Η συζήτηση για την αριστερή κυβέρνηση, από πολλές
αριστερές δυνάμεις και φωνές, γίνεται συχνά με προβληματική μεθοδολογία.
Αποσυνδέονται τα γενικά κριτήριαγια το ζήτημα των μετώπων και της εξουσίας από το συγκεκριμένο πρόγραμμα και την πολιτική φυσιογνωμία του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, γίνονται ορισμένα λογικά άλματα, ακόμα και πολιτικές λαθροχειρίες.
Πρώτα πρώτα, παρουσιάζεται ένας άλλος ΣΥΡΙΖΑ και ένα άλλο πρόγραμμα από αυτό που έχει.
Συνήθως εμφανίζεται μια ψευδής εικόνα, σύμφωνα με την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζεται με θετικό τρόπο σαν να έχει:
-
ένα κατά βάση αριστερό φιλολαϊκό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, με
κάποιες έστω αυταπάτες και λάθη για την ΕΕ, αλλά «αυτό θα το ξεπεράσει η
ζωή», μέσα από μια αλυσιδωτή διαδικασία που θα μοιάζει με ντόμινο,
-
μια σωστή στόχευση πολιτικής αλλαγής μέσω της πρότασης για αριστερή κυβέρνηση (με κάποια λάθη τακτικής, όταν απευθύνεται στον Καμένο ή την ΔΗΜΑΡ) και
-
με κοινωνική βάση τις εργατικές λαϊκές δυνάμεις (με κάποια αδυναμία ή/και υποτίμηση στην οργάνωσή τους).
Από την άλλη, πάντα κατά την ίδια συλλογιστική ―και με κριτικό τρόπο- παρουσιάζεται ο ΣΥΡΙΖΑ σαν να έχει μια ηγεσία η οποία:
-
δεν στηρίζεται όσο πρέπει στο μαζικό κίνημα και υπερτονίζει τον κοινοβουλευτικό δρόμο,
-
λαθεύει επικίνδυνα για τη δυνατότητα αξιοποίησης ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων,
-
δεν έχει plan B στην περίπτωση αποπομπής από την ευρωζώνη
-
δεν επιμένει στην «ενότητα της Αριστεράς», αλλά αλληθωρίζει παράλληλα προς ΔΗΜΑΡ, Ανεξάρτητους Έλληνες.
Ο «μέσος όρος» αυτών των «θετικών και
αρνητικών στοιχείων», οδηγεί όσους ακολουθούν αυτό τον τρόπο σκέψης, στο
ένα συμπέρασμα ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια δύναμη σε ταλάντευση» ή αλλιώς ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί “ανοιχτό ζήτημα”...».
Δικαιολογείται έτσι μια αχρονική εφαρμογή «ενιαίου μετώπου», ώστε να γύρει η ταλάντευση προς την αριστερή μεριά.
Καθορίζεται τελικά, με αυτό το δικαιολογητικό υπόστρωμα, είτε μια γραμμήενεργητικής στράτευσης (βλέπε π.χ. συμμετοχή εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων της Αριστεράς στο ΣΥΡΙΖΑ, Κουβελάκης κ.λπ.), είτε κριτικής στήριξης της
πολιτικής στρατηγικής του (π.χ. «Πρωτοβουλία των 1000» κ.ά.) και
ειδικότερα της κυβερνητικής προοπτικής που χαράζει ο ΣΥΡΙΖΑ, στο όνομα
του «εφικτού».
Φτιάχνεται έτσι ένα πολιτικό φάσμα διαδοχικής συνέχειας,
που στη μια του άκρη έχει τις δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς
(ή και του αντεξουσιαστικού χώρου!) και στην άλλη άκρη του μας
περιμένει η Κατσέλη και άλλοι εκσυγχρονιστές του ΠΑΣΟΚ, ο Καμμένος και η
ΔΗΜΑΡ.
Διότι αλλιώς «δεν μπορεί να φτιαχτεί κυβέρνηση»,
που είναι και το βασικό και μεγάλο ζητούμενο. Άλλωστε, όπως λέγεται με
νόημα, «και ο Τσάβες στην αρχή είχε και δεξιούς υπουργούς».
Έτσι και χωρίς ορισμένοι να το πάρουν και καλά καλά
χαμπάρι, θα βρεθούν ―αν βρεθούν― να αποτελούν από ατύχημα συγκυβερνώσα
κυβερνητική παράταξη, μαζί με άλλους οι οποίοι τους προκαλούν
αποτροπιασμό για την πολιτική τους. Με τον ίδιο τρόπο που ο Κουβέλης
βρέθηκε για λόγους «εθνικής ανάγκης», να συγκυβερνά μαζί με το φασίστα
Βορίδη. Όλα γίνονται…
Κατά τη γνώμη μας, πρέπει στη συζήτησή μας να στηριζόμαστε στα πραγματικά δεδομένα, με βάση τα γενικά πολιτικά μας κριτήρια. Αυτό απαιτεί μιασυγκεκριμένη εκτίμηση για την πολιτική φυσιογνωμία και στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, κωδικοποιώντας όσα προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν
πρέπει να προσπερνά κανείς ως τυχαία, ούτε σαν ατοπήματα κάποιων δεξιών
στελεχών, που τυχαίνει και να εκπονούν το οικονομικό πρόγραμμα του
ΣΥΡΙΖΑ, τα παρακάτω:
-
Η πρόσδεση στο Ευρώ και την ΕΕ και
η ουσιαστική αποδοχή του δεσμευτικού πλαισίου τους (Σύμφωνο για το
ευρώ, Δημοσιονομικό Σύμφωνο), σε συνδυασμό με την αποδοχή του χρέους,
κάνουν αδύνατη απίθανη μια ριζοσπαστική δέσμη μέτρων που θα δώσουν μια
άμεση ανακούφιση στο λαό.
-
Η προγραμματική δέσμευση για διατήρηση του σημερινού επιπέδου δαπανών και
της άρνησης της συγκεκριμένης τοποθέτησης για αύξηση των φορολογικών
συντελεστών για τις επιχειρήσεις από το 21% που βρίσκεται σήμερα (πιο
χαμηλά και από τη νεοφιλελεύθερη Μ. Βρετανία), οδηγούν μοιραία σε
απουσία από το πρόγραμμα της επαναφοράς των κομμένων μισθών στους
δημοσίους υπαλλήλους, μη δέσμευση για την κατάργηση της «εισφοράς»
αλληλεγγύης ή σύναψη Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας που θα δώσει
πίσω τον κλεμμένο πλούτο από τους εργαζόμενους. Ακόμα και το προφανές
μέτρο της απόδοσης επιδόματος ανεργίας για όλους τους ανέργους και η
αύξησή του από το κωμικό ποσό των 360 ευρώ, είναι πολυτέλεια για τον
ΣΥΡΙΖΑ
-
Η αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων και
η ανάπτυξη που δε θα πειράξει τις δαπάνες στους ήδη ρημαγμένους τομείς
της υγείας, της παιδείας και των συγκοινωνιών. Είναι χαρακτηριστική η
αναδίπλωση για την COSCO, αλλά πολύ περισσότερο η υιοθέτηση της
«προσέλκυσης επενδυτών», μέσω του σχήματος για «αξιοποίηση» της δημόσιας
περιουσίας και όχι «εκποίηση».
-
Η μη κατάργηση ουσιαστικά της πολιτικής των μνημονίων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ρητά μιλά για αντικατάσταση των μνημονίων με «εθνικό σχέδιο
ανόρθωσης, όπου βασική φιλοσοφία του προγράμματος είναι μια “ρεαλιστική,
αποτελεσματική και κοινωνικά δίκαιη δημοσιονομική σταθεροποίηση”,
δηλαδή μια «αριστερή» ευρωπαϊκή λιτότητα.
Όλα αυτά έχουν ένα κοινό νήμα που
τα συνδέει και αυτό δεν είναι άλλο από την πολιτική στρατηγική της
«ελάφρυνσης των βαρών» της κοινωνίας μέσω από μια παρέμβαση, διά της
κυβέρνησης, στο πεδίο της αναδιανομής εισοδήματος και χωρίς ανατροπή στο πεδίο της παραγωγής και της διεθνούς θέσης της χώρας μέσα στην ΕΕ.
Αυτό, για να συμβεί, έχει δύο βασικές προϋποθέσεις.
Πρώτον, να υπάρξει μια καπιταλιστική ανάπτυξη και μάλιστα θηριώδης, ώστε να απορροφηθούν 1,5 - 2 εκατομμύρια άνεργοι.
Δεύτερον, αυτοί οι εθνικά σκεπτόμενοι και κοινωνικά ευαίσθητοι επενδυτές, να προσφερθούν να μοιράσουν το πλεόνασμα.
Και τα δύο, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και
απορρύθμισης της ευρωζώνης, είναι όνειρα θερινής νυκτός. Ουσιαστικά
πρόκειται για μια αντίληψη που βλέπει το ξεπέρασμα της κρίσης μέσα στο
έδαφος του καπιταλισμού που σφραγίζεται από την αυταπάτη της επιστροφής
σε κάποιας μορφής κεϊνσιανισμό. Λες και η βαρβαρότητα που ζούμε είναι
αποτέλεσμα του στενού ορίζοντα μιας πολιτικής ελίτ και αρκεί η αλλαγή
πολιτικού διαχειριστή για να την ξεπεράσουμε...
Υπάρχει η πείρα του ΠΑΣΟΚ και της στάσης της
Αριστεράς, «φιλοσοβιετικής» και «ευρωκομμουνιστικής», απέναντί του, που
δεν πρέπει να προσπεραστεί έτσι αβασάνιστα.
Η εκτίμηση που έχει κανείς για μια πολιτική δύναμη,
όσο αφορά τα θεμελιώδη κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά της, είναι
ζήτημα κλειδί για τον καθορισμό της πολιτικής τακτικής απέναντί της.
Η θεωρία «ενισχύουμε τα θετικά, αντιπαλεύουμε τα
αρνητικά», κλασικό δόγμα της στάσης του ΚΚΕ και του ΚΚΕ εσ. μετά το 1981
απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, αποτέλεσε τον τάφο για την Αριστερά και όχι μόνο σε
εκείνη την πολιτική συγκυρία. Αποτέλεσε ένα εφεύρημα των ηγεσιών τους
που είχε σαν αποτέλεσμα να προσπεραστεί η εκτίμηση ότι οβασικός χαρακτήρας
του ΠΑΣΟΚ ήταν ένα αστικό κόμμα, με ισχυρότατη επιρροή στην εργατική
τάξη και τα μικροαστικά στρώματα. Ένα κόμμα που είχε επομένως όλες τις
προϋποθέσεις για ένα αναγκαίο αστικό εκσυγχρονισμό του μετεμφυλιακού
«κράτους της Δεξιάς», όταν η τελευταία είχε εξαντλήσει τα όριά της.
Το κλασικό αντεπιχείρημα στις κριτικές φωνές για
αυτή τη στάση συμπληρωματικού ρόλου της Αριστεράς, αποτελούσε πάντα το
γεγονός ότι «οι εργατικές μάζες είναι στο ΠΑΣΟΚ» ή όπως το έθετε ο Μίμης
Ανδρουλάκης, «ο Ανδρέας έφερε την έννοια του σοσιαλισμού και της
αλλαγής σε κάθε σπίτι». Λες και η εργατική τάξη έχει μια θεϊκή αποστολή,
περίπου κατά το νόμο της βαρύτητας, αν δεν στηρίζει κομμουνιστικά
κόμματα, σίγουρα να στηρίζει κόμματα μισοεπαναστατικά.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι στις συνθήκες
εκείνες, όχι μόνο είχε το ΠΑΣΟΚ συντριπτική εκλογική υπεροχή στα λαϊκά
στρώματα, αλλά είχε και πλήρη και καθολική ηγεμονία, γεγονός που είχε
επίδραση στις επιλογές του. Τα οργανωμένα τμήματα της βιομηχανικής
εργατικής τάξης, με ποσοστά της ΠΑΣΚΕ άνω του 70% (ναυπηγεία,
χαλυβουργία, πολεμική βιομηχανία κ.λπ.), σήμερα αποτελούν άπιαστο όνειρο
για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δε θα αποφύγουμε το πειρασμό να θυμίσουμε την
πρόβλεψη του Μ. Ανδρουλάκη, όταν υποστήριξε την πολιτική της κριτικής
υποστήριξης του ΠΑΣΟΚ, πως «όταν αυτό θα τα στρίψει προς τα δεξιά, τότε
θα ξηλωθεί ταχύτητα προς τα αριστερά, όπως διαλύεται το καλσόν όταν
ξηλωθεί ένας πόντος». Αλλά και τη σκωπτική αποστροφή του Κ. Τζιαντζή
για αυτή τη λογική, που μιλούσε για «εφαψίες της πολιτικής».
