρώτο επίπεδο να εργάζεται στην υπηρεσία της θανατοπολιτικής – είτε σημαδεύοντας τα σώματα των εχθρών της, είτε υποσχόμενη τον εκσαπουνισμό τους. Όμως όλοι μαζί δουλεύουν στην ίδια γραμμή παραγωγής ενός υπάκουου, διαχειριστικά αποδοτικού και πολιτικά περίκλειστου πληθυσμού.
Γι’ αυτό και εκνευρίζονται, άλλωστε, τόσο πολύ με κάθε κίνηση που ταρακουνάει αυτές τις ισορροπίες. Με κάθε κίνηση που κάνει, για παράδειγμα, κάθε προγραμμένος, όταν παίρνει την θανατοεικόνα του στα χέρια του (όπως συνέβη με τους μετανάστες που περιέφεραν το φέρετρο του νεκρού συντρόφου τους στην Ομόνοια). Ή με τις ακτιβιστικές δράσεις που βγαίνουν στους δρόμους και αξιώνουν το θρήνο για τους νεκρούς και τους βασανισμένους ως πολιτική χειρονομία. Ή με τα εξώφυλλα περιοδικών που πιάνουν τα κιβούρια του φώτοσοπ και τα στέλνουν από κει που ήρθαν. Γιατί όλες αυτές οι αντιστάσεις δείχνουν ότι καταστολή, βιοπολιτική, θανατοπολιτική, αλλά και η διαπλοκή τους, πρέπει, επιτέλους, να γίνουν αναγνωρίσιμες.
-
Δημοσιεύτηκε στο UNFOLLOW 16.

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *