Παναγιώτης Σωτήρης-Διάλογος για τη Συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Ένα
επαναλαμβανόμενο λάθος σε διάφορες τοποθετήσεις από τη μεριά της
Αριστεράς είναι ότι ο χρόνος έχει σταματήσει στο Μάη – Ιούνη του 2012.
Βλέπει κανείς τις ίδιες αναφορές σε μια βαθιά πολιτική και κοινωνική
κρίση, σε μια κοινωνία που είναι εξεγερμένη, σε ένα κίνημα που είναι στο
δρόμο και σε ένα λαό που αναζητά επειγόντως μια προοπτική διεξόδου και
μπορεί να ακούσει την αριστερά. Όμως, μια τέτοια τοποθέτηση παραβλέπει
την τωρινή κατάσταση και τις ιδιαιτερότητες της. Σίγουρα η κοινωνική
κρίση έχει οξυνθεί και αυτό αποτελεί υλικό υπόβαθρο μιας βαθιάς
πολιτικής κρίσης, που εκφράζεται ως μια χωρίς προηγούμενο
αποστασιοποίηση λαϊκών στρωμάτων από το πολιτικό σύστημα. Όμως, πλάι
στην οργή και την αγανάκτηση βλέπει κανείς να αναπτύσσεται η απελπισία
και ένα εξατομικευμένος επιβιωτισμός, που τροφοδοτούν όχι μόνο την
Αριστερά αλλά και τον κοινωνικό κανιβαλισμό του νεοφασισμού.
Γι’ αυτό και βλέπουμε, ακόμη και στις δημοσκοπήσεις, αντιφατικά αποτελέσματα που συνδυάζουν την εκλογική άνοδο της Αριστεράς με μειωμένη πραγματική πολιτική απήχηση των απόψεών της και μια διάχυτη αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Γι’ αυτό και τα αλλεπάλληλα μέτρα που περνούν μπορεί να αντιμετωπίζουν μεγάλους και ηρωικούς αγώνες σε επίπεδο κλάδων, όχι όμως εκείνο το είδος κοινωνικής έκρηξης που ζήσαμε τη διετία 2010-2012.
Γι’ αυτό και βλέπουμε, ακόμη και στις δημοσκοπήσεις, αντιφατικά αποτελέσματα που συνδυάζουν την εκλογική άνοδο της Αριστεράς με μειωμένη πραγματική πολιτική απήχηση των απόψεών της και μια διάχυτη αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει. Γι’ αυτό και τα αλλεπάλληλα μέτρα που περνούν μπορεί να αντιμετωπίζουν μεγάλους και ηρωικούς αγώνες σε επίπεδο κλάδων, όχι όμως εκείνο το είδος κοινωνικής έκρηξης που ζήσαμε τη διετία 2010-2012.
Είναι σαφές ότι η ελληνική κοινωνία διαπερνάται από οξυμμένες αντιθέσεις, αλλά ταυτόχρονα δεν έχουν πλατιά λαϊκά στρώματα εκείνη την αισιοδοξία και την ελπίδα ότι όντως κάπως μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα. Σε αυτό επενδύει η κυβέρνηση προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, να αποκαρδιώσει τις λαϊκές τάξεις και να διατηρήσει απλώς μια μικρή εκλογική πρωτοκαθεδρία.
Με αυτή την έννοια η κυρίαρχη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ είναι μέρος του προβλήματος και όχι απλώς μια λανθασμένη ή ανεπαρκής απάντηση. Η στρατηγική του ώριμου φρούτου για την κατάληψη της εξουσίας απλώς αφήνει τις αντικειμενικές τάσεις της συγκυρίας και την αποδιαρθρωτική επίπτωση ενός καθημερινού αγώνα για την επιβίωση να επενεργούν υπονομεύοντας τη δυνατότητα να αναδειχτεί ένα άλλο κοινωνικό και πολιτικό μπλοκ, ή το κάνουν να υπάρχει ως απλώς ένα άθροισμα εν δυνάμει ψηφοφόρων. Ταυτόχρονα, η καταναγκαστική απροθυμία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ ακόμη και να σκεφτεί οποιαδήποτε εκδοχή ρήξης με το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όχι μόνο προδιαγράφει την προοπτική μιας κυβερνητικής λύσης που εύκολα θα πέσει θύμα κάθε λογής εκβιασμών, όπως άλλωστε δείχνει και το παράδειγμα της Κύπρου, αλλά και νομιμοποιεί ιδεολογικά τον πιο κρίσιμο κόμβο του κυρίαρχου λόγου: την επιμονή ότι δεν υπάρχει εναλλακτική πρόταση έξω από τα όρια του «ευρωπαϊκού δρόμου».
Με αυτή την έννοια το ερώτημα σήμερα δεν είναι ποια τάση ή πρόταση μέσα στην Αριστερά απλώς θα μπορέσει να εκπροσωπήσει μια δεδομένη αγωνιστική ή εξεγερσιακή δυναμική των λαϊκών τάξεων. Το ερώτημα είναι να δούμε ποια πολιτική παρέμβαση, ποια στρατηγική και τακτική, μπορεί σήμερα όχι απλώς να εκπροσωπήσει την κατάσταση των λαϊκών τάξεων, αλλά να την επηρεάσει, να τη μετασχηματίσει, να την κάνει να πάρει δυναμικές ανατροπής.
Να το πούμε απλά: η πρόκληση είναι να διαμορφωθεί όντως ένα ιστορικό μπλοκ στην ελληνική κοινωνία. Μόνο που αυτό δεν είναι απλώς μια εκλογική αποτύπωση, αλλά μια διαδικασία μετασχηματισμού. Προϋποθέτει μια πλατιά κοινωνική συμμαχία, με ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας, που να συνέχεται από μια κοινή αφήγηση, μια κοινή στρατηγική για το προς τα πού πρέπει να πάει η ελληνική κοινωνία, που να συγκροτείται μέσα από τις συλλογικές πρακτικές που της αναλογούν, και να εκπροσωπείται από ένα πολιτικό φορέα που να παίζει το ρόλο ενός γκραμσιανού «Νέου Ηγεμόνα». Η πρόκληση αυτή είναι ακόμη ενεργή, παρά τα αποτελέσματα αποδιάρθρωσης και αποκαρδίωσης που έφερε η περίοδος μετά τον Ιούνη του 2012. Το βάθος της κοινωνικής και πολιτικής κρίσης σημαίνει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν οι δυνατότητες να ανασυσταθεί ένα τέτοιο μπλοκ. Ζούμε σε μια συγκυρία όπου μπορούν συγκεκριμένες μεγάλες ανατροπές να είναι ταυτόχρονα τα άμεσα μέτρα σωτηρίας αλλά και η αφετηρία ενός ευρύτερου μετασχηματισμού, ενός νέου πειραματισμού σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.
Η λύση θα ήταν να διαμορφωθεί από τις δυνάμεις της πολιτικής Αριστεράς αλλά και το δυναμικό του κινήματος, μέσα από διαδικασίες ανοιχτές, δημοκρατικές και κινηματικές το αναγκαίο σήμερα «μέτωπο της ελπίδας», με αφετηρία ένα μεταβατικό πρόγραμμα με κεντρικό άξονα τη ρήξη με ευρώ, ΕΕ και χρέος, με γείωση σε ένα ευρύ φάσμα «αντιθεσμών» της λαϊκής διεκδίκησης, αλληλεγγύης και αυτοάμυνας και με διεκδίκηση της πολιτικής και κυβερνητικής εξουσίας με στόχο την εκκίνηση μιας διαδικασίας ανασυγκρότησης και σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτή η διεργασία θα μετέτρεπε όντως τις σημερινές κοινωνικές δυναμικές σε ένα «ιστορικό πλοκ», τη συνάντηση δηλαδή ανάμεσα σε μια κοινωνική συμμαχία ένα πρόγραμμα, ένα πολιτικό μέτωπο και μια σύγχρονη ηγεμονία για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Εάν δεχτούμε ότι αυτό το ρόλο δεν μπορεί να τον παίξει ο ΣΥΡΙΖΑ, ακριβώς επειδή αρνείται να τοποθετηθεί υπέρ των αναγκαίων ρήξεων και τομών με το ευρώ, την ΕΕ, την εθνική και ευρωπαϊκή «νομιμότητα», προσαρμοζόμενος απλώς στο ρόλο μιας – ως προς τον πυρήνα της πολιτικής ανεξαρτήτως προθέσεων – εναλλακτικής λύσης εντός των παραμέτρων της κυρίαρχης πολιτικής και εάν προφανώς δεν δίνει διέξοδο ο αναχωρητισμός από τα πραγματικά ερωτήματα που διαλέγει η ηγεσία του ΚΚΕ, τότε τι μπορεί να γίνει;
Απαιτείται, επομένως, ένα ευρύτερο φάσμα δυνάμεων και αγωνιστών, που μοιράζονται καταρχήν την κοινή αφετηρία της επιμονής στη ρήξη με το ευρώ και την ΕΕ, που βλέπουν την παραγωγική ανασυγκρότηση ως διαδικασία μετασχηματισμού και την αναμέτρηση με την κυβερνητική και πολιτική εξουσία ως ζήτημα ρήξεων και όχι διαχείρισης, να διαμορφώσουν την πολιτική, οργανωτική, προγραμματική και κοινωνική μαγιά για το αναγκαίο σήμερα αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο που θα μπορούσε, στο όριό του, να αποτελέσει τη ραχοκοκαλιά μιας νικηφόρας αναμέτρησης με το τοπίο της κοινωνικής καταστροφής.
Η συμπόρευση αυτών των δυνάμεων, που περιλαμβάνουν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΜΑΑ, άλλες τάσεις της επαναστατικής Αριστεράς, αγωνιστές που πέρασαν από μορφώματα του αντιμνημονιακού χώρου, αγωνιστές από το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ που διαφωνούν με τις αδιέξοδες γραμμές που κυριαρχούν, είναι σήμερα και εφικτή και αναγκαία. Για να περάσουμε από την απλή επίκληση γενικών στόχων για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, τη διαγραφή του χρέους, τις εθνικοποιήσεις, το εργατικό έλεγχο, στη συγκεκριμένη συλλογική επεξεργασία προβολή και ζύμωση, του αναγκαίου σήμερα άλλου δρόμου, εκείνου του συνόλου μέτρων, θεσμικών τομών, αξιακών ανατροπών που θα δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει και έξοδος από την καταστροφή και μια πραγματική αναγέννηση της νεοελληνικής κοινωνίας σε μια πρωτότυπη σοσιαλιστική στρατηγική. Για να βάλουμε πλάτη, ώστε να μπορέσει στα συνδικάτα και τους φοιτητικούς συλλόγους, στις λαϊκές συνελεύσεις και τις αντιφασιστικές επιτροπές, στη αλληλεγγύη και την ανυπακοή, να συνεχιστεί το αναγκαίος παρατεταμένος λαϊκός ανταρτοπόλεμος, να ενισχυθεί η συλλογικότητα και η αυτοπεποίθηση απέναντι στην απελπισία και την εξατομίκευση. Για να δείξουμε ότι η αναμέτρηση με το ερώτημα της κυβερνητικής και πολιτική εξουσίας δεν μπορεί να περιοριστεί στο δίπολο «κοινοβουλευτικός κρετινισμός» - αντιπολιτικός κινηματισμός. Για να αλλάξουμε επειγόντως το τοπίο της Αριστεράς και να σταματήσουμε να μετράμε άλλες χαμένες ευκαιρίες.
Ας κοιτάξουμε ποιες είναι και οι αντιφάσεις που διαπερνάνε σήμερα και το ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Στο μεν ΣΥΡΙΖΑ, όσο και εάν η προοπτική της διακυβέρνησης λειτουργεί ως συνεκτικό στοιχείο, εντούτοις οι κρίσιμοι κόμβοι των εσωτερικών διαχωριστικών γραμμών παραμένουν το ερώτημα του ευρώ, η σχέση με την ΕΕ και το εάν και σε ποιο βαθμό διεκδίκηση της κυβέρνηση σημαίνει κυβερνητισμός. Στο χώρο του ΚΚΕ διατυπώθηκε, για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση, μια αμφισβήτηση του αφηρημένου επαναστατικού βερμπαλισμού από τη σκοπιά μιας μάχιμης κατεύθυνσης που να περιλαμβάνει ένα μεταβατικό πρόγραμμα με αφετηρία τη ρήξη με την ΕΕ , την κοινή δράση δυνάμεων του κινήματος και την αναμέτρηση με το ερώτημα της κυβερνητικής εξουσίας ως τμήμα μιας επαναστατικής στρατηγικής.
Επομένως, σήμερα μια πολιτική πρόταση και ενωτική διεργασία που επικεντρώνει στο μεταβατικό πρόγραμμα, με έμφαση στις αναγκαίες οριοθετήσεις απέναντι σε ευρώ, ΕΕ και χρέος και όχι σε καταναγκαστικές υποσημειώσεις, που αναμετριέται με το τι σημαίνει σήμερα εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία, που βάζει τη λογική ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου, που διεκδικεί την κυβερνητική και πολιτική εξουσία από τη σκοπιά μιας διαδικασίας μετασχηματισμού και ρήξεων, σήμερα μπορεί να συναντηθεί με την αναζήτηση και την αγωνία πολλών αγωνιστών. Επιπλέον, μια τέτοια ενωτική διεργασία θα δώσει και μια ώθηση για αποτελεσματικότερη παρέμβαση μέσα στους αγώνες και τα κινήματα αλληλεγγύης.
Αντίθετα, πολύ πίσω θα μας πάει κάθε παράταση του σημερινού κατακερματισμού των αγωνιστικών, ριζοσπαστικών αντι-ευρώ δυνάμεων, κάθε πρόκριση της μικροκομματικής ανασυγκρότησης σε βάρος της «μεγάλης εικόνας» των προκλήσεων στην κοινωνία, κάθε ανάγνωση της κατάστασης στην Αριστερά με κριτήρια πριν το 2010. Ας αναρωτηθεί ο καθένας και η καθεμιά μας: πόσο εύκολο θα είναι να εξηγήσουμε σε ευρύτερα κομμάτια του κινήματος γιατί δεν μπορούν να συμπορευτούν μετωπικά πολιτικές δυνάμεις που μοιράζονται την ανάγκη ρήξης με το ευρώ, την ΕΕ, το χρέος;
Όμως, αυτό χρειάζεται τόλμη, απαιτεί κάθε διαφορετικό ρεύμα αυτής της συνάντησης να αναμετρηθεί με την κρισιμότητα αλλά και τη ριζική πρωτοτυπία της περιόδου. Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς καλούνται να αναμετρηθούν – χωρίς να απεμπολούν την περισσότερο παρά ποτέ αναγκαία αναφορά τους στον επαναστατικό δρόμο και την ανεξαρτησία από την επίσημη πολιτική – με την πρόκληση μιας μετωπικής ενότητας που θα είναι αναγκαστικά πιο πλατιά και πιο αντιφατική. Οι δυνάμεις που προέρχονται από το ρεφορμισμό χρειάζεται να αναμετρηθούν με την ανάγκη βαθέματος μιας κατεύθυνσης ρήξης και μετασχηματισμού (άρα και με τα κατάλοιπα του «προοδευτικού κυβερνητισμού» που χαντάκωσε την Αριστερά από τη μεταπολίτευση και μετά) και τη σημασία της κοινωνικής γείωσης και όχι απλώς της απεύθυνσης σε «εθνικά ακροατήρια». Οι αγωνιστές που προέρχονται από το αντιμνημονιακό κίνημα να αναγνωρίσουν την ιστορικότητα (αλλά και την ηθική – αξιακή βαρύτητα) της αναφοράς στην Αριστερά. Κοντολογίς, όλες και όλοι να ξεβολευτούμε, να υπερβούμε επιφυλάξεις, να δούμε ότι αυτά που ενώνουν αυτό το δυναμικό είναι περισσότερα από όσα το χωρίζουν.