Μας έρχεται αμέσως η αντίρρηση ότι πρόκειται για
μια αντιιστορική τοποθέτηση, καθώς δεν υπάρχουν περιθώρια σήμερα για
επανέκδοση μιας σοσιαλδημοκρατικής πρότασης. Συχνά μάλιστα υποστηρίζεται
πως αυτό το εγγυάται η προέλευση του βασικού κορμού του ΣΥΡΙΖΑ και του
ΣΥΝ από την κομμουνιστική Αριστερά και το ΚΚΕ, καθώς και η
εξωκοινοβουλευτική προέλευση των ριζοσπαστικών συνιστωσών. Ξεχνά μια
τέτοια αντίληψη ότι και το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα που είναι η
μετεξέλιξη του ιστορικού Ιταλικού ΚΚ, στήριξε την κυβέρνηση του Μόντι,
του «Ιταλού Παπαδήμου», ενώ ήταν η δική του κυβέρνηση υπό τον Πρόντι που
ξήλωσε το κοινωνικό κράτος και ρήμαξε τις εργασιακές σχέσεις. Ξεχνά
επίσης ότι η Κομμουνιστική Επανίδρυση μετά τη στήριξη του Πρόντι από
σημείο αναφοράς για μεγάλο κομμάτι της ευρωπαϊκής Αριστεράς, βρέθηκε να
είναι μια περιθωριακή δύναμη.
Το επιχείρημα που θέλει τη σοσιαλδημοκρατική πρόταση να μην επαναλαμβάνεται είναι ορθότατο, μόνο που είναι απολύτως αντεστραμμένο. Αν
το 1970 ή το 1980 υπήρχε ένα στοιχειώδες έδαφος για να σταθούν
μεταρρυθμιστικές βελτιωτικές λύσεις εντός του καπιταλιστικού πλαισίου,
σήμερα η δυνατότητα αυτή, λόγω της ποιοτικής εμβάθυνσης της κρίσης του
ολοκληρωτικού καπιταλισμού και των διπλών αρνητικών επιδράσεων μιας
ευρωζώνης πραγματικού κρεματόριου, είναι πραγματικά εντελώς οριακή και
μόνο σαν σύντομο επεισόδιο και πρελούδιο μιας αποφασιστικής κλιμάκωσης
της ταξικής αντιπαράθεσης για το ζήτημα της εξουσίας. Αυτό όμως είναι
λόγος όχι για να υποστηρίζεται κριτικά, αλλά να αντιπαλεύεται μια
σύγχρονη ρεφορμιστική πολιτική γραμμή αστικού εκσυγχρονισμού, εντός
καπιταλιστικού πλαισίου και ΕΕ!
Αυτό καθόλου δε σημαίνει ότι οι λαϊκές μάζες δεν θα
έχουν προσμονή και αυταπάτη για κάτι τέτοιο, άρα ότι δεν υπάρχει
πιθανότητα να στηρίξουν «εύκολες λύσεις» ανακούφισης είτε στα αριστερά
είτε στα δεξιά. Και αυτό ακριβώς είναι που βλέπουμε στην αναδιάταξη του
πολιτικούς σκηνικού. Ο εμβριθής επαναστάτης και ο πολιτικός επιστήμονας
μπορεί να ισχυρίζονται –και ορθά― ότι περιθώρια άσκησης
σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής δεν υπάρχουν. Ωστόσο, χάρη και στην
παρελθούσα πολιτική και ιδεολογική ύπνωση που έχει προσφέρει και η
Αριστερά του «μέσου όρου θετικών και αρνητικών» και του «αθροίσματος των
δημοκρατικών δυνάμεων», οι αυταπάτες του κόσμου μπορούν να
αναγεννιούνται, με τη μορφή της ελπίδας της άμεσης και άκοπης λύσης,
χωρίς ιδιαίτερη συμμετοχή και ενεργοποίηση του. Πολύ περισσότερο, όταν
αυτές οι αυταπάτες συντηρούνται και υποδαυλίζονται και από ρεύματα της
Αριστεράς… Μόνο που το κόστος της συντριβής θα είναι βαρύτερο για όλους.
Δημοσιεύθηκε στο aristeroblog.gr