Η πρόταση που κατατέθηκε για τη συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών σε έναν άλλο δρόμο διεξόδου από την κρίση, χωρίς χρέος, μνημόνια και ευρώ σε αυτή τη κατεύθυνση κινείται. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη των πολιτικών προτάσεων που κατατίθενται απλώς και μόνο για να δείξουν ότι ένα μικρο-μέτωπο είναι εφικτό. Δεν προσπαθεί να ανοίξει ένα ακόμη «πολιτικό μαγαζί» της Αριστεράς. Δεν προσπαθεί απλώς να αποτυπώσει ένα «συσχετισμό». Κατατίθεται για να δείξει ότι σήμερα αυτή η συμφωνία για τη διαμόρφωση της Αριστεράς του άλλου δρόμου είναι εφικτή. Ότι υπάρχουν όροι πολιτικής συμφωνίας, συναντίληψης, διάθεσης συνεργασίας. Ότι μπορούν να ξεπεραστούν διαφορές παράδοσης, κουλτούρας, πολιτικού λεξιλογίου. Ότι υπάρχουν άνθρωποι και αγωνιστές που θέλουν να βάλουν πλάτη για τη συλλογική επεξεργασία του προγράμματος του άλλου δρόμου, που θέλουν να δράσουν από κοινού στο κίνημα και την αλληλεγγύη, που βάζουν πλάτη για την οικοδόμηση του αναγκαίου τρίτου πόλου μέσα στην Αριστερά, του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου για τη ρήξη με το ευρώ, τη ΕΕ, το χρέος, την παραγωγική ανασυγκρότηση σε σοσιαλιστική κατεύθυνση, τη διεκδίκηση της εξουσίας από τις λαϊκές δυνάμεις.
Η πρόταση αυτή δεν υποκαθιστά τις υπάρχουσες διεργασίες που γίνονται σε χώρους όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα, καταδεικνύει ότι αυτό που η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεκδικεί με βάση και τις θέσεις της, δηλαδή τη μετωπική πολιτική συμπόρευση των δυνάμεων της ρήξης με την ηγεμονική καπιταλιστική στρατηγική, είναι σήμερα παραπάνω από εφικτό. Δεν προκαταλαμβάνει τη συζήτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά συνεισφέρει σε αυτήν, της επιτρέπει να γίνει πολύ πιο ουσιαστική και να στραφεί στο ζήτημα της εμβάθυνσης μιας σύγχρονης επαναστατικής πρότασης και όχι σε μια διαχείριση της καχυποψίας και του σεχταρισμού. Θέλει να ενώσει και όχι να διχάσει, επιδιώκει να ενισχύει δυναμικές μετωπικής συσπείρωσης. Σε τελική ανάλυση είναι μια πρότασή που η μεγαλύτερη δικαίωσή της θα είναι να ανοίξει επιτέλους η αναγκαία σήμερα μετωπική ενωτική διεργασία σε όλο το φάσμα των δυνάμεων που αφορά. Με το βλέμμα στραμμένο όχι στους συσχετισμούς στην Αριστερά αλλά στην κοινωνία και τον πήχη να είναι η εκρηκτική όξυνση των αντιθέσεων μέσα στο συγκεκριμένο χωροχρόνο στην κατεύθυνση μια νικηφόρας ανατροπής.
Εδώ και δεκαετίες η επαναστατική Αριστερά στον τόπο μας έχει γράψει μια ιστορία επιμονής σε δρόμους ανατροπής, κινηματικής ανιδιοτέλειας, ηρωισμού, συμβολής σε μεγάλους αγώνες, άρνησης συναλλαγής με την εξουσία. Σήμερα, καλείται να δείξει ότι μπορεί να έχει την τόλμη να βρει τους δρόμους, αναγκαστικά αντιφατικούς αλλά και γι’ αυτό ελπιδοφόρους, να αναμετρηθεί με την ευθύνη που έχει όχι απέναντι στον εαυτό και την ιστορία της, αλλά απέναντι στην «αγωνία αυτού του τόπου για ζωή». Θα το τολμήσουμε